Ο Γιωργής Τσουρής μιλάει στη Γιώτα Δημητριάδη.
Θυμάμαι την πρώτη μας συνέντευξη,πριν 7 χρόνια στα Εξάρχεια. Μου είχε μιλήσει για εκείνον μια συνάδελφός του από το Εθνικό Θέατρο και επειδή πάντα μου αρέσει να ανακαλύπτω "νέα ταλέντα", τον πρότεινα στον τότε αρχισυντάκτη του περιοδικού.
Ο Γιωργής Τσουρής, τότε ήταν μόλις 24 χρονών, είχε τελειώσει τη δραματική σχολή του εθνικού θεάτρου και είχε καταφέρει από τις πρώτες του ερμηνείες σε μικρούς ρόλους να συζητιέται το όνομά του.
Σήμερα, ο Γιωργής είναι πρωταγωνιστής και μάλιστα σε παραστάσεις, στις οποίες υπογράφει και τα κείμενα. Παράλληλα σε λίγους μήνες θα πάρει το βάπτισμα του πυρός και ως σκηνοθέτης, αφού μετά από πρόταση του Σάββα Κυριακίδη, τα "170 τετραγωνικά" του θα ανέβουν και στο Θ.Ο.Κ.
Μιλώντας μαζί του καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο: "Με πατέρα ηθοποιό και μητέρα φιλόλογο, είχα τα καλύτερα εφόδια και συναισθηματικά και υλικά" θα μου πει. "Επομένως από που αντλείς την έμπνευση και γράφεις για "προβληματικές' οικογένειες" ; "Όχι, πρόσεξε ποια είναι η παγίδα! Επειδή, ακριβώς, προχωρώ μ όλα αυτά τα εφόδια, με βαραίνουν πάρα πολύ! Είναι περίεργη η σχέση και η επανάσταση που έχω να κάνω εγώ απέναντι στους γονείς μου, καθώς αφορά το πως μπορώ να νιώσω πραγματικά αυτοδύναμος. Να νιώσω ότι κάθε έργο που γράφω, η παρουσία μου κάθε βράδυ στη σκηνή κ.λ.π είναι του Γιωργή και μόνο. Προέρχεται από τις δικές μου δυνάμεις, και δεν είναι προϊόν καλής γονεϊκής συγκυρίας."
Όπως όλα δείχνουν ο Γιωργής το έχει ήδη καταφέρει αυτό, με όλη τη θεατρική Αθήνα να μιλάει για τον "Χαρτοπόλεμο" του αδικοχαμένου φίλου του, Βαγγέλη Ρωμνιού, όπου πρωταγωνιστούσε και υπόγραψε τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, δουλεύοντα από κοινού και με τα "170 τετραγωνικά" που σκίζουν στο Από Μηχανής και βάζουν πλώρη και για την Κύπρο. Ενα θεατρικό έργο, το οποίο τον έφερε αντιμέτωπο μόνο με την οθόνη του υπολογιστή του.
Θα ξεκινήσω από κάτι πιο «προσωπικό»: Όταν μιλήσαμε, μετά την παράσταση μου είπες ότι αυτή τη φορά ήταν πιο δύσκολο για σένα, γιατί χωρίς τον Βαγγέλη Ρωμνιό, με τον οποίο είχατε δουλέψει μαζί και συγγραφικά στον «Χαρτοπόλεμο», ένιωθες ότι έλειπε «ο βράχος» σου, όπως μου τον αποκάλεσες. Πώς ήταν η συγγραφή των «170 τετραγωνικών»;
Ναι, αυτή τη φορά ήμουν μόνος μου, μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή. Όταν ξεκινάς να γράφεις κάτι από το μηδέν, έχεις πάντα τον πανικό του «τίποτα», ακόμα κι αν έχεις μια αρχική ιδέα. Στην πορεία βέβαια αυτό που αντιλαμβάνεσαι ότι το κενό δεν υφίσταται. Αντίθετα όσο προχωράς, ανακαλύπτεις ότι το έργο ήταν ήδη λίγο-πολύ εκεί, και απλά ήθελε ξετύλιγμα.
Η διαφορά αυτής της διαδικασίας, τώρα, σε σχέση με τον «Χαρτοπόλεμο» ήταν διαπροσωπικής φύσεως κι αυτό γιατί η δουλειά με τον Βαγγέλη ήταν, για μένα, απόλαυση. Το κάναμε με τόση αγάπη κι ήμασταν ερωτευμένοι μ αυτό που κάναμε κι ερωτευμένοι, σ ένα πλατωνικό επίπεδο, και ο ένας με τον άλλον. Χρησιμοποιούσαμε το δέσιμο για να παράγουμε και την παραγωγή για να δεθούμε ακόμα πιο πολύ. Τώρα ήταν μια διαδικασία πιο μοναχική, η οποία, όπως και στον «Χαρτοπόλεμο», έγινε πιο συλλογική κατά τη διάρκεια των προβών. Γιατί εκεί βλέπεις και πως «λειτουργεί» το κείμενο σου, όταν συναντιέται με τους ηθοποιούς.
Το έργο διαδραματίζεται στη Θήβα. Πώς την επέλεξες;
Δεν ήταν τυχαία η επιλογή, ούτε πρακτικά, ούτε θεωρητικά. Πρώτον, γιατί η Θήβα είναι πολύ κοντά στην Αθήνα, οπότε η αντίστιξη είναι άμεση και ισχυρή. Είναι δηλαδή πολύ κοντά στο μεγάλο αστικό κέντρο, αλλά και πολύ μακριά με έναν τρόπο. Δεύτερον, έχει ένα τεράστιο δηλωμένο ένδοξο παρελθόν -ιστορικά καί θεατρικά- κι αυτό το παρελθόν, όπου ανιχνεύεται στην Ελλάδα αφήνει μια πολύ ισχυρή γλυκόπικρη γεύση.
Εσύ γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Κύπρο. Πόσο κοντά είναι οι νοοτροπίες των δύο λαών;
Η Κύπρος είναι μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση. Ενώ στην Ελλάδα υπάρχει ξεκάθαρα η μεγάλη πόλη, η πρωτεύουσα, όπου συγκεντρώνεται το κέντρο του ενδιαφέροντος, η Κύπρος δεν έχει μια αντίστοιχη Αθήνα, όπως δεν έχει και τα μικρά, απόκρημνα χωριουδάκια της ελληνικής επαρχίας. Όλα τα χωριά συνδέονται απευθείας με τις μικρές πόλεις. Υπάρχει με έναν τρόπο μία συνάφεια με τις μικρές επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας.
Γιατί, τότε, δεν επέλεξες μια κυπριακή πόλη;
Η τοποθεσία είναι μεν σημαντική, αλλά δεν καθορίζει την ουσία του έργου και των συγκρούσεων που φέρει. Θα μπορούσε με έναν τρόπο, να τοποθετηθεί και στην ιρλανδική επαρχία. Απέφυγα την Κύπρο για τους εξής δύο λόγους: ο πρώτος είναι η διάλεκτος, που αποκλείει κατευθείαν ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού και χρωματίζει διαφορετικά στα αφτιά τους χαρακτήρες, κι ο δεύτερος είναι ότι με μια ελληνική επαρχία μου δίνεται η ευκαιρία να «κρύψω» στοιχεία, τα οποία μου ήταν πολύ γνώριμα και από την Κύπρο, χωρίς να δηλώσω την καταγωγή τους. Σίγουρα υπάρχει στο έργο απόηχος γεγονότων, τα οποία γνώρισα στην Κύπρο κι ως παιδί.
Για παράδειγμα, ο ρόλος, που ερμηνεύω εγώ στην παράσταση, ο Γρηγόρης, ενώ όλοι μου λένε ότι είναι πολύ αναγνωρίσιμος στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα είναι μια κυπριακή περσόνα. Οι άνθρωποι, οι οποίοι μ ενέπνευσαν για να γράψω αυτό τον ρόλο ανήκουν στα βιώματά μου στην Κύπρο, απλά μετέφερα τον χαρακτήρα γλωσσικά, αφαιρώντας τη διάλεκτο.
Η παράσταση θα παρουσιαστεί και στη νέα σκηνή του ΘΟΚ στην Κύπρο σε δική σου σκηνοθεσία. Εκεί, θα γίνουν αλλαγές στο κείμενο;
Στόχος είναι να αφηγηθούμε την ίδια ιστορία, χωρίς να αλλοιώσουμε σημαντικά το κείμενο. Για μένα αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα: το πόσο θα καταφέρει να επικοινωνήσει το έργο στην Κύπρο, με όλες τις αναγωγές, χωρίς να μεταφερθεί η ιστορία αλλού. Το κείμενο θα υποστεί φυσικά την επεξεργασία που απαιτεί η προσαρμογή στην ιδιοσυγκρασία των ηθοποιών, του νέου θιάσου. Το τι αποτύπωμα κουβαλάει ο ηθοποιός σκηνικά είναι πάντα πολύ καθοριστικό.
Επομένως γράφεις για ηθοποιούς;
Ναι, ηθοποιοκεντρικά και, μάλιστα, φανατισμένα. Ο ηθοποιός στο θέατρο δεν είναι λεπτομέρεια. Αυτή είναι η βασική μου ιδιότητα και την τιμώ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Με ενδιαφέρει, ως συγγραφέας, να δίνω ένα υλικό στον ηθοποιό, το οποίο καί να μπορεί να υπηρετήσει και να αβαντάρει τον ίδιο, ώστε να νιώθει όμορφα στη σκηνή, χωρίς να προδίδεται η πλοκή και η ουσία του έργου.
Ο ηθοποιός είναι μια αυτοδύναμη παραγωγική μονάδα. Μπορεί στο θέατρο, τα τελευταία χρόνια, να κυριαρχεί η σκηνοθεσία, με τον σκηνοθέτη να έχει το όραμα και τον ηθοποιό να γίνεται το όργανό του, αλλά όταν αυτά τα δύο συγκλίνουν, όταν οι αποστάσεις "κλείνουν", συμβαίνει κάτι σπουδαίο. Είναι σημαντικό ο σκηνοθέτης να ακούσει το ένστικτο του υποκριτή του. Να αποδεχθεί τη δημιουργική του πρωτοβουλία.
Νομίζω, ότι έτσι δουλεύετε κι εσείς ως ομάδα τα τελευταία χρόνια.
Ναι, αν και αποφεύγουμε τη λέξη «ομάδα». Είμαστε πιο παλιομοδίτες και προτιμάμε τη λέξη «θίασος». Είμαστε μια εταιρεία θεάτρου, η οποία συστήνει έργα.
Μπορεί οι συντελεστές, στις περισσότερες δουλειές, να είναι κοινοί αλλά αποφεύγουμε τη λέξη «ομάδα», γιατί έχει κάτι το δεσμευτικό. Αντίθετα ο «θίασος» έχει μια αναρχία και μια ελευθερία, καθιστώντας την όλη διαδικασία κάθε φορά υπό αίρεση. Αν υπάρχουν ίδιοι συντελεστές είναι επιλογή μας να ξανασυναντηθούμε, αλλά δεν είμαστε ομάδα. Δεν δεσμευόμαστε. Σε κάθε καινούρια παράσταση, επιλέγουμε εξαρχής τη σύσταση του έμψυχου δυναμικού που θα την φέρει εις πέρας.
Μου μιλάς για «αναρχία», ενώ ως χαρακτήρας είσαι πάρα πολύ οργανωτικός. Πώς γίνεται αυτό;
Ναι, γιατί μόνο ένας βαθιά οργανωτικός άνθρωπος, μπορεί να κατανοήσει τι θα πει «αναρχία». Διότι φλερτάρει μαζί της συνεχώς και την πολεμάει για να μπορέσει να έχει το αποτέλεσμα που επιθυμεί. Προσωπικά, η πιο βαθιά μου ανάγκη, και γι αυτό οργανώνω το πάντα στη λεπτομέρειά τους, είναι αυτές οι μικρές-μικρές στιγμές ελευθερίας που βιώνω στη σκηνή. Οργανώνω πολύ αυστηρά ένα πλαίσιο, και κειμενικά, απαιτώντας κι από τους άλλους μεγάλη ακρίβεια. Συνήθως, όμως μέχρι τώρα, σ αυτούς του θιάσους που συστήνουμε, είμαι το πιο αιρετικό μέλος. Είμαι αυτός που θα αυτοσχεδιάσει περισσότερο και θα ξεφύγει περισσότερο.
Η οργάνωση, ουσιαστικά, αφορά τη δημιουργία ενός πλαισίου μέσα στο οποίο ο ηθοποιός θα μπορέσει να νιώσει σκηνική ελευθερία.
Τόσο τα «170 τετραγωνικά», όσο κι ο «Χαρτοπόλεμος», ανεξάρτητα από τις κωμικές του σκηνές και το χιούμορ τους, είναι έργα τα οποία αναδεικνύουν σοβαρά κοινωνικά θέματα: τον αλκοολισμό, την οικονομική κρίση, τις δύσκολες σχέσεις των μελών μιας οικογένειας κ.λ.π. Και νομίζω ότι είναι έργα μια κοινής θεματικής.
Ναι, βέβαια. Ακόμα και το τρίτο «παιδί», που έχω αυτή τη στιγμή στα σκαριά, είναι της ίδιας λογικής.
Γιατί σ έλκουν λοιπόν;
Είμαι 33 χρονών. Αυτό τι σημαίνει; Είμαι σ ένα μεταίχμιο τόσο εγώ, όσο κι οι περισσότεροι συντελεστές μας, όπου η επαφή με το σπίτι είναι κάτι πολύ συγκρουσιακό και πολύ αμφιθυμικό. Είμαστε σε μια τέτοια συγκυρία, όπου η ανεξαρτησία μας κι η συναισθηματική μας αποδέσμευση από την οικογένεια δεν είναι απλή ιστορία. Κι εγώ κι οι δικοί μου άνθρωποι βιώνουμε βαθιές ρίξεις με τον ίδιο μας τον εαυτό και τα παιδικά και τα εφηβικά βιώματά μας, καθώς προσπαθούμε να κάνουμε το βήμα και να πατήσουμε στα πόδια μας. Είναι μεταιχμιακά και τα δύο έργα. Αυτή η σύγκρουση, λοιπόν, μου γεννάει πάρα πολλές σκέψεις που έχω ανάγκη να εκφράσω θεατρικά.
Η «σύγκρουση» με το σπίτι είναι πιο έντονη, όταν ο πατέρας σου έχει, ήδη, διαγράψει μια πετυχημένη πορεία στον χώρο της υποκριτικής;
Η μητέρα μου είναι φιλόλογος, ο πατέρας μου ηθοποιός κι εγώ ηθοποιός και φιλόλογος! Επομένως, ουσιαστικά, δεν συγκρούστηκα στα χρόνια των κρίσιμων επιλογών μου.
Αυτό που αντιλαμβάνομαι, όμως, τώρα, είναι ότι όλοι μας κουβαλάμε ένα πολύ ειδικό βάρος από τους γονείς μας και δεν φταίνε ούτε εκείνοι γι αυτό, ούτε εμείς. Αυτή είναι η συνθήκη, όταν γεννιέσαι από κάποιους.
Αμαλία Αρσένη, Γιωργής Τσουρής, Βάλια Παπακωνσταντίνου
Την αποδοχή από τους γονείς σου την έχεις εισπράξει;
Οι γονείς μου δεν μου προσφέρουν απλά αποδοχή. Αυτό που θα πω τώρα είναι λίγο ψυχαναλυτικό: νιώθω ότι υπάρχουν γονείς που στερούν -συνήθως άθελά τους- από τα παιδιά τους τη στήριξη. Αυτά τα παιδιά, δυστυχώς ή ευτυχώς, πορεύονται στη ζωή τους με ισχνές αποσκευές, αλλά και με μια ελευθερία, μια αυτοδυναμία. Στη δική μου περίπτωση, οι γονείς μου ήξεραν ακριβώς τι εφόδια χρειαζόμουν και μου τα πρόσφεραν όλα αφειδώς! Όχι μόνο υλικά αλλά και συναισθηματικά. Μου έδωσαν μεγάλη ώθηση από πάρα πολύ μικρή ηλικία, κι αυτή τη στιγμή νιώθω ότι έχω ένα σάκο μ όλα τα εφόδια του κόσμου.
Επομένως, γράφεις για τις άλλες «προβληματικές» οικογένειες;
Όχι, πρόσεξε ποια είναι η παγίδα! Επειδή, ακριβώς, προχωρώ μ όλα αυτά τα εφόδια, με βαραίνουν πάρα πολύ! Είναι περίεργη η σχέση και η επανάσταση που έχω να κάνω εγώ απέναντι στους γονείς μου, καθώς αφορά το πως μπορώ να νιώσω πραγματικά αυτοδύναμος. Να νιώσω ότι κάθε έργο που γράφω, η παρουσία μου κάθε βράδυ στη σκηνή κ.λ.π είναι του Γιωργή και μόνο. Προέρχεται από τις δικές μου δυνάμεις, και δεν είναι προϊόν καλής γονεϊκής συγκυρίας.
Αμαλία Αρσένη, Βάλια Παπακωνσταντίνου
Αυτό φαντάζομαι είναι πολύ δύσκολο.
Δεν είναι εύκολο, είναι μεγάλο το ταξίδι, αλλά είναι σημαντικό να νιώσει ένας άνθρωπος ότι πατάει στα πόδια του.
Γι αυτό αποφάσισες να κάνεις κι εσύ νωρίς οικογένεια;
Παντρεύτηκα 30 χρονών. Η κατάσταση η δικιά μου, της νεοσύστατης οικογένειας έχει πάλι πολλές ιδιαιτερότητες, με την έννοια ότι είμαστε στην ίδια δουλειά με την Βάλια και, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουμε επιλέξει να δουλεύουμε και μαζί. Έτσι είμαστε σε μια συνθήκη, στην οποία βιώνουμε τον έγγαμο βίο με όλη τη φόρτιση που έχει το θέατρο. Δεν έχουμε την τύχη να ζούμε την αποφόρτιση που βιώνουν δύο άνθρωποι, οι οποίοι κάνουν διαφορετικές δουλειές και μπορεί να είναι ο ένας το καταφύγιο του άλλου, ώστε να ξεφεύγει. Ένα στοίχημα που έχω βάλει με τον εαυτό μου, για τα επόμενα χρόνια, είναι να μπορούμε να κερδίζουμε στιγμές, που δεν θα αφορούν τη δουλειά αλλά καθαρά το ζευγάρι.
Παράλληλα, βρίσκεσαι σ εντατικές πρόβες για τον «Οιδίποδα Τύραννο» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, που θα δούμε το καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Έχεις παίξει πολλές φορές στο αργολικό θέατρο.
Ναι, έχω παίξει πολλές φορές, κυρίως με το Εθνικό Θέατρο. Είχα παίξει και σε μικρή ηλικία, με τον ΘΟΚ!
Το αγοράκι στη «Μήδεια»;
Όχι, στον χορό κανονικά! Τράβηξα κουπί, ήμουν εφτά και δώδεκα ετών.
Πώς δουλεύετε πάνω στο κείμενο του Σοφοκλή;
Είναι μια ευτυχής συγκυρία τόσο από άποψη θιάσου, όσο και παραγωγής. Έχω μια αίσθηση ότι θα είναι μια σημαντική παράσταση. Στη διανομή είναι όλοι ένας κι ένας, και όπως ξετυλίγεται το νήμα στις πρόβες τόσο από τον Κωνσταντίνο (Μαρκουλάκης), όσο κι από τους ηθοποιούς φαίνεται πως το αποτέλεσμα θα μας δικαιώσει.
Μου είπες και πριν ότι από 7 χρονών ήξερες, ότι θα ερχόσουν στην Αθήνα για να ακολουθήσεις την υποκριτική. Πώς ονειρευόσουν τα πράγματα και πώς τελικά σου ήρθαν;
Μάλλον αυτό που περίμενα κι αυτό που είχα ανάγκη να βιώσω στο θέατρο έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί. Κι αυτό επειδή δεν βλέπω πολύ μακριά, βάζω βραχυπρόθεσμους στόχους και, μέχρι στιγμής, τους έχω πετύχει. Δεν είχα τρελά όνειρα. Δεν έβαλα στόχο να πάρω 2-3 Όσκαρ για παράδειγμα. Οπότε αυτά που είχα στο μυαλό μου έγιναν, και μάλιστα με τα πιο αισιόδοξα σενάρια. Σχεδιάζω τα επόμενα βήματα, και προσπαθώ να προλαβαίνω να βιώνω τις χαρές της δουλειάς μας. Αν μου έλεγε κάποιος πριν 14-15 χρόνια που ήρθα εδώ, ότι τα πράγματα θα συνέβαιναν όπως ακριβώς συνέβησαν,ο δεκαεννιάχρονος εαυτός μου θα πανηγύριζε. Δεν είναι και λίγο αυτό!