Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Το έργο «Three Blind Mice» ή «Mousetrap» της Αγκάθα Κρίστι έκανε πρεμιέρα ως ραδιοφωνικό θεατρικό έργο (σε μια αρχική μικρή έκταση) το 1947 στο BBC. Ένα χρόνο μετά, κυκλοφόρησε με τη μορφή νουβέλας μαζί με άλλα έργα της συγγραφέως. Στις 6 Οκτωβρίου 1952 ανέβηκε για πρώτη φορά ως πλήρες θεατρικό έργο στο West End του Λονδίνου σε σκηνοθεσία του Peter Cotes κάνοντας μια επιτυχία που ούτε η ίδια η συγγραφέας δεν την περίμενε. Το Mousetrap αποτελεί τη μακροβιότερη παράσταση έργου που ανέβηκε για πρώτη φορά, αφού από το 1952 έως το Μάρτιο του 2020 που το West End έκλεισε για πρώτη φορά στην ιστορία του λόγω Covid-19 ανεβαίνει ακατάπαυστα –με αλλαγές φυσικά στους συντελεστές του- αγγίζοντας το ιστορικό ρεκόρ των 27.500 παραστάσεων για μία παραγωγή. Το έργο έχει πάρει το όνομά του από το παιδικό τραγούδι «Three Blind Mice» με μακάβριο περιεχόμενο: (σε απόδοση) «Τρία τυφλά ποντίκια, τρία τυφλά ποντίκια. Δες πως τρέχουν, δες πως τρέχουν. Τρέχουν αφότου η σύζυγος του αγρότη τους έκοψε τις ουρές μ’ ένα αιχμηρό μαχαίρι. Έχεις ξαναδεί ένα τέτοιο θέαμα;» Στο πρωτότυπο έργο ο τίτλος «Three Blind Mice» μπορεί να λειτουργήσει άψογα γιατί το τραγούδι αυτό υπάρχει ως πολιτιστικό βίωμα και ταυτόχρονα περιλαμβάνει τους τρεις θανάτους που πρόκειται να συμβούν στο έργο. Στα ελληνικά το έργο δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως Ποντικοπαγίδα. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια απομονωμένη πανσιόν μιας επαρχίας, την ώρα που το χιόνι πέφτει πυκνό. Οκτώ ήρωες, που όλοι τους κρύβουν ένα μυστικό, βρίσκονται αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα. Ποιος είναι ο δολοφόνος ανάμεσά τους; Θα σας έγραφα, αλλά η παράκληση της γιαγιάς Αγκάθα είναι να το κρατήσουμε μυστικό από όσους θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι θεατές της παράστασης.
Η παράσταση
Η Ποντικοπαγίδα ανεβαίνει σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και σκηνοθεσία/δραματουργική επεξεργασία της Κίρκης Καραλή στο θέατρο Νέος Ακάδημος. Όπως αποφαίνεται κι από το δελτίο τύπου, δεν έχουμε μια απλή μετάφραση του έργου αλλά προσαρμογή αυτού στα καθ’ ημάς. Η σκηνοθέτης μεταφέρει την πλοκή του έργου από μια αγγλική επαρχία τη δεκαετία του ’40, σε μια ελληνική (κοντά στο Πόρτο Γερμενό) στις αρχές της δεκαετίας του ’90, «προτού μπουν τα κινητά τηλέφωνα στις ζωές μας». Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια πανσιόν, ένα παλιό αγροτικό σπίτι δηλαδή που έχει μετατραπεί σ’ έναν φιλόξενο ξενώνα. Μια βασική επιλογή κατά την προσαρμογή του έργου είναι η αντικατάσταση των ονομάτων των ηρώων από τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών, ενώ αρκετοί από αυτούς έχουν κι ένα δεύτερο πλαστό όνομα. Η επιλογή των πραγματικών ονομάτων δίνει μια μεταδραματική διάσταση στην παράσταση, σαν οι ηθοποιοί να υποδύονται τους χαρακτήρες του έργου. Φυσικά η προσαρμογή δεν περιορίζεται εκεί: έχουμε δραχμές, ΚΤΕΛ κι άλλες μικρολεπτομέρειες που δίνουν την ψευδαίσθηση πως βρισκόμαστε πράγματι σε μια επαρχία λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Αυτό που δεν μπορεί ν’ αποδοθεί και σημαίνει κάτι είναι το παιδικό τραγουδάκι που συνδέεται με την υπόθεση. Προσωπικά, προτιμώ μέσα από ένα έργο να μεταφέρομαι κάπου αλλού, από το να μεταφέρεται το έργο στο δικό μου «χώρο», αλλά είναι μια αισθητική επιλογή που υποστηρίχτηκε από την παράσταση.
Η Κίρκη Κάραλη έχει στήσει μια καλή παράσταση με ρετρό χαρακτήρα, έχοντας στη διάθεσή της μια πλειάδα δημοφιλών ηθοποιών. Προσπάθησε να υποστηρίξει μια ρεαλιστική γραμμή, ενώ έχει δώσει έμφαση στην κωμική πλευρά των χαρακτήρων. Σε αρκετά σημεία έχει παρασυρθεί σε παλιές σκηνοθετικές πρακτικές, όπως την αξιοποίηση των φωτισμών για τις αλλαγές των σκηνών ή για την τόνωση του σασπενς, τις mises-en-scene και μελοδραματισμούς. Κατάφερε όμως να δημιουργήσει μια καλοστημένη παράσταση με καθαρή αισθητική και ορισμένες εξαιρετικές ερμηνείες.
Ο all-star θίασος της παίρνει πάνω του το προσαρμοσμένο έργο της Αγκάθα Κρίστι και δείχνει να «απολαμβάνει» τους χαρακτήρες του έργου και τις διπλές τους ταυτότητες. Καθώς ο κάθε ηθοποιός φέρει το όνομά του στην σκηνή, θα γράφουμε σε παρένθεση το όνομα του πραγματικού χαρακτήρα για να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στον χαρακτήρα και στον ηθοποιό. Ο Αποστόλης Τότσικας (Giles Ralston) κι η Δανάη Λουκάκη (Molly Ralston) υποδύονται το αντρόγυνο Τότσικα, ιδιοκτήτες της πανσιόν «Το χάνι του Λουκάκη» όπου λαμβάνει χώρα η δράση της παράστασης. Η Λουκάκη δίνει μια ιδιαιτέρως συναισθηματική κυρία Τότσικα, αποτελώντας τον «θετικό» χαρακτήρα της παράστασης. Η Ράνια Οικονομίδου (Mrs Boyle) υποδύεται μια στυφνή δικαστικό, βγάζοντας έναν οξύ σαρκασμό προς τους υπόλοιπες χαρακτήρες. Η ηθοποιός δίνει μια από τις πιο κωμικές ερμηνείες της σ’ έναν από τους πιο «αντιπαθητικούς» χαρακτήρες του έργου. Ο Ερρίκος Λίτσης (Major Metcalf) υποδύεται έναν απόστρατο ταξίαρχο που «παρακολουθεί» από απόσταση τα τεκταινόμενα. Η Μαρία Κωνσταντάκη (Miss Casewell) υποδύεται μια ανδροπρεπή γυναίκα που έχει ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής στο εξωτερικό. Δε μου άρεσε καθόλου η στερεοτυπική διαχείριση του αντρογυνισμού, με μια «βαριά» περπατησιά, προσποιητή φωνή και η έκφραση του ερωτικού ενδιαφέροντος προς την κυρία Τότσικα. Το συνολικό στήσιμο του χαρακτήρα κάνει την σεξουαλική ταυτότητα της ηρωίδας να δείχνει καρικατούρα, και ξεφεύγει από τη διακριτική πένα της Αγκάθα Κρίστι. Πιο συναισθηματική και φυσική φαίνεται στο φινάλε της, στο σημείο-τομή της παράστασης. Παρόμοιες ενστάσεις είχαμε για τον Έλληνα του εξωτερικού Τζόζεφ, που υποδύθηκε ο Σήφης Πολυζωίδης (Mr Paravicini). Ο αινιγματικός απρόσκλητος επισκέπτης φαίνεται αρχικά ως ένας ευχάριστος Έλληνας που λόγω της παραμονής του στο εξωτερικό μιλάει σπαστά ελληνικά, με μια γλωσσική απόδοση που θυμίζει ξεπερασμένες καλλιτεχνικές επιλογές, ενώ στο «σπάσιμο» της συνθήκης του χαρακτήρα, όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητά του φαίνεται αφύσικα απότομη η αλλαγή, δείχνοντας αμετροέπεια. Για να λειτουργήσει η αστυνομική συνθήκη και το παιχνίδι των διπλών ταυτοτήτων χρειάζεται περισσότερη προσοχή στο μέτρο. To ατού του έργου είναι πως όλοι οι χαρακτήρες δυνητικά θα μπορούσαν να είναι ο δολόφονος.
Ξεχωρίσαμε τον περσινό νικητή του βραβείου Χορν Μιχάλη Συριόπουλο και τον Αλέξανδρο Βάρθη. Ο Μιχάλης Συριόπουλος (Christopher Wren) ήταν η έκπληξη της διανομής για εμένα, αφού μετά από έναν πολύ «μάτσο» χαρακτήρα στην Αρχή του Αρχιμήδη, υποδύεται και μάλιστα πολύ απολαυστικά τον queer κι χαρακτήρα. Έχω δει σε 4 παραστάσεις τον Μιχάλη Συριόπουλο κι έχω δει τέσσερις εντελώς διαφορετικές σκηνικές περσόνες, ο τρόπος που δουλεύει κι αποδίδει επί σκηνής είναι αξιοθαύμαστος. Εδώ, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου του όπως είναι το ψευδώνυμο του χαρακτήρα του –ο αρχιτέκτονας του Αρσάκειου- είναι ο πιο ενδιαφέρων κι εκκεντρικός χαρακτήρας της διανομής. Με μια γενικά ευχάριστη και queer παρουσία και πολλές μικρές ψυχοσωματικές εκρήξεις, δίνει μια καλοδουλέμενη εύθραυστη ερμηνεία που ελίσσεται ανάμεσα στους φαινομενικά «άκαμπτους» υπόλοιπους χαρακτήρες.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης (Detective Sergeant Trotter) εμφανίζεται στην σκηνή με το ψευδώνυμο Νίκος Πουρσανίδης (το όνομα του ηθοποιού με τον οποίο μοιράζεται το ρόλο σε διπλή διανομή). Για το μεγαλύτερο μέρος της σκηνικής του παρουσίας, εμφανίζεται ως ένας σχολαστικός αστυνομικός που παρατηρεί τους χαρακτήρες και τους φέρνει σταδιακά αντιμέτωπους με τις κρυφές τους αλήθειες. Παγερός και τυπικός ως αστυνομικός, δίνει ένα ρεσιτάλ στο αποκορύφωμα της παράστασης, όταν από παρατηρητής γίνεται ο καταλύτης του έργου, κι ενάγει το έργο της Αγκάθα Κρίστι σε αριστούργημα.
Το θέατρο Νέος Ακάδημος έχει μετατραπεί σε μια vintage πανσιόν (σκηνικά: Άση Δημητροπούλου), με ταπετσαρίες στους τοίχους, όχι μόνο στην σκηνή, αλλά και στα πλαϊνά θεωρεία, αναπαριστώντας τα δωμάτια των ενοίκων-ηρώων. Το βασικό σκηνικό είναι ένας πράσινος δερμάτινος καναπέ που αποτελείται από 3 μέρη κομμάτια και στην εξέλιξη του έργου τα τμήματα χωρίζονται. Ο καναπές κρύβει αντικείμενα μέσα στο εσωτερικό του, χαρακτηριστικό που δεν αξιοποιήθηκε αρκετά από την σκηνοθεσία. Το σκηνικό συμπληρώνεται από ρετρό σκηνικά αντικείμενα όπως το ραδιόφωνο, λάμπες, έναν καλόγερο με πανωφόρια κι έναν πολυέλαιο. Ο πολυέλαιος «καταπίνεται» από τα φώτα του θεάτρου, στη θέση που βρίσκεται. Θα λειτουργούσε περισσότερο αν είχε διαφορετική θέση, ίσως μια πιο κεντρική και χαμηλή αν δεν παρεμποδίζει τη δράση των ηθοποιών. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει στα κοστούμια της παράστασης, στα χτενίσματα των ηθοποιών (hairstyling: Κέλλυ Καλογεροπούλου) και στο μακιγιάζ τους (Ελίνα Μαυράκη).
Συνολικά, η παράσταση Ποντικοπαγίδα της Κίρκη Κάραλη είναι μια δυνατή στιγμή για το θέατρο Νέος Ακάδημος, και μια σκηνική απόδοση του κλασικού αριστουργήματος που λειτουργεί κι αποδίδει. Παρά τις μεμονωμένες μας ενστάσεις, έχουμε να κάνουμε με μια καλή εμπορική παράσταση, που αναμένεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτου. Ο δολοφόνος τελικά είναι … θα κρατήσω το μυστικό σου γιαγιά Αγκάθα.
Υ.Γ. Την εβδομάδα που μας πέρασε τα θέατρα άνοιξαν δειλά-δειλά τις πλατείες τους για το θεατρόφιλο κοινό, που έσπευσε να στηρίξει τις παραστάσεις που έκαναν πρεμιέρα, γεμίζοντας το επιτρεπτό όριο καθισμάτων. Η ανταπόκριση του κοινού και η διαχείριση της πανδημίας από μέρους των παραγωγών και των συντελεστών του θεάτρου ήταν ιδιαιτέρως συγκινητικές. Βρισκόμαστε όλοι μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο αλλά όλοι μαζί μπορούμε να κρατήσουμε τα θέατρά μας ανοιχτά. Ενδεικτικά ν’ αναφέρω, ότι το προσωπικό του Ακάδημου, μας τοποθέτησε με πλάνο στα καθίσματα, αποστάσεις τόσο στην αναμονή, όσο και κατά την είσοδό μας στο θέατρο, ενώ ακόμα κι η έξοδος μας έγινε ανά τμήματα κι ανά σειρές. Φυσικά η παράσταση δεν είχε διάλειμμα, σεβόμενη τα πρωτόκολλα του Υπουργείου. Το 30% δε φαίνεται βιώσιμο για κανέναν που εργάζεται στο θέατρο, μα σαν εξωτερικός παρατηρητής θέλω να ελπίζω πως είναι μια πρόγευση από μια πιο πληθωρική σεζόν, όταν περάσουμε σε «ασφαλέστερα» επιδημιολογικά νούμερα. Αυτό που σαν θεατής είδα στις 3 παραστάσεις που παρακολούθησα αυτή την εβδομάδα, είναι ότι στο θέατρο τηρούνται με ευλάβεια όσα έχουν ζητηθεί από το Υπουργείο κι από τις κοινωνικές περιστάσεις και σίγουρα είναι πιο ασφαλή από τα ΜΜΜ, όπου ακόμα στοιβαζόμαστε σαν σαρδέλες σε κονσέρβα, με αρκετούς επιβάτες να μη φοράνε μάσκα, παρά τους τακτικούς ελέγχους της Αστυνομίας.