Με αφορμή τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου, το ερώτημα σχετικά με την διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία της Αμερικής διατρέχει τον Αμερικανικό ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Ακαδημαϊκοί, αλλά και δημοσιογράφοι αναρωτούνται και εξετάζουν κατά πόσο ο τρόπος που διδάσκεται η αμερικάνικη ιστορία στα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι ο ενδεδειγμένος, εάν υπάρχει ενδεδειγμένος τρόπος και αν ναι, ποιος είναι αυτός. Αρκετοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος που διδάσκονται ιστορία οι νέοι άνθρωποι - όχι μόνον στα σχολεία, αλλά γενικά, στην κοινωνία – σχετίζεται σημαντικά με τον τρόπο που μεταφέρονται τα γεγονότα στις νεότερες γενιές, καθώς επίσης και από το ποιος τα μεταφέρει. Συνεπώς, εστιάζουν σε σημαντικό βαθμό στον υποκειμενισμό της ιστορίας.
Αυτό τον υποκειμενισμό υπογράμμισε και η παράσταση Ντεφιλέ που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του «Ελληνικού Φεστιβάλ», στο κομμάτι των δράσεων που αφορούν στον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Ο Παντελής Φλατσούσης ξεκίνησε από μια εξαιρετικά ευφυή ιδέα: συνέδεσε το ένδυμα όχι μόνον με την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου, αλλά και με την ίδια την ιστορία, υπογραμμίζοντας τη σημασιολογικά φορτισμένη έννοια που φέρουν τα ρούχα. Στο σημείο αυτό όμως ολοκληρώθηκε ό,τι ενδιαφέρον είχε να παρουσιάσει δραματουργικά η νέα παράσταση του, κατά τα άλλα, ταλαντούχου και ευρηματικού, σκηνοθέτη. Η παράσταση ήταν υπερβολικά φλύαρη, ενίοτε αφοριστική με έννοιες και πρόσωπα που σχετίζονται με την εθνική ιστορία του τόπου, και το κυριώτερο, δεν κατέληγε σε σαφές και ξεκάθαρο συμπέρασμα. Παράλληλα, πλείστα (κάποια και αρκετά ενδιαφέροντα) ήταν τα μηνύματα που θέλησε να περάσει στο κοινό ο Π. Φλατσούσης. Τα μηνύματα αυτά όμως βρέθηκαν ατάκτως ειρημένα, με αποτέλεσμα να χάνονται στο γενικό σύνολο.
Ο λόγος αυτής της άτυχης σκηνοθετικής στιγμής εστιάζεται σαφώς στο δραματουργικό κομμάτι της παράστασης. Η δραματουργία αποτελεί, όχι άδικα, από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων τραγικών, το σημαντικότερο κομμάτι μιας θεατρικής παράστασης. Το κείμενο δηλαδή, είναι το πρώτο και πιο βασικό κομμάτι για μια παράσταση, σύμφωνα και με τον Αριστοτελικό κανόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δραματουργία επανήλθε τόσο ο Γκ. Λέσσινγκ, κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, όσο και ο Μπ. Μπρεχτ στην νεότερη θεατρική ιστορία του 20ού αιώνα.
Τα τελευταία χρόνια, η δραματουργία επιτελείται ως κάτι συμπληρωματικό, ενίοτε και ως εντελώς περιττό, στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ενώ ο κανόνας στις περισσότερες παραστάσεις είναι η παντελής απουσία δραματολόγου (ή η ταύτισή του με τον σκηνοθέτη). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η δραματουργική αδυναμία και φλυαρία οδήγησαν σε ένα ασαφές μήνυμα, θολό και διφορούμενο. Εννοείται ότι τα «ράσα δεν κάνουν τον παπά», αλλά όπως φάνηκε και από τις βιντεοπροβολές που παρουσιάστηκαν, τα εθνικά σύμβολα, όπως είναι οι ενδυμασίες, τονώνουν το πατριωτικό αίσθημα και δημιουργούν εθνική συνείδηση: δεν δόθηκε όμως σαφώς εάν είναι επιθυμητή η εθνική ταυτότητα ή η παγκοσμιοποίηση ή κάτι άλλο, το οποίο όμως δεν προτάθηκε ποτέ. Είναι γεγονός ότι οι προεκτάσεις που φέρουν τα ενδύματα ως δημιουργοί μιας «γυναικείας», αλλά και γενικότερα, «έμφυλης» ταυτότητας είναι άκρως ενδιαφέροντες. Πιστεύω ωστόσο ότι αποτελούν ικανό πυρήνα για μια άλλη παράσταση.
Η νέα παράσταση του Π. Φλατσούση νομίζω ότι εγείρει επιτακτικά το ερώτημα, μήπως ήρθε η ώρα το ελληνικό θέατρο (και γενικότερα, η ελληνική θεατρική εκπαίδευση) να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην έννοια της δραματουργίας;