Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«Πόνος και Δόξα»: Ένας Αλμοδοβάρ που δεν πρέπει να χάσεις!

Από τη Σοφία Γουργουλιάνη 

Ένας Αλμοδοβάρ που βγάζει στη φόρα όλα τα σκηνοθετικά, σεναριακά και ψυχολογικά του κότσια και ,σβήνοντας 70 κεράκια, αφήνει ως αριστουργηματική παρακαταθήκη στην τέχνη του κινηματογράφου το –ίσως- πλέον συγκινητικό αυτοναναφορικό μελόδραμα του.

Με πρωταγωνιστή του έναν μεσήλικα σκηνοθέτη (Antonio Banderas) που έχει ,εδώ και χρόνια, παραδοθεί στον κακό δαίμονα της καλλιτεχνικής απραγίας, λόγω αγιάτρευτης νοσοφοβίας και χρόνιας μάχης με την κατάθλιψη, ο Αλμοδοβάρ ξεκινά μιλώντας απερίφραστα για τον όποιο πόνο συνοδεύει αναπόδραστα και σκληρά την καλλιτεχνική δημιουργία. Για το μούδιασμα των καλλιτεχνικών αρθρώσεων και το πάγωμα των δημιουργικών αντανακλαστικών που τρέχει αμείλικτα στο κατόπι των αριστουργημάτων και γεννά τέρατα φόβου και αυτό-οικτιρμού για τη μελλοντική δημιουργία. Μιλά για μια αναμέτρηση χωρίς νικητή και με βέβαιο χαμένο τον καλλιτέχνη που δεν τολμά να αναμετρηθεί με καλλιτεχνικά πεπραγμένα και –τελικά- αβέβαια μέλλοντα. Και αψηφώντας, ο ίδιος ο σκηνοθέτης, κριτικές και απόψεις περί των τελευταίων μη- αριστουργημάτων του, θέτει στη υπηρεσία της τέχνης του τον ίδιο του τον εαυτό και αναμετράται ευθέως όχι μόνο με κινηματογραφικά, αλλά ,κυρίως, με προσωπικά παρελθόντα. Κι αν το σινεμά δεν λειτούργησε ως ξόρκι για την οριστική απομάκρυνση των προσωπικών του δαιμόνων, λειτούργησε σίγουρα ως μια απόλυτη κατάθεση αλήθειας ενός γνήσιου τολμηρού καλλιτέχνη.

 

ponos doxa texnes plus

Ξεκινώντας από το πεδίο του καλλιτεχνικού πόνου και της απόλυτης αυτοαναφορικότητας, η ταινία ,στη συνέχεια, πιάνει στα σκηνοθετικά και σεναριακά της δίχτυα τις ανθρώπινες σχέσεις και τις κρατά σφιχτά. Και λειτουργώντας ως επιδέξιος κινηματογραφικός ψαράς τις αφήνει μόνο με τα πρώτα δάκρυα (μας). Για να μας τις ξανα-αρπάξει βίαια και να τις τοποθετήσει στο βάθρο της μεγάλης οθόνης μέχρι τους τίτλους τέλους. Ο πρωταγωνιστής και άπραγος –πλέον- σκηνοθέτης, καλείται να επισκευάσει τη ραγισμένη σχέση του με τον πρωταγωνιστή ενός από τα προ-τριακονταετίας αριστουργήματα του, προκειμένου να παρευρεθεί σε εκδήλωση προς τιμήν της ταινίας ομού με τον πρωταγωνιστή και άσπονδο ,πλέον, φίλο. Η αποκατάσταση των σχέσεων θα συνοδευτεί από έναν –μάλλον- μοιραίο και ξαφνικό εθισμό του σκηνοθέτη στην ηρωίνη και από την παράδοση ενός αυτοβιογραφικού μονολόγου του στον ηθοποιό ως υλικό για την επόμενη θεατρική του παράσταση. Η παράδοση αυτή της αλήθειας του, θα φέρει, εδώ, στο προσκήνιο μια συνάντηση με τον μοναδικό και -πλέον παραδομένο στο παρελθόν- έρωτα και την οδυνηρή συνειδητοποίηση πως οι έρωτες πάντα καταλήγουν στη θέση που τους αξίζει. Πως οι ζωές (μας) αντέχουν τελικά χωρίς να τους παραδίνονται και πως το «για πάντα» δεν είναι παρά μια σύμβαση που ξέρει με το φινάλε της να υπογραμμίζει πως η ζωή συνεχίζεται ακόμα και μετά από ραγισμένα γυαλιά και ακυρωμένες υποσχέσεις. Κι αν οι έρωτες μοιάζουν συχνά να απασχολούν –αποκλειστικά- κάποια κινηματογραφικά σύμπαντα με την όποια σφοδρότητα αξίζει στα σαρκικά πάθη, εδώ, ο Αλμοδοβάρ μιλά με ευθύτητα και τόλμη για μια μάνα κι ένα γιο μπλεγμένους στο δίχτυ των καταπιέσεων και για μια εκατέρωθεν απουσία κατανόησης που βρίσκει, όμως, οριστική θεραπεία στην αγάπη. Μια οικογενειακή σχέση που μετατρέπεται στα χέρια του σκηνοθέτη στο απόλυτο σύμβολο του «αγάπα και μη ερεύνα» και στο μοναδικό «για πάντα» που στέκεται τελικά όρθιο, όχι γιατί το επέλεξες, αλλά γιατί δεν μπορείς ποτέ να κάνεις διαφορετικά.

Ο Αλμοδοβάρ με το «Πόνος και Δόξα» παραδίδει ένα αριστουργηματικό μελόδραμα που πονάει μέχρις εξάντλησης την τέχνη, δοξάζει όμως, τελικά, τον ίδιο τον άνθρωπο καταλήγοντας εμφατικά στην αισιοδοξία που ξέρει να χαρίζει -μόνο- η ίδια η ύπαρξη της τέχνης. Ένα μελόδραμα που ξέρει να αναμετράται με εθισμούς, θανάτους, άτσαλα εκπληρωμένους έρωτες και ψευδεπίγραφα «για πάντα». Και που με την άνευ όρων αλήθεια του θα σας καλέσει χωρίς έλεος να αναλωθείτε σε δάκρυα, για να καταλήξει βροντοφωνάζοντας πως -ίσως- η τέχνη να είναι ο μοναδικός οριστικός έρωτας και πως –ίσως- η μόνη αναλλοίωτη πραγματικότητα να κρύβεται σ’ εκείνο το γοητευτικά περιεκτικό «η ζωή συνεχίζεται».