Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Από πέρσι τέτοια εποχή γνωρίζαμε ότι η παράσταση του Ίβο βαν Χόβε με την Κομεντί Φρανσαίζ θα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά γεγονότα της χρονιάς. Αυτό, όμως, που είδαμε στο θέατρο της Επιδαύρου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
Ο σπουδαίος Βέλγος σκηνοθέτης δουλεύοντας εξονυχιστικά τα δύο έργα και κάνοντας μεγάλη μελέτη πάνω στον Ευριπίδη κατάφερε να τα παρουσιάσει σε μια σύγχρονη εκδοχή, η οποία μας καθήλωσε.
Στην εκδοχή του Χόβε, η ιστορία θέλει τα δύο αδέρφια, Ηλέκτρα κι Ορέστη να μετατρέπονται σε άγρια ζώα. Οι ίδιοι δεν γνώρισαν ποτέ τον πατέρα τους, ο οποίος είχε φύγει ως αρχιστράτηγος του στρατού των Αργείων στον πόλεμο της Τροίας. Η απουσία του τον καθιστά ήρωα στα μάτια τους. Η μητέρα τους, η Κλυταιμνήστρα, είναι ο εχθρός τους, γιατί σκοτώνει τον Αγαμέμνονα. Αποδιωγμένοι, η Ηλέκτρα κι ο Ορέστης γίνονται, από παιδιά βασιλέων, πρόσφυγες στην ίδια τους την οικογένεια, στην ίδια τους την πατρίδα.
Η πρώτη παντρεμένη με ταπεινό γεωργό κι ο δεύτερος εξόριστος από τη χώρα του. Με την επιστροφή του Ορέστη αρχίζει κι ο αγώνας της εκδίκησης. Η λύσσα τους δεν έχει τέλος, Αίγισθος, Κλυταιμνήστρα κι Ελένη σφαγιάζονται. Η συνέλευση των Μυκηναίων τους απειλεί με λιθοβολισμό, μέχρι την εμφάνιση του θεού Απόλλωνα που δίνει τη λύση.
Οι δύο τραγωδίες του Ευριπίδη, η Ηλέκτρα (413 π.Χ.) κι ο Ορέστης (408 π.Χ.) ενοποιούνται και «διασκευάζονται» . Οι ηθοποιοί της Κομεντί Φρανσαίζ κατάφεραν να «σωματοποιήσουν» νοητικά και ψυχικά συμβάντα, αλλά, κυρίως, να δημιουργήσουν νέες προσεγγίσεις στα έργα του μεγάλου τραγικού. Κάνοντας, έτσι, κατανοητό πόσο πολύ αγγίζουν στο σήμερα.
Παράλληλα με τη διαχρονικότητά τους, όμως, σημαντικότατη παράμετρος είναι η καθολικότητά τους: η τραγωδία της οικογένειας των Ατρειδών, έμοιαζε σ’ αυτή την εκδοχή με μια οικογενειακή τραγωδία, που θα μπορούσε να είχε συμβεί σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη.
Η οπτική του Χόβε, θέλει και τον Πυλάδη πρωταγωνιστή. Ο Loïc Corbery, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο, είχε επωμιστεί, ουσιαστικά και τον ρόλο του αγγελιαφόρου. Μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε τους τρεις ήρωες να γίνονται ένα προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους: την εκδίκηση. Ριζοσπαστικοποιούνται αποτελώντας ένα αναπόσπαστο κομμάτι της βίας και του εξτρεμισμού, θυμίζοντάς μας και την τυφλή βία της τρομοκρατίας, από την οποία απειλείται καθημερινά ο πλανήτης.
Ο Χόβε τόλμησε με σκληρές εικόνες να μπει στο ζουμί της τραγωδίας. Η Ηλέκτρα ακρωτηριάζει, τρώει και στη συνέχεια πετά το πέος του νεκρού Αίγισθου. Τι πιο τολμηρό κι εμπνευσμένο; Μια σκηνή με τόσο ψυχαναλυτικό βάθος, αλληγορική σημασία, που καταφέρνει να προβληματίσει.
Εμπνεύστηκε ως Κλυταιμνήστρα κι Ελένη την ίδια ηθοποιό (Elsa Lepoivre) αποδεικνύοντας, πως οι δύο γυναίκες είναι η πλευρά του ίδιου νομίσματος, επισημαίνοντας έτσι και τον μισογυνισμό του Ευριπίδη.
Αφαίρεσε τα διαλογικά μέρη του χορού. Ο χορός, οι γυναίκες της πόλης, που για την Ηλέκτρα είναι οι «φίλες» της, σε μια πιο σύγχρονη μετάφραση, μιλά ελάχιστα και, κυρίως, η κορυφαία, συμβολίζοντας παράλληλα και τη Μοίρα, η οποία ούσα πάντα παρούσα κινεί τα νήματα.
Δίνει, όμως, στην τραγωδία αυτό που ο ρόλος του χορού επιβάλλει: ένα διάλειμμα από το πένθος. Οι ηθοποιοί της Κομεντί Φρανσαίζ, πετούσαν –κυριολεκτικά και μεταφορικά- στο μαύρο σκηνικό με τη λάσπη, που είχε στηθεί στο αργολικό κοίλον.
Ο συγχρονισμός, η δυναμική, ο ρυθμός κι η τεχνική τους χάρισαν στην παράσταση μια από τις καλύτερες στιγμές της, όταν μετά την πρώτη δολοφονία, χόρευαν σε βακχικούς ρυθμούς, υπό τον ήχο των τυμπάνων – εξαιρετικά εμπνευσμένη κι η μουσική της παράστασης - αποδεικνύοντας ότι μόνο τυχαίο δεν είναι το ρητό στο οικόσημο του θιάσου, «Simul et singulis» (Όλοι μαζί και ο καθένας μοναδικός).
Ο Απόλλωνας, ως από Μηχανής θεός, δεν εμφανίζεται από κάποιο ύψος, σ’ αυτό θα δούμε τους τρεις ήρωες στο ζενίθ της μανίας τους, αλλά καταφτάνει στη σκηνή μέσα από τις κερκίδες. Ο Θεός, λοιπόν, δεν είναι παρά ένα ακόμα ανθρώπινο δημιούργημα. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι για να ελευθερωθούν από τα δεινά τους, οφείλουν να παλέψουν μόνοι.
Ο σκηνοθέτης κατάφερε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να αξιοποιήσει το φυσικό σκηνικό της Επιδαύρου - μην ξεχνάμε ότι η παράσταση ξεκίνησε το ταξίδι της τον Απρίλιο σε κλειστό χώρο -όχι μόνο για να δημιουργήσει γοητευτικές εικαστικά εικόνες, αλλά και για την εξέλιξη της δράσης. Τα πεύκα, στο πίσω μέρος της σκηνής, φωτίζονταν μοναδικά παρουσιάζοντας έτσι την αντίθεση του όμορφου φυσικού τοπίου, με τον βούρκο όπου έχουν πέσει οι άνθρωποι με τις πράξεις τους.
Επίσης, ο έναστρος ουρανός, όπως είχε πει κι ο ίδιος ο Χόβε, στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, έγινε ο καλύτερος τόπος για να απευθύνουν οι θνητοί τις ικεσίες τους στον Θεό. «Ο ανοιχτός χώρος ήταν ένα στοίχημα», δήλωσε χαρακτηριστικά. Αυτό, λοιπόν, το στοίχημα κερδήθηκε απόλυτα!
Επιπλέον, μόνο το τεχνικό χώμα, ο μαύρος βούρκος μπορούν να κάνουν κατανοητό και το αδιανόητο μίσος της ηρωίδας. Το κόστος που κλήθηκε να πληρώσει είναι τεράστιο κι από βασιλοπούλα, ζει στα χοιροστάσια.
Εύστοχη κι η ενδυματολογική λύση που ήθελε τους άρχοντες ντυμένους με έντονο μπλε. Χρώμα που σταδιακά βούλιαζε στον βούρκο της τραγωδίας της οικογένειας των Ατρειδών.
Επιπλέον, στη δεξιά πάροδο του θεάτρου είχε στηθεί μια ξύλινη εξέδρα. Από εκεί έμπαιναν, όπως και στην αρχαιότητα, όσοι έρχονταν από την πόλη ή το λιμάνι. Παράλληλα, η κατασκευή χρησίμευσε και σαν ένα είδος «πασαρέλας» κι ένα σχόλιο, πάνω στο οποίο βασίστηκε κι η «Ελένη» του Ευριπίδη για το «είναι και το φαίνεσθαι». Κάνοντας ακόμα πιο εκκωφαντικό το αντιπολεμικό στοιχείο στα έργα του Ευριπίδη υπενθυμίζοντάς μας τον Σεφερικό στίχο «...για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη...».
Το σκηνικό αναδείχθηκε μοναδικά και με τους εμπνευσμένους φωτισμούς του Jan Versweyveld. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος καλλιτέχνης υπογράφει σκηνικά και φώτα.
Οι ερμηνείες της Ηλέκτρας (Suliane Brahim) και του Ορέστη (Christophe Montenez) ήταν κάτι παραπάνω από καθηλωτικές!
Ενώ, ο μικρός αλλά ουσιαστικός ρόλος του συζύγου της Ηλέκτρας (Benjamin Lavernhe) πρώτη φορά ερμηνεύεται τόσο ουσιαστικά.
Μοναδική ένσταση η χρήση των μικροφώνων (ψείρες) πάνω στους ηθοποιούς. Είναι σίγουρο, ότι δεν τις είχαν ανάγκη, καθώς γνώριζαν, πολύ καλά σε ποιο σημείο της ορχήστρας θα μιλήσουν. Αντίθετα, μάλλον, δημιουργήθηκαν προβλήματα με την ακουστική.
Ό,τι και να γράψει κανείς για την παράσταση του Ίβο βαν Χόβε θα είναι λίγο μπροστά στην μαγεία που βίωσαν οι θεατές από όλο τον κόσμο, που κατέκλυσαν την Επίδαυρο και τις δύο μέρες αποθεώνοντας όρθιοι τον θίασο και τους συντελεστές.
Ευτυχώς το «Bravo» είναι ίδιο και στις δύο γλώσσες!