Το δημοφιλές και πολυπαιγμένο (παγκοσμίως) έργο του Πήτερ Σάφερ επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Ο αναγνωρισμένος ηθοποιός μετά το πετυχημένο Masterclass με τη Μαρία Ναυπλιώτου και τη Μηχανή του Τούριγκ με τον Ορφέα Αυγουστίδη δοκιμάζεται σ' ένα έργο με περισσότερα πρόσωπα επί σκηνής.
Το έργο
Το 1979 ο Πήτερ Σάφερ, χρησιμοποιώντας έναν μύθο που διέρρευσε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα,περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον σύγχρονό του συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, δημιουργεί ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας. Το ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ Ο Αντόνιο Σαλιέρι, αρχιμουσικός της αυλής του αυτοκράτορα Ιωσήφ, συναντιέται με τον νεαρό Αμαντέους. Καθώς η συνάντησή τους μετατρέπεται σε ανηλεή σύγκρουση,η αιώνια μάχη αποκαλύπτεται. Και μέσα από την αποκάλυψη αυτή, αντικρίζουμε την δική μας μάχη να αντιμετωπίσουμε την ζωή.Να αντιμετωπίσουμε την ύπαρξή μας.Και να καταφέρουμε,ίσως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπου. Να ζήσουμε σε επαφή με τον Εαυτό..
Το 1984 μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον MilosFormer, αποσπώντας 8 βραβεία Όσκαρ συμπεριλαμβανομένου αυτού για την Καλύτερη Ταινία. Την προηγούμενη φορά που είχαμε δει το Αμαντέους στην Αθήνα, ήταν το 2011 στο Θέατρο Βρετάνια σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοέν και διασκευή/σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος συμπρωταγωνιστούσε με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Έντεκα χρόνια μετά, ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος διασκευάζει και σκηνοθετεί το έργο –μετάφραση αρχικού κειμένου: Έλενα Καρακούλη-, σε μια παράσταση-πρόταση με την μουσική του Μότσαρτ να ερμηνεύεται ζωντανά, επί σκηνής, από ένα διαφορετικό κουιντέτο εγχόρδων σε πρωτότυπες μεταγραφές των έργων του Μότσαρτ.
Η παράσταση
Ο Παπασπηλιόπουλος εξελίσσεται σ’ έναν από τους πιο επιφανείς καλλιτέχνες που συνδυάζουν την ηθοποιία με την σκηνοθεσία, σημειώνοντας εδώ τη μεγαλύτερη παραγωγή που έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει –ίσως μαζί με τη Λυσιστράτη για το Εθνικό Θέατρο. Αφήνοντας πίσω τις «ευκολίες» των βιογραφικών παραστάσεων (Masterclass, Η μηχανή του Τούρινγκ), κάνει ένα πιο τολμηρό εγχείρημα, σε μια παράσταση-απαιτήσεων. Έχει στη διάθεσή του ένα βραβευμένο έργο για έναν από τους διασημότερους συνθέτες, δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, το Γιάννη Νιάρρο που είναι ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα της νέας γενιάς και τον Νίκο Ψαρρά, που απολαμβάνει μια νέα επιτυχημένη περίοδο της καριέρας του από τον Μπινιάρη και τον Νανούρη στις τηλεοπτικές επιτυχίες του (Αγάπη Παράνομη, Άγριες Μέλισσες) και φυσικά μια ζωντανή ορχήστρα.
Από το άνοιγμα της αυλαίας ξεχωρίζουν τα κοστούμια της Όλγας Μπρούμα και οι θάλαμοι των μουσικών (βιολί- βιόλα- τσέλο- κοντραμπάσο), ενώ ο Νίκος Ψαρράς ξαφνιάζει με τη μεταμφίεσή του σε γέροντα. Τα see-through λευκά σακάκια πάνω από τα μαύρα κοστούμια, σε συνδυασμό από την ξυπόλυτη εμφάνιση των ηρώων, δίνουν την ενδυματολογική ταυτότητα των ηρώων. Η ζωντανή μουσική (ενορχήστρωση – μεταγραφές – μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Σιάμπος) είναι ένα μεγάλο ατού για την σκηνική απόδοση του έργου, ενώ ταιριάζει άριστα με την μπαρόκ θεατρική σκηνή του Δ.Θ. Πειραιά. Οι γνωστές συμφωνίες του Μότσαρτ, φέρουν το μεγαλείο της παρακαταθήκης που έχει αφήσει, ενώ συμπληρώνει τη δραματουργία ερχόμενη σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την αποδομητική κι ελευθεριάζουσα γλώσσα της διασκευής. Ίσως θα μπορούσε να είχε ακόμη μεγαλύτερο χώρο στην παράσταση, ιδίως από τη μέση κι ύστερα που έχει μικρότερη παρουσία.
Κεντρική φιγούρα της παράστασης ο Γιάννης Νιάρρος στο ρόλο του Βόλφγκάνγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Ο 30χρονος ηθοποιός βραβεύτηκε το 2018 με το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στην παράσταση Στέλλα Κοιμήσου, ενώ έγινε ευρέως γνωστός το 2016 με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταινία Νοτιάς. Στο θέατρο έχει ακολουθήσει μια εντελώς δική του πορεία που περιλαμβάνει αφενός πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μεγάλες παραγωγές (Δυτική Αποβάθρα, Έγκλημα και Τιμωρία, Στέλλα Κοιμήσου) κι αφετέρου ρόλους που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν μ’ έντονο τον χαρακτήρα του stand-up comedy, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τους Παίκτες που σκηνοθέτησε ο Κουτλής στο Κιβωτός. Με παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας, ερμηνεύει τον Αμαντέους, διαθέτοντας έναν ασύγκριτο αέρα και μια καλπάζουσα αθυροστομία. Σε κάθε επιτήδευση και κολακεία, ο Αμαντέους του Νιάρρου απαντάει μ’ ειρωνεία, προκλητικά σεξουαλική γλώσσα και μια αντισυμβατική σωματικότητα.
Το αντίπαλο δέος του ήρωα είναι ο Σαλιέρι, που υποδύεται συγκλονιστικά ο Νίκος Ψαρράς. Ο πεπειραμένος ηθοποιός εμφανίζεται αγνώριστος στην αρχή της παράστασης, ως γερασμένος Σαλιέρι που αναπολεί τον νεαρότερο ανταγωνιστή του, ο οποίος χάθηκε νωρίς. Πανταχού παρών, κόβει και ράβει, αρχικά για να προωθήσει και στη συνέχεια για να σαμποτάρει τον Αμαντέους, ενώ είναι έντονος με την Κονστάνς, τη σύζυγό του. Στο ρόλο της Κονστάνς που είναι κι ο μοναδικός γυναικείους χαρακτήρας του έργου, συναντάμε τη Μαίρη Μηνά (το καλοκαίρι τη θαυμάσαμε ως Ηλέκτρα στον Ορέστη του Κακλέα). Η ηθοποιός δίνει μια γοητευτική ερμηνεία με ποιότητα και βάθος, ενώ είναι πολύ τρυφερή στην αποδομημένα ρομαντική σκηνή με τον Αμαντέους. Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές του έργου είναι αυτή όπου επισκέπτεται τον Σαλιέρι για να του δανείσει τα χειρόγραφα του Μότσαρτ, με αντάλλαγμα να εισηγηθεί γι’ αυτόν στον Αυτοκράτορα.
Στους υπόλοιπους ρόλους βλέπουμε τον Γιάννη Κότσιφα, τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, τον Γιώργο Τζαβάρα, τον Βαγγέλη Δαούση και τον Βασίλη Ντάρμα. Τα τριγύρω πρόσωπα παίζουν σε μια γκροτέσκ παρτιτούρα που προκαλεί γέλιο, ενίοτε κουράζει με την ερμηνευτική της φλυαρία. Η υποκριτική γραμμή της παράστασης φλερτάρει με τα όρια ανάμεσα στο δραματικό και το γκροτέσκ, πιάνοντας τα «ακραία» όρια μιας οπερέτας. Οι ήρωες φαίνονται φιλήδονοι, εγωμανείς/ αυτάρεσκοι και φαιδροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Κεντρική ιδέα στη διασκευή του έργου, όπως διατυπώνει κι ο σκηνοθέτης, είναι η αιώνια μάχη του Εαυτού με τον Εαυτό. Ο Αμαντέους συνδιαλέγεται με τον Αμαντέους, ο Σαλιέρι με τον Σαλιέρι και οι μεταξύ τους συγκρούσεις δίνουν μια νέα διάσταση στο ήδη εδραιωμένο έργο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες και ιδίως ο διαμοιρασμένος Βεντιτσέλλι που ερμηνεύεται από τον Β. Δαούση και τον Β. Ντάρμα, σαν το Καλό και το Κακό, φαίνεται πως ζουν για να τροφοδοτούν το Εγώ του Αμαντέους και κατ’ επέκταση του Εγώ τους.
Σεβόμενοι ωστόσο την δηλωμένη ελευθερία της διασκευής του έργου από τον Παπασπηλιόπουλο, διερωτόμαστε αν ελευθεροστομία σημαίνει αποκλειστικά αθυροστομία και shocking φαλλοκεντρική γλώσσα σώματος από τον Αμαντέους ή αν θα μπορούσε να ισοσταθμιστεί αυτή μ’ έναν πιο ελεύθερο νου. Από την στιγμή που υπήρχε ούτως ή άλλως το σχόλιο στα κοστούμια, η εμβληματική αλέγκρο μουσική και οι δραματουργικές σκηνές όπου σχολιαζόταν η συμπεριφορά του ήρωα, θα μπορούσαμε και να δούμε την αθυροστομία του σε 1-2 σκηνές, κι όχι να επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα θυμίζοντας άλλης προθετικότητας παραστάσεις.
Αυτό που εκτιμάται στη συνολικότερη σύλληψη της σκηνοθεσίας, είναι το θάρρος να παρουσιαστεί μια παράσταση «εμπορικού θεάτρου» που δεν ανασύρει μια «επιτυχία» με σοβαροφάνεια και πολιτική ορθότητα, αλλά με έμπνευση, ελεύθερη σκηνική γλώσσα και φρέσκες ερμηνείες των χαρακτήρων. Σε αντίθεση με αυτό που περιμέναμε, δεν έχουμε μια παράσταση στα αναμενόμενα πλαίσια του εμπορικού θεάτρου, που δε φοβάται να επαναπροσδιορίσει τα πρότυπα. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος προτείνουν έναν διαφορετικό Αμαντέους που θ’ απασχολήσει το δεύτερο μισό της θεατρικής σεζόν.
Info:
Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών.