Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω» σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη

«Ήταν σαν γιορτή. Όχι επειδή δεν πληρώσαμε, αλλά επειδή πρώτη φορά κάναμε κάτι όλοι μαζί».

Όλοι ξέρουμε συνανθρώπους μας που δεν πληρώνουν το αντίτιμο του εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ορισμένοι υπερασπίζονται αυτή τους τη στάση με πάθος, προβάλλοντας τρανταχτά επιχειρήματα, ενώ για τους επικριτές τους θεωρούνται «τζαμπατζήδες». Πριν από λίγο καιρό ο κόσμος, εξαγριωμένος με τις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές των διοδίων και την κάκιστη ποιότητα των δρόμων, σήκωνε τις μπάρες και περνούσε. Το «Δεν πληρώνω», που πήρε διαστάσεις κινήματος, φαίνεται να έχει γερές βάσεις. Μπορεί να ξεκίνησε ως ιδεολογία, πλέον όμως έχει καταλήξει στο «Δεν έχω, δεν πληρώνω» .

Ο Ντάριο Φο έγραψε το 1974 το έργο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» και το 2010 άλλαξε τον τίτλο σε «Δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω», καθώς έλαβε υπόψη τα νέα δεδομένα, την οικονομική κρίση στην Ιταλία του 21ου αιώνα.

Στο έργο παρακολουθούμε την εξαθλίωση της εργατικής τάξης, που αδυνατεί να επιβιώσει, επειδή ξεζουμίζεται κυριολεκτικά από το σύστημα. Όλα ξεκινούν από ένα περιστατικό που δεν διαδραματίζεται επί σκηνής, αλλά το περιγράφει η κεντρική ηρωίδα στη φίλη της. Μια ομάδα γυναικών μπουκάρει σε σούπερ μάρκετ και αρνείται να πληρώσει τα προϊόντα, καθώς εξαιτίας της κρίσης οι τιμές έχουν υπερδιπλασιαστεί. Δημιουργούν τρομακτική σύγχυση στο ταμείο, έρχονται σε ανοιχτή ρήξη με το διευθυντή, σχεδόν τον απειλούν με λιντσάρισμα, και τελικά αρπάζουν τα αγαθά πληρώνοντας κατά βούληση. Όταν φτάνει η αστυνομία, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί οι γυναίκες έχουν μπερδέψει πολύ την κατάσταση και οι περισσότερες έχουν ήδη διαφύγει με τα λάφυρα-τρόφιμα. Η προσπάθεια των δύο γυναικών να κρύψουν ό,τι άρπαξαν από το σούπερ μάρκετ οδηγεί σε απίστευτα κωμικοτραγικά μπερδέματα τόσο τις ίδιες όσο και τους συζύγους τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι την επαναστατική πράξη της κλοπής κάνουν οι γυναίκες εν αγνοία των αντρών. Με αυτή την επιλογή ο συγγραφέας, χωρίς να στοχεύει σε κάποιο φεμινιστικό μανιφέστο, δείχνει ξεκάθαρα τη θέση της γυναίκας, ενός σημαντικού θύματος του καπιταλισμού, που είναι παράλληλα επιφορτισμένη με τη διαχείριση του σπιτιού.

Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετώντας την παράσταση επιτυγχάνει να φωτίσει τις παραπάνω πτυχές του έργου, ακροβατώντας εξαιρετικά ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό κομμάτι. Παράλληλα όμως αξιοποιεί ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά των έργων του Ντάριο Φο, το παιχνίδι. Στοιχείο που έχει δουλέψει και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Έτσι η καταγγελτικότητα του πολιτικού θεάτρου δεν μοιάζει με μανιφέστο κομμουνιστικού κόμματος, αλλά αγγίζει την αλήθεια του θεατή και τον φέρνει αντιμέτωπο με την πραγματικότητα που βιώνει ή, ακόμα χειρότερα, με αυτά που φοβάται πως θα βιώσει.

Ο θίασος είναι καλοκουρδισμένος και συγχρονισμένος, παρουσιάζοντας μια παράσταση συνόλου. Η Κάτια Γέρου και ο Γιώργος Μακρής με την εμπειρία τους ερμηνεύουν μοναδικά το ζευγάρι εργατών που έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Αποφεύγουν κάθε είδους μανιέρα και χτίζουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες, χρωματίζοντας τις ευαίσθητες χορδές τους. Εξίσου καλό και το νεότερο ζευγάρι (Ερατώ Πίσση και Πέτρος Σπυρόπουλος), με σκηνική εγρήγορση και κωμικό ταπεραμέντο. Υποκριτικό δώρο της παράστασης ο Χρήστος Μαλάκης, οι σκηνές του οποίου, ως δημοτικού αστυνομικού και καραμπινιέρη, είναι ξεκαρδιστικές.

Εν κατακλείδι, μια έντιμη κωμωδία, που θα σας ψυχαγωγήσει, με ένα άρωμα παλιού καλού Θεάτρου Τέχνης.