Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Δενδρινού
Ζούμε συνθήκες πρωτόγνωρες, σκηνές που μέχρι χθες τις βλέπαμε μόνο σε ταινίες και τις διαβάζαμε σε δυστοπικά μυθιστορήματα. Μέσα σ’ αυτή τη λαίλαπα του κορωνοϊού, η παρηγοριά της τέχνης μοιάζει να είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Το Εθνικό Θεάτρο, είναι ένας από τους οργανισμούς που συνεχίζουν να προσφέρουν εργασία στους καλλιτέχνες και νέες παραστάσεις στο κοινό, έστω και μέσω της οθόνης.
Η επόμενη παραγωγή θα κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 23 Ιανουαρίου. Πρόκειται για το αγαπημένο κλασικό αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς, «Ο Γυάλινος Κόσμος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.
Σε συνθήκες απόλυτης ασφάλειας, όπως διεξάγονται τόσους μήνες και οι πρόβες, έγινε και η κουβέντα μας με την υπέροχη Άννα Μάσχα. Αποστάσεις, αντισηπτικά, μάσκες και, το rec πατημένο στο μαγνητοφωνάκι να προσπαθεί να ανιχνεύσει ελπιδοφόρες απαντήσεις, ακόμη και σε μια εποχή με βαρύ το αρνητικό φορτίο του φόβου και της ανασφάλειας.
Η Άννα Μάσχα νιώθει τυχερή για όσα έχει ζήσει στην καλλιτεχνική της πορεία, θαυμάζει τους «έξυπνους» ηθοποιούς και νιώθει ότι κερδίζει πολλά μέσα από τη διδασκαλία. Μεγαλώνοντας, δεν χάνει τον ύπνο της για καμία παράσταση, δεν αντέχει την κατάχρηση εξουσίας και την αγένεια από τους σκηνοθέτες. Τον χρόνο τον νιώθει τόσο φίλο, όσο και εχθρό.
Πάνω απ’ όλα είναι μια μαμά που αγαπά τον μοναχογιό της, προσπαθώντας να μην τον φορτώνει με τις δικές της προσδοκίες. Μ’ αυτές τις σκέψεις και μια σημαντική διαδρομή στο σανίδι, ετοιμάζεται να ερμηνεύσει την Αμάντα Ουίνγκφιλντ, ελπίζοντας ότι η πιο δημοφιλής φράση του έργου: «Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πολύ πιο μακριά...», θα βρει ανταπόκριση σ’ όλους μας, που σήμερα θέλουμε να φωνάξουμε σαν άλλες Μπλανς:«Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» .
Πώς βιώνετε αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία να κάνετε πρόβες για τον «Γυάλινο Κόσμο», μια παράσταση που το κοινό δεν θα παρακολουθήσει στο θέατρο αλλά στις οθόνες του;
Νομίζω ότι θα έχω πιο ολοκληρωμένη εικόνα όταν γίνει η παράσταση. Προς το παρόν, η εμπειρία μου έχει να κάνει ως θεατή, που έχει παρακολουθήσει δύο-τρία live streaming. Σε κάποια, η απουσία του κοινού ήταν πολύ έντονη. Για παράδειγμα, στην «Κυρία του Μαξίμ», μια παράσταση που μου άρεσε και πολύ, μια εξαιρετική κωμωδία, σκεφτόμουν ότι σε κανονικές συνθήκες το θέατρο θα έπεφτε κάτω από τα γέλια. Αυτή η απουσία κοινού ήταν λίγο άχαρη και δυσάρεστη.
Από την άλλη, είναι το μόνο που μπορούμε τώρα να έχουμε. Είναι ένα προνόμιο να μπορείς να κάνεις πρόβες για ένα έργο, μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, έστω για και για live streaming. Ξέρεις ότι σε παρακολουθεί το κοινό απευθείας την ώρα που παίζεις. Είναι μια παράσταση, δεν μπορείς να σταματήσεις. Λείπει όμως αυτό το βασικό συστατικό της εγγύτητας, της συνύπαρξης στον ίδιο χώρο.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, έχει επηρεαστεί από τις οδηγίες που δεν επιτρέπουν την άμεση επαφή των ηθοποιών στη σκηνή. Αυτή η συνθήκη τι αποτέλεσμα είχε στο δικό σας ανέβασμα;
Θα έλεγε κανείς ότι κάναμε την ανάγκη, έμπνευση! Νομίζω ότι αυτό έγινε. Από τη στιγμή που ο Γιώργος αποφάσισε να μην καταφύγει σε ημίμετρα, δηλαδή σ’ αυτά που οι κανόνες επιτρέπουν αλλά να το πάει ακραία.
Στην παράστασή μας οι ήρωες έχουν μεγάλη απόσταση, δεν έρχονται καθόλου κοντά σωματικά. Αυτό λοιπόν μάς άνοιξε άλλες καλλιτεχνικές πόρτες πάνω στο διάβασμα του ίδιου του έργου και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν έρχεται σε καμία κόντρα με το πνεύμα του Ουίλιαμς.
Η ανάγκη των ηρώων για επικοινωνία, που σπάνια συμβαίνει σ’ αυτή την οικογένεια, φαίνεται πραγματικά πολύ μέσα από τη σκηνική απόσταση και προσπαθήσαμε πραγματικά να δώσουμε νόημα στο γιατί δεν έρχονται κοντά. Τι είναι αυτό που τους κρατάει μακριά; Ήταν πολύ ωραίο αυτό που συνέβη. Δύσκολο αλλά πολύ ωραίο.
Επιπλέον, η παράσταση εστιάζει και στο ονειρικό κομμάτι του έργου, που από γραφής είναι πολύ σημαντικό.
Έχετε συνεργαστεί πολλά χρόνια με τον Θωμά Μοσχόπουλο από την εποχή του Αμόρε. Αντίθετα, οι τρεις τελευταίες σας δουλειές είναι με σκηνοθέτες που συναντήσατε για πρώτη φορά (Ευαγγελάτου, Φεζολάρε, Νανούρης). Τι κρατάτε από μια σταθερή συνεργασία και τι από μια νέα;
Όποτε μου προτείνει ο Θωμάς να δουλέψουμε, νιώθω στις πρόβες σαν να μην πέρασε μια μέρα. Γνωριζόμαστε πάρα πολύ καλά. Αυτό έχει και τα θετικά και τα αρνητικά του. Το καλό είναι ότι δεν ξοδεύεις χρόνο να μάθεις τον άλλον. Το κακό έχει να κάνει με τη συνήθεια και ό,τι αυτή επιφέρει. Αν και οι ιδέες του Θωμά είναι πάντα εμπνευσμένες. Για παράδειγμα στο «Φαρενάιτ 451», είχε την ιδέα να μου δώσει τον ρόλο του άνδρα λοχαγού και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Από την άλλη, με τους σκηνοθέτες που δεν έχεις ξανασυνεργαστεί, υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης αλλά και της μεγαλύτερης κούρασης μέχρι να βρεις ένα δίαυλο επικοινωνίας. Σ’ αυτή τη φάση μπορεί να υπάρξουν και παρεξηγήσεις για το τι εννοεί, πώς θα κάνω εγώ καλά αυτό που εννοεί και να κατανοήσεις τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει. Να βρει ο ένας τα κουμπιά του άλλου. Υπάρχει όμως και το συναρπαστικό κομμάτι ότι θες πραγματικά να γοητεύσεις αυτόν που δεν σε ξέρει, οπότε είσαι σε εγρήγορση.
Στο βιβλίο «Αναμνήσεις», ο Τ. Ουίλιαμς αναφέρει πως μετά την πρεμιέρα του «Γυάλινου Κόσμου» στο Μπρόντγουεϊ, όταν τον σήκωσαν στη σκηνή για να υποκλιθεί δεν ένιωσε κάποια ιδιαίτερη αίσθηση θριάμβου, «έχω τη γνώμη πώς το γράψιμο είναι μια διαρκής αναζήτηση ενός πολύ σκόπιμα διφορούμενου θηράματος και ποτέ δεν καταφέρνεις να το παγιδεύσεις εντελώς». Νιώθετε κάτι ανάλογο για τους ρόλους;
Πολύ ωραίο βιβλίο, τώρα το διαβάζω και θυμάμαι και αυτό το σημείο. Νομίζω ότι αυτή είναι η κατάρα που συνοδεύει κάθε καλλιτέχνη. Γενικότερα, κάθε άνθρωπο που στον τομέα του κάτι ψάχνει, ποτέ δεν είναι εντελώς ικανοποιημένος. Ειδικά οι καλλιτέχνες έχουν πάντα αυτό το ανικανοποίητο.
Στην περίπτωση των καλλιτεχνών, έχω την αίσθηση ότι η συναισθηματική κατάσταση και η φάση ζωής επηρεάζει περισσότερο από άλλα επαγγέλματα. Είχατε πει για παράδειγμα ότι όταν παίξατε την Λαίδη Μάκβεθ, δεν μπορέσατε να συνδεθείτε με τον ρόλο γιατί ήσασταν σε μια διαφορετική φάση ζωής ως νέα μητέρα με τον γιο σας...
Η αλήθεια είναι ότι δεν συνδέθηκα ποτέ μ’ αυτόν τον ρόλο...
Τώρα που ερμηνεύετε πάλι μια άλλη μητέρα, την Αμάντα, λίγο «ιδιαίτερη», πόσο σας επηρεάζει η ιδιότητά σας ως μητέρα στην απόδοση του ρόλου;
Να σου πω κάτι; Όλοι λένε ότι είναι πολύ ιδιαίτερη αυτή η μάνα αλλά εγώ διαφωνώ!Νομίζω ότι είναι πολύ συνηθισμένη. Οι συνθήκες της ζωής της είναι δύσκολες και λόγω οικονομικής κατάστασης και επειδή ο σύζυγός της τούς έχει εγκαταλείψει. Η Αμάντα είναι αφοσιωμένη στα παιδιά της αλλά μ’ έναν καταπιεστικό τρόπο. Της μάνας που νομίζει ότι εκείνη ξέρει το καλύτερο για τα παιδιά της. Ξέρω πολλές Ελληνίδες μάνες που είναι έτσι και δεν είναι κακές μητέρες.
Στην προσωπική σας ζωή, με τον γιο σας, πώς αποφεύγετε αυτόν τον σκόπελο;
Δεν είναι καθόλου εύκολο. Θυμάμαι, που το είχα συζητήσει, όταν ο γιος μου ήταν μικρότερος, με μια αγαπημένη μου συνάδελφο, που εκτιμώ απεριόριστα και μου είπε μια πολύ σωστή κουβέντα, ότι το δυσκολότερο πράγμα είναι να αποδεκτείς το παιδί σου, όπως είναι και να πάψεις να έχεις προσδοκίες γι’ αυτό. Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και συνήθως, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των προσδοκιών δεν εκπληρώνεται.
Αυτή είναι και η παγίδα στην οποία πέφτει η Αμάντα και επειδή έχει αυτό το παραδοσιακό μεγάλωμα παλαιότερων γυναικών με ηθικές και κοινωνικές αξίες που είναι αδιαπραγμάτευτες. Δεν βάζει νερό στο κρασί της σε σχέση με τα παιδιά της. Τα εκτιμά, τα αγαπά, είναι περήφανη γι’ αυτά αλλά δεν μπορεί να δει καθαρά τον δρόμο που παίρνουν. Γι’ αυτό και απογοητεύεται από εκείνα.
Αναφερθήκατε σε αξίες, υπάρχουν σήμερα αξίες, για παράδειγμα στο ελληνικό θέατρο, ή η ματαιοδοξία του επαγγέλματος τις πνίγει;
Πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη αξίες.Η δική μου εμπειρία μέχρι τώρα μου έχει δείξει ότι μπορεί όλοι να θέλουμε να είμαστε καλοί αλλά αυτό δεν είναι το παν. Μπορεί εγώ να ήμουν τυχερή στις συνεργασίες μου αλλά έχω συναντήσει περισσότερους ανθρώπους που υπολογίζουν περισσότερο στο συνολικό αποτέλεσμα και καταπατούν τον εγωισμό τους για χάρη της ομάδας και το καλό της παράστασης. Βεβαίως, έχω δει και το αντίθετο αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει μόνο αυτό.
Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να τύχει και σε μια δουλειά; Εσείς, προσωπικά, τι δεν αντέχετε σε μια συνεργασία;
Δεν αντέχω την κατάχρηση εξουσίας από τον σκηνοθέτη, αυτό κυρίως.
Όταν τη συναντάτε, τι κάνετε; Αποχωρείτε από τη συνεργασία;
Νομίζω,ότι δεν έχω φύγει ποτέ από δουλειά. Εννοώ να έχω ξεκινήσει πρόβες και να αποχωρήσω αλλά δεν μπορώ εύκολα να αντέξω μια τέτοια συμπεριφορά από τον σκηνοθέτη και δεν εννοώ μόνο σε ό,τι αφορά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αλλά και στη γενικότερη συμπεριφορά και στην έλλειψη ευγένειας.
Γενικά αυτή η σχέση σκηνοθέτη και ηθοποιού είναι περίεργη. Εγώ τον χρειάζομαι 100% τον σκηνοθέτη.
Δεν έχετε δοκιμάσει και ποτέ να σκηνοθετήσετε. Πολλοί συνάδελφοί σας το έχουν κάνει και πολλές φορές με επιτυχία.
Είναι ένα κομμάτι που δεν μ’ έχει απασχολήσει ακόμη. Κάποιοι συνάδελφοι φαίνεται ότι έχουν αυτό το ταλέντο, η ματιά τους πάνω στο έργο είναι διαφορετική, είναι πιο συλλογική. Εγώ αντίθετα, τον χρειάζομαι τον σκηνοθέτη και θέλω πάντα αυτή η σχέση να είναι συνοδοιπορική. Όχι σε μια λογική: «Αυτό είναι το δικό μου όραμα και οφείλεις να υποταχτείς». Γιατί και ο ηθοποιός δεν είναι μόνο ένας ερμηνευτής, είναι ένας δημιουργός. Πέρα από την εκτέλεση, υπάρχει και η ερμηνεία.
Βλέπουμε όμως πολύ καλούς ηθοποιούς να χάνονται μ’ έναν κακό σκηνοθέτη και άλλους εξίσου καλούς να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ακόμη και αν δεν απογειώνονται. Έχει να κάνει μ’ ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης;
Ναι, πολύ σωστά το θέτεις. Νομίζω όμως ότι όλοι μας χρειαζόμαστε έναν καλό σκηνοθέτη. Οι περισσότεροι ηθοποιοί , όταν αποκτάμε εμπειρία, καταλαβαίνουμε ευκολότερα μερικά πράγματα, όπως για παράδειγμα να έχουμε την αίσθηση ενός ρυθμού. Όταν όμως δοκιμάζεις κάτι καινούριο, είναι απαραίτητη η παρουσία του.
Για παράδειγμα τώρα στην πρόβα, κάποια στιγμή ο Γιώργος, αφού ολοκληρώσαμε ένα κομμάτι δύο εβδομάδων, μας έδωσε μια άλλη κατεύθυνση, η οποία στην αρχή μού φάνηκε πολύ δύσκολη. Την επιχείρησα και μετά τον ευχαρίστησα για την πόρτα που μού άνοιξε. Αν ήταν στο χέρι μου θα είχα επαναπαυτεί και δεν θα την άνοιγα αυτή την πόρτα μόνη μου.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνθηση της ελληνικής μυθοπλασίας στην τηλεόραση. Εσάς νομίζω σας έχουμε δει μόνο στα «Ματωμένα Χώματα». Δεν σας ενδιαφέρει ο χώρος της τηλεόρασης; Δεν σας έχουν γίνει προτάσεις;
Ναι, αυτή είναι η τελευταία και νομίζω η μόνη σειρά που έχω κάνει μαζί με κάποια guest. Τώρα πια όχι τόσο αλλά όταν ήμουν νέα με φόβιζε περισσότερο...
Τι σας φόβιζε; Οι γρήγοροι χρόνοι;
Ναι, σίγουρα το γεγονός ότι από άποψη χρόνου είναι όλα πιο απαιτητικά, νομίζω θα με δυσκόλευε πολύ. Υπάρχουν βέβαια ελληνικές σειρές και κωμωδίες και δράματα που τα έχω παρακολουθήσει και μου έχουν αρέσει πολύ. Πέρσι συζητούσα για μια σειρά αλλά είχα τόσα πολλά να κάνω που δεν γινόταν να μπει και η τηλεόραση στη ζωή μου.
Διδάσκετε υποκριτική πολλά χρόνια. Τι σας γοητεύει σ’ αυτή τη διαδικασία;
Αυτή η μετατόπιση, δηλαδή από εκεί που ως ηθοποιός είσαι μέσα σε μια κατάσταση, τώρα τη βλέπεις απ’ έξω, γίνεσαι λίγο σκηνοθέτης. Έτσι ξεκινάς να βοηθάς τα παιδιά και τελικά βοηθιέσαι εσύ. Βάζεις σε τάξη μερικά πράγματα. Βλέπεις ότι δεν βοηθιούνται όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο, οπότε αρχίζεις και σκέφτεσαι άλλες διαδρομές που γίνονται λύσεις και για τον εαυτό σου.
Από την άλλη, είναι πολύ συγκινητικό γιατί δεν ξεχνάς ποτέ από πού ξεκίνησες την αγωνία που είχες αλλά και την άγνοια.
Στο ταλέντο πιστεύετε;
Ναι, πιστεύω. Από την άλλη το ταλέντο αν το έχεις και δεν το εξελίσσεις, μπορείς να μείνεις στάσιμος και κάποιος άλλος με λιγότερες δυνατότητες αρχικά να σε ξεπεράσει. Γιατί είναι δουλευτής με φοβερό ενθουσιασμό και αυτό είναι μέρος του ταλέντου.
Επιπλέον, πέρα από αυτό που λέμε:«Το έχει ή δεν το έχει», παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο το μυαλό. Ο τρόπος που σκέφτεται κανείς. Εμένα οι αγαπημένοι μου ηθοποιοί είναι οι έξυπνοι ηθοποιοί.
Με τον χρόνο τι σχέση έχετε;
Πολύ συχνά πάω στον καθρέφτη και κάνω ένα τακ (τραβάει λίγο το δέρμα της). Τι να σου πω τώρα; Να κάνω κανένα μπότοξ; Δεν νομίζω.
Αυτό είναι ένας ακόμη λόγος που μου αρέσει πολύ το θέατρο. Δεν χρειάζεται όλη αυτή η ενασχόληση με την εικόνα. Με την κάμερα είναι διαφορετικά. Γι’ αυτό και αν είχα κάνει καριέρα στην τηλεόραση μπορεί να το είχα σκεφτεί διαφορετικά.
Από την άλλη όμως δεν είναι και θέμα χαρακτήρα και γυναικείας φιλαρέσκειας ;
Σίγουρα αλλά είναι και διαφορετικά να είναι το πρόσωπό σου εκτεθειμένο σε μια οθόνη. Ο Τενεσί το λέει πολύ ωραία σ’ ένα άλλο έργο, στο «Γλυκό πουλί της νιότης», όπου χαρακτηρίζει τον χρόνο ως εχθρό.
Τον νιώθετε και εσείς εχθρό σας;
Σε ορισμένα πράγματα δεν είναι. Με τα χρόνια, για παράδειγμα, αποκτάς ψυχραιμία, δεν τρελαίνεσαι με μερικά πράγματα. Επιπλέον, εγώ τουλάχιστον, έχω αποκτήσει μεγαλύτερη υπομονή και κατανόηση. Αυτά δεν τα έχεις όταν είσαι είκοσι.
Από την άλλη ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Ξεκινάς δεν βλέπεις καλά! Έχω δύο ζευγάρια γυαλιά και φακούς και κολλύρια! Μετά πιάνει μια υγρασία και σε πονάει η μέση σου. Το σώμα δεν ανταποκρίνεται όπως παλιά. Αυτά είναι προβλήματα που φέρνει ο χρόνος. Ευχόμαστε όμως να γεράσουμε και να ‘ ρθουν και άλλα.
Με τι δεν τρελαίνεστε που κάποτε τρελαινόσασταν;
Με τη δουλειά για παράδειγμα. Αν συνέβαινε κάτι που δεν μου άρεσε στα καλλιτεχνικά πλαίσια, έχανα τον ύπνο μου. Ε, τώρα πια, δεν τον χάνω! Δεν τον χάνω, όχι γιατί δεν με νοιάζει αλλά επειδή έτσι είναι η ζωή. Έχουν περάσει τόσες πολλές δουλειές και συνειδητοποιώ ότι γίνεται κάτι και ξεχνιέται, έρχεται μια παράσταση και μετά φεύγει. Στην αρχή ήσουν μαθητής, μετά δημιουργός και στο τέλος παλιώνεις και γίνεσαι δάσκαλος.
Μου είπατε «έρχεται μια παράσταση και φεύγει» . Αν μπορούσατε να κρατήσετε κάποιες παραστάσεις, ποιες θα ήταν αυτές;
Πολύ ωραία ερώτηση, μού αρέσει γιατί είναι ακριβώς αυτό που έλεγα πριν. Όταν ήμουν νέα, κάθε παράσταση που έκανα, είχα κάνει τέσσερις-πέντε, ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός. Τώρα πλέον θα σου πω για λίγες που ξεχωρίζουν μέσα μου. Αυτές είναι: «Το Στρίψιμο της Βίδας» (Αμόρε, 1996), που ξέχωρα από δική μου αγαπημένη δουλειά είχε και την αποδοχή του κοινού, το «Τόσο πολύ νερό, τόσο κοντά στο σπίτι» (Αμόρε, 2006), που μπορεί να μην το θυμάται και κανείς , το «Μίστερο Μπούφο» (Θησείον, 2012) και, τελευταία το «Φαρενάιτ 451»(Φεστιβάλ Αθηνών και Θεάτρο Πόρτα 2017-2018). Τώρα, είπα τέσσερις παραστάσεις που είναι όλες του Θωμά Μοσχόπουλου! (γελάει)
Δεν είναι τυχαίο...
Ε, ναι!
Αν πάμε λοιπόν, λίγο πιο πίσω, τι κρατάτε από το «Αμόρε»;
Και τι δεν θυμάμαι...Πολλά πράγματα από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Θα σου πω μόνο τι έχω κρατήσει στην κυριολεξία!
Έχω λοιπόν, από τότε στο σπίτι μου, ένα μεγάλο πόστερ που είχαν στην τεράστια σκάλα και είναι μια μαυρόασπρη εικόνα και είναι η αφίσα της πρώτης μου δουλειάς με τον Γιάννη Χουβαρδά και το Θέατρο του Νότου, όχι στο Αμόρε, αλλά συμπαραγωγή του Αμόρε με το Θέατρο La Mama της Νέα Υόρκης. Ήμασταν όλοι νέοι ηθοποιοί και Έλληνες και Αμερικάνοι.
Ποιο έργο είχατε ανεβάσει;
«Ιφιγένεια εν Τάυροις» παίξαμε στην αρχή για ένα μήνα στη Νέα Υόρκη, μετά πήγαμε σ’ ένα φεστιβάλ στη Βιέννη, κάναμε μια μικρή περιοδεία στην Ελλάδα και τελειώσαμε με μια παράσταση στον Λυκαβηττό. Μια μαγική συνεργασία και δουλειά! Ήμασταν όλες πιτσιρίκες η Χριστίνα Αλεξανιάν, η Ναταλία Καποδίστρια και μερικές κάποιες Αμερικάνες. Εκεί πρωτογνώρισα και τον Ακύλλα Καραζήση. Αυτό το πόστερ, το πήρα σπίτι μου.
Ο γιος σας, τι σχέση έχει με τις δουλειές σας στο θέατρο. Τις παρακολουθεί; Σας κάνει κριτική;
Δεν του αρέσει το θέατρο. Τελευταία είδε το «Σώσε», επειδή ήταν κωμωδία σκέφτηκα να τον φέρω και ήρθε με μια φίλη του. Τους άρεσε αλλά προς το τέλος είχαν μαραζώσει, δεν αντέχουν τόση ώρα, είναι μικρούλια ακόμη. Όταν ήταν πιο μικρός και έφευγα να πάω στην πρόβα, έλεγε «Μαμά, όχι θέατρο». Τώρα το έχει συνηθίσει. Το δύσκολο με τη δουλειά μας είναι η νυχτερινή εργασία, φεύγεις από το σπίτι το βράδυ.
Τι όνειρα κάνετε για το μέλλον; Πώς θέλετε να είστε σε δέκα, είκοσι χρόνια;
Να έχω υγεία και εγώ και οι άνθρωποί μου.
Φωτογραφία από την παράσταση της Μαριλένας Βαϊνανίδη.
O Γυάλινος Κόσμος του Τενεσί Ουίλιαμς
Live streaming ζωντανά από τη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου
23 Ιανουαρίου, στις 20:30
Tαυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Βαφέας
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Deux Hommes
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Βοηθός ενδυματολόγων: Δέσποινα Ιγνάτογλου
Ο θίασος της παράστασης, φωτογραφία της Μαριλένας Βαϊνανίδη.
Διανομή (αλφαβητικά)
Άννα Μάσχα: η μητέρα Αμάντα Ουίνγκφιλντ
Κωνσταντίνος Μπιμπής: ο γιος Τομ Ουίνγκφιλντ
Λένα Παπαληγούρα: η κόρη, Λώρα Ουίνγκφιλντ
Αναστάσης Ροϊλός: ο επισκέπτης, Τζιμ Οκόνορ
Η απευθείας μετάδοση θα είναι διαθέσιμη στη σελίδα livestream.n-t.gr με αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου (κωδικού πρόσβασης).
Τιμή εισιτηρίου: 8€ Ώρα έναρξης: 20:30
Φωτογράφος παράστασης: Μαριλένα Βαϊνανίδη
Διαβάστε επίσης:
Γιώργο Νανούρη, Γιατί Γκρέμισες Το Θέατρο Αποθήκη;
Λένα Παπαληγούρα: «Όλοι Οι Ηθοποιοί Γνωρίζουμε Τι Έχουμε Καταφέρει Σε Μια Παράσταση, Δεν Χρειαζόμαστε Τις Κριτικές»
Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας: 6 Θεατρικοί Ήρωες Στα Όρια