Από τη Γιώτα Δημητριάδη
«Ό,τι κάνεις μονάχα μένει, ό,τι έκανες καλό ή κακό»
Στη σκηνή της Φρυνίχου, στο θέατρο Τέχνης, ζωντανεύει μια παράσταση αφιερωμένη στη ζωή και τα τραγούδια της ρεμπέτισσας Μαρίκας Νίνου, σε κείμενα και σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη και του Γιάννου Περλέγκα.
Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε έναν αιώνα πριν, το 1922, πάνω στο βαπόρι «Ευαγγελία», που έφερνε την οικογένεια Αταμιάν στον Πειραιά, γι’ αυτό και ο καπετάνιος τής έδωσε το όνομα Ευαγγελία. Ορφανή από πατέρα, κατέληξε με τη μητέρα και τα αδέρφια της στην Κοκκινιά.
Τα φωνητικά της προσόντα φάνηκαν από μικρή ηλικία. Μάλιστα, μετά από προτροπή του δασκάλου της, έμαθε και μαντολίνο.
Το1939 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν και, ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος τους, ο Οβανές (ο Γιαννάκης). Ωστόσο, το 1946 ο Μεσροπιάν έφυγε για την Αρμενία, εγκαταλείποντας για πάντα την οικογένειά του.
Στη συνέχεια γνώρισε τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίνο Νικολαΐδη με τον οποίο έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της, χωρίς ποτέ να παντρευτούν.
Το καλλιτεχνικό της όνομα «Μαρίκα» το πήρε από τη μάνα του Νίνο, που θαύμαζε τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίνου από τον Νίνο. Έτσι, η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου.
Ο Νίνο τη μύησε στον κόσμο των ακροβατικών, οι δυο τους ήταν ντουέτο με το όνομα «Ντούο Νίνο», μέχρι που στο σχήμα προστέθηκε και ο γιος της και έτσι μετονομάστηκε σε «δυόμιση Νίνο». Στις παραστάσεις η Μαρίκα συνήθιζε να λέει και μερικά τραγούδια.
Κάπως έτσι την ανακάλυψε ο Πέτρος Κυριακός και τη γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος την πρωτολανσάρισε δισκογραφικά τον Ιούνιο του 1948.
Στην ιστορία όμως έμεινε η θρυλική της συνεργασία με τον Τσιτσάνη, που ήταν βραχεία λόγω των πολλών τσακωμών τους. Το ντουέτο εμφανίστηκε με επιτυχία και στην Κωνσταντινούπολη.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Νίνου πήγε μόνη της στη Νέα Υόρκη για να εξοικονομήσει χρήματα για τον αδερφό της που νοσούσε με καρκίνο. Την ίδια αρρώστια είχε και εκείνη στη μήτρα, από την οποία δυστυχώς και κατέληξε σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Μόνο οκτώ χρόνια τραγούδησε η Νίνου και κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της και να ερμηνεύσει αξέχαστα τραγούδια - από τα «Καβουράκια» και την «Ταμπακιέρα», μέχρι το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου του 1957 και την έθαψαν στο Σχιστό της Νεάπολης, πλάι στον αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε αποβιώσει δύο χρόνια νωρίτερα. Στη διαθήκη της άφηνε το σπίτι της στον γιο της αλλά ο Νίνο την καταπάτησε, πούλησε το ακίνητο και άφησε το αγόρι στο δρόμο.
Αυτά είναι μερικά από τα ομολογουμένως λίγα βιογραφικά στοιχεία που γνωρίζουμε για την τραγουδίστρια.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη και ο Γιάννος Περλέγκας, αξιοποιώντας όλη τη σχετική βιβλιογραφία αλλά και μαρτυρίες, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αξιοποιώντας υπέρ της ακόμη και τα κενά που υπάρχουν για τη ζωή της τραγουδίστριας και υφαίνοντας πλάι τους ένα πέπλο μυστηρίου. Παράλληλα, αποφεύγοντας κάθε είδος διδακτισμού, δίνονται πληροφορίες τόσο για το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής όσο και για την ιστορία του ρεμπέτικου.
«Τα ρεμπέτικα, τα άσματα των απλών πληγωμένων ανθρώπων μιλούσαν για την αγάπη και την εγκατάλειψη», θα μας πουν εν χορώ οι ηθοποιοί.
Αξιοποιώντας όλο τον χώρο της σκηνής, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια παράσταση που πάλλεται και ταξιδεύει τον θεατή από την αρχή μέχρι το τέλος με οχήματα την πρόζα, τη μουσική και το τραγούδι, επιτυγχάνοντας μια φυσική ροή με ικανοποιητικές δόσεις συγκίνησης, που δεν εκβιάζουν με ευκολίες το θυμικό του κοινού.
Στο έργο γίνονται αναφορές και για τη θέση της γυναίκας που εκείνη την εποχή έπρεπε να συμπορευθεί με τον τρόπο των ανδρών, γι’ αυτό και «μόνο το μάτι και η φωνή έπαιρνε φωτιά, ποτέ το υπόλοιπο σώμα».
Μεγάλη επιτυχία της συγκεκριμένης δουλειάς είναι το καστ των ηθοποιών που ερμηνεύει τους ρόλους, αφηγείται την ιστορία και τραγουδάει εξαιρετικά.
Στον ομώνυμο ρόλο, η Βερόνικα Δαβάκη που συμπωματικά πριν λίγους μήνες έκανε το ντεμπούτο της στην ελληνική δισκογραφία, με τη διασκευή του αρμένικου τραγουδιού «Αmbedz Gorav». Πέραν τούτου, είναι παλιά γνώριμη της Νίνου, καθώς το 2015 τραγούδησε το ρεπερτόριό της στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, στην παράσταση «Μαρίκα» των Nocebo AC.
Με την ερμηνεία της καταφέρνει να δώσει υπόσταση στον χαρακτήρα, προσδίδοντάς του γήινα στοιχεία, χωρίς να χάσει στιγμή τις μυθικές του διαστάσεις.
Αρμοστός στον ρόλο του Τσιτσάνη ο Γιάννος Περλέγκας, αν και λιγότερο τολμηρός στην εκφορά της χαρακτηριστικής προφοράς του συνθέτη.
Εξαιρετικής ευαισθησίας οι γυναικείες παρουσίες που ερμηνεύει η Ευγενία Αποστόλου. Υπέροχη και στα τραγούδια της παράστασης.
Με ενέργεια και αμεσότητα στη σκηνή παρουσιάζεται ο Μάνος Στεφανάκης.
Ενδιαφέρουσα και η οπτική του Δημήτρη Μαγγίνα στον ρόλο του Νίνου Νικολαΐδη.
Στα συν της σκηνοθεσίας και η αξιοποίηση των δεξιοτεχνών μουσικών (Αυγερινή Γάτση, Στράτος Γκρίντζαλης και Μπάμπης Παπαδημητρίου), στην εξέλιξη της ιστορίας, μέσω της επιτυχημένης ενσωμάτωσής τους στην παράσταση.
Μοναδική ένσταση η συνεχής παρουσία της πολύ καλής ακροβάτισσας Χριστίνας Σουγιουλτζή, που με τα ακροβατικά της αποσπά την προσοχή του θεατή από σημαντικές σκηνές της παράστασης.
Απλό αλλά πρακτικό και καλοφτιαγμένο το σκηνικό της Λουκίας Χουλιάρα, εμπνευσμένο από τα ξύλινα κιβώτια που μετέφεραν τα πλοία, όπως και το «Ευαγγελία» που γεννήθηκε η Νίνου. Καλαίσθητα και τα κοστούμια της.
Συνολικά, η παράσταση «Μαρίκα Νίνου - Σαν άστρο», χωρίς να είναι αγιογραφία της Αρμένισσας τραγουδίστριας, καταφέρνει να γνωρίσει τη σπουδαία ρεμπέτισσα στις νεότερες γενιές και να δημιουργήσει μια γλυκιά νοσταλγία στις παλιότερες.