Είναι κάποιες ιστορίες που δεν τις αγγίζεις εύκολα,συνήθως γιατί πονούν, συνήθως γιατί οι ενδεχόμενες απαντήσεις στα ερωτηματικά που άφησαν φέρνουν πολλούς σε άβολη θέση. Όσο περισσότερο όμως δεν τις φωτίζεις και τις αφήνεις στο σκοτάδι τους, τόσο πιο πολύ οι πρωταγωνιστές τους, γίνονται γνωστοί και παίρνουν μυθικές διαστάσεις. Κάπως έτσι έγινε και με μια ούτως ή αλλιώς πρωταγωνίστρια, την Ελένη Παπαδάκη, "Ήταν σαν μια ιστορία που κυκλοφορούσε στα σκοτεινά, όπως κυκλοφορούν και όλοι οι ήρωες σύμφωνα με τον ποιητή" .Θα μου επισημάνει ο Μάνος Καρατζογιάννης συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης "Για την Ελένη", που με μποέμ διάθεση εκμυστηρεύεται στη κουβέντα που ακολουθεί ότι η επιγραφή στο μνήμα της ηθοποιού στάθηκε για εκείνον στην εφηβεία το πρώτο ερέθισμα της δημιουργίας. Στην ίδια ηλικία φαίνεται να ανακάλυψαν την Ελένη Παπαδάκη και η Μαρία Κίτσου, που εντυπωσιάζει τόσο με την λεπτότητα της ερμηνείας της, όσο και της ευαισθησία της προσέγγισής της, αλλά και ο Σπύρος Κυριαζόπουλος που μ' ένα βουβό ρόλο στη παράσταση καλείται να υπογραμμίσει ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές αντιθέσεις και ιδιαιτερότητές. Τρεις φίλοι, φωτογραφίζονται και μιλούν για πρώτη φορά σ' ένα νέο θεατρικό χώρο για τι άλλο; "Για την Ελένη"...Πρεμιέρα την άλλη Τετάρτη 12 Οκτωβρίου.
Αυτή η παράσταση ξεκίνησε με το έναυσμα που δόθηκε από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Πολλά από τα γεγονότα που είχαν σχέση με την Ελένη Παπαδάκη ξύνουν παλιές πληγές μιας εφιαλτικής ιστορικής περιόδου, για την οποία σπάνια μιλάμε, αφού στο σχολείο δεν τη διδασκόμαστε καν. Πώς αισθάνεστε που μέσα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία της Πειραματικής Σκηνής σας δίνετε η ευκαιρία να αναφερθείτε σε αυτά τα θέματα;
Μαρία Κίτσου: Όντως ο Εμφύλιος είναι ένα ζήτημα που ακόμη καίει, είναι μεγάλη πληγή στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας και ήταν εξαιρετική η πρωτοβουλία της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου να κάνει ένα αφιέρωμα σε αυτή τη «δύσκολη» χρονική περίοδο, που είναι αλήθεια ότι δεν διδασκόμαστε στα σχολεία. Δεν μαθαίνουμε βασικά γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Κατ’ αρχάς ήταν εξαιρετικό που ο Μάνος εμπνεύστηκε αυτό το θέμα, ιδίως επειδή είμαστε ηθοποιοί, και ακριβώς επειδή η Ελένη Παπαδάκη ήταν ένα θύμα του Εμφυλίου. Είναι για μας και χαρά και μεγάλη ευθύνη να αποκαταστήσουμε τη μνήμη της και να τη γνωρίσει όποιος δεν τη γνωρίζει, όπως τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν ίσως το έργο της, τι άφησε πίσω της, το καλό που έκανε στην Κατοχή και πόσους ανθρώπους έσωσε. Σκοπός μας είναι να τα μάθει αυτά το ευρύτερο κοινό. Στόχος μας είναι να τη δικαιώσουμε.
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Όντως είναι μια περίοδος που δεν διδασκόμαστε. Ακόμα και οι παππούδες μας δεν αναφέρονται καν σε αυτό το θέμα. Είναι λίγο σαν να θέλουν τα παιδιά να μην ξέρουν ή να μην πρέπει να ξέρουν.
Μαρία Κίτσου: Αποτρόπαιες ιστορίες.
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Καθώς μελετήσαμε την αντιπαλότητα και τις ακρότητες που υπήρχαν, μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα σε μία νύχτα, άρχισε να σφαγιάζεται ο κόσμος και πόσο αυτό παρεισέφρησε και στον καλλιτεχνικό χώρο της εποχής.
Μαρία Κίτσου: Φοβάμαι τελικά μήπως είναι ίδιον της φυλής μας ο εμφύλιος σπαραγμός.
Αυτή θα ήταν η επόμενη ερώτηση. Το διαπιστώσαμε πολύ πρόσφατα, το περσινό καλοκαίρι, με το δημοψήφισμα για το «Ναι» ή το «Όχι».
Μαρία Κίτσου: Είναι κάτι που το κουβαλάμε σαν γονίδιο, να χωριζόμαστε, να μην είμαστε ενωμένοι σαν γροθιά όλοι μαζί και να παλεύουμε για το καλύτερο.
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Πάντως δεν είναι ένα ευχάριστο θέμα, ευρύτερα το θέμα του Εμφυλίου. Δεν είναι ευχάριστο να μιλάμε γι’ αυτό, για το πώς ο αδερφός φονεύει τον αδελφό, για το πώς αλληλοσπαράζονται οι άνθρωποι. Από κει και πέρα διαπιστώνουμε ότι τα τελευταία χρόνια επιστρέφουμε σε αυτή την εποχή. Όχι μόνο εμείς, υπάρχει μια αγωνία γι’ αυτό. Υπάρχει μια αγωνία και παρατηρείται η επιστροφή στη μελέτη αυτής της περιόδου –και στη λογοτεχνία και στο θέατρο–, γιατί βλέπουμε το διχασμό να παρεισφρέει στις ζωές μας. Και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η αξία της παράστασής μας, να συνδιαλαγεί το χθες με το σήμερα. Αυτή είναι και η αξία της πρωτοβουλίας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, γιατί το φεστιβάλ αυτό, η συγκεκριμένη πλατφόρμα των νέων δημιουργών με θέμα τον Εμφύλιο, στόχο έχει να μας ενώσει, όχι για να μας διχάσει. Αυτή είναι η αφετηρία μας.
Τη θεωρήσατε αρκετά τολμηρή καλλιτεχνικά; Παρακολουθήσατε παραστάσεις;
Μαρία Κίτσου: Δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω, γιατί έπαιζα ταυτόχρονα τότε.
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Η πίεση ήταν πολύ μεγάλη, δεν είχαμε καθόλου χρόνο.
Μάνος Καρατζογιάννης: Ήταν πολύ μικρό το περιθώριο. Το πλαίσιο ήταν όντως πολύ τολμηρό και ανοιχτό.
Εσείς επιλέξατε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μόνο για να αφηγηθείτε μια ιστορία. Γενικότερα νομίζετε πως έγινε κάτι πολύ τολμηρό, πως ειπώθηκαν πράγματα ρηξικέλευθα σε αυτό το φεστιβάλ;
Μάνος Καρατζογιάννης: Παρακολούθησα μόνο μία παράσταση, της Στέλλας Χριστοδουλοπούλου, γιατί μέχρι να παίξουμε εμείς κάναμε συνεχώς πρόβες, οπότε δεν μπορώ να έχω ολοκληρωμένη άποψη για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Μπορώ μόνο να πω ότι το πλαίσιο που μας δόθηκε ήταν αρκετά ελεύθερο και ανοιχτό. Φαντάζομαι πως το ίδιο θα ίσχυε για όλες τις ομάδες.
κ
Μάνο, γιατί επέλεξες την Ελένη Παπαδάκη; Ήξερες την ιστορία της, κόλλησε με το κόνσεπτ της Πειραματικής Σκηνής για τον Εμφύλιο;
Μάνος Καρατζογιάννης: Θυμάμαι ήμουν παιδί και κάποια στιγμή περπατούσα στο Α΄ Νεκροταφείο, όπως οι έφηβοι…
Μαρία Κίτσου: Αυτή ήταν και δική μου επιθυμία, να πηγαίνω στα νεκροταφεία. Αυτός ο ρομαντισμός, ο θάνατος, όλα αυτά.
Μάνος Καρατζογιάννης: Και είχα δει το μνήμα της, την προτομή της και το στίχο του Σικελιανού «Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε […] κι οι εννιά αδελφές έσκυψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι». Και σκέφτηκα: «Τι είναι τώρα αυτό εδώ;» Μετά άρχισα να ρωτάω, όμως άλλοι μου έλεγαν και άλλοι όχι. Ήταν σαν μια ιστορία που κυκλοφορούσε στα σκοτεινά, όπως κυκλοφορούν και όλοι οι ήρωες σύμφωνα με τον ποιητή. Κάποια στιγμή είχα πάρει μια πρωτοβουλία, είχα ζητήσει από τον Μάνο Ελευθερίου να γράψει ένα μονόπρακτο, σε μια παράσταση το 2007. Κάποια στιγμή μου είπε ο Μάνος Ελευθερίου: «Έβγαλα ένα βιβλίο, θες να έρθεις να διαβάσεις αποσπάσματα στον Ιανό;» Ήταν «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Συμμετείχα στην παρουσίαση, διάβασα το βιβλίο, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πάρα πολλά, να μαθαίνω πάρα πολλά, γιατί ο ίδιος είναι μανιώδης συλλέκτης, αφοσιωμένος στη μνήμη της και στο υλικό που υπάρχει για εκείνη. Μάλιστα έχει στα χέρια του το αρχείο του Πολύβιου Μαρσάν, από τον οποίο κυκλοφορεί και το άλλο βιβλίο, το λεύκωμα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Αργότερα μου αφηγήθηκε περιστατικά από αυτή την ιστορία και, όσες φορές τύχαινε να τον συναντήσω, του έλεγα, όπως κάνουν τα εγγόνια με τον παππού ή τη γιαγιά: «Πείτε μου λίγο κάτι γι’ αυτή την ιστορία». Και εκείνος πολύ γενναιόδωρα μου αφηγούνταν. Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε ο διαγωνισμός της Πειραματικής του Εθνικού –γιατί έγινε ένας ανοιχτός διαγωνισμός και κατατέθηκαν εκατό προτάσεις, από τις οποίες επιλέχθηκαν δέκα– και σκέφτηκα να υποβάλω πρόταση. Υπέβαλα την πρόταση και δεν μου είχαν απαντήσει. Εν τω μεταξύ βρισκόμουν στην Αγγλία λόγω του διδακτορικού και ήταν ένα διάστημα που δεν έπαιζα στο θέατρο. Στις 14 Φλεβάρη, του αγίου Βαλεντίνου, ήρθε ένα inbox στο facebook από τον Πρόδρομο Τσινικόρη, έναν εκ των δύο διευθυντών του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο έλεγε τι θα γινόταν με την πρόταση και τα σχετικά. Εγώ φυσικά δεν είχα έρθει σε επαφή με ηθοποιούς, γιατί είχε φτάσει του αγίου Βαλεντίνου και σκέφτηκα ότι, αφού θα γινόταν το Μάρτιο, αποκλείεται να δέχονταν την πρόταση. Είχα μελετήσει όλο το υλικό, όμως δεν είχα γράψει το έργο – έπρεπε να γραφτεί ένα κείμενο. Μου έστειλε λοιπόν το inbox, στο οποίο με ενημέρωνε ότι η πρόταση είχε γίνει δεκτή. Εν τω μεταξύ με τη Μαρία είχαμε συνεργαστεί στα «Σονέτα» του Σαίξπηρ του Γιοβανίδη το 2009, και μάλιστα χαίρομαι που τώρα θα γίνει πάλι μια παράσταση με τα σονέτα. Ήταν ωραία που κάναμε αυτό.
Μαρία Κίτσου: Μου είπε ο Μάνος ότι ήθελε να κάνουμε κάτι μαζί. Συμφώνησα αμέσως. Έχει γίνει μια πολύ ωραία δουλειά που την αγαπάμε.
Μάνος Καρατζογιάννης: Γενικά είχαμε μια πολύ καλή επικοινωνία. Είναι ένα ποιητικό πλάσμα, μοναχικό, ευαίσθητο, ιδιαίτερο, πολύ ιδιαίτερο. Αμέσως το σκέφτηκα και, επειδή ήξερα τη σχέση της με τον Σπύρο, της έστειλα ένα inbox –γιατί μιλούσαμε μέσω inbox από την Αγγλία– και της πρότεινα να πούμε και στον Σπύρο. Όμως μου έκανε εντύπωση το ότι η Μαρία, η οποία έπαιζε στη «Δεσποινίδα Τζούλια», που ήταν εξαιρετική, και είχε όλο αυτό το φόρτο και ήταν κουρασμένη, ενώ της έδωσα ενάμιση μήνα και πριν δει κείμενο μου απάντησε ναι. Ετοίμασα το κείμενο, της το έστειλα, συναντηθήκαμε. Η συμβολή του Σπύρου ήταν πολύ σημαντική, όχι μόνο ερμηνευτικά, σαν συνδημιουργοί πορευτήκαμε, δηλαδή είμαστε μαζί σε αυτό. Μετά ξεκίνησα έναν τιτάνιο αγώνα. Προχώρησα σε σύνθεση του κειμένου, που στοχεύει στην ετερότητα, στο πώς αυτή είναι πολύ διαφορετική. Αυτή ήταν σαράντα χρονών τότε, σαράντα ενός ετών εκτελέστηκε, ήταν ανύπαντρη, με αμφιλεγόμενη προσωπική ζωή, μεγαλοαστή, πολύ καλλιεργημένη. Ο καλλιτεχνικός νους της παράστασης και όχι ο ιστορικός, γιατί μόνος αυτός δεν μπορεί να κάνει παράσταση, είναι επικεντρωμένος στην ετερότητα, δηλαδή στο πώς αποδεχόμαστε το διαφορετικό, και κάθε σκοτεινή και δύσκολη περίοδο, είτε του σήμερα είτε του παρελθόντος. Η Παπαδάκη δεν αντιπροσώπευε το μέσο όρο, κάπνιζε, οδηγούσε, ήταν ανύπαντρη, με αμφιλεγόμενη σεξουαλική ζωή, προσέγγιζε τους ρόλους, όπως οι ίδιοι οι κριτικοί θεάτρου μαρτυρούν, με έναν πολύ προσωπικό, σχεδόν ιδιοφυή τρόπο, ήταν πολύ καλλιεργημένη, μεγαλοαστή, ήταν πολύ ξεχωριστή για την εποχή της.
Η Ελένη Παπαδάκη λοιπόν, σύμφωνα με όσα αναφέρετε, υπήρξε Μοναδική προσωπικότητα. Πιστεύετε πως οι διαφορετικοί, οι μοναδικοί άνθρωποι πληρώνουν τελικά την ιδιαιτερότητά τους;
Μαρία Κίτσου: Σίγουρα αφήνουν ένα μεγάλο στίγμα, σίγουρα αφήνουν ένα μεγάλο έργο, αλλά πολλές φορές δέχονται και τρομερό πόλεμο ή πολλές φορές αναγνωρίζονται μετά το θάνατό τους. Όμως, ναι, υπάρχει τίμημα. Οπωσδήποτε.
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Ειδικά για προσωπικότητες που δεν συμβιβάζονται με τίποτα και δεν θέλουν να αλλοιωθούν από τον κοινωνικό περίγυρο.
Αυτό έχει να κάνει με την εποχή ή έχει αλλάξει;
Μαρία Κίτσου: Δεν νομίζω πως έχει αλλάξει. Ακόμα και τώρα τα πιο ιδιαίτερα, τα πιο ξεχωριστά πλάσματα δεν είναι εύκολα αποδεκτά. Επιλέγουμε το εύκολο, το επιφανειακό, αυτό το τσιφτετέλι του Έλληνα, το μπουζούκι, οπότε είναι αρκετά βαρύ.
Η Ελένη Παπαδάκη ήταν μια ηθοποιός που μέσα σε διάστημα δεκαεννέα χρόνων σφράγισε όσο ελάχιστες την πορεία της χώρας μας. Μαρία, πόσο ιντριγκαδόρικο είναι να παίζει κανείς αυτόν το ρόλο; Τι έχεις στο μυαλό σου όταν την υποδύεσαι;
Μαρία Κίτσου: Κατ’ αρχάς, όταν μου έκανε ο Μάνος την πρόταση, ενθουσιάστηκα και, όπως ανέφερε και εκείνος, χωρίς να έχω δει ακόμη το κείμενο. Για την Ελένη Παπαδάκη δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έμαθα. Ήταν σαν να ήξερα από πάντα ότι υπήρξε αυτή η μεγάλη ηθοποιός. Ενώ είχα διαβάσει για το μύθο, αλλά και για το σκοτάδι, δεν ήταν ξεκάθαρα όλα αυτά, τα κάλυπτε πάντα ένα πέπλο μυστηρίου, κάτι που δεν αγγίζουμε. Ήξερα ότι για πολλούς θεωρείται πολύ μεγαλύτερη ηθοποιός από την Κατίνα Παξινού, με την οποία υπήρξαν φίλες και μετά ανταγωνίστριες, και για πρώτη φορά ίσως αυτά θίγονται στην παράσταση δημόσια, οπότε δεν ήταν απλώς ιντριγκαδόρικο για μένα αλλά και μεγάλο τόλμημα, και θέλησα να τη δικαιώσω. Έχω μελετήσει, και μελετώ, έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών που μου έχει δώσει ο Μάνος για τη ζωή της, για όσα γράφτηκαν για το θάνατό της, επομένως με πολλή μελέτη και με πολύ σεβασμό ερμηνεύω, ενσαρκώνω αυτό το πλάσμα που είτε είναι η Ελένη Παπαδάκη είτε το φάντασμα που ξανάρχεται στο χώρο που κινούνταν για να διηγηθεί την ιστορία της ως φόρο τιμής στη μνήμη της. Εγώ βλέπω και τις φωτογραφίες της και καταλαβαίνω πόσο μεγάλη ηθοποιός ήταν, πόσο ξεχωριστή. Και έπειτα από όλα όσα έχω διαβάσει τη θαυμάζω τρομερά, δηλαδή αποτελεί ένα είδος προτύπου και για μένα, ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο μελετούσε, διότι μελετούσε εμμονικά σχεδόν κάθε ρόλο, εμμονικά σαν στρατιώτης, σχεδίαζε τα πάντα, έκανε σχήματα, μουσικά, ήταν παράδειγμα και πολύ μοντέρνα για την εποχή της, πέρα από τη ζωή της, αλλά και ως ηθοποιός.
Μάνος Καρατζογιάννης: Συμπληρώνοντας αυτό που λέει η Μαρία, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα είναι ότι εκείνη ήταν ίδια στη δημόσια και στην ιδιωτική της ζωή, ο βίος της ακολουθούσε το έργο της. Δεν φοβήθηκε το θάνατο.
Μαρία Κίτσου: Ήταν ο εαυτός της.
Μάνος Καρατζογιάννης: Ήταν ίδια και στη ζωή και στο θάνατο. Όταν της πρότειναν να φύγει για να σωθεί, εκείνη είπε: «Δεν θα πάω πουθενά. Δεν έχω βλάψει κανέναν». Το ενδιαφέρον για μένα σε σχέση με τον τρόπο που δουλέψαμε και προσεγγίσαμε την ιστορία είναι ότι σίγουρα υπάρχει μια αιχμή για τον Έλληνα που έχει μέσα του το διχασμό, και για το θέατρο, το σινάφι μας, είναι η πιο μελανή σελίδα της ιστορίας του. Δεν είναι ευχάριστη, αλλά το ενδιαφέρον είναι η δημόσια σφαίρα μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη ιστορία και πώς αυτή η δημόσια σφαίρα τού τότε έχει πολλά χαρακτηριστικά τού σήμερα, πώς δηλαδή στις σκοτεινές περιόδους, παραδείγματος χάριν, μια φήμη μπορεί να εξαπλωθεί χωρίς καν να διασταυρωθεί. Λέει η ηρωίδα μας: «Η δουλειά μου αγαπάει τις φήμες». Κανένας δεν θα ρωτήσει, κανένας δεν θα μάθει.
Και σήμερα όμως δεν ισχύει αυτό, που έχουμε τόσο μεγάλο όγκο πληροφοριών και μπορούμε να τα μαθαίνουμε όλα με ένα απλό κλικ;
Μάνος Καρατζογιάννης: Ακριβώς αυτό θέλω να πω! Ότι παρατηρείς αυτό το φαινόμενο συνέχεια.
Μαρία Κίτσου: Δεν θα συναντήσεις και τις δύο πλευρές, πρέπει να το ψάξεις σφαιρικά το θέμα. Όχι, είσαι στη μια πλευρά και υποστηρίζεις ότι αυτό είναι σωστό. Άντε ρώτα. Διασταύρωσε κάτι προτού μιλήσεις.
Σπύρο, έχει κάτι περίεργο αυτός ο ρόλος που ερμηνεύεις, κάτι πολύ ενδιαφέρον υποκριτικά. Είναι βουβό πρόσωπο. Επίσης ο ήρωας που υποδύεσαι κατηγορείται για σαμποτάζ, επειδή δεν σκοτώνει την Παπαδάκη με τσεκούρι αλλά με περίστροφο. Αυτά όλα προσελκύουν έναν ηθοποιό υποκριτικά;
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Πολύ και ακόμα πιο δελεαστικό ήταν το γεγονός ότι είναι βουβό πρόσωπο σε ένα μονόλογο τόσο ισχυρό και από μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, οπότε κάποια στιγμή οδηγήθηκα στην ανάγκη να θεωρήσω ότι αυτό δεν είναι εκατό τοις εκατό ρεαλιστικό και ότι έχει μια διπλή ταυτότητα, αφού η παράσταση είναι ούτως ή άλλως μια υπερβατική κατάσταση. Μετά θάνατον η Ελένη… μας διηγείται την πραγματική της ιστορία… Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ήταν ένα βουβό πρόσωπο που απολάμβανε… Την ήξερε, επειδή έχει μια γνώση αυτός ο χαρακτήρας… Καταλήξαμε στο να μην είναι ένας ρεαλιστικός θάνατος με τσεκούρι, αλλά να υπάρχει μια ποιητική… όπως ήταν και η ζωή της Παππαδάκη, όπως αντιμετώπιζε τη ζωή, να γίνεται αυτό με έναν… Η κατάσταση είναι πιο γοητευτική, θα λέγαμε. Όλα ξεκινούν με το ταγκό της θεατρίνας, που είναι και το μόνο σωζόμενο υλικό που έχουμε και θέλαμε να μείνουμε σε έναν καβαλιέρο περισσότερο, ένα συμπορευτή…
Μάνος Καρατζογιάννης: Και, όπως υποκλίνεται η Μαρία, ξαφνικά αυτό το πρόσωπο το βλέπουμε να έρχεται από την πλατεία του θεάτρου, να είναι ένα μέρος του κοινού, του κόσμου. Ουσιαστικά η Ελένη, η οποία ξεκινά με το μονόλογο από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, προσπαθεί να υπερασπίσει τη φήμη της και να γλιτώσει τη ζωή της και αρχίζει να αντικρούει μία προς μία τις κατηγορίες που της έχουν αποδοθεί με συγκεκριμένα στοιχεία. Θέλω να πω στο σημείο αυτό ότι το κείμενο έχει πολύ χιούμορ.
Μαρία Κίτσου: Θέλω να συμπληρώσω επίσης ότι δεν πρόκειται για ένα είδος μνημόσυνου. Το κείμενο είναι σπαράγματα από τη ζωή και τις τελευταίες της μέρες, αλλά, ακριβώς όπως και η ίδια είχε χιούμορ και αυτοσαρκασμό και…
Ο Βλάσης Μακαρονάς τουφεκίζεται στις 21 Ιουνίου του 1948… Θέλω να σας ρωτήσω και τους τρεις, αλλά κυρίως τον Σπύρο, πιστεύετε πως έτσι κλείνει αυτός ο κύκλος;
Μαρία Κίτσου: Οι ηθικοί αυτουργοί ποτέ δεν κατονομάστηκαν, δεν τιμωρήθηκαν, δεν δικάστηκαν.
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Ένα ανδρείκελο ήταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν κατονομάζεται και στην παράσταση. Ούτε ο Μάνος Ελευθερίου το έκανε στο βιβλίο του. Επομένως, συμφωνώ με αυτό που λέει η Μαρία, ότι οι ηθικοί αυτουργοί της υπόθεσης δεν τιμωρήθηκαν, οπότε δεν θα κλείσει και ο κύκλος του άδικου χαμού αυτής της σπουδαίας γυναίκας.
Λέγεται ότι, όταν την επισκέφτηκαν τις τελευταίες στιγμές της ζωής της στην πολιτοφυλακή, της έδωσαν μαζί με τα απαραίτητα –μια κουβέρτα, λίγο γάλα, βιταμίνες– και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Villa Marguerite», ενώ η ίδια εμψύχωνε τις συγκρατούμενές της μιλώντας τους για θέατρο. Είναι τελικά η Τέχνη καταφύγιο στις δύσκολες στιγμές ή πολυτέλεια μπροστά στο ένστικτο της επιβίωσης;
Μαρία Κίτσου: Δεν θεωρώ πως είναι πολυτέλεια. Ειδικά από τη στιγμή που γεμίζουν τα μπουζουξίδικα. Όχι, δεν είναι πολυτέλεια να μάθεις πέντε πράγματα και να ευαισθητοποιηθείς. Παίρνεις αφορμές, τροφή για σκέψη, προχωράς ως άνθρωπος.
Μάνος Καρατζογιάννης: Επίσης είναι σημαντικό ότι το θέατρο επαληθεύει το πολίτευμα. Στο θέατρο λέμε πράγματα τα οποία δύσκολα μπορούμε να πούμε στη ζωή. Η αξία του θεάτρου έγκειται στη σχέση που έχει με τη δημοκρατία και το πολίτευμα, το οποίο λειτουργεί καλύτερα στο πλαίσιο που μπορούμε να αντιληφθούμε το διαφορετικό.
Φωτογραφίες για το Texnes-plus Κοσμάς Ινιωτάκης
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο / Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Σκηνικό: Γιάννης Αρβανίτης
Κουστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Πούλιος
Μουσική σύνθεση τραγουδιού: Άρης Βλάχος
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Ερμηνεύουν: Μαρία Κίτσου (στο ρόλο της Ελένης) και Σπύρος Κυριαζόπουλος (στο ρόλο του βωβού εκτελεστή της).
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Πρεμιέρα: Τετάρτη, 12 Οκτωβρίου στις 21:00
Παραστάσεις: από 12 Οκτωβρίου 2016 έως 05 Δεκεμβρίου 2016
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κάθε Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:00
Εισιτήριο: 12 € κανονικό, 8 € μειωμένο
Διάρκεια: 60 λεπτά
Χώρος: Θέατρο TempusVerum-Εν Αθήναις
Διεύθυνση: Ιάκχου 19, Γκάζι, 11854, Αθήνα.
(Το Θέατρο Eν Αθήναις βρίσκεται στην Ιάκχου, πρώτη παράλληλο της Πειραιώς, ακριβώς πίσω από την Τεχνόπολη δίπλα στο σταθμό του Μετρό «Κεραμεικός».)
Τηλέφωνο κρατήσεων: 210.34.25.170
Πρόσβαση: Μετρό - Στάση Κεραμεικός | Τρόλεϊ - Νο 21 (Στάση Παλαιά Αγορά, στην Τεχνόπολη) | Λεωφορείο - Νο 035, 049, 811, 815, 838, 914, Β18, Γ18, 731
(Στάση ΠΑΛ.ΑΓΟΡΑ, στην Τεχνόπολη)
Το βιβλίο "Για την Ελένη" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη