Το διασημότερο έργο του Ζαν Ζενέ ανεβάζει η Βάσια Χρονοπούλου στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Άλμα.
Η παράσταση Δούλες σε μετάφραση Βάσιας Χρονοπούλου και Ντένιας Στασινοπούλου παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Άλμα κι έρχεται να συμπληρώσει μια μακρά παράδοση ανεβασμάτων του έργου στη χώρα μας. Παραστάθηκε για πρώτη φορά στις 23 Φεβρουαρίου του 1968 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου (μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη) με τις Εκάλη Σώκου, Ρένη Πιττακή και Μαρία Γεωργίου. Τα πιο πρόσφατα περιλαμβάνουν σκηνοθέτες όπως την Έφη Μουρίκη (Θέατρο Αρμένη, 2011), τον Bruce Myers (Εθνικό Θέατρο, 2015), τους Μαριάννα Κάλμπαρη-Βασίλη Μαυρογεωργίου (Θέατρο Τέχνης, 2018) και τον Τσέζαρις Γκραουζίνις (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2018). Κι όμως, είναι ένα έργο που ενώ μετρά μια πλούσια παραστασιογραφία, συνεχίζει να είναι ελκυστικό και ανοιχτό σε σκηνοθετικές προσεγγίσεις.
Το έργο
Το έργο Les Bonnes (Δούλες) παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1947 (Theatre de l’ Athenee, σκηνοθεσία Λουί Ζεβέ) και παρά την αποδοχή του κοινού, έκανε τους κριτικούς να μιλούν για ένα νέο θεατρικό στυλ. Εντάσσεται στο πολυσυλλεκτικό θέατρο του Παραλόγου, ενώ είναι πλούσιο σε συμβολισμούς. Ο Ζενέ εμπνεύστηκε από την πραγματική ιστορία δύο αδερφών, των Κριστίν και Λέα Παπέν, οι οποίες καταδικάστηκαν τον Φεβρουάριο του 1933 για τον θάνατο της κυρία τους και της κόρης της. Ο κύριος Λανσελέν είχε πάει σ’ ένα επίσημο δείπνο και περίμενε τη σύζυγο και την κόρη τους. Όταν είδε ότι αργούσαν γύρισε σπίτι μαζί με την αστυνομία, και το θέαμα που αντίκρισαν ήταν σοκαριστικό: η σύζυγος κι η κόρη βρίσκονταν νεκρές με βγαλμένα μάτια, ενώ οι δύο υπηρέτριες βρίσκονταν ξαπλωμένες γυμνές στο κρεβάτι τους με αναμμένα τα κεριά. Δεν αρνήθηκαν την ενοχή τους και είχαν μια προκλητική ψυχραιμία που σχολιάστηκε έντονα από τον Τύπο της εποχής.
Ο Ζενέ φαίνεται πως μελέτησε καλά την υπόθεση από τις εφημερίδες, αφού τότε ήταν στη μόδα να γίνονται πρωτοσελίδα και μεγάλα αφιερώματα για τους εγκληματίες, αποκτώντας σχεδόν μια ηρωική διάσταση. Ο συγγραφέας έγραψε το έργο του όντας στη φυλακή και με τη βασική σκηνική οδηγία, να παρασταθεί από έφηβα αγόρια –παρόλο που αποτελείται από 3 γυναικείους χαρακτήρες- δίνοντας μια παρενδυτική κατεύθυνση σε μια ενδεχόμενη παράσταση. Στο έργο του η Κλαιρ κι Σολάνζ Λεμερσιέ, εναλλάσσουν ρόλους, γίνονται η μία η άλλη ή υποδύονται την Κυρία τους, σ’ ένα ατέρμονο θέατρο εν θεάτρω. Καταλήγουν να δηλητηριάσουν τους εαυτούς τους, σε μια ανατροπή της πραγματικής ιστορίας. Ο Ζενέ ξεκαθαρίζει πως δεν είναι ένα έργο για τα δικαιώματα των υπηρετών ενάντια στους κυρίους τους, αλλά μια αλληγορική ιστορία. Πέραν του ιδίου, έχουν ασχοληθεί με την ιστορία των Παπέν ο Ζαν Πολ Σαρτρ κι ο Λακάν, ενώ έχουν γίνει τραγούδια και κινηματογραφικές ταινίες.
Υπόθεση: Μια νύχτα φαντασιώσεων και ψευδαισθήσεων, ανάμεσα σε λουλούδια, φορέματα, παγιέτες και γούνες… Οι αδερφές Λεμερσιέ, οι υπηρέτριες, όπως κάθε βράδυ, όταν μένουν μόνες μιμούνται την Κυρία τους με τη δούλα της. Κάθε βράδυ…Ένα παιχνίδι, μια «τελετή» που οδηγεί στο «θάνατο» της Κυρίας και στη μεγαλειώδη κυριαρχία της Δούλας. Τι γίνεται, όμως, όταν η ονειροφαντασία του φόνου γίνεται πραγματική επιθυμία και προσχέδιο για ένα έγκλημα;
Η παράσταση
Η Βάσια Χρονοπούλου επέλεξε να ανεβάσει το έργο όχι μ’ έναν αμιγή θίασο βασισμένο στο φύλο όπως συνηθίζεται, αλλά με δύο γυναίκες ηθοποιούς και τη γνωστή drag persona Holly Grace (Θέμης Θεοχάρογλου). Η παρουσία της Holly Grace δεν είναι απλώς μια επιλογή στη διανομή, αλλά μια δυναμική επιλογή στη δραματουργία της παράστασης, απόλυτα συνυφασμένη με την τεχνική της μεταμφίεσης, αγαπημένο leitmotif του Ζενέ. Τι θέλω να πω: δεν εμφανίζεται «ντυμένη» Κυρία, στο τέλος του έργου όπως υποδεικνύεται από το έργο, αλλά από την έναρξη της παράστασης, εμφανίζεται ως μη δρον σκηνικό πρόσωπο, ως ημίγυμνο αγόρι, που προετοιμάζεται για την drag πτυχή του, μακιγιάζεται, βάφεται, χτενίζει την περούκα της, ντύνεται, γυαλίζει τις γόβες της, στα πλαίσια μιας ελκυστικής ιεροτελεστίας.
Αυτή η επιλογή είναι και το ατού της παράστασης, αφού τροφοδοτεί το διάλογο για την σεξουαλική αυτοδιάθεση, την αμφισβήτηση των αυστηρά δομημένων κοινωνικών φύλων βάσει των βιολογικών, ενισχύει την θεατρικότητα και τη μεταδραματικότητα του έργου, προσθέτει άλλη μια μεταμφίεση, σ’ ένα σερί ανταλλαγής ταυτοτήτων. Ενώ λοιπόν, οι δύο γυναίκες της διανομής εναλλάσσουν τους γυναικείους ρόλους του τριαδικού μοντέλου εγκληματικότητας κι αγιοσύνης, μια τρίτη γυναικεία παρουσία, διαμορφώνεται μπροστά μας. Ο Θέμης διαθέτει ένα σώμα σχεδόν εφηβικό, που πλησιάζει τα πρότυπα του Ζενέ, ενώ ως Holly Grace, λάμπει και ξεχωρίζει για την ευγένειά της, όπως μαρτυρά και το όνομά της. Ας θυμηθούμε ότι η βιογραφία του Ζενέ από τον Σαρτρ λεγόταν «Άγιος αμαρτωλός».
Τις δύο υπηρέτριες υποδύονται ηΝτένια Στασινοπούλου (συνυπογράφει τη μετάφραση μαζί με την σκηνοθέτιδα) κι ηΙωάννα Λέκκα. Η Ντένια Στασινοπούλου υποδύεται την Σολάνζ (που υποδύεται την Κλαιρ), με την ανάλογη δουλικότητα και παθητικότητα που υποτάσσει ο ρόλος και μ’ ένα ενδιαφέρον κρεσέντο στο τέλος. Η Ιωάννα Λέκκα ήταν ίσως αρκετά συγκινησιακή ως Κυρία (που την υποδύεται η Κλαιρ), αλλά με υπέροχη εκφορά λόγου.
Το σκηνικό του Γιάννη Αρβανιτίδη είναι μια τεράστια γκαρνταρόμπα και παραπέμπει σε βεστιάριο θεάτρου, με κοστούμια, ψηλοτάκουνα, γούνες, κοσμήματα και περούκες. Εξαιρετικής ποιότητας και αισθητικής –δείχνουν πολυτελή χωρίς απαραίτητα να είναι- τα κοστούμια της Βάσιας Χρονοπούλου, που δένουν με το σκηνικό. Οι ηθοποιοί καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ενδύονται και μακιγιάρονται σ’ ένα σερί μεταμφιέσεων και ψευδαισθήσεων. Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ψευδαίσθηση, στην καθημερινότητα και στο θέατρο, στις ιδιότητες της υπηρέτριας και της κυρίας, στη ζωή και στο θάνατο, δεν σταματούν ποτέ να μεταμφιέζονται και να υποκρίνονται πως είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι, πως είναι αυτό που φαίνονται.
Συνολικά, η παράσταση Δούλες της Βάσιας Χρονοπούλου είναι μια καλαίσθητη και έμμετρη παράσταση, που πέραν από κάποιες ερμηνευτικές ενστάσεις μας, υποστηρίζει την ύπαρξη της και φαίνεται πως έχει διαβάσει καλά τον Ζενέ.
Διαβάστε επίσης: