Από τη Γιώτα Δημητριάδη
«Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε, μὲ διώχνει –
θέλω νὰ πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε,
τὰ κάδρα ρίχνονται σὰ νὰ βουτᾶνε στὸ κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου
ἀπ’ τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινὸ διάδρομο
ὅπως πέφτει τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ’ τὰ γόνατά της
ἢ ὅπως πέφτει μιὰ λουρίδα φεγγάρι στὴν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
....
Τοῦτο τὸ σπίτι δὲ μὲ σηκώνει πιά.
Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ σηκώνω στὴ ράχη μου»
Οι παραπάνω στίχοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Τούτο το σπίτι» ήρθαν, κατευθείαν, στο μυαλό μου παρακολουθώντας το έργο «170 τετραγωνικά» του Γιωργή Τσουρή, το οποίο σκηνοθετεί ο Γιώργος Παλούμπης στην πάνω σκηνή του θεάτρου Από Μηχανής.
Ένα κείμενο κρίνεται για το αν και κατά πόσον είναι «σημαντικό», από την πορεία του στον χρόνο, αν όμως μπορούσα να εκφράσω μια προσωπική γνώμη, θα έλεγα ότι ένα «καλό» έργο, πέρα από την αντοχή του, οφείλει να σε ταρακουνά, να δημιουργεί συνδέσεις στο μυαλό σου και να γεννά οικεία βιώματα, όπως προτάσσει και η αριστοτελική κάθαρση «περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Τολμώ, λοιπόν, να πω ότι ο θεατρικός λόγος του Γιωργή Τσουρή είναι αυτή τη στιγμή, ίσως, το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής κοινωνίας, εν έτη 2019 κι όχι μόνο για την επαρχία, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Αν κάποιος μελετητής θελήσει να δει τι πέρασε η Ελλάδα, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα μπορεί άνετα να ανατρέξει σ’ αυτό.
Μετά την επιτυχία του «Χαρτοπέλεμου», κείμενο του αδικοχαμένου Βαγγέλη Ρωμνιού, όπου ο Τσουρής ήταν υπεύθυνος για τη δραματουργία και την επεξεργασία του κειμένου. Παρακολουθούμε άλλο ένα οικογενειακό δράμα, στιγματισμένο από τις πληγές που γεννά η οικονομική κρίση, με βαθιά ψυχανάλυση της μέσης ελληνικής οικογένειας, δυνατές ανατροπές και μπόλικο μαύρο χιούμορ, ένα έργο που ισορροπεί μοναδικά ανάμεσα το δράμα και την κωμωδία.
Ο αναγνώστης-θεατής εύκολα μπορεί να βρει γεγονότα, που στοιχειοθετούν τον μικρόκοσμο του έργου του συγγραφέα, αλλά και της ομάδας MA NON TROPPO, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δραματουργική επεξεργασία υπογράφουν μεταξύ άλλων δύο ηθοποιοί της παράστασης (Βάλια Παπακωνσταντίνου και Αντώνης Τσιοτσιόπουλος), αλλά κι ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης. Επομένως, το μόνο σίγουρο είναι ότι μιλάμε για μια δουλειά συνόλου, η οποία έχει δείξει ότι ξέρει να κερδίζει.
Το έργο
Η υπόθεση φαινομενικά απλή: δύο αδερφές βρίσκονται, μετά από χρόνια, να συγκατοικούν στο πατρικό τους στη Θήβα. Η οικογένεια έχει διαλυθεί, αλκοόλ, εξωσυζυγικές σχέσεις των γονέων, ενδοοικογενειακή βία έχει οδηγήσει τα δύο κορίτσια να αποστρέφονται τους γονείς, αλλά κι η μια την άλλη, αφού είχαν πάρει αντίπαλα στρατόπεδα, η Λιλή (Αμαλία Αρσένη) μένει με τον πατέρα στα 170 τ.μ μέχρι το τέλος της ζωή του, η μεγαλύτερη, η Αλεξάνδρα (Βάλια Παπακωνσταντίνου) ζει μόνη στην Αθήνα, μέχρι που αναγκάζεται να επιστρέψει. Μαζί τους στο σπίτι και ο Άγγελος, σύντροφός της Λιλής, από τον οποίο είναι έγκυος. Και ενώ οι τρεις τους παλεύουν να βρουν μια ισορροπία, μια επίσκεψη θα τα αλλάξει όλα, για πάντα.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Παλούμπης αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιά του. Ως μετρ του ρεαλιστικού θεάτρου, καταφέρνει να καθοδηγεί εξαιρετικά τους ηθοποιούς του, αναδεικνύοντας μοναδικά τις σκηνικές σχέσεις των ηρώων, δουλεύοντας ουσιαστικά το χαώδες κενό του «τότε» με το «τώρα».
Εστιάζοντας στην ουσία του κειμένου αναδεικνύει με ακρίβεια τον μικρόκοσμο και των πέντε ηρώων, χτίζοντας παράλληλα μια παράσταση με ζηλευτό σασπένς και ανατροπές.
Οι τρεις σκηνές του έργου, ευτύχισαν σε εύρυθμες λιεζόν (συνδέσεις) με ένα εντυπωσιακό εικαστικά, αλλά και συγκινητικό βίντεο, που προοικονομεί το μέλλον, αλλά κλείνει και το μάτι στο παρελθόν της ιστορίας.
Μια μικρή επιφύλαξη διατηρώ μόνο για τη διάρκεια της πρώτης σκηνής, η οποία μοιάζει κάπως φλύαρη και, μάλλον, είναι θέμα χρόνου να «δέσει».
Υποκριτικά κι οι πέντε ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας, δουλεύοντας, πάνω απ’ όλα, ομαδικά.
Ξεχωρίζει ο Γιωργής Τσουρής, μ’ έναν αβανταδόρικο ρόλο, ο οποίος (εδώ κυριολεκτικά) γράφτηκε για εκείνον! Χαρίζει στο κοινό απλόχερα το γέλιο αλλά και τη συγκίνηση. Η σκηνή με τη χορογραφία του Μάικλ Τζάκσον είναι μια από τις πιο χιουμοριστικές της φετινής σεζόν, σκηνή για βραβείο.
Η Βάλια Παπακωνσταντίνου, αν και φλερτάρει με την υπερβολή σε κάποια σημεία, καταφέρνει, τελικά, να συγκινήσει τον θεατή και να δώσει υπόσταση στον χαρακτήρα της.
Ανεπίληπτη η ερμηνεία της Αμαλίας Αρσένη, έχει όλο τον αυθορμητισμό, την αφέλεια αλλά και την απελπισία της ηρωίδας. Ηθοποιός με άστρο κι εντυπωσιακή σκηνική λάμψη, θα μας απασχολήσει ευχάριστα στο μέλλον.
Υποτονικός σε κάποιες αντιδράσεις του ο Αντώνης Τσιτσοπουλος, μοιάζει να μην χτίζει την κορύφωση του ρόλου του, μ’ αποτέλεσμα όταν έρθει η ρωγμή να μην γίνεται ουσιαστικά πιστευτός.
Η Άννα Πατητή είναι απολαυστική στην πρώτη σκηνή κι εξαιρετικά αληθινή στη δεύτερη εμφάνισή της, λίγο πριν το φινάλε.
Ρεαλιστικό το σκηνικό των Κωνσταντίνα Μαρδίκη κι Έλλης Παπαδάκη, με έξυπνη λύση στην προβολή των βίντεο πάνω στα παραθυράκια του σαλονιού. Γεγονός που αναδείχθηκε επιτυχώς και χάριν στους φωτισμούς της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου.
Μέσα στο πνεύμα των χαρακτήρων και τα κουστούμια της Βασιλικής Σύρμα.
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα έργο, όπου οι δυνάμεις του τραγικού παραμονεύουν και προσπαθούν να κρυφτούν μέσα σε ένα κλίμα μικροαστικής αντίληψης, το οποίο μας μοιάζει τόσο οικείο και γι’ αυτό αναγνωρίσιμο. Αν αγαπάτε το ρεαλιστικό θέατρο κι είστε έτοιμοι να δείτε τον εαυτό σας στον καθρέφτη, σπεύσατε!
Μια από τις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν, και για να το γράψω και ελληνιστί «must see»