Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Λένα Παπαληγούρα: «Δεν με ενδιαφέρει αν μια παράσταση έχει τρομερή επιτυχία και έχει γίνει με τσακωμούς»

 

Είναι πολλές οι ερμηνείες που μας έχει χαρίσει τα τελευταία χρόνια και θα έλεγε κανείς ότι είναι δύσκολο να τις απαριθμήσει. Ωστόσο είναι χαρακτηριστικές και εύκολα σου έρχονται στο νου, σαν φεύγοντας από το θέατρο κάποιο κομματάκι από την Κατερίνα, την Ειρήνα, την Πετούνια, τη Λισμπέτ ή τον Μικρό Πρίγκιπα να πήρες μαζί σου. Η Λένα Παπαληγούρα καταφέρνει να βουτάει σε κάθε ρόλο, λες και είναι η πρώτη φορά, με ενθουσιασμό μικρού παιδιού, και όσο περνάνε τα χρόνια δίνει όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαδικασία που «αν δεν έχει ρίσκο, επικοινωνία, περιέργεια, αγάπη, δόσιμο από την ομάδα, αν δεν είναι γόνιμη, αυτό μπορεί να τη δυσαρεστήσει πολύ», όπως θα μου εξομολογηθεί κάποια στιγμή.

Αυτή την περίοδο βρίσκεται αντιμέτωπη με την Ιφιγένεια, μια παλιά της γνώριμη, όμως από άλλη σκοπιά. Στη διάρκεια της κουβέντας μας, στην οποία δικαιωματικά θα μονοπωλήσει σχεδόν η ηρωίδα του Ευριπίδη, η Λένα μοιάζει με σίφουνας που σε κατακλύζει, τόσο με τις αστραπιαίες εκλάμψεις της, την ευθύτητα και την αμεσότητά της όσο και με το πηγαίο χιούμορ της.

 

papaligoura_2.JPG

Ας αρχίσουμε από ένα στίχο από τη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα για την παράστασή σας, που μοιάζει τραγικά σύγχρονος: «Ο άνθρωπος κουφάθηκε βαθιά από τις ιαχές της ανομίας και το χειρότερο αρχίζει να συνηθίζει…»
Αγαπημένος στίχος! Έχει και συνέχεια: «Δέχεται τα πάντα, εκτός από το μόνο που μπορεί να τον σώσει, να στραφεί στον άλλο και να χτίσει μια ζωή, που δεν θα αξίζει να γκρεμίσουν οι θεοί…» Πάρα πολύ συχνά σε αυτό το έργο ‒και σε αυτό έχει συμβάλει και η μετάφραση του Μπλάνα‒ νομίζεις ότι ο Ευριπίδης μιλάει για το σήμερα. Αν σκεφτείς όμως ότι γράφτηκε αιώνες πριν, είναι λίγο αποκαρδιωτικό, γιατί μάλλον δεν σημειώνεται πρόοδος. Από την άλλη, είναι τρομερά συγκινητικό για τη διαύγεια και το μέγεθος του ατόμου που το έγραψε.

Η παράστασή σας βασίζεται στο πρότυπο των τριών υποκριτών. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα και πώς τη δουλεύετε στις πρόβες;
Η ιδέα του Αιμίλιου (Χειλάκη) ξεκίνησε από το να είναι πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν οι αρχαίοι τις τραγωδίες. Έτσι η Αθηνά (Μαξίμου) κάνει τον Μενέλαο και την Κλυταιμνήστρα, ο Αιμίλιος τον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα και εγώ την Ιφιγένεια και τον Πρεσβύτερο. Γι’ αυτό, αν δεις το σκηνικό της παράστασης, θα διαπιστώσεις ότι οι τρεις υποκριτές είναι ανεβασμένοι κάπου ψηλά.

Έχετε από ένα τραπέζι…
Ναι, ακριβώς. Με τα τραπέζια προκύπτουν διάφορα σχήματα και οι σχέσεις των προσώπων διαμορφώνονται από αυτά και από τη θέση που έχουν στο χώρο, δηλαδή ο κάθε υποκριτής δεν μπορεί να πάρει τη θέση που θέλει, διότι ο χορός μετακινεί τα τραπέζια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτός αφηγείται την ιστορία. Επίσης ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο χρόνος ο δικός μας ‒των τριών υποκριτών‒ και του χορού δεν είναι ίδιος. Είναι λες κι εμείς  βρισκόμαστε στο τότε και ο χορός στο τώρα. Ως αποτέλεσμα, τα κορίτσια του χορού αποπνέουν τη λογική των σημερινών ανθρώπων, που προσεγγίζουν την αρχαία τραγωδία και προσπαθούν να βρουν σημεία ταύτισης με αυτή, ενώ εμείς τη λογική των άχρονων προσώπων, που ζουν και ξαναζούν την τραγική τους μοίρα.

Οπότε όλο αυτό λειτουργεί σαν ένα είδος «συνομιλίας»;
Κάπως έτσι. Εμένα αυτό μου φαίνεται πολύ γοητευτικό. Ο τρόπος με τον οποίο τα κορίτσια εισάγονται στην ιστορία για να δουν εμάς μου θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο εμείς, ως καλλιτέχνες, ερχόμαστε σε επαφή με το αρχαίο δράμα. Είναι δηλαδή κάτι που σε υπερβαίνει, και το γεγονός ότι αυτό υπάρχει στην ίδια την παράσταση με κάποιο τρόπο με απενοχοποιεί. Μου φαίνεται ότι όπως τα κορίτσια αυτά καλούνται  να βιώσουν τη συγκεκριμένη ιστορία με αθωότητα και αγνότητα έτσι και εμείς σκύβουμε σε τούτο το έργο και προσπαθούμε να το αποδώσουμε.

Η Ιφιγένεια είναι παλιά σου γνώριμη, τόσο από το μονόλογο του Ζαν Ρενέ Λεμουάν, που στηριζόταν στον αρχαίο μύθο, όσο και από την παράσταση του Θέμη Μουμουλίδη, πριν από μερικά χρόνια, στην οποία συμμετείχες στο χορό. Αυτές οι παραστάσεις αποτελούν για σένα χρήσιμο υλικό ή σε κάθε δουλειά προσπαθείς να είσαι tabula rasa;
Είναι πράγματι μια ηρωίδα που αγαπώ πολύ και γι’ αυτό χαίρομαι που ξανασυναντήθηκα μαζί της. Στο μονόλογο του Λεμουάν η δουλειά μου ήταν  αντίστροφη, είχα ξεκινήσει από το μύθο του Ευριπίδη για να καταλήξω στο μονόλογο. Τώρα, έχοντας αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού μου, έπιασα το μύθο από άλλο σημείο. Από την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Μουμουλίδης έχω αναμνήσεις και, όταν πάω να παίξω τον Πρεσβύτερο, σκέφτομαι, κάθε μα κάθε φορά, τον Μηνά (Χατζησάββα) που ερμήνευε το ρόλο αυτό… Το πιο βασικό είναι ότι με βοήθησε ώστε να κατανοήσω καλύτερα το έργο. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η δομή της παράστασης είναι διαφορετική, οπότε αναγκαστικά άφησα πολλά στην άκρη και ξεκίνησα από την αρχή.

papaligoura_3.JPG

Επομένως, η γνωριμία με την ηρωίδα ήταν ευεργετική στις πρόβες;
Όταν καμιά φορά βλέπεις ή διαβάζεις κάτι, λες: «Εγώ θα το έκανα έτσι». Δουλεύοντας όμως αναθεώρησα πολλά πράγματα. Μπορεί να είχα φανταστεί ότι θα λειτουργούσαν αλλά στην πράξη, εντούτοις δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν είχα καμία λύση επειδή βρέθηκα αντιμέτωπη με αυτό το έργο, ίσα ίσα περισσότερα ερωτηματικά…

Πώς κωδικοποιείς λοιπόν την τραγωδία της «Ιφιγένειας»;
Μέχρι ένα σημείο η Ιφιγένεια είναι ένα αθώο πλάσμα. Έρχεται αντιμέτωπη με τη διαφθορά του κόσμου των ενηλίκων, ενός κόσμου αντρικού, που είναι πολύ κοντά στον πόλεμο και στους ανθρώπους που έχουν την εξουσία, αλλά δεν έχουν καμία διάθεση να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αντίθετα, τους αφορούν μόνο το στέμμα και η ηγεσία. Η Ιφιγένεια μέσα σε μία μέρα από αθώο πλάσμα που είναι αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να συμβιβαστεί, λες κι οι άλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα της, για να πεθάνει, αλλά εκείνη την αποδέχεται και την αλλάζει, ώστε σχεδόν στο τέλος να είναι δική της επιλογή. Αυτή είναι μια πρώτη ανάγνωση όσον αφορά τον εν λόγω χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, το σημαντικό για μένα είναι η μεταστροφή της Ιφιγένειας, γιατί, εκτός του ότι αυτό απασχολεί όλους τους μελετητές, είναι πάρα πολύ διττό και δύσκολο…

Μέχρι που ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι κάποιος άλλος και όχι ο Ευριπίδης συνέχισε την τραγωδία…
Ναι, πραγματικά. Αυτό είναι και το μεγάλο ερωτηματικό σε τούτο το έργο. Υπάρχουν πολλές εκδοχές, τις οποίες έχω αναζητήσει, και, αν εφαρμοστούν, «δουλεύουν», απλά πάντα κάτι μένει ανεπίλυτο… Σύμφωνα με μια άποψη, όλα αυτά τα κάνει γιατί πείθεται από τον πατέρα της. Τη δοκιμάζεις, κάτι σου λείπει. Με βάση μια άλλη εκδοχή, ερωτεύεται τον Αχιλλέα και δεν θέλει να θυσιαστεί αυτός για χάρη της, έτσι αποφασίζει να θυσιαστεί η ίδια για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. Η εκδοχή όμως που εμένα με αγγίζει περισσότερο είναι ότι η Ιφιγένεια βλέπει το σύνολο και σχεδόν «φτύνει» τον κόσμο των ενηλίκων. Διότι είναι ένα πρόσωπο που συνειδητοποιεί ότι ο πόλεμος αυτός είναι επεκτατικός, δεν έχει σχέση με την Ελλάδα, αλλά με τα λάφυρα της Τροίας. Αυτό αναφέρεται ξεκάθαρα και στο φινάλε του έργου. Για μένα λοιπόν αυτό που έχει ενδιαφέρον στην παρούσα φάση και σχετίζεται με την  ψυχοσύνθεσή μου, καθώς και με την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα  που ερμηνεύω, είναι ότι η Ιφιγένεια είναι ένα πρόσωπο που κατανοεί απόλυτα αυτή την κατάσταση.

ifigeneia6.JPG

Στην Ελλάδα του σήμερα πιστεύεις πως θυσιαζόμαστε, όπως η Ιφιγένεια, για πράγματα που δεν έχουμε επιλέξει;
Σίγουρα. Νομίζω πως η δική μας η γένια, και όχι μόνο, έχει θυσιαστεί χωρίς να το έχει επιλέξει και η μοίρα της είναι προδιαγεγραμμένη. Δεν θεωρώ όμως ότι το φαινόμενο αυτό είναι μόνο ελληνικό. Γενικά πιστεύω πως επικρατεί μια πολύ περίεργη άποψη όσον αφορά την επιβίωση των ανθρώπων και τη σημασία που δίνεται σε αυτό. Σαν να θυσιάζονται οι άνθρωποι, σαν να μην έχει και τόση σημασία αν θα επιβιώσουν.

Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων και η ανάγκη βιοπορισμού αναγκάζει τους ηθοποιούς να συμμετέχουν σε τρεις με τέσσερις παραστάσεις το χρόνο. Ποιες επιπτώσεις νομίζεις πως έχει αυτό στην ερμηνεία του εκάστοτε ρόλου αλλά και στο συνολικό αποτέλεσμα;
Σίγουρα η συμμετοχή σε αρκετές παραστάσεις έχει σχέση και με βιοποριστικούς λόγους, γιατί πλέον κάνοντας μία παράσταση το χρόνο είναι αδύνατο να ζήσεις. Πολλές φορές όμως είναι και καλλιτεχνικοί οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορείς να πεις «όχι» σε μια πρόταση. Εγώ, επειδή το έχω κάνει, νομίζω πως μπορείς να αντεπεξέλθεις, αλλά αυτό έχει επιπτώσεις στην προσωπική σου ζωή, γιατί, για να τα καταφέρεις, απαιτούνται απόλυτη συγκέντρωση και αφοσίωση στη δουλειά. Το αν αυτό έχει επιπτώσεις στην ποιότητα των παραστάσεων, δεν το γνωρίζω, γιατί πολλές φορές χρειάζεται χρόνος για να εντρυφήσεις. Από την άλλη όμως, όταν δουλεύεις συνεχώς, είσαι σε εγρήγορση, είσαι ανοιχτός σε προτάσεις και έτσι έχεις τη δυνατότητα να ρισκάρεις και να δοκιμάσεις το καθετί. Από εκεί και πέρα, δεν είναι όλοι οι ρόλοι ίδιοι ούτε όλες οι παραστάσεις ίδιες. Κάποιες παραστάσεις προϋποθέτουν πολύ χρόνο, ενώ άλλες απαιτούν μεγαλύτερο ρίσκο.

Αυτή η λογική της ταχύτητας, του fast-food, σε όλους τους τομείς δεν είναι εν γένει χαρακτηριστικό της γενιάς μας;
Ναι, σίγουρα. Από την άλλη, η γενιά μας είναι και εκπαιδευμένη ώστε να κάνει κάτι σε περισσότερο χρόνο. Αυτό ίσως έχει σχέση και με έναν ψυχαναγκασμό, με το ότι δεν μπορείς να παραμείνεις ήρεμος. Γιατί, αν συμμετέχεις σε δύο παραστάσεις, αν δουλεύεις όλη μέρα, θα αντεπεξέλθεις. Απλά δεν έχεις καθόλου ελεύθερο χρόνο. Οπότε νομίζω πως τα άτομα της γενιάς μου έχουν το φόβο του κενού, όταν δεν έχουν κάτι να κάνουν. Ο φόβος που νιώθουμε όταν έχουμε μία ελεύθερη ώρα. Μάθαμε να μας κυνηγάει συνέχεια ο χρόνος.

Είμαστε και κάπως αποπροσανατολισμένοι; Στο ελληνικό θέατρο υπάρχει μια ταυτότητα;
Δεν ξέρω αν υπάρχει μια ταυτότητα. Δεν ξέρω αν πρέπει να υπάρχει. Νομίζω πως  κάθε παράσταση φέρει την ταυτότητά της. Αυτό βέβαια δεν το γνωρίζεις εκ των προτέρων, πριν ανέβει η παράσταση, αλλά το συνειδητοποιείς αφού ανέβει και παρατηρώντας τον αντίκτυπο που έχει, καθώς έχει σχέση και με τη διαδικασία των ανθρώπων που τη βιώνουν. Κάθε παράσταση λοιπόν σίγουρα έχει ξεχωριστή  ταυτότητα, είτε αυτή μας αρέσει είτε όχι. Τώρα αν το θέατρο γενικά έχει ταυτότητα, πιστεύω πως στις μέρες μας όλοι ψαχνόμαστε. Αυτό όμως δεν το θεωρώ αναγκαστικά αρνητικό, καθώς μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία θα προκύψουν πράγματα που… είτε θα ανθίσουν είτε θα μαραθούν.

Εσένα τι σε ενοχλεί σε μια παράσταση ώστε να θεωρήσεις ότι έχει «αρνητική» ταυτότητα;
Επειδή το τελευταίο διάστημα με απασχολεί περισσότερο η διαδικασία παρά το αποτέλεσμα, αν αυτή δεν έχει ρίσκο, επικοινωνία, περιέργεια, αγάπη, δόσιμο από την ομάδα, αν δεν είναι γόνιμη, αυτό ενδέχεται να με δυσαρεστήσει πολύ. Τώρα, όσον αφορά το αποτέλεσμα, έχω αποδεχτεί πλέον ότι μπορεί να μην είναι όπως το έχουμε φανταστεί, κάτι που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και στην τύχη. Αν όμως η διαδικασία των προβών είναι γόνιμη, αυτό δεν με στενοχωρεί τόσο πολύ. Αντίθετα, αν μια παράσταση έχει γίνει με τσακωμούς, με ασυνεννοησία, με ευκολίες, και έχει τρομερή επιτυχία, δεν με ενδιαφέρει και τόσο πολύ.

Σου έχει συμβεί αυτό;
Όχι.

Τον ελεύθερο χρόνο, που, όπως ανέφερες, φοβόμαστε να έχουμε, πώς τον αξιοποιείς;
Δίνω προτεραιότητα στην προσωπική μου ζωή, και δεν εννοώ μόνη στη σχέση μου αλλά και στους φίλους μου. Προτιμώ ένα βράδυ να μην κοιμηθώ παρά να χάσω τη συντροφιά τους για μεγάλο διάστημα. Νομίζω πως η σχέση μου και οι φίλοι μου είναι το αντίβαρο και η γείωσή μου και, αν έχω χρόνο για τον εαυτό μου, θα τον αφιερώσω σε εκείνους. Από την άλλη, με τους ρυθμούς που δουλεύουμε όλοι πλέον, είναι δύσκολο. Οπότε προσπαθώ, όταν βρίσκομαι με τον φίλο μου, να είμαι ουσιαστικά παρούσα και να μην κοιτάζω το κινητό ή να σκέφτομαι την πρόβα. Να είμαστε οι δυο μας και η γάτα μας.

ifigeneia5.JPG

Η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» θα περιοδεύσει στην Αθήνα και σε ολόκληρη την Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι, σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη.

Πρεμιέρα 26 Ιουνίου στο Κατράκειο Θέατρο

Διαβάστε εδώ όλο το πρόγραμμα της περιοδείας

 

φωτογραφίες Πάνος Γιαννακόπουλος