Πρώτη δημοσίευση στο texnes-plus.blogspot.gr στις 24/12/15
«Άγριος σπόρος φύτρωσε σ’ ακρογιαλιά σε βράχο,
χίλιους ανθούς επέταξε και άλλα χίλια αγκάθια.
Χιλιάδες προσπαθήσανε να τόνε ξεριζώσουν
Μα σαν τόνε ξερίζωναν, σκόρπιζαν χίλιοι σπόροι».
Πόσο εύκολα βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους; Πού μας οδηγεί η προκατάληψη;
Μπορεί μια ασυνήθιστη, αντικανονική συμπεριφορά να μας ωθήσει να κατηγορήσουμε κάποιον ακόμα και για φόνο; Τα φαινόμενα απατούν; Ποια η προσωπική και κοινωνική ευθύνη;
Τα παραπάνω είναι μερικοί μόνο από τους δεκάδες κοινωνικούς και προσωπικούς προβληματισμούς που μπορούν να προκύψουν από τον Άγριο σπόρο του Γιάννη Τσίρου, που ανεβαίνει στο Θέατρο Επί Κολωνώ.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Σταύρος, στήνει την αυτοσχέδια καντίνα μαζί με την κόρη του, τη Χαρούλα, σε μια απόμερη παραλία. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα χρέη του πουλώντας σουβλάκια τα καλοκαίρια στους λιγοστούς τουρίστες. Παρανομεί συνεχώς, δεν έχει άδεια από το δήμο, το υγειονομικό, δεν λειτουργεί η ταμειακή του κ.λπ. Τα παράπονα που εκφράζονται εις βάρος του φαίνεται να μην τον σταματούν, καθώς «έχει τον τρόπο του» με τους υπευθύνους για να τα βρουν... Ένα βράδυ όμως η μυστηριώδης εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού θα φέρει τα πάνω κάτω. Οι σε βάρος του υποψίες από τους Γερμανούς που κατέφτασαν στην περιοχή διχάζουν στην αρχή το χωριό, αλλά όλοι σιγά σιγά θα θυμηθούν ότι η καντίνα είναι αυθαίρετη, ότι το φυσικό τοπίο παραβιάζεται, ότι η γεννήτρια προκαλεί ηχορύπανση, ότι το χοιροστάσιό του, που βρομά, δεν έχει και άδεια και… πάει λέγοντας.
Η Ελένη Σκότη με τη σκηνοθεσία της, πιστή στο ρεαλισμό, οδηγεί τους ηθοποιούς σε ενδιαφέρουσες σκηνικές συμπράξεις, ενώ παράλληλα καταφέρνει να διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Ως αποτέλεσμα οι θεατές, από την αρχή μέχρι το τέλος, αναρωτιούνται και αμφιβάλλουν για το καθετί, παρακολουθώντας τη με ενδιαφέρον. Το χιούμορ και οι κωμικές στιγμές δεν λείπουν, για να αποφορτίσουν την ένταση και να φέρουν την ισορροπία.
Το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου είναι λιτό, ρεαλιστικό, πρακτικό, καλαίσθητο και με τη δυνατότητα της πολυσημίας. Όλα σχεδόν, όσα αναφέρονται στο έργο, έχουν μια θέση σε αυτό.
Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου άλλοτε μας ταξιδεύουν στο ελληνικό καλοκαίρι με τα ζεστά χρώματα και άλλοτε, καθώς γίνονται ψυχροί, εξυπηρετούν άλλες συνθήκες.
Ο Τάκης Σπυριδάκης αποδεικνύεται ιδανικός για το ρόλο του Σταύρου. Ενώ αρχικά εντοπίζονται στο πρόσωπό του τα εξωτερικά γνωρίσματα του κακότροπου, του ξερόλα Ελληνάρα, που δεν σέβεται του νόμους και είναι απεριποίητος, αχτένιστος, με το πουκάμισο ξεκούμπωτο και τσαλακωμένο, όσο εξελίσσεται η παράσταση διαπιστώνει κανείς ότι έχει δημιουργήσει ένα χαρακτήρα με γερές βάσεις. Αυτό είναι εμφανές στις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα, κυρίως όταν αισθάνεται ότι τον βάζουν στο στόχαστρο. Σπαρακτικός μέσα στην απλότητά του είναι και ο τρόπος που λέει τη φράση «Είδα τον εαυτό μου τόσο δα μέσα στα μάτια τους».
Παρά τη δυναμική του ρόλου του, ο Τάκης Σπυριδάκης δεν πέφτει στην παγίδα να παίζει μόνος του. Αντίθετα είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος και με τους άλλους δύο συμπρωταγωνιστές του. Σε αυτό ακριβώς οφείλεται και η επιτυχία της παράστασης, καθώς οι τρεις τους αποτελούν ομάδα.
Η Ντάνη Γιαννακοπούλου, στο ρόλο της Χαρούλας, είναι μια ενδιαφέρουσα θεατρική προσωπικότητα που διατηρεί ισορροπία ανάμεσα στο καθήκον και στο συναίσθημα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι σκηνές στις οποίες αλληλεπιδρούσε με τα εξωσκηνικά πρόσωπα, μέσω των καταθέσεων και των αναμνήσεών της. Η νεαρή ηθοποιός συγκινεί με την αμεσότητα και στο μονόλογό της.
Ο Ηλίας Βαλάσης εκπροσωπεί τον επαρχιώτη αστυνομικό που ψάχνει ευκαιρία να καταχραστεί την εξουσία, για να καλύψει καταπιεσμένα αισθήματα κατωτερότητας. Ο ηθοποιός πείθει στο ρόλο, τόσο με τη στάση του σώματος και τις κινήσεις του όσο και με την εκφορά του λόγου του.
Συνολικά πρόκειται για μια παράσταση αξιώσεων που αξίζει την προσοχή μας.