Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Λένα Κιτσοπούλου, πόσα «CRY» θες να μας τρελάνεις; Κύριο

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

 

Αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να είναι, όπως όλες οι κριτικές θεάτρου. Γιατί τι κριτική να γράψει κάποιος, αν δεν υπάρχει έργο;  

Το θέμα, όμως, δεν είναι ούτε καν αυτό… και αλλού δεν υπήρχε έργο και γράφτηκαν κριτικές ή δεν υπήρχε έργο αλλά υπήρχε παράσταση. Εδώ υπάρχει το όνομα «Κιτσοπούλου».  

Και, ναι, χωρίς καμία ειρωνεία, υποκλίνομαι! Υποκλίνομαι σε μια  δημιουργό που μας λέει από την αρχή της παράστασης «Μια βραδιά είναι θα περάσει…» και, που στο φινάλε μάς βάζει να πούμε όλοι μαζί απ’ έξω μας ή από μέσα μας, ότι «είμαστε μαλάκες».

Γιατί τι άλλο νιώθει κάποιος, έχοντας πληρώσει 18 ευρώ για να δει τέσσερις ηθοποιούς επί σκηνής να κάνουν αυτοσχεδιασμό χαμηλού επιπέδου;  

Η Λένα Κιτσοπούλου είναι τρομερά ευφυής, έχει χτίσει όνομα και υπάρχει κοινό που όχι μόνο την ακολουθεί πιστά –sold-out και οι τρεις παραστάσεις της στη Φρυνίχου σε τόσο δύσκολη περίοδο- αλλά νιώθει και «μαλάκας» αν δεν του αρέσει. Νιώθει τύψεις γιατί δεν είναι «τρέντι». Νιώθει «μαλάκας» αν δεν γελάσει. 

Έχει καταφέρει να την πληρώνει το Θέατρο Saint-Gervais της Γενεύης για να γράψει ένα έργο σε δέκα μέρες και μετά να την ξαναπληρώνει το Θέατρο Τέχνης για να το παρουσιάσει τρία χρόνια μετά. Γιατί ήταν τόσο καλό που κρίμα ήταν να το χάσουμε (!)

Μάλλον το δέκα μέρες, που αναφέρει η ίδια στο σκηνοθετικό της σημείωμα ότι ήταν ο χρόνος συγγραφής, είναι υπερβολή. Αποκλείεται με τη δική της εξυπνάδα να της πήρε πάνω από ένα απόγευμα.  

Στην ίδια σκηνή, που τώρα είδαμε το τίποτα, πριν δέκα χρόνια (2012), είχαμε παρακολουθήσει το«Χαίρε Νύμφη», μια εμπνευσμένη διασκευή από το έργο του Ξενόπουλου, σε δική της σκηνοθεσία με εξαιρετικούς ηθοποιούς. 

Είχε προηγηθεί, με τη σπουδαία Μαρία Πρωτόπαπα μια ακόμη μεγάλη επιτυχία η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», η οποία γράφτηκε ως μονόλογος για το Εθνικό Θέατρο και μέχρι σήμερα έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει παιχτεί σε πολλά θέατρα ανά τον κόσμο (Αγγλία, Ισπανία, Γαλλία). Βέβαια, φέτος που ξαναπαίχτηκε, δεν μπορούσε να σταθεί με τίποτα ως έργο. 

Και μετά ήρθε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, όπου όπως διαβάζουμε στο site του Ιδρύματος, «Η Λένα Κιτσοπούλου αυτή την  περίοδο είναι υπότροφος Onassis Dramaturgy Fellowship για τη συγγραφή και την προετοιμασία του νέου έργου της». 

Για να επανέλθουμε στο «CRY», τρεις ηθοποιοί επί μισή ώρα μάς προετοιμάζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα να δούμε.

Ο Νίκος Καραθάνος ακόμη και σ’ αυτή την αμηχανία των τριών καλεσμένων σ’ ένα σαλόνι, έχει κάτι να πει. Προσπάθεια έχουν κάνει και οι: Πωλίν Ουγκέ και Μαριλένα Μόσχου. Οι τρεις τους καυτηριάζουν τον καθωσπρεπισμό και την ευγένεια και στη συνέχεια αλληλοσφάζονται.  

4a4482542c0b570b2686b3bd59967c8e XL

Μάλιστα, αυτό γίνεται με πολύ πολύ αίμα, το οποίο υπάρχει άφθονο στη σκηνή μέσα σε πλαστικά μπουκάλια αλλά και με βασανιστικούς τρόπους… τρυπάνια, κρέμασμα, ξεκοίλιασμα με μαχαίρι και στολή χασάπη. 

Μέσα σ’ όλο αυτό το αλαλούμ γίνονται και δύο πολιτικά σχόλια για τους πρόσφυγες και τον φασισμό.  

Στο τέλος, η ίδια η Κιτσοπούλου σκοτώνει τον τρίτο της παρέας και τσιρίζει ακατάπαυστα, χωρίς καν να έχει τη στοιχειώδη τεχνική να μην κλείσει η φωνή της. 

Το νόημα λοιπόν του έργου είναι ότι όλοι θέλουμε να σκοτωθούμε μεταξύ μας αλλά λόγω ευγένειας δεν το κάνουμε και ότι όλοι θα πεθάνουμε και φυσικά ότι είμαστε «μαλάκες» και μάλιστα «χοντρομαλάκες». 

Υποκλίνομαι, λοιπόν, στον ζωγράφο που παίρνει έναν λευκό καμβά, φτύνει την τσίχλα του και πουλάει τον «πίνακα» για ένα υπέρογκο ποσό. Γιατί αυτό μας κάνει η κυρία Κιτσοπούλου… μας φτύνει και εμείς νομίζουμε  ότι βρέχει ΤΕΧΝΗ!