Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Νίκος Εγγονόπουλος: Ο γητευτής των χρωμάτων και των λέξεων Κύριο

Από τη Μαρία Κακαλή 

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, σπουδαίος ζωγράφος και ποιητής του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907. Αρεσκόταν να ξεκινά τα βιογραφικά του σημειώματα, τονίζοντας την ιδιότητα του ζωγράφου. Αν και υπέρμαχος του Υπερρεαλισμού, ποτέ δεν προσχώρησε σε αυτόν, όπως και ο ίδιος έλεγε. Αντίθετα, οι ιδέες του πνευματικού αυτού κινήματος, υπήρχαν μέσα του ανέκαθεν, όπως και το πάθος του για τη ζωγραφική.

Ο πατέρας του, Παναγιώτης, καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, όπου μαζί με τη σύζυγό του, Εριέττη Ιωαννίδη, και τους δύο του γιους, εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι του 1914 σε συνέχεια των γεγονότων του πολέμου. Ο Εγγονόπουλος, από το 1923 έως το 1927, έζησε ως εσωτερικός σε Λύκειο της γαλλικής πρωτεύουσας. Μετά το τέλος των σπουδών του, επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του ως στρατιώτης ακροβολιστής στο 1 ο Σύνταγμα Πεζικού. Το 1928 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο νυχτερινό Γυμνάσιο, με σκοπό να λάβει και ελληνικό απολυτήριο. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1932, ενεγράφη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στο εργαστήριο Βυζαντινής Τέχνης του Φώτη Κόντογλου, όπου φοιτούσε και ο Γιάννης Τσαρούχης. Δάσκαλος του Εγγονόπουλου υπήρξε ο Κωνσταντίνος Παρθένης.

Από το 1928 έως το 1930, εργάστηκε ως μεταφραστής σε Τράπεζα και γραφέας σε Πανεπιστήμιο, ενώ τα επόμενα τρία χρόνια διατέλεσε ημερομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Ο διορισμός του στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ήρθε το 1934, ενώ τον Μαϊο του 1940, πέτυχε τη μονιμοποίησή του ως Σχεδιαστής Α΄ Τάξεως.

Η πρώτη έκθεση ζωγραφικής με έργα του Νίκου Εγγονόπουλου έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1938. Χρησιμοποιώντας τέμπερες πάνω σε χαρτί, αποτύπωσε την εικόνα των παλαιών σπιτιών της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια περίοδο, συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Πικιώνη για τις μακέτες των αρχοντικών, ένα έργο που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Υφυπουργείου Τουρισμού. Ένα χρόνο αργότερα, παρουσίασε στο κοινό την πρώτη του ατομική έκθεση, ενώ το 1942 έλαβε μέρος στην «Επαγγελματική» έκθεση ζωγραφικής του Ζαππείου. Η ζωγραφική αποτελούσε για εκείνον αδιάσπαστο μέρος της καθημερινότητάς του. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε αναλάβει την επιμέλεια των σκηνικών και των κοστουμιών σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.

Τα ποιητικά έργα του Νίκου Εγγονόπουλου συνετέθηκαν παράλληλα με τα καλλιτεχνικά. Τον Ιούνιο του 1938 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», για την οποία ο Εγγονόπουλος λοιδορήθηκε από πολλούς κριτικούς της εποχής. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, έτερος υπέρμαχος του Υπερρεαλισμού, υπήρξε ο μοναδικός του υποστηρικτής. Ο ίδιος τον ενθάρρυνε, μάλιστα, λέγοντάς του: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν».

Ο Εμπειρίκος έμελλε για ακόμη μία φορά να σταθεί στο πλάι του Εγγονόπουλου, με αφορμή τη δίωξη του τελευταίου από τους Γερμανούς. Ειδικότερα, το 1944, ο ποιητής έγραψε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τον «Μπολιβάρ».

«Για τους µεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γεν-ναίους, τους δυνατούς,

Αρµόζουν τα λόγια τα µεγάλα, τα ελεύθερα, τα γεν- ναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια»

Έμπνευση για το ποίημα αυτό αποτέλεσε η προσωπικότητα του Σιμόν Μπολιβάρ, ο οποίος απελευθέρωσε τη Νότια Αμερική από τους Ισπανούς. Έτσι, το υπόγειο της οικίας του Εμπειρίκου φιλοξένησε τον Εγγονόπουλο μέχρι το τέλος του πολέμου.

Ο Εγγονόπουλος εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, ανάμεσα στις οποίες και τα «Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» και «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες». Παράλληλα, έγραψε και κάποια πεζά κείμενα. Ο ίδιος βραβεύτηκε πολλές φορές για το έργο του σε αμφότερες τις Τέχνες, τη Ζωγραφική και την Ποίηση, ενώ συμμετείχε σε σημαντικές Εκθέσεις ανά τον κόσμο. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27 η Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ το 1979 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος.

Ο Εγγονόπουλος αγαπούσε πολύ τα βιβλία και, όπως και με τη ζωγραφική, δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζει. Μάλιστα, συνήθιζε να αφήνει σε παγκάκια όποια βιβλία δεν του κέντριζαν το ενδιαφέρον, προκειμένου να τα βρει κάποιος άλλος που επιθυμεί να τα διαβάσει. Ο ίδιος εξέφραζε μέσα από τις Τέχνες του ιδανικά. Όπως, άλλωστε, έλεγε: «Δεν υπάρχουν παρά δύο σκοποί. Η αγάπη και η ελευθερία».

Απεβίωσε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδιάς. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ πίνακές του εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη και σε άλλες Πινακοθήκες της Ελλάδας.