«Σε τέσσερις μέρες ξημερώνουν Χριστούγεννα και με το μίσος περνά ο καιρός...»
Για την Ελένη Παπαδάκη, την ηθοποιό θρύλο που σε δεκαεννέα μόλις χρόνια καριέρας σφράγισε όσο ελάχιστες καλλιτέχνιδες τη θεατρική τέχνη και στα σαράντα ένα της χρόνια εκτελέστηκε από τους αριστερούς μέσα στον παραλογισμό του εμφύλιου σπαραγμού του Δεκεμβρίου του 1944, θέλησε να μιλήσει ο Μάνος Καρατζογιάννης με την παράσταση Για την Ελένη. Το έργο βασίστηκε στο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές και σε υλικό που είχε συγκεντρώσει ο συγγραφέας για εκείνη.
Με μια σκηνοθετική άμεση και ουσιαστική παρουσιάστηκαν στο κοινό τα τελευταία γεγονότα της ζωής της σπουδαίας ηθοποιού. Η αφήγηση ξεκινούσε in media res και έπαιζε συχνά με τις άχρονες σκηνές σε ένα μονόλογο που απευθυνόταν στο δολοφόνο της.
Το βουβό πρόσωπο έγινε αποδέκτης ιστοριών, σκέψεων, επιθυμιών, μέχρι που χόρεψε το ταγκό του θανάτου. Μέσα στη μουσική οι ρόλοι της σκηνής μπλέκονται μαγικά με τις τραγικές συγκυρίες της ζωής και τα πρόσωπα εξυψώνονται, όπως η Αντιγόνη της Παπαδάκη την Κατοχή.
«[...] Αυτό δεν είναι αντίσταση; Να παίζεις μέσα στην Κατοχή ενάντια στον κατακτητή! Να ξαναγεννηθείς, όχι για να μισείς, μα για ν’ αγαπήσεις τους ανθρώπους […]» είπε λίγο πριν με πάθος η Μαρία Κίτσου ανεβαίνοντας στη βαλίτσα της και πριν προλάβει να το απολαύσει καλά καλά μια σκέψη την προσγείωσε...
Το σκηνοθετικό εύρημα με τη βαλίτσα-μπαούλο αποτελούσε το βασικό σκηνικό αντικείμενο και λειτούργησε εξαιρετικά. Στην αρχή το είδαμε ανοιχτό με ασπρόμαυρες φωτογραφίες εποχής. Ξεχώριζε αυτή της Κατίνας Παξινού, υπονοώντας τη μεγάλη «διαμάχη» των δύο πρωταγωνιστριών. Στη συνέχεια έγινε πηγή από την οποία ανάβλυσαν κάθε λογής έγγραφα, από θεατρικές κριτικές της εποχής μέχρι κατηγορητήρια, όμως μεταμορφώθηκε και σε σκηνικό βάθρο που σήκωσε σπουδαίες ερμηνείες...
Ο Ορέστης (το ψευδώνυμο του Βλάση Μακαρώνα) την είχε εξάλλου σκοτώσει πολλές φορές στη σκηνή πριν τη σκοτώσει στη ζωή, αλλά ο θάνατος που επιλέχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ποιητικός, ίσως και αλληγορικός. Γι’ αυτό και δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να δούμε την Ελένη Παπαδάκη ξαπλωμένη...
«Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό», της είχαν πει κάποτε... Η φράση επαναλήφθηκε σαν κακός οιωνός που τριβέλιζε το μυαλό της, δημιούργησε σκηνική ένταση και οδήγησε στο μοιραίο... Χρωματιστές σφαίρες ήταν διάσπαρτες στο σκηνικό (Γιάννης Αρβανίτης), ενώ τα Διυλιστηρία της Ούλεν που ήταν τα Σφαγεία δεν αναφέρθηκαν.
Η Μαρία Κίτσου απέπνεε μια αύρα ντίβας στη σκηνή, άμα τη εμφανίσει της, (καλόγουστο και πρακτικό το φόρεμα της Βασιλικής Σύρμα), συνδυασμένη με κάτι εύθραυστο, αέρινο, δίνοντας παράλληλα χώρο στα στοιχεία της ετερότητάς της. «Τον πραγματικά ελεύθερο άνθρωπο δεν τον θέλει κανείς», έλεγε ένας Ιρλανδός συγγραφέας στου οποίου του έργο είχε παίξει στα νιάτα της, μας πληροφόρησε.
Η Ελένη Παπαδάκη δεν αφηγήθηκε απλώς, αλλά αυτοσαρκάστηκε, απελπίστηκε, εκλιπαρούσε, έκρινε και κρίθηκε. Μια γυναίκα πίσω από την καλλιτέχνιδα που αναρωτιόταν: «Πώς μπορεί ο κόσμος να καταλαβαίνει τα πρόσωπα του δράματος και όχι εμάς που τα γεννάμε;» Μια γυναίκα που ερμήνευσε τόσο πετυχημένα τις τραγικές ηρωίδες και έμελλε να γίνει και η ίδια μία από αυτές με το θάνατό της. Πιστεύω πως με την τριβή των παραστάσεων θα μιλάμε άνετα για μια σημαντική ερμηνεία από την Μαρία Κίτσου, η οποία δεν εγκλωβίστηκε σε μια περσόνα, αλλά έψαξε τα μύχια της ψυχής της, αναδεικνύοντας εκφάνσεις της πολύπλευρης, χαρισματικής και υπερευαίσθητης προσωπικότητας της ηθοποιού και του απείθαρχου «εγώ» της.
Ο Σπύρος Κυριαζόπουλος στο βουβό του ρόλο ήταν συνεπής και τροφοδότησε την πρωταγωνίστρια, κυρίως με τη βλεμματική επαφή, την οποία έχασαν οι θεατές στις περισσότερες θέσεις, αλλά την ένιωσαν. Ο ρόλος του ήταν καταλυτικός στο φινάλε.
Μια παράσταση που πραγματικά άξιζε και ευχόμαστε να συνεχιστεί και μετά το φεστιβάλ για να την απολαύσει περισσότερος κόσμος.