Ένα από τα πρώτα έργα της ελληνικής πεζογραφίας που γράφτηκαν στη δημοτική γλώσσα και γνώρισε τεράστια επιτυχία είναι η «Η Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Το έργο μετράει πάνω από έναν αιώνα ζωής και αφηγείται την ιστορία τριών νέων ανθρώπων που βυθίζονται σε ένα ερωτικό τρίγωνο κάτω από το λόφο της Ακρόπολης. Το μυθιστόρημα αυτό, που αγαπήθηκε και επανεκδόθηκε πολλές φορές, παρουσιάστηκε στο θέατρο πρώτη φορά το 1915, υπήρξε το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό έργο που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1916, διασκευάστηκε σε όπερα, έγινε τηλεοπτική σειρά και graphic novel.
Από τις 10 Φεβρουαρίου η ιστορία θα ζωντανέψει στη σκηνή του Bios σε σκηνοθεσία του Βασίλη Βηλαρά και μ' έναν εκλεκτό θίασο νέων ηθοποιών. Μ' αφορμή την παράσταση μιλήσαμε με την Ιωάννα Πιατά, την Λιόλια του έργου, για όλα όσα θίγει το μυθιστόρημα του Χρηστομάνου, τον ρόλο της στην παράσταση αλλά και τον σπουδαιότερο ρόλο της ζωής της, αυτόν της μητέρας που όπως δηλώνει την κάνει να αισθάνεται: «για πρώτη φορά τέτοια ισορροπία και αρμονία μέσα της» αλλά και καλύτερη ηθοποιό καθώς ξανά ανακαλύπτει την περιοχή της πραγματικής αθωότητας.
Πότε συναντήθηκες με την «Κερένια Κούκλα»; Πώς σου φάνηκε το μυθιστόρημα;
Το μυθιστόρημα «Η κερένια κούκλα» ξεκίνησα να το διαβάζω όταν μου μίλησε ο Βασίλης Βηλαράς για την παράσταση που σκέφτεται, αλλά ήταν στα υπόψιν για χρόνια. Θυμάμαι οτι το τελείωσα μέσα σε λιγότερο από δύο μέρες και ένιωσα πλημμυρισμένη από μυρωδιές. Η ακρίβεια με την οποία σκιαγραφεί ο Χρηστομάνος τους ανθρώπους, τα συναισθήματα τους, τους χώρους που ζούνε, τα τοπία που βλέπουν, την φύση που τους περιβάλλει είναι συγκινητική.
Το έργο έχει ανέβει πολλές φορές στη σκηνή με πιο πρόσφατο το περσινό ανέβασμα, ως όπερα σε δύο πράξεις από τον Σίμο Κακάλα. Τι το κάνει τόσο γοητευτικό στους ανθρώπους του θεάτρου;
Νομίζω ότι πέρα από το προφανές, ότι δηλαδή πρόκειται για μια ιστορία πραγματικής αγάπης και βαστηγμένου πόθου με τραγικό τέλος, αυτό που κάνει θεατρικά δελεαστικό το μυθιστόρημα είναι οι χωρικές διαστάσεις μέσα στις οποίες το τοποθετεί ο Χρηστομάνος. Περιγράφει με φοβερή ακρίβεια και ποιητικότητα την ερωτική ιστορία ενός τριγώνου μέσα στο μικρό σπίτι τους και πώς αυτή επηρεάζεται από τα υπόλοιπα σπίτια του ίδιου συγκροτήματος κ στη συνέχεια από όλη την γειτονιά και ουσιαστικά από την ίδια την πόλη. Η ιστορία της Κερένιας Κούκλας είναι η αποτύπωση της σκληρής ελληνικής κοινωνίας.
Πώς το προσεγγίζει ο σκηνοθέτης σας, Βασίλης Βηλαράς το έργο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου;
Ο Βασίλης είναι βαθιά συνδεδεμένος με το συγκεκριμένο κείμενο και βασική του επιθυμία ήταν να κυριαρχήσει μια αγάπη ευγενική, γενναιόδωρη, που ξέρει να συγχωρεί. Με αυτό το σκεπτικό, φτιάξαμε ένα σπίτι μέσα στο οποίο πυκνώνει ο χρόνος και τα συναισθήματα χωρίς πολλά λόγια, ένα ασφαλές καταφύγιο. Αυτό το σπίτι το παρακολουθούν μια αφηγήτρια και ένας πιανίστας και γίνονται οι λέξεις του, οι σκέψεις του, τα θεμέλια που το στηρίζουν.
Στην παράσταση ερμηνεύεις την Λιόλια. Πόσο κοντά ή μακριά στη δική σου ψυχοσύνθεση είναι μια κοπέλα εκείνης της εποχής;
Είμαι πολύ μακριά από την ψυχοσύνθεση μιας κοπέλας που μεγαλώνει μαθαίνοντας πώς να γίνει σωστή νοικοκυρά και σύζυγος και ζει συνεχώς με τον φόβο να μην την πιάσει στο στόμα της η γειτονιά, αλλά είμαι πολύ κοντά στην ψυχοσύνθεση μιας κοπέλας που θα ένιωθε υπόλογη απέναντι σε όλους αν οι πράξεις της είχαν τέτοια μοιραία συνέπεια για κάποιον άλλον.
Τι σε συγκινεί περισσότερο σ' εκείνη;
Η αθωότητα της, είναι ένα κορίτσι που δεν έχει τίποτα το δόλιο ή πονηρό πάνω της. Όπως γράφει και ο ίδιος ο Χρηστομάνος «σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο». Μέσα από αυτήν την αθωότητα αφήνεται να παρασυρθεί από τον έρωτα της, χωρίς να το εννοώ καθόλου ως αφέλεια, αλλά σαν αγνή καθαρότητα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι πια πρωτομπαίνουμε στην ζωή πιο υποψιασμένοι ή καχύποπτοι, αυτήν την αγαθότητα πράξεων και προθέσεων δεν την συναντάμε συχνά.
Κάποιοι μελετητές ισχυρίζονται ότι πίσω από την τρυφερή Λιόλια, υπάρχει η μούσα του συγγραφέα, η ηθοποιός Κυβέλη.Στη δική σας ερμηνεία υπάρχει αυτή η σκέψη;
Όχι, είναι μια παράμετρος που δεν μας απασχόλησε με κάποιο τρόπο στην προσέγγιση του κειμένου και του ρόλου.
Η Λιόλια στο μυθιστόρημα μετά τον θάνατο της Βεργινίας ζει με τον άνδρα της και κοιμάται στο κρεβάτι της, βιώνοντας τύψεις και ενοχές.Οι γυναίκες βιώνουν ακόμα και σήμερα ενοχές σε σχέση με τα "πρέπει" και τα "θέλω" τους;
Φυσικά και ναι, οι γυναίκες ακόμα καταπιέζονται απο οικογενειακές και κοινωνικές συμβάσεις, ακόμα δεν ρωτιούνται αν θέλουν και πώς θέλουν, ακόμα τις χτυπάνε, τις βιάζουν, τις σκοτώνουν, αλλά έχει αρχίσει να μεγαλώνει το ποσοστό των γυναικών που μιλάνε, που διεκδικούν, που υποστηρίζουν τις επιλογές τους και τον εαυτό τους όπως αυτές οι ίδιες καταλαβαίνουν και επιθυμούν.
Πολλοί μελετητές έχουν μιλήσει για έναν ενδόμυχο μισογυνισμό στο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Εσύ εισέπραξες κάτι τέτοιο δουλεύοντας πάνω στο έργο;
Όχι, καθόλου. Ο Βασίλης αποκωδικοποίησε το κείμενο μ’ έναν τρόπο που απέχει πολύ από οποιαδήποτε υπόνοια μισογυνισμού. Οι γυναίκες του μυθιστορήματος είναι πολύ γενναίες, δυνατές και ριψοκίνδυνες απέναντι στην ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο, δεν υπομένουν άβουλες την επιθυμία ενός άντρα. Ο Νίκος δεν είναι ο άντρας που παρατάει την άρρωστη γυναίκα του για μια άλλη νέα και υγιή, την αγαπάει ουσιαστικά και την φροντίζει, αλλά ερωτεύεται και την Λιόλια, γιατί η ζωή σε προλαβαίνει. Και από την πλευρά της η Βεργινία τον αγαπάει τόσο που τον συγχωρεί και τον σπρώχνει προς την ζωή, προς αυτό που εκείνη δεν μπορεί να του δώσει πια.
Ο Υμηττός και ο βράχος του Φιλοπάππου, μαζί με την Ακρόπολη και τις λαϊκές συνοικίες στους πρόποδές της, αποτελούν τον αστικό χώρο όπου θα κινηθεί η πλοκή του βιβλίου. Αν έγραφες εσύ μια ερωτική ιστορία σε ποια γειτονιά της Αθήνας θα τοποθετούσες τη δράση;
Μάλλον κοντά σ’ ένα σταθμό τρένου, στη γειτονιά γύρω από το σταθμό Λαρίσης. Όχι γιατί αναδεικνύει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα της πόλης ή θεωρείται όμορφη γειτονιά, αλλά μου φάνηκε ωραία η εικόνα ενός ερωτευμένου ζευγαριού να περπατάει χέρι χέρι ενώ γύρω του υπάρχουν άνθρωποι με βαλίτσες στο χέρι που αναρωτιούνται προς τα πού πρέπει να πάνε σ’ αυτήν την χαοτική πόλη.
Είσαι μια νέα μανούλα. Πώς ισορροπείς ανάμεσα στις απαιτήσεις της μητρότητας και στη δουλειά σου στο θέατρο;
Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου αισθάνομαι για πρώτη φορά ισορροπία και αρμονία μέσα μου, ακόμη και αν το τέλος της μέρας με βρίσκει πάντα πολύ κουρασμένη. Έχω ένα φανταστικό παιδί που λατρεύω να το βλέπω να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και κάνω μια δουλειά που αν δεν την αγαπούσα, θα την είχα παρατήσει προ πολλού. Οι περίοδοι της ζωής μου που δεν είχα τίποτα από τα δύο ήταν αβάσταχτα πιο κουραστικές.
Η μητρότητα αλλάζει και τον τρόπο που προσεγγίζει μια ηθοποιός τους ρόλους της;
Θα μιλήσω για μένα, γιατί το να μεγαλώνεις ένα παιδί είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση για τον καθένα/καθεμία. Στην δική μου περίπτωση, ο ερχομός της κόρης μου στην ζωή μου με κέντραρε, τα τοποθέτησε όλα στην σωστή τους θέση και μου έδωσε την μαγική δυνατότητα να ξανα ανακαλύψω αυτήν την περιοχή της πραγματικής αθωότητας που ανέφερα και πριν, να παρακολουθήσω από κοντά την αρχή, εκεί που όλα ξεκινάνε, που κατά την γνώμη μου αυτόν τον πυρήνα ψάχνουμε στο θέατρο, άρα μάλλον κάτι αλλάζει -για να απαντήσω κ στην ερώτηση.
Πόσο αυστηρός κριτής είναι ο μπαμπάς σου, Δημήτρης Πιατάς και πόσο αυστηρή είσαι εσύ με τις δικές του ερμηνείες;
Στην οικογένεια μου δεν μιλάμε ποτέ με όρους κριτικής, πόσω μάλλον με αυστηρή κριτική. Συνομιλούμε με αγάπη και σεβασμό ως προς την προσωπικότητα και τις δυνατότητες ο ένας του άλλου την δεδομένη στιγμή. Ο μπαμπάς μου με συμβουλεύει, με εμπιστεύεται και με στηρίζει και εγώ από την δική μου πλευρά συγκινούμαι σε κάθε παράσταση του από την πίστη και την αφοσίωση που έχει μετά από τόσα χρόνια σ’ αυτό το επάγγελμα και όσο μεγαλώνω, τον κατανοώ ακόμη πιο βαθιά και επί σκηνής και στην ζωή.
Ο Βασίλης Βηλαράς - σκηνοθέτης και ηθοποιός - παρουσιάζει το λαϊκό Αθηναϊκό μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου «Η Κερένια κούκλα» από τις 10 Φεβρουαρίου στο Bios, έχοντας στο πλευρό του μία εξαιρετική ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών: Ιωάννα Πιατά, Αντιγόνη Φρυδά, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Δημήτρη Τσιγκριμάνη.