Από τη Γιώτα Δημητριάδη
φωτογραφίες για το texnes-plus Χριστίνα Δενδρινού
Η Λουκία Μιχαλοπούλου συναντά για πρώτη φορά στη θεατρική της πορεία τον Μπέρχαρντ στο αγαπημένο της Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
Θυμάμαι, πολύ χαρακτηριστικά, στα φοιτητικά μου χρόνια, όλη τη θεατρική Αθήνα να μιλάει για ένα ταλαντούχο κορίτσι, το οποίο είχε ενθουσιάσει το κοινό στη «Μπλε Μελαγχολία», στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη. Μια παράσταση, που δυστυχώς, δεν είδα ποτέ.
Εγώ, αυτό το κορίτσι το «ανακάλυψα» στο «Bella Venezia» του Γιώργου Διαλεμένου, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει στη ζωή μου.
Λίγα χρόνια, αργότερα, στη χαώδη σκηνή της Πειραιώς, τη θυμάμαι ακόμα ως Τέσσα να κομματιάζει την κοιλιά της, μια κραυγή που ηχεί ακόμα και σήμερα στα αυτιά μου.
Η συνέχεια είναι γνωστή: βραβείο Μερκούρη 2011, Κρατικό Βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συνεργασίες με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές, σπουδαία θεατρικά κείμενα κι ερμηνείες που κρατάς για καιρό μέσα σου.
Σήμερα, το κορίτσι έχει καθιερωθεί ως πρωταγωνίστρια πρώτης γραμμής, χωρίς να χάσει ποτέ τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια της.
Λίγο πριν επιστρέψει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, της αγαπημένης της σχολής για να γίνει η Ρίττερ στο αριστούργημα του Τόμας Μπέρχαρντ «Ρίττερ, Ντένε, Φος» με θεατρικά της αδέρφια τη Στεφανία Γουλιώτη και τον Αργύρη Ξάφη και σκηνοθέτη την Μαρία Πρωτόπαππα φωτογραφίζεται για το texnes-plus στο κέντρο της πόλης και μιλάει για όλα όσα θέλουμε να μάθουμε.
Μια παράσταση μαζί με τη Στεφανία Γουλιώτη...
Αυτή η συνεργασία ήταν μια ανάγκη που ξεκίνησε από μένα και τη Στεφάνια. Η σκέψη γενννήθηκε, εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια, όταν βρεθήκαμε μαζί στον «Θεό της Σφαγής», που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Θέλαμε να έχουμε κοντά μας έναν άνθρωπο που εκτιμάμε κι έχουμε μια κοινή γλώσσα. Η Μαρία Πρωτόπαππα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί. Την ομάδα ολοκλήρωσε ο Αργύρης Ξάφης, ένας σημαντικός ηθοποιός κι άνθρωπος μ’ ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας.
Στην καρέκλα του σκηνοθέτη, αλλά με τη ματιά του ηθοποιού.
Θεωρώ ότι ένας σκηνοθέτης, ακόμα κι αν δεν είναι ηθοποιός, οφείλει να γνωρίζει τη λειτουργία του ηθοποιού και να δουλέψει μαζί του ουσιαστικά ξεκλειδώνοντας τα ταλέντα του. Για να βρεθεί ο κώδικας μιας παράστασης χρειάζονται όλες οι λειτουργίες να εναρμονιστούν και να μετατραπούν σε σκηνική δράση. Αυτός είναι ένας από τους βασικότερους ρόλους του σκηνοθέτη, η εποικοδομητική σύνδεση.
Η Μαρία Πρωτόπαππα κι η οπτική της στο έργο του Μπέρχαρντ
Η Μαρία έχει ασχοληθεί πολύ με τον πυρήνα του έργου, με τον Μπέρχαρντ και τη γραφή του. Γεγονός, το οποίο για να είμαι ειλικρινής, σπάνια το συναντάς σε σκηνοθέτη. Τα πεδία που μας έχει ανοίξει είναι τόσα πολλά και τόσο ενδιαφέροντα. Είναι αδύνατον στον χρόνο που έχουμε να τα σκαλίσουμε όλα. Η παράσταση επικεντρώνεται στο νήμα που ενώνει κι εγκλωβίζει τα τρία αδέλφια στο συνεχόμενο αρνητικό πρόσημο, κρατώντας τους, όμως,μαζί.
Στο «Ρίττερ, Ντένερ, Φος» ο Μπέρχαντ κριτικάρει με σφοδρότητα τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα, που δρουν καταλυτικά στην ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Στην Ελλάδα του 2019 θα είχε το ίδιο υλικό;
Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να κλείνει αντί να ανοίγει. Η σκέψη μας δεν μας οδηγεί σ’ έναν δρόμο προόδου, αλλά μάλλον όλο και πιο πίσω. Οι διέξοδοι όλο και λιγοστεύουν. Νιώθω ότι υπάρχει ένας γενικός αποπροσανατολισμός, η κατάσταση μοιάζει χαοτική και καταθλιπτική. Σήμερα, μοιάζουμε πολύ με τους ήρωες του Μπέρχαρντ, οι οποίοι δεν προσδοκούν τίποτα. Το μόνο που κάνουν είναι να ανακυκλώνουν τη ματαιότητά τους κάνοντας κύκλους με επίκεντρο τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ρίττερ, η ηρωίδα μου.
Σ’ αυτόν τον ρόλο με γοητεύει και με θλίβει το ίδιο πράγμα: ο χαμαιλεοντισμός της, η μοναξιά της και η μεγάλη ανάγκη που έχει τους άλλους, ακόμα κι αν δεν το δείχνει. Είναι τρομερό το γεγονός, ότι γίνεται σπιούνος από ασυνείδητη απελπισία, ζήλια κι αφόρητη ανάγκη να αγαπηθεί.
Ρίττερ VS Λουκία
Υπάρχει μια ματαιότητα, υπαρξιακή ματαιότητα και μια ανάγκη να ειπωθούν τα πράγματα όπως είναι. Μοιάζει να θέλουν να πέσουν οι μάσκες της υποκρισίας και για να το πετύχει αυτό χρησιμοποιεί τα πιο άρρωστα μέσα. Το ποσό φλερτάρει με τη φωτιά, τον κίνδυνο. Είναι μια λειτουργία, την οποία αναζητώ κι εγώ θεατρικά με μανία. Αυτό που δεν μ’ αντιπροσωπεύει καθόλου είναι οι τρόποι που το δοκιμάζει. Τον στόχο της, όμως, τον καταλαβαίνω.
Οι ήρωες του Τόμας Μπέρνχαρντ παίζουν με τη ζωή το ίδιο παιχνίδι: Επιστρατεύουν την τέχνη για να πολεμήσουν την αρρώστια, πασχίζουν με τα χάχανά τους να τρομάξουν τον θάνατο. Είναι αυτή μια κοινή αντιμετώπιση;
Και μόνο το γεγονός ότι οι ήρωες φλερτάρουν, αποδοκιμάζουν κι επιδοκιμάζουν το ίδιο το θέατρο και τη λειτουργία του ηθοποιού μας φέρνει και τους τρεις, στην πρόβα, αντιμέτωπους με τα προσωπικά μας ερωτήματα σε σχέση με τη δουλειά μας. Σε σχέση με το πόσο το θέατρο μπορεί να επιτελέσει τον σκόπο του. Και ποιος είναι, άραγε, αυτός; Ερωτήματα που δεν απαντιούνται μεν, αλλά σκαλίζουν την ψυχή μας.
Τα πραγματικά ονόματα πίσω από τον τίτλο του έργου...
Ο συγγραφέας δανείζεται στοιχεία για τους χαρακτήρες του από τις προσωπικότητες αγαπημένων του ηθοποιών της σύγχρονής του γερμανικής σκηνής, της Ίλζε Ρίττερ, της Κρίστεν Ντένε και του Γκέρτ Φός. Παράλληλα, όμως, ο Μπέρχαρντ στο έργο αυτό δανείζεται στοιχεία από πολλά μέτωπα, όπως τον Αυστριακό φιλόσοφο, Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, τον Αδόλφο Χίτλερ, τον πολιτικό που σε μικρή ηλικία ήθελε να γίνει καλλιτέχνης. Υπάρχει μια τρισδιάστατη παλέτα.
Η πραγματική Ρίττερ...
Δεν έψαξα πολλά στοιχεία για την πραγματική Ριττερ. Εξέτασα τη φυσιογνωμία της και με εντυπωσίασε το πόσο γυναίκα, αλλά και κορίτσι είναι μαζί. Όπως οι περσόνες, οι οποίες φέρουν αυτό το μείγμα της αριστοκρατίας και την ίδια στιγμή την αναίρεσή της.
Ματαιώσεις
Περνάω δύσκολα, όταν οι προσδοκίες που έχω για μια συνεργασία ματαιώνονται. Όταν μειώνεται η χαρά μου να πάω στην πρόβα κι όταν προσπαθώ να αυτοτροφοδοτηθώ για να παίξω. Η μεγαλύτερή μου ανάγκη, που όσο περνάνε τα χρόνια όλο κι αυξάνεται, είναι να δημιουργήσω την αλήθεια παρέα με κάποιον, συμπαίκτη μου – ηθοποιό στη σκηνή. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, για τον οποιοδήποτε λόγο, βιώνω μια έντονη απογοήτευση.
Η Λουκία κι η Γίδα
Το έργο του Έντουαρντ Φράνκλιν Άλμπι: «Η Γίδα ή ποια είναι η Σύλβια» έχει, κι αυτό, ως επίκεντρο μια προβληματική οικογενειακή σχέση. Το έργο ήρθε απρόσμενα στη ζωή μου κι έτσι απρόσμενη ήταν κι η σκηνική χημεία ανάμεσα στους τέσσερείς μας (μαζί με Νίκο Κουρή, Γιάννη Δρακόπουλο και Μιχαήλ Ταμπακάκη για δεύτερη χρονιά στο Θησείον)
Είναι μια εξίσου απαιτητική παράσταση με θέματα πολύ σκοτεινά. Η αντιμετώπιση και το φως που φέρει ο Νικορέστης Χανιωτάκης, ο οποίος το σκηνοθετεί, σε κάνουν να θέλεις να τα βλέπεις και να τα παίζεις με μια παράλογη ηδονή.Σαν ένα άγριο παιχνίδι το αντιμετωπίσαμε, παιγμένο όμως με αθωότητα και κέφι και περιορισμένοι σε ένα κλουβί.
Η συνεργασία που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου...
Όλες οι θεατρικές μου συναντήσεις, μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί μέσα μου και πραγματικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Θυμάμαι όμως, την πρώτη φορά, που ο Γιώργος Μιχαηλίδης με έκανε να πάρω την ευθύνη του συνδημιουργού στην παράσταση «Μπλε Μελαγχολία». Ήταν από τις πρώτες μου δουλειές εκεί, σιγουρεύτηκα για τον ρόλο που θέλω να έχω σε μια πρόβα, βλέποντας ότι έτσι λειτουργώ πολύ καλύτερα. Από τότε μ’ αυτόν τον ρόλο του συνδημιουργού έρχομαι αντιμέτωπη. Πως και πόσο θα τον αφήσω να υπάρξει.
Οι Γιώργος Μιχαηλίδης, Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Καταλειφός ήταν για μένα...
Την ίδια λέξη, θα έβαζα και στους τρεις «δάσκαλοι». Η παρουσία τους στη ζωή μου και στη θεατρική μου πορεία ήταν καθοριστική. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που τους συνάντησα, που με εμπιστεύτηκαν. Νομίζω, ότι ρούφηξα όσα περισσότερα μπορούσα από εκείνους.
«Λόγω Τιμής - 20 χρόνια μετά»
Δεν την έβλεπα εκείνη την περίοδο τη σειρά, αλλά την έχω παρακολουθήσει, πρόσφατα, σε επαναλήψεις. Ήταν μια πολύ καλή σειρά, καλογραμμένη και, για την εποχή της, πολύ φρέσκια.
Γενικά, έχω μια επιφύλαξη με την τηλεόραση, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ένιωσα από την αρχή μεγάλη ασφάλεια. Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου, την οποία εκτιμώ κι αγαπώ πολύ, έκανε τη μετάφραση στον «Φεγγίτη». Την ίδια εποχή, προετοίμαζε και την ιδέα της σειράς. Όταν, λοιπόν, μου πρότεινε να είμαι κι εγώ, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη! Όλοι οι συντελεστές μου δημιούργησαν, από την πρώτη στιγμή, μια αίσθηση ασφάλειας κι εμπιστοσύνης. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτή τη δουλειά κι ανυπομονώ για την πρεμιέρα σε λίγες μέρες στον ΣΚΑΙ.
Η Επίδαυρος: Όνειρο και φόβοι
Έγινα ηθοποιός, γιατί ονειρευόμουν να παίξω στην Επίδαυρο και γενικά σε ανοιχτά θέατρα. Τόσο που σκεφτόμουν τι θα κάνω τον χειμώνα. Μαθήτρια στο Τέχνης, έπαιξα στην Επίδαυρο κι αμέσως μετά με το Εθνικό στον « Οιδίποδα» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη. Νομίζω πως ο βασικότερος λόγος που δεν το τολμάω εύκολα είναι γιατί δεν θέλω να απομυθοποιηθεί ο χώρος κι ο τρόπος δουλειάς σε σχέση με το τι σημαίνει να παίξεις εκεί. Δεν θα ήθελα να το κάνω με χίλιες δύο παραστάσεις και πρόβες που κάνουμε παράλληλα. Θα ήθελα να κρατήσω ακόμα αυτό το ρομαντικό όνειρο του ότι για να παίξεις εκεί, είναι κάτι ιερό. Οπότε όταν θα μπορώ να έχω έναν τέτοιο είδους χρόνο τότε θα το κάνω.
Αν δεν γινόμουν ηθοποιός...Θα ήμουν...
Δεν έχω ιδέα… Δεν το χω σκεφτεί… Αλήθεια, δεν ξέρω …
Στο καμαρίνι μου έχω πάντα...
Μια φωτογραφία του μπαμπά μου.
Μετά από μια απαιτητική παράσταση με χαλαρώνουν...
Οι φίλοι μου… Οι άνθρωποι, που με δέχονται όπως ακριβώς είμαι.
Σε δέκα χρόνια, ονειρεύομαι...
Να έχω υγεία και παρέα με σταθερούς συνεργάτες και να δημιουργούμε ωραίες παραστάσεις.
Μια συμβουλή – φυλακτό …
«Έχε πίστη!» Ήταν μια κουβέντα του δασκάλου μου στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, Δημήτρη Οικονόμου, και την κρατάω πάντα μέσα μου. Η πίστη έχει τεράστια σημασία στο θέατρο, αλλά και γενικά στη ζωή.
Έγινα ηθοποιός γιατί....
Μάλλον γιατί το θέατρο είναι ο μόνος τόπος, όπου μπορώ να εκφράσω τοόσο αγαπώ τον άνθρωπο.
Η Λουκία θα πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Ρίττερ, Ντένερ, Φος» από 18 Οκτωβρίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και στη «Γίδα ή ποιος σκότωσε τη Σύλβια;» στο Θεάτρο Θησείον.
Μαρία Πρωτόπαππα: «Για Να Ξεφοβηθώ Δανείζομαι Την Εμπειρία Της Έμμα Ρέγιες»
Μαρκουλάκης, Γουλιώτη, Παπασπηλιόπουλος Και Μιχαλοπούλου Μιλούν Και Φωτογραφίζονται Για Το Texnes-Plus!