Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Μαρία Κακαλή

Μαρία Κακαλή

Η Μαρία Κακαλή είναι εκπαιδευτικός και ζει στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Αγαπά τη Λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική. Θα ήθελε να έχει γνωρίσει τον Ελύτη, του οποίου την ποίηση λατρεύει. Πιστεύει πως η Τέχνη σε φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Από τη Μαρία Κακαλή

Σκεπτόμενη το θέμα του τελευταίου μου κειμένου για το texnes-plus, επιθυμία μου ήταν να γράψω κάτι ευχάριστο. Τα τελευταία γεγονότα, όμως, δεν μπόρεσαν παρά να με οδηγήσουν στο διήγημα του Παπαδιαμάντη που μέρες τώρα έχει ανασυρθεί από τη βιβλιοθήκη μου. Αναμένοντας τη σύλληψη της σύγχρονης «Φραγκογιαννούς», διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα γεγραμμένα του συγγραφέα, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως η «θεια-Χαδούλα» δεν μπορεί παρά να παραμείνει ένα φανταστικό πρόσωπο.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συνέγραψε το 1903 τη «Φόνισσα», ένα μνημειώδες και συνάμα διαχρονικό έργο της ελληνικής Λογοτεχνίας, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες. Η θεια-Χαδούλα ή Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που παραστέκεται στη λεχώνα κόρη της και στο νεογέννητο μωρό αυτής. Ξενυχτά δίπλα τους, αναλογιζόμενη τα βάσανα που έχουν υποστεί αλλά και το δυσοίωνο μέλλον που επίκειται για τα νέα μέλη της οικογένειας.

Πρόκειται για μια γυναίκα που «ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρέτη τους άλλους», τους γονείς, τον αδερφό, τον άντρα, τα παιδιά, τα εγγόνια της. Η ζωή της ασήμαντη και απαξιωμένη. Η απογοήτευση κάθε φορά και μεγαλύτερη… κάποτε ο αδερφός που τη μαχαίρωσε και οι γονείς που επέλεξαν έναν «απλοϊκόν, ολιγαρκή και μετριόφρονα» σύζυγο που δεν θα ζητούσε μεγάλη προίκα, άλλοτε οι γιοι που έφυγαν στην ξενιτιά και τη λησμόνησαν.

fonissa

Η εποχή που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης είναι καταδηκτική της κοινωνικής καταπίεσης των γυναικών. Ο ίδιος επιλέγει τη Φραγκογιαννού, για να τη μετατρέψει από θύμα σε ανίερο θύτη που επιδίδεται σε παιδοκτονίες. Η ηρωίδα ανέκαθεν, όπως αναφέρει ο αφηγητής, είχε αρνητική προδιάθεση απέναντι στα κορίτσια, καθώς θεωρούσε πως αφενός επιβάρυναν τις φτωχές οικογένειες και αφετέρου ήταν αναπόφευκτο να ζήσουν θλιβερά.

Ουσιαστικά, η θεια-Χαδούλα προσπαθεί να εκλογικεύσει τους φόνους που διαπράττει, σκεπτόμενη πως απαλλάσσει τα κορίτσια από το ζοφερό μέλλον που προοιωνίζεται γι’ αυτά. Παράλληλα, αν και φαίνεται πως στο πρώτο έγκλημα, εκείνο της εγγονής της, η φόνισσα βρίσκεται σε μια κατάσταση ημισυνειδησίας, στα δύο επόμενα έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών της.

Η ίδια θεωρεί πως με αυτό τον τρόπο βοηθά τη φτωχή οικογένεια να απαλλαγεί από το πρόσθετο βάρος που τους επιφέρουν τα παιδιά τους ως κορίτσια, αδιαφορώντας για την οδύνη που θα προκαλέσει. Μάλιστα, η «γραία» δεν διστάζει ακόμη και να κατηγορήσει τους γονείς για ολιγωρία, προκειμένου να καθυστερήσει τη δύσμοιρη μάνα που αναζητά τις κόρες της και να διασφαλίσει την επίτευξη του θανάτου τους.

Έστω κι έτσι όμως, ψήγματα ενοχής την οδηγούν τον Άι-Σώστην για εξομολόγηση, ενόσω οι αρχές ξεκινούν την καταδίωξή της, έχοντας πειστεί για την ενοχή της. Ωστόσο, «η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Όπως αναφέρει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον πρόλογο του βιβλίου, «το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. […] Πεθαίνει μεταξύ δύο αδιατύπωτων κρίσεων, της δικαστικής που δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνει και της θεϊκής που δεν έγινε ακόμη και που πρόκειται να γίνει εν εκείνη τη μέρα. […] Το θέμα της Φόνισσας άλλωστε δεν είναι η δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού, αλλά ο φόνος ως ακραία υπαρκτική δυνατότητα του ανθρώπου, ως έσχατος πειρασμός».

Τα λόγια αυτά του Σταύρου Ζουμπουλάκη αντηχούν από χθες στις καρδιές όλων μας. Η παιδοκτονία αποτελεί μια ανίερη και ασυγχώρητη πράξη, πόσω μάλλον όταν θύτης είναι η «μητέρα». Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει ποια τιμωρία μπορεί να είναι αρκετή. Η δικαιοσύνη καλείται να αποφασίσει γι’ αυτήν. Ωστόσο… η λαϊκή ετυμηγορία, καιρό τώρα, έχει αποφανθεί πως ακόμη και η κόλαση είναι λίγη για τέτοια τέρατα….



 

Από τη Μαρία Κακαλή

 

Η Παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας έρχεται για να επιβεβαιώσει ακόμη μια φορά πως, η αναγνώριση της ισότιμης σχέσης ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, δεν αποτελεί παρά ένα σαθρό οικοδόμημα που θεμελιώθηκε στο αίμα εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών ανά τον κόσμο και ανά τους αιώνες. Κοινωνικές διακρίσεις, αποκλεισμός από συγκεκριμένα επαγγέλματα, αδυναμία πρόσβασης στην εκπαίδευση, βιασμοί, κάθε είδους κακοποιήσεις, γυναικοκτονίες… σε κάθε γωνιά της γης, γυναίκες υφίστανται κάποια από τα προαναφερόμενα, ή ακόμη και όλα.

Άραγε, είναι αυτή η μεγαλύτερη απόδειξη πως ο αγώνας για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών είναι ατελεύτητος και παρών; Η απάντηση είναι, «όχι μόνον», και αφορά ακόμη και τις υποτιθέμενες πολιτισμένες κοινωνίες. Εκεί, όπου το καρκίνωμα του έμφυλου ρατσισμού είναι διακριτό στα κεκαλυμμένα υποτιμητικά βλέμματα και σχόλια απέναντι σε κάθε γυναίκα που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στα στερεότυπα, τα κοινωνικά «πρέπει» και τις επιθυμίες της. 
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, είναι ευκαιρία να γνωρίσουμε σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς, των οποίων τα μυθιστορήματα εγείρουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους και δη του γυναικείου κοινού. Η ανάγκη αυτή «γεννήθηκε» από τη διαπίστωση πως, από αρχαιοτάτων χρόνων, η συγγραφική δεινότητα αναδεικνυόταν – έστω και υπόκωφα ή ακούσια -  ως τάλαντο των ανδρών, κάτι που συνεχίστηκε και τους μετέπειτα αιώνες, με τις γυναίκες δημιουργούς να περιθωριοποιούνται και σε πολλές περιπτώσεις να μην έχουν καν την ευκαιρία να αναδειχθούν.
 
 
Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και σπούδασε στο Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής και στο Γαλλικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ. Είναι διδάκτωρ στην Αμερικανική Ιστορία και στην Ιστορία των πόλεων. Έχει κάνει μεταδιδακτορικές σπουδές στη φιλοσοφία των μαθηματικών και στις διεθνείς σχέσεις. Η Ιστορία και η Λογοτεχνία κέρδισαν το ενδιαφέρον της κι εκείνη το ανταπέδωσε, επιδιδόμενη με θέρμη και αφοσίωση σε αμφότερους τους τομείς. Στα έργα της συγκαταλέγονται πολλές νουβέλες, δοκίμια και διηγήματα για ενήλικες και παιδιά. Τελευταίο της πόνημα αποτελεί το «Σικελικό ειδύλλιο» που κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις «Πατάκη».
 
Η Ρέα Βιτάλη γεννήθηκε το 1961. Από μικρή αρεσκόταν στη συζήτηση με τους μεγαλύτερους και στην παρατήρησή τους, προτιμούσε να κάθεται μαζί τους παρά να παίζει με τους συνομηλίκους της. Όπως έχει πει και η ίδια, ήταν ένα αλλόκοτο παιδί που έφτανε σε ακρότητες για να ικανοποιήσει την επιθυμεί της να συναναστρέφεται μεγαλύτερους. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης, ταξίδεψε από την Ιαπωνία μέχρι την Αλβανία. Έγραψε Χρονογραφήματα στους «4 Τροχούς», στις «Εικόνες», στον «Ταχυδρόμο», ενώ υπήρξε και ιδρυτικό μέλος του Protagon.gr. Το πρώτο της βιβλίο, «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο» (2013), εκδόθηκε από τον «Ποταμό», ενώ τα μεταγενέστερα «Δεν πέθανα εγκαίρως» (2015) και «Το παλτό μου, μαμά» (2019), από τη «Διόπτρα».
 
Η Λένα Διβάνη είναι συγγραφέας και μέχρι πρότινος διατελούσε Καθηγήτρια Ελληνικής και Βαλκανικής Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής του 20ού αιώνα στη Νομική Σχολή Αθηνών. Υπήρξε Επισκέπτρια Μελετήτρια στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου, ενώ συνεργάστηκε με το το Υπουργείο Εξωτερικών για τη δημοσίευση των διπλωματικών εγγράφων της Ελλάδας που σχετίζονται με τα εθνικά θέματα και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στην κατάρτιση βιβλιογραφικής πρότασης για το πρόβλημα των μειονοτήτων και με το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού με θέμα την ελληνική διασπορά. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η εμφάνισή της στα ελληνικά Γράμματα, πραγματοποιήθηκε το 1994 με τη συλλογή διηγημάτων «Γιατί δε μιλάς για μένα;» από τις Εκδόσεις «Καστανιώτη», η οποία μάλιστα της χάρισε και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα «Μαρία Ράλλη». Έκτοτε έχει δημοσιεύσει πλήθος συγγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων μυθιστορημάτων, συλλογών διηγημάτων, νεανικών βιβλίων και ιστορικών μελετών. 
 
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Ακολούθησε παράλληλη καριέρα στο θέατρο και το τραγούδι. Το 1993 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Καστανιώτη» το εμβληματικό έργο «Η πρόβα του νυφικού», που μετέπειτα διασκευάστηκε και σε σενάριο για την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. «Ο μεγάλος θυμός», διένυσε την ίδια πορεία. Γνωστά είναι επίσης και τα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν και αυτά από τις Εκδόσεις «Καστανιώτη» «Με τα μάτια του έρωτα» (1999), «Οι τρεις χήρες» (2001), «Ένοχα μυστικά» (2009), «Πεθαίνω για σένα» (2011), κ.ά.
 
Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά το 1948. Εκεί έζησε μέχρι την ηλικία των δέκα ετών, οπότε ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Νομική και Ψυχολογία. Μετοίκησε για κάποια χρόνια στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Έχει εκπονήσει δεκάδες μυθιστορήματα και έχει συμμετάσχει στη συγγραφή πολλών συλλογικών έργων. Το 2021 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Ψυχογιός», το μυθιστόρημα με τίτλο «Τα γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν».  
 
Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε επίσης στα Χανιά, ενώ από το 1966 ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με το «Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης για το συγγραφικό έργο της «Η αρχαία σκουριά» (1979), το οποίο επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Πατάκη». Επιπλέον, έλαβε το Β΄ Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημά της «Η πλωτή πόλη» (1983), και το Βραβείο Πεζογραφίας «Κώστα Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών και με το Βραβείο Balkanika (2005) για το μυθιστόρημά της «Αθώοι και φταίχτες». Πολλά από τα διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Η Μάρω Δούκα υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Συγγραφέων. 
Είναι γεγονός πως στις μέρες μας, η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή βρίθει συγγραμμάτων που έχουν εκπονηθεί από γυναίκες και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν η αναφορά τους να εξαντληθεί ούτε στο ελάχιστο στο παρόν αφιέρωμα. Ωστόσο, αυτό που είναι απαραίτητο να επισημανθεί, σχετίζεται με τη διαπίστωση  πως, παρά το γεγονός πως οι γυναίκες αναγνώστριες εκτινάσσουν στα ύψη τις πωλήσεις πολλών από αυτά, δεν εκλείπουν οι φωνές που υποτιμούν τη λογοτεχνική αξία συγκεκριμένων βιβλίων και τα αναγάγουν σε ένα είδος σύγχρονου άρλεκιν. 
 
Άραγε, έχουν την ίδια άποψη για παρόμοια έργα ανδρών συγγραφέων ή η αυστηρότητά τους εξαντλείται μόνο και μόνο στο γεγονός πως προέρχονται από γυναίκες και απευθύνονται κυρίως σε αυτές; Αυτό είναι ένα ερώτημα που προκύπτει με αφορμή τη σημερινή επέτειο και ίσως κάποια στιγμή αξίζει να δοθεί μια απάντηση…
 
 
 
 
.

Από τη Μαρία Κακαλή

Πόλεμος και ειρήνη: Στον κόσμο της παιδικής βιβλιογραφίας

Τα δεινά του πολέμου και τα οφέλη της ειρήνης αποτελούν θεματικές που εκπαιδευτικοί και γονείς πραγματεύονται και αναλύουν ως επί το πλείστον στο πλαίσιο των εθνικών εορτών ή με αφορμή το κείμενο ενός σχολικού εγχειριδίου. Είναι όμως φορές που η ανθρωπότητα – πόση ειρωνεία που θυμίζει τη λέξη ανθρωπιά – φανερώνει το πιο επαίσχυντο και ανίερο προσωπείο της.

Και τότε, έρχεται η ώρα που πρέπει να μιλήσεις στα παιδιά για τον πόλεμο. Στα δικά σου παιδιά… αυτά που έχουν την «πολυτέλεια» να ακούνε μονάχα διηγήσεις για τον πόλεμο. Όχι σ’ εκείνα που αποχαιρετούν, ίσως για πάντα, τους συγγενείς και τους φίλους τους, το σπίτι τους, την πατρίδα τους… και μετουσιώνονται σε «τλήμονες θνητούς» αυτής της Γης.

Μια τέτοια στιγμή «ήγγικεν» εδώ και λίγες ημέρες, αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Εικόνες φρίκης παρουσιάζονται σε κάθε μέσο και κάθε κοινωνικό δίκτυο και έτσι, είναι σχεδόν αναπόφευκτο, να κρύψεις την αλήθεια από τα παιδιά.

Ωστόσο, οι αθώες ψυχές τους αξίζουν μια καλύτερη στιγμή και έναν λιγότερο οδυνηρό τρόπο για να αντιληφθούν τι σημαίνει «πόλεμος» και «ειρήνη». Η Λογοτεχνία μπορεί να μας βγάλει από αυτό το αδιέξοδο. Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και εικονογράφοι έχουν εργαστεί γι’ αυτόν τον σκοπό… για να μπορέσουμε όλοι μας, γονείς και εκπαιδευτικοί, να μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά με απλό και ανώδυνο τρόπο την αξία της ειρήνης και να καταδικάσουμε κάθε μορφή πολέμου.

Ένα τέτοιο βιβλίο αποτελεί «Ο σπόρος της ειρήνης» της Ίζαμπελ Πιν. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό παραμύθι που περιγράφει τη διαμάχη ανάμεσα στη χώρα των σκαραβαίων και τη χώρα των σκαθαριών, που αμφότερες διεκδικούν ένα μικρό κουκούτσι κερασιάς που έπεσε από τον ουρανό. Η σύγκρουσή τους τερματίζεται από το ίδιο το κουκούτσι, που πλέον έχει αναπτυχθεί σε κερασιά!

sporos irinis

«Η πόλη που έδιωξε τον πόλεμο» που συνέγραψε ο Αντώνης Παπαθεοδούλου και εικονογράφησε η Μυρτώ Δεληβοριά, αποτελεί μια καλογραμμένη ιστορία που καταφέρεται εναντίον του πολέμου και αναδεικνύει τα δεινά που αυτός επιφέρει στη ζωή των ανθρώπων. Το κείμενο, αστείο σε αρκετά σημεία, δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να ανακαλύψουν μόνα τους τα νοήματα που ενυπάρχουν. Η δε εικονογράφηση, εξαιρετική… εξάπτει τη φαντασία των μικρών!

«Το νερό και το χώμα» της Σοφίας Πολίτου – Βερβέρη, σε εικονογράφηση της Vivi Markatos, είναι ένα παραμύθι που, με αφορμή τη σύγκρουση των δύο βασιλιάδων, κινητοποιεί το ενδιαφέρον των παιδιών και τα οδηγεί να σκεφθούν για ποιο λόγο επικρατούν οι διαφωνίες και όχι η λογική. Τα παιδιά καλούνται να αναρωτηθούν εάν στ’ αλήθεια είναι τέτοια η φύση του ανθρώπου, ώστε είναι αναπόφευκτο να απομακρυνθεί από αυτή. Εν τέλει, καλούνται να συνειδητοποιήσουν πως η ζωή αξίζει να είναι όμορφη για όλους, και πως, αυτή δεν είναι παρά ένα μοίρασμα αγάπης, χορού, τραγουδιού και αγκαλιάς!

To nero kai to xwma

kairostissokolatas

«Ο καιρός της σοκολάτας» της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, συνιστά μια συλλογή διηγημάτων που περιλαμβάνει ιστορίες από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα. Η συγγραφέας έχει αναπτύξει ένα λογοτεχνικό κείμενο, ικανό να μεταφέρει νοητικά τα παιδιά σε γεγονότα που αφορούν τη νεότερη ελληνική Ιστορία. Πέραν τούτου, και παρά τη σκληρότητα που αναδύεται αναπότρεπτα από την περιγραφή της περιόδου αυτής, τα διηγήματα προκαλούν τη συγκίνηση των μικρών αναγνωστών και εγείρουν την ενσυναίσθηση και τον ανθρωπισμό τους. Όπως αναφέρει και η ίδια η συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου της, οι προκείμενες ιστορίες «γλυκαίνουν αφάνταστα την ψυχή, ευφραίνουν το νου, γαληνεύουν το πνεύμα. Γιατί δείχνουν ότι η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε χάνονται, ακόμα και σε καιρούς βαρβαρότητας. Πράγμα που σημαίνει ότι το καλό και το δίκιο έχουν περισσότερη δύναμη από το κακό και το άδικο»…

 

Η Αγγελική Δαρλάση έχει συμπεριλάβει σε πολλά από τα έργα της, το δίπολο «πόλεμος – ειρήνη», το οποίο αποτυπώνει στο πλαίσιο της βίωσης των γεγονότων από την πλευρά των παιδιών. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και το βιβλίο της με τίτλο «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα». Η Αγγελίνα αποτελεί τη βασική ηρωίδα αυτού του παιδικού μυθιστορήματος. Πρόκειται για ένα παιδί με αναπηρία που, παρέα με τον φίλο της τον Τίκο, ο οποίος πάσχει από μια διαταραχή της όρασης, προσπαθούν να εγκλιματιστούν στα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος. Έτσι, η Αγγελίνα και ο Τίκο, μέσα στο ζοφερό πλαίσιο της επικείμενης φρικαλεότητας που αποπνέει ο πόλεμος και της αλλοίωσης κάθε έννοιας και έκφανσης του πολιτισμού, καταφέρνουν να διατηρήσουν την ελπίδα τους και, με αφορμή τις ατέλειές τους, να αναπτύξουν μια ουσιαστική φιλία.

malala

Το 2015 εκδόθηκε για πρώτη φορά το έργο της Ζανέτ Γουίντερ «Μαλάλα: ένα γενναίο κορίτσι. Ικμπάλ: ένα γενναίο αγόρι». Η συγγραφέας απέδωσε την ιστορία δύο μικρών παιδιών από το Πακιστάν, που παρά τη νεαρή τους ηλικία, δεν δίστασαν να αντιταχθούν σε κάθε μορφή αυταρχισμού και δουλείας.

Η Μαλάλα τοποθετήθηκε δημόσια και αγωνίστηκε για την αναγνώριση του δικαιώματος των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση για τα κορίτσια. Η δολοφονική επίθεση εναντίον της από μέλος των Ταλιμπάν, δεν απέτρεψε τον αγώνα της. Κατάφερε να επιβιώσει και έκτοτε στηρίζει έμπρακτα τα δικαιώματα των παιδιών ανά τον κόσμο. Έχει τιμηθεί με διεθνή βραβεία, ενώ το 2014, της απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο και μοιράστηκε με τον Ινδό Κάιλας Σατιάρτι. Από την άλλη πλευρά ο Ικμπάλ, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, πουλήθηκε ως σκλάβος, σε συνέχεια της αδυναμίας της οικογένειάς του να ξεπληρώσει ένα δάνειο. Έξι χρόνια μετά, όταν απελευθερώθηκε από το Πακιστανικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ενάντια στη Δουλεία, καταφέρθηκε δημόσια εναντίον της παιδικής εργασίας. Διεθνείς Οργανισμοί και Ιδρύματα, τον τίμησαν για τη στάση του. Ο Ικμπάλ ονειρευόταν να σπουδάσει Νομική. Δεν πρόλαβε, ωστόσο, να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Δολοφονήθηκε στις 16 Απριλίου 1995, σε ηλικία 12 ετών, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Το βιβλίο της Γουίντερ δεν μπορεί παρά να επικαλεστεί το συναίσθημα των αναγνωστών της. Οι ιστορίες των δύο παιδιών, αποδεικνύουν πως ο πόλεμος και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν αποτυπώνεται μόνο εν μέσω ρίψης βομβών και διεξαγωγής εχθροπραξιών και, πως η ειρήνη, δεν μπορεί παρά να είναι η μόνη και συνειδητή επιλογή του ανθρώπου.

Από τη Μαρία Κακαλή

Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες Λογοτέχνες. Υπήρξε, επίσης, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής, δημοσιογράφος, πολιτικός. Για την προσωπικότητά του και πρωτίστως το φιλοσοφικό πνεύμα με το οποίο ενέδυσε τα έργα του, έγινε γνωστός στα πέρατα του κόσμου. Αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε από την Εκκλησία. Τίποτα, όμως, δεν ήταν αρκετό για να περιορίσει τη δυναμική της γραφής του. Τουναντίον… εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, ο λόγος του παραμένει «ζωντανός» και καίριος.

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Κρητικός στην καταγωγή, μπολιάστηκε με τις αξίες που του μεταλαμπάδευσε η οικογένειά του. Η μεγάλη του αδυναμία στη μητέρα αντιδιαστελλόταν στη συγκρουσιακή σχέση που ανέπτυξε με τον πατέρα του. Στο σύγγραμμα «Αναφορά στον Γκρέκο», η εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα των προπατόρων του, αποτυπώνεται γλαφυρά… η μάνα θλιμμένη και καλοσυνάτη, ο πατέρας «λιόντας» που κατασπαράζει κάθε κομμάτι της…

Ο Καζαντζάκης έφυγε από την Κρήτη, προκειμένου να σπουδάσει στη Νομική της Αθήνας. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1906. Το ίδιο έτος δημοσίευσε το «Όφις και Κρίνο», ένα είδος ημερολογίου στο οποίο διακρίνονται οι πρώιμες υπαρξιακές του αναζητήσεις. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφόρησε με το όνομά του αλλά με το ψευδώνυμο «Κάρμα Νιρβαμή». Το ψευδώνυμο αυτό, όπως και τα «Ακρίτας» και «Πέτρος Ψηλορείτης», χρησιμοποιήθηκαν από τον Καζαντζάκη και στα άρθρα που εκπονούσε για διάφορα περιοδικά.

Λίγο αργότερα, μετέβη στη γαλλική πρωτεύουσα, με σκοπό να παρακολουθήσει μαθήματα μεταπτυχιακού επιπέδου. Στο Παρίσι συναναστράφηκε τον φιλόσοφο Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν και γνώρισε τις ιδέες του σχετικά με την ελεύθερη διανόηση, την ανυπόταχτη βούληση και τα όρια της γλωσσικής ταυτότητας. Ο Έλληνας συγγραφέας επηρεάστηκε πολύ από τη γνωριμία του με τον Μπεργκσόν. Μάλιστα, επιδόθηκε σε αντιπαραβολή των ιδεών του φιλοσόφου με εκείνων του Νίτσε, κάτι που καθίσταται διακριτό στην «Αναφορά στον Γκρέκο» και στην «Ασκητική».

Την επιστροφή του στην πάτρια γη ακολούθησε ο γάμος του με την αντικομφορμίστρια Γαλάτεια Αλεξίου, την οποία νυμφεύθηκε, εν αγνοία του πατέρα του, στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το αξιοσημείωτο στο γεγονός αυτό που συντελέστηκε το 1911, έχει να κάνει με την επιλογή της τοποθεσίας, καθώς το εκκλησάκι βρισκόταν σε νεκροταφείο. Με αυτό τον τρόπο, ο Καζαντζάκης θέλησε να αναδείξει τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ του έρωτα και του θανάτου… Σημειώνεται πως, ο γάμος του με την Αλεξίου έληξε άδοξα.

Λίγους μήνες μετά τον γάμο, ο συγγραφέας πήρε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Προηγουμένως, είχε ιδρύσει με τον Άγγελο Σικελιανό τον «Εκπαιδευτικό Όμιλο», έναν σύλλογο με μέλη από διάφορους χώρους, όπως η Λογοτεχνία, η Πολιτική και η Εκπαίδευση. Ανάμεσά τους ο Ίων Δραγούμης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Λορέντζος Μαβίλης, κ.ά.

Ο Καζαντζάκης συνδέθηκε στενά με τον Σικελιανό. Οι αναλύσεις τους σχετικά με τα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου ήταν ατέρμονες. Από κοινού αποφάσισαν την επίσκεψή τους στο Άγιο Όρος και την παραμονή τους σε αυτό για σαράντα ημέρες. Ακολούθησε μια μοναδική περιήγηση των δύο σε σημαντικές πόλεις της Ελλάδας… Δελφοί, Θήβες, Ακρόπολη, Σίφνος, Μυστράς, Σπάρτη, Ταΰγετος, Μυκήνες.

Ωστόσο, οι αντιμαχόμενες πολιτικές τους πεποιθήσεις αλλά και η συνυποψηφιότητά τους για το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946 που πυροδότησε την αντίδραση του Σικελιανού, επέφερε την οριστική ρήξη στη σχέση τους. Σημειώνεται πως, ο Καζαντζάκης είχε προταθεί εννέα φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Επίσης, το 1946, ο Καζαντζάκης εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην πόλη Αντίμπ της Γαλλίας, όντας απογοητευμένος από την πνευματική και πολιτική κατάσταση που επικρατούσε. Στην απόφασή του αυτή συνετέλεσε, εκτός των άλλων, και η αποτυχημένη εμπλοκή του στην Κυβέρνηση Σοφούλη αλλά και η απομάκρυνσή του από την έδρα της Ακαδημίας Αθηνών.

nikoseleni kazantzaki

Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1945, νυμφεύθηκε την Ελένη Σαμίου, η οποία υπήρξε η συνοδοιπόρος του στη ζωή μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Από την άλλη πλευρά, η συγγραφική δημιουργικότητα του Νίκου Καζαντζάκη ήταν πλέον ανεξάντλητη. Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σε σαράντα γλώσσες, με τα έργα «Ζορμπάς», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Αδερφοφάδες», «Καπετάν Μιχάλης», «Τελευταίος πειρασμός», και «Ο φτωχούλης του Θεού», να αποτελούν τα πιο μεταφρασμένα έργα του Κρητικού Λογοτέχνη. Το ίδιο συνέβη και με το φιλοσοφικό του δοκίμιο, με τίτλο «Ασκητική».

Ωστόσο, ο Καζαντζάκης, παρά το λογοτεχνικό του τάλαντο, πολεμήθηκε σθεναρά. Η Εκκλησία άναψε τη σπίθα της πολεμικής εναντίον του. Οι εκπρόσωποί της ερμήνευσαν τον «Καπετάν Μιχάλη» και πολλώ δε μάλλον τον «Τελευταίο Πειρασμό», ως έργα που προσέβαλλαν την Ορθοδοξία και δη το πρόσωπο του Χριστού. Το αποτέλεσμα; Απαγορεύσεις των βιβλίων, προπηλακισμοί και απειλές για αφορισμό του Καζαντζάκη.

nikoseleni kazantzaki2

Η δυναμική της στάσεως αυτής της Εκκλησίας, επιβεβαιώθηκε και όταν ο συγγραφέας απεβίωσε. Ο θάνατός του επήλθε στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας από μια μορφή ασιατικής γρίπης. Παρά την παρέμβαση του Γεωργίου Παπανδρέου, οι ιερείς αρνούνταν τη φιλοξενία της σορού σε κάποιο ναό της Αττικής, έως ότου αυτή μεταφερθεί στη γενέτειρα του Καζαντζάκη. Ως εκ τούτου, παρέμεινε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Δέκα ημέρες αργότερα, τελέστηκε η νεκρώσιμος ακολουθία στο Ηράκλειο, με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο, να απαγορεύει την παράσταση των ιερέων στην ταφή.

ki

Αυτό που είναι σημαντικό να σημειωθεί, σχετίζεται με το γεγονός πως η προσωπικότητα και η γραφή του Καζαντζάκη υπήρξαν εμβληματικές και αναγνωρίστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά συνέπεια, η στάση της Εκκλησίας δεν κατέστη ικανή να αμαυρώσει την αξία του ως Λογοτέχνης και πνευματική φυσιογνωμία. Πέραν τούτου, ο Καζαντζάκης έχει αναδειχθεί, όχι μόνο ως λόγιος, αλλά και ως ένας σύγχρονος Έλληνας φιλόσοφος, που επιδόθηκε σθεναρά στην αναζήτηση της ελευθερίας του ανθρώπου.

Από τη Μαρία Κακαλή 

Η Μαριανίνα Κριεζή πέρασε στην αθανασία στις 6 Φεβρουαρίου. Όμως, τα τραγούδια και η σύνδεσή της με τη «Λιλιπούπολη» δεν θα την αφήσουν να λησμονηθεί. Η Τέχνη πενθεί και μαζί της ένας ολόκληρος κόσμος, παιδικός και μη, που διαπλάστηκε μέσα από τους τρυφερούς, χιουμοριστικούς, καθημερινούς, πολύχρωμους και οικείους στίχους της…

Η Κριεζή γεννήθηκε πριν από 75 χρόνια στην Αθήνα. Η καταγωγή της ήταν από την Ύδρα. Αν και ξεκίνησε να σπουδάζει Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σύντομα έχασε το ενδιαφέρον της και συνειδητοποίησε πως ένας άλλος δρόμος θα την οδηγούσε στην ευτυχία. Έτσι, αποφάσισε να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Τμήμα Διακοσμητικής και Σκηνογραφίας. Η μεγάλη της επιθυμία ήταν να σπουδάσει υποκριτική. Εμπόδιο στο όνειρό της στάθηκε η μητέρα της, η οποία μόνο στο άκουσμα αυτής της επιθυμίας, λιποθυμούσε…

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 μετέβη στο Παρίσι, όπου σπούδασε σχέδιο υφάσματος. Έμεινε εκεί για δυόμισι χρόνια. Η πόλη δεν κατάφερε να «κερδίσει» την Κριεζή. Όπως είχε δηλώσει η ίδια στο παρελθόν, ο σοβινισμός των Γάλλων ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί και να διαχειριστεί. Ωστόσο, όσο βρισκόταν στο Παρίσι, ο πατέρας μιλούσε συνέχεια για εκείνη στον Χατζιδάκι.

kriezi featured viewtag 678x381

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, απασχολήθηκε ως γραφίστρια. Το 1977 ξεκίνησε τη συνεργασία της με το «Τρίτο Πρόγραμμα», επικεφαλής του οποίου ήταν ο Χατζιδάκις. Η Κριεζή συνέδεσε άρρηκτα το όνομά της με τη ραδιοφωνική εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη», γράφοντας τους στίχους των τραγουδιών που μεταδίδονταν κατά τη διάρκεια αυτής. Ως παραγωγός στην ΕΡΑ, παρουσίασε διάφορες εκπομπές («Μου το’ πε ένα πουλάκι», «Το νυχτικό του πύργου», «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα»).

Επίσης, σημαντική κατέστη η συγγραφική της σύμπραξη με την Άννα Παναγιωτοπούλου αλλά και η συμμετοχή της ως κειμενογράφος σε επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής».

Πέραν τούτων, η Μαριανίνα Κριεζή έγινε γνωστή μέσα από τα βιβλία της αλλά κυρίως από τους στίχους τραγουδιών που ερμηνεύτηκαν από σημαντικούς καλλιτέχνες. Η Αρλέτα, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Στράτος Διονυσίου, ο Διονύσης Τσακνής, η Ελένη Δήμου, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είναι μόνο κάποιοι από αυτούς. Η ίδια δεν θεωρούσε σημαντικούς τους στίχους που έγραψε πριν από τη συμμετοχή της στη «Λιλιπούπολη». Πίστευε, μάλιστα, πως επιδιδόταν στην ανούσια αποτύπωση λυπητερών συναισθημάτων και τραγικών αδιέξοδων.

marianina

Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως από μικρή αρεσκόταν στην ομιλία μέσα από ομοιοκατάληκτους στίχους. Είναι, ίσως, από εκείνες τις φορές που, το ταλέντο και η εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει, δεν μπορεί παρά να βγει αβίαστα από τα χείλη του… Ο πατέρας της, όπως έχει δηλώσει η ίδια σε συνέντευξή της στη «Lifo», ξεκίνησε γι’ αυτό τον λόγο να της διαβάζει ποιήματα και Βάγκνερ!

Η Μαριανίνα Κριεζή υπήρξε πρωτοπόρος και καθιερώθηκε ως στιχουργός. Η ευαισθησία της και το χιούμορ της μετουσίωσαν τα προσωπικά της βιώματα σε κοινή εμπειρία. Στίχοι πολυτραγουδισμένοι από όλους μας, ακόμη κι αν μόλις σήμερα συνειδητοποίησες τη δημιουργό τους. Ναι, η «Σερενάτα» είναι «παιδί» δικό της. Και τόσα άλλα, που θα τα θυμάσαι…

«Τα ήσυχα βράδια
θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που θα `σαι μέσα κι εσύ

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα `ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί»

(Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος, Ερμηνεία: Αρλέτα)

Η Κριεζή τόλμησε να «μιλήσει» μέσα από τους στίχους της για την αξία της μονογαμικής σχέσης, σε μια περίοδο που το AIDS ξεκίνησε να καθορίζει με διαφορετικό τρόπο τις σεξουαλικές σχέσεις.

«Πάρε, πασά μου, την οδοντόβουρτσά μου

δως μου κι εσύ τη μοναξιά σου τη μισή

κι ας ορκιστούμε πως θα μοιραστούμε

θα μοιραστούμε την υπόλοιπή μας τη ζωή».

(Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος, Ερμηνεία: Λάκης Παπαδόπουλος, Ελένη Δήμου)

Κάποτε, απογοητευμένοι από τον κόσμο γύρω μας, τραγουδήσαμε για μια «Ψεύτρα ζωή».

«Όλα είν’ ένα ψέμα πικρό
ψεύτρα ζωή σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
σπίτια, έπιπλα, ρούχα, λεφτά
φεύγουν οι άνθρωποι, μένουν αυτά»

(Μουσική: Μιχάλης Καπούλας, Ερμηνεία: Ελένη Δήμου)

Μέσα από τη φωνή και τη μουσική της Δήμητρας Γαλάνη, μας θυμίζει πως μόνο η αγάπη μπορεί να λυτρώσει τα πάντα…

«το σ’ αγαπώ μπορεί, μόνο αυτό μπορεί

μες στην καρδιά να μπει να τη ζεστάνει»

Και να… για να γίνει καλύτερος ο κόσμος, για να ξαναγίνει αυτός που ονειρεύτηκες όταν ήσουν παιδί, χρειάζεται και πάλι να θυμηθείς ποιο μονοπάτι ακολούθησες…

«Μες το δικό μας παραμύθι ξαναβρές το
το ξεχασμένο μονοπάτι σου
Και ξαναχάσ’ το, ξαναβρές το, ξαναπές το
το τραγουδάκι σου»

(Μουσική, ερμηνεία: Διονύσης Τσακνής)

Φεβρουάριος… ο μήνας που σήμανε την αφετηρία και το τέλος της ζωής του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Δημοσιογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός της τέχνης, ακαδημαϊκός... Ο τίτλος «πρίγκιπας του νεοελληνικού λόγου» που του έχει αποδοθεί, επιβεβαιώνεται από την αναγνώρισή του ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους των νεοελληνικών Γραμμάτων του 20ού αιώνα.

Οι σπουδές και η δημοσιογραφία

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι στις 2 Φεβρουαρίου 1877 και ιδιαίτερη πατρίδα του υπήρξε το χωριό Γρανίτσα. Ήταν το παιδί μιας εξαμελούς οικογένειας που έζησε στην Ευρυτανία έως το 1890. Η Αθήνα υπήρξε ο επόμενος τόπος κατοικίας τους. Ο Ζαχαρίας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής. Η απόφασή του να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών δεν ήταν τόσο σθεναρή όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα, καθώς δεν έλαβε ποτέ το πτυχίο του ιατρού.

Η δημοσιογραφία και η συγγραφή έμελλε από νωρίς να κεντρίσει το ενδιαφέρον του. Ήδη από την ηλικία των δεκαέξι ετών, έγινε αρθρογράφος στην «Ακρόπολη», ενώ δραστηριοποιήθηκε και σε άλλα έντυπα μέσα, όπως η «Εφημερίδα των συζητήσεων», ο «Χρόνος» και η «Σκριπ». Μάλιστα, στη τελευταία διατέλεσε και αρχισυντάκτης από το 1900 έως το 1905.

Ο Παπαντωνίου διέμεινε για τρία χρόνια στο Παρίσι και, συγκεκριμένα από το 1908 έως το 1911, ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, συνεργάστηκε και με τοπικά έντυπα μέσα, ενώ παράλληλα γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Η επάνοδός του στην πατρίδα σηματοδότησε τη λήξη της ενασχόλησής του με τη δημοσιογραφίας, εξαιρουμένων των χρονογραφιών που συνέχισε να εκπονεί στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την «Εμπρός» έως το 1914. Την ίδια περίοδο, παρουσίασε στο Ζάππειο μία έκθεση ζωγραφικής με γελοιογραφίες και σχεδιάσματα από παλαιότερες δημοσιεύσεις του σε περιοδικά.

 

papadoniou sparmatseto 1

Η λογοτεχνική του δραστηριότητα

Το 1898 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Πολεμικά τραγούδια». Έξι χρόνια αργότερα, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της εταιρείας «Η Εθνική Γλώσσα», αποστολή της οποίας ήταν η διαφύλαξη της δημοτικής γλώσσας. Ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ήταν μόνο κάποιοι από τους διανοούμενους της εποχής που αποτέλεσαν μέλη της «Εθνικής Γλώσσας». Ο ίδιος ο Παπαντωνίου συνέταξε τους στόχους της εταιρείας στη διακήρυξη, που έφερε τον τίτλο «Προς το ελληνικό έθνος».

Το 1918 ξεκίνησε να διατελεί Πρόεδρος της Εθνικής Πινακοθήκης, έχοντας ως πρωταρχικό μέλημα τη συμπερίληψη σε αυτήν και έργων Ελλήνων χαρακτών και ζωγράφων, όπως του Γύζη, του Παρθένη, του Μαλέα, του Λύτρα και του Θεοτοκόπουλου. Η θητεία του στην Πινακοθήκη ευνόησε την περιήγησή του σε σημαντικές περιοχές της Ευρώπης, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος.

Το 1919, ο Ζαχαρίας έλαβε το θλιβερό μήνυμα για την αυτοκτονία του αδερφού του, Θανάση, ο οποίος έπασχε από κάποια μορφή ψυχιατρικής διαταραχής. Ένα χρόνο αργότερα, κυκλοφόρησε «Τα χελιδόνια», μια ποιητική συλλογή για παιδιά, την οποία και αφιέρωσε στον αδερφό του. Σημειώνεται πως, η συλλογή αυτή έτυχε επανέκδοσης το 1931, με τον τίτλο «Παιδικά τραγούδια».

Το 1923 κυκλοφόρησαν οι «Πεζοί ρυθμοί» και τα τρίτομα «Νεοελληνικά αναγνώσματα» για τις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τέσσερα χρόνια μετά, εκδόθηκαν τα «Διηγήματα». Ακολούθησε το θεατρικό έργο «Ο όρκος στους πεθαμένους», η ποιητική συλλογή «Τα Θεία Δώρα», το δοκίμιο ιστορικού περιεχομένου «Ο Όθων», το ταξιδιωτικό έργο «Άγιον Όρος» και οι συλλογές διηγημάτων «Βυζαντινός όρθρος» και «Η θυσία».

Η σύνδεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο

Ο Παπαντωνίου, εκτός των άλλων, εξελέγη και νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Μέσα από την εμπλοκή του στην τοπική αυτοδιοίκηση, κατάφερε να συγκροτήσει εργατικό σωματείο στη Σύρο και να διοργανώσει το πρώτο Πανιόνιο Συνέδριο για τον εορτασμό των πενήντα χρόνων από την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Εντούτοις, η αντίδρασή του στον αφορισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1916, οδήγησε στην αποπομπή του από τη Νομαρχία και την παραπομπή του σε δίκη, από την οποία εν τέλει απαλλάχτηκε.

Η τέχνη και η κριτική δεν έπαψαν ποτέ για εκείνον. Μαζί με την Ελένη Νεγρεπόντη ή Ουράνη και τον Στέλιο Σπεράντζα, τιμήθηκαν για τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων, ο οποίος διεξήχθη με πρωτοβουλία του Βενιζέλου. Το 1918, και ύστερα από ανάθεση του Υπουργείου Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης, ο Παπαντωνίου συνέγραψε τα «Ψηλά Βουνά», το εμβληματικό κείμενο της Γ΄ τάξης του Δημοτικού.

Ωστόσο, με την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης του Βενιζέλου και την εγκαθίδρυση της νέας, διετάχθη η δημόσια καύση των αναγνωστικών που συμπεριλήφθηκαν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ανάμεσα σε αυτά, ήταν και τα «Ψηλά Βουνά».

19β

Οι διακρίσεις και το τέλος

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Επιπλέον, με αφετηρία τη συνολική του προσφορά στα Γράμματα, αναγορεύτηκε Καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1938 ανέλαβε την έδρα της Λογοτεχνίας της Ακαδημίας Αθηνών, από την οποία εκπόνησε την πρώτη εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που ανέγειρε αντιδράσεις.

Ο θάνατός του επήλθε από καρδιακή συγκοπή την 1η Φεβρουαρίου 1940. Πολλά από τα ανέκδοτα έργα του δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον.

Στη συνείδηση των αναγνωστών, ωστόσο, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα παιδικά του χρόνια και τα «Ψηλά Βουνά».

Σαν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσόρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με βαθιά αναπνοή.

Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους κι ύστερα έφευγαν με γοργό λαρυγγισμό.

Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου.

Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοί και απότομοι, σα να τους είχες κόψει με σπαθί.

Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό.

Πελώρια ήταν όλα.

Και σ’ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος.

Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξιδιώτες κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: «Γεια σας, ψηλά βουνά!»

Από τη Μαρία Κακαλή 

Η Ροζίτα Σώκου έφυγε πλήρης ημερών, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα της στη δημοσιογραφία. Η αναγνωρισιμότητά της από το ευρύ κοινό ήρθε σε συνέχεια της συμμετοχής της στην εκπομπή «Να η ευκαιρία», που ξεκίνησε να προβάλλεται από την κρατική τηλεόραση το 1977.

Η Ροζίτα γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1923 στην οδό Μητροπόλεως στην Αθήνα. Ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της, ήταν ένας από τους ιδιοκτήτες της βιομηχανίας ζυμαρικών ΜΙΣΚΟ. Η μητέρα της ήταν εκείνη που επιθυμούσε να της δώσει το όνομα «Ροσίτα», το οποίο μεταγενέστερα έγινε «Ροζίτα». Ο πατέρας της έγραφε από μικρή ηλικία θεατρικά κείμενα. Διατέλεσε μόνιμος υπαξιωματικός του στρατού και κατά τη μικρασιατική εκστρατεία συνέγραψε επιθεωρήσεις, ενώ ασχολήθηκε και με τον τομέα των εκδόσεων. Λίγα χρόνια αργότερα, εξέδωσε τη «Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια».

rozita book

Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ροζίτα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο βιβλία. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως δεν μαθήτευσε στο Δημοτικό. Αντ’ αυτού, τη διδασκαλία της ανέλαβε η Γαλλίδα γκουβερνάντα της και μια συγγενής της οικογένειας. Αργότερα, πήγε στο Αρσάκειο. Η παρουσία της στο σχολείο έγινε από την πρώτη κιόλας στιγμή αισθητή, είτε λόγω των ενδυματολογικών της επιλογών που θεωρούνταν «περίεργες» από τις συμμαθήτριές της είτε λόγω των γλωσσολογικών και μεταφραστικών της επισημάνσεων, στις οποίες αρεσκόταν να επιδίδεται! Με αυτό τον τρόπο, κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής στο σχολείο της.

Η σχέση με τον πατέρα της, επηρέασε εν πολλοίς την ιδιοσυγκρασία και τη μετέπειτα πορεία της. Εκείνος, δεδομένης και της επαγγελματικής του ιδιότητας, την είχε διαπαιδαγωγήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε μέχρι και η μητέρα της έφθασε να διερωτάται: «Κορίτσι γέννησα ή λοχία;». Από μικρή και, ύστερα από παρότρυνση του πατέρα της, μελέτησε την Καινή Διαθήκη και κλασικά κείμενα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Μάλιστα, σε πολλές οικογενειακές συναθροίσεις συνήθιζε να μιλά για όσα διάβαζε. Ο πατέρας της ήταν εκείνος που την ώθησε στη δημοσιογραφία: «Θα γίνεις δημοσιογράφος και θα μπεις στην Ένωση Συντακτών».Ωστόσο, ο πρόωρος θάνατός του στιγμάτισε την εφηβική ηλικία της Ροζίτας.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί επέταξαν το εργοστάσιο του παππού αλλά και το σπίτι στο Ψυχικό, με αποτέλεσμα να μετακομίσουν στην πλατεία Βάθης. Παρόλα αυτά, η οικογένεια απολάμβανε ένα μικρό μερίδιο που τους παρείχαν οι κατακτητές και έτσι τουλάχιστον δεν στερήθηκαν το φαγητό. Την ίδια περίοδο, η Ροζίτα αγάπησε τον κινηματογράφο, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί κάθε ταινία που προβαλλόταν.

Η ίδια, κάνοντας λόγο για εκείνα τα χρόνια, είχε δηλώσει: ««Θυμάμαι την Κατοχή ως την ομορφότερη περίοδο της ζωής μου. Την πιο ζωντανή και δημιουργική, τότε που γεννήθηκαν και στέριωσαν οι καλές φιλίες, που αναπτύχθηκαν μυαλό και καρδιά». Είναι αλήθεια πως αυτή την ανελεύθερη εποχή, η Ροζίτα επέλεξε να μην «βυθιστεί» στη δυστυχία και την απογοήτευση. Έτσι, αποφάσισε παράλληλα με τις σπουδές της στη Γαλλική Ακαδημία, να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρώτα, ούτως ώστε να παρατηρήσει εκ του σύνεγγυς την υποκριτική Τέχνη.

sokou ipopgr 1

Παράλληλα, η Ροζίτα ανέπτυξε και αγάπη για τη ζωγραφική. Αν και παρακολούθησε μαθήματα με δάσκαλο τον Τσαρούχη, σύντομα συνειδητοποίησε πως η αγάπη της δεν ήταν αρκετή για ν’ ασχοληθεί μ’ αυτή την Τέχνη.

Η Ροζίτα Σώκου υπήρξε προοδευτική για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Αυτό διαφαίνεται και από την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας πολλών φίλων της. Η πίστη της στη ζωή την έσωσε πολλές φορές, και ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, οπότε ενεπλάκη ακούσια σε διάφορα περιστατικά.

Μετά το πέρας του Εμφυλίου και συγκεκριμένα το 1947, η επιτυχία της στις εξετάσεις του Βρετανικού Συμβουλίου, αποτέλεσαν το εισιτήριο για τις σπουδές της στην Οξφόρδη. Η ζωή της στην Αγγλία, την έκανε να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στην αγγλική ποίηση και στα κείμενα του Σαίξπηρ και του Μπάιρον.

Κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα, διαπίστωσε πως η περιουσία τους είχε απολεσθεί εξαιτίας της σχέσης που είχε συνάψει η μητέρα της με επιτήδειο δικηγόρο. Η απώλεια αυτή σηματοδότησε και τη οριστική ρήξη στη σχέση τους.

naieukeria1

Η πρώτη κριτική της Ροζίτας αφορούσε τον κινηματογράφο και πραγματοποιήθηκε ύστερα από παρότρυνση του εκδότη της εφημερίδας «Οι καιροί», Νάνα Τσαλδάρη. Ωστόσο, η πρώτη επαγγελματική της ενασχόληση ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50, ούσα διερμηνέας στην Υπηρεσία Συντονισμού Εφαρμογής Σχεδίου Ανασυγκρότησης. Το 1952 επιδόθηκε στη σκιαγράφηση προφίλ σημαντικών προσωπικοτήτων. Μάλιστα, ένα από αυτά αφορούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που τότε διατελούσε Υπουργός Συγκοινωνιών. Ο ίδιος εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό από τη γραφή της Ροζίτας, ώστε της πρότεινε μια θέση στο Υπουργείο, Εκείνη, όμως, ούτε καν απάντησε στην πρότασή του.

Η Ροζίτα Σώκου αρθρογράφησε σε πολλές μεγάλες εφημερίδες, όπως στην «Ανεξαρτησία», τη «Βραδυνή» και την «Καθημερινή». Εντούτοις, από την ενασχόλησή της αυτή, δεν αποκόμισε χρήματα. Κατάφερε, όμως, με δικά της έξοδα, να ταξιδέψει στο εξωτερικό, να παραστεί σε σημαντικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ και, εν τέλει, να συνάψει σχέσεις και στενές φιλίες με δημοφιλείς και σπουδαίες προσωπικότητες, όπως τον Ομάρ Σαρίφ, τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, τον Μάρλον Μπράντο και τόσους άλλους.

Στις 14 Ιουλίου 1957, παντρεύτηκε τον Ιταλό κριτικό κινηματογράφου Μάνλιο Μαραντέϊ. Μετακόμισαν στη Ρώμη, όπου και γέννησε την κόρη της, Ιρένε. Σταδιακά, η ενασχόλησή της με το νοικοκυριό, την οδήγησε αναπόφευκτα σε κατάθλιψη. Η επιστροφή της στην Ελλάδα για διακοπές το καλοκαίρι του 1960 και η προτροπή από την Ελένη Βλάχου να παρακολουθήσει την παράσταση της Μαρίας Κάλλας στην Επίδαυρο και να γράψει κριτική, αποτέλεσε την αφορμή για την επανεγκατάσταση στην πατρίδα.

Η εκδοτική δραστηριότητα της Βλάχου, ενθάρρυνε τη Ροζίτα, ώστε να επιδοθεί σε μεταφράσεις μυθιστορημάτων. Η επικράτηση της Χούντας και η παύση της λειτουργίας της «Καθημερινής» και της «Μεσημβρινής», οδήγησε τη Ροζίτα και πολλούς άλλους δημοσιογράφους στην ανεργία. Η ίδια και ο Φρέντυ Γερμανός ήταν οι μοναδικοί που δεν διεκδίκησαν δικαστικά την αποζημίωσή τους.

Από το1969 έως το 2005, συνεργάστηκε με την εφημερίδα«Ακρόπολη», ενώ για ένα διάστημα αρθρογραφούσε στο«Έθνοςτης Κυριακής» και στον«Κόσμο του Επενδυτή».

Το 1986, ηΓαλλική Κυβέρνησητης απένειμε το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνώνγια τις υπηρεσίες της στον κινηματογράφο.

Η κριτική της, αν και αιχμηρή, ήταν ακριβοδίκαιη. Δεν δίσταζε να αμφισβητήσει το ταλέντο ακόμη και σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως η Μελίνα Μερκούρη. Διέθετε ιδιότυπο χιούμορ. Η ευρύτητα της παιδείας της ήταν προφανής σε κάθε έκφανση της ζωής της, δημόσιας και μη. Η αγάπη της για τους ανθρώπους επιβεβαιωνόταν σε κάθε επικοινωνία της, με τους οικείους αλλά κι εκείνους που συναντούσε στην καθημερινότητά της.

Το πνεύμα της ήταν πάντοτε ελεύθερο και ανυπότακτο. Υπερασπιζόταν την Τέχνη με κάθε τρόπο και επεσήμαινε πως το ταλέντο είναι απαύγασμα μεγάλου θάρρους και δημιουργικής τρέλας.

Η ίδια είχε δηλώσει: «Δεν είχα ποτέ την παραμικρή φιλοδοξία. Ό,τι έχω πετύχει, οφείλεται στην επιθυμία μου να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε. Έκανα πάντα και μόνον αυτό που ήθελα στη ζωή μου».

Από τη Μαρία Κακαλή 

Η Άλκη Ζέη «γεννήθηκε στην οδό Κέας, στην πλατεία Κολιάτσου, στις 15 του Δεκέμβρη». Η συγγραφέας κληροδότησε στις επόμενες γενιές το έργο της, βιβλία που είχαν ως αφετηρία την αγάπη και το νοιάξιμό της για τα παιδιά.

Η Άλκη Ζέη διένυσε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, τόπο καταγωγής της μητέρας, Έλλης Σωτηρίου. Ο πατέρας της, Ζήνων Ζέης, ήταν τραπεζικός υπάλληλος και, αν και καταγόταν από την Άνδρο, είχε μεγαλώσει στην Κρήτη. Ουσιαστικά, εκείνη κι η αδερφή της έμειναν αρκετά χρόνια με τον παππού, εξαιτίας της ασθένειας της μητέρας της, η οποία έπασχε από φυματίωση και νοσηλευόταν σε σανατόριο στην Πάρνηθα.

Τα δύο κορίτσια περνούσαν ξέγνοιαστες κι ευτυχισμένες στιγμές στο νησί, σε τέτοιο σημείο ώστε να μην επιθυμούν να επιστρέψουν στους γονείς του. Η Σάμος, και συγκεκριμένα η περιοχή Μαλαγάρι, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την Άλκη Ζέη και κατέστη η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου «Το Καπλάνι της Βιτρίνας».

alkizeinea

Η μετεγκατάστασή τους στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε το 1937, όταν η Άλκη Ζέη ξεκίνησε το σχολείο. Η οικογένεια μετακόμισε σε πολλές γειτονιές, τα περισσότερα χρόνια όμως διέμεινες στην πλατεία Αμερικής. Φοίτησε στην Ιόνιο Σχολή, όπου γνώρισε τη Ζωρζ Σαρή, και τη Σχολή Αηδονοπούλου.

Η Άλκη Ζέη έλαβε ευρεία παιδεία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας του Θεάτρου, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.

Η συγγραφική της δραστηριότητα είχε ως αφετηρία την εφηβική της ηλικία. Καθοδηγήτρια στα πρώτα της βήματα κατέστη η Διδώ Σωτηρίου, η οποία είχε παντρευτεί τον θείο της Άλκης, Πλάτωνα. Η Άλκη Ζέη ξεκίνησε με έργα για το κουκλοθέατρο αλλά και διηγήματα ή νουβέλες που δημοσιεύονταν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Ο Κλούβιος, ένας από τους χαρακτήρες που δημιούργησε, αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικότερους ήρωες του Κουκλοθέατρου Αθηνών «Μπάρμπα Μυτούσης», που ίδρυσε η Περράκη-Θεοχάρη.

Η συγγραφή, ωστόσο, δεν αποτελούσε τη μοναδική της δραστηριότητα. Η δράση που επέδειξε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ούσα μέλος του αριστερού κινήματος της ΕΠΟΝ, αντικατόπτριζε τα ιδανικά της για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία.

Η στάση αυτή καθόρισε εν πολλοίς και την προσωπική της ζωή. Από το 1952 έως το 1964, εκείνη και ο σύζυγός της και θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σεβαστίκογλου, διέμειναν στη Σοβιετική Ένωση, και συγκεκριμένα στην Τασκένδη και τη Μόσχα, ως πολιτικοί πρόσφυγες. Προηγουμένως, η Άλκη Ζέη είχε εξοριστεί στη Χίο λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων και αργότερα βρέθηκε στην Ιταλία. Το ζευγάρι, που είχε γνωριστεί κατά τη διάρκεια των σπουδών της Άλκης στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, επανασυνδέθηκε το 1954 και απέκτησε δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Πέτρο.

Η παραμονή στη Σοβιετική Ένωση, δεν ανέκοψε τη συγγραφική της δραστηριότητα. Αντιθέτως, συνέγραψε μια σειρά παιδικών διηγημάτων που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νεανική Φωνή», η συντακτική επιτροπή του οποίου απαρτιζόταν από τους Μάριο Πλωρίτη, Τάσο Λιγνάδη και Κωστή Σκαλιώρα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, το αυτοβιογραφικό «Το καπλάνι της βιτρίνας», συνεγράφη το 1963, ενόσω βρισκόταν στη Μόσχα και αποτέλεσε το πρώτο παιδικό βιβλίο που περιείχε πολιτικές αναφορές.

Η επιστροφή τους στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1964. Εντούτοις, το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και η επικράτηση της Χούντας, τους ανάγκασε και πάλι σε εκπατρισμό. Έτσι, διέφυγαν στο Παρίσι, όπου και παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στη γαλλική πρωτεύουσα συνέγραψε και τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου», του οποίου θεματικό πυρήνα αποτελεί η Κατοχή και η Απελευθέρωση από τους Γερμανούς.

Η Άλκη Ζέη υπήρξε μία από τις πιο αγαπημένες συγγραφείς των παιδιών. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Η γραφή της χαρακτηρίστηκε από καθαρότητα και γλωσσική αρτιότητα. παράλληλα, ο λόγος της κατέστη κριτικός, ενώ με το χιούμορ αναδείχθηκε η διεισδυτική ματιά με την οποία απέδιδε τα γεγονότα.

Κατάφερε να δημιουργήσει έργα, τα οποία αν και πρωτίστως απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους, στην πραγματικότητα αναγιγνώσκονται ευχάριστα και από τους ενήλικες. Οι θεματικές των βιβλίων της συγκεράζουν τα προσωπικά της βιώματα με τα ιστορικά γεγονότα, ενώ οι ιδέες τους είναι οικουμενικές και πανανθρώπινες.

alki zei

Υπήρξε φίλη με σημαντικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα, όπως ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, η Μελίνα Μερκούρη, ο Τίτος Πατρίκιος και η ηθοποιός Ξένια Καλογεροπούλου.

Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και αγωνιούσε για το παρόν και το μέλλον τους, κάτι που είναι διακριτό όχι μόνο στα έργα της αλλά και στις συνεντεύξεις της. Μάλιστα, η ίδια είχε δηλώσει σχετικά με τη διαπαιδαγώγησή τους πως, «Ο σκοπός του γονιού είναι να ξεψαχνίσει τα θέλω του παιδιού και να το βοηθήσει να τα πραγματοποιήσει». Η Άλκη Ζέη δεν δίστασε να ασκήσει κριτική και στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: «Ο ρόλος του γονέα δεν αρκεί για την διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού. Πρέπει να συμβάλλει και το σχολείο. Δυστυχώς στην Ελλάδα, το σύστημα δεν βοηθάει. Επαφιόμαστε στον πατριωτισμό των δασκάλων. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί δάσκαλοι που είναι πραγματικοί ήρωες, αφού κάνουν τα παιδιά να αγαπούν τα βιβλία».

Το 2003 κέρδισε το βραβείο εφηβικού μυθιστορήματος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το έργο «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της», ενώ ένα χρόνο αργότερα ήταν υποψήφια για τα βραβεία Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και Άστριντ Λίντγκρεν Λογοτεχνίας.

 images

Το 2010, της απονεμήθηκε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών ως αναγνώριση της συνολικής προσφοράς της στη Λογοτεχνία. Το 2012 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε τον τίτλο της επίτιμης διδάκτορος του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 2015 η Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών, την τίμησε με τον ίδιο τρόπο.

Επίσης, τον Ιανουάριο του 2015, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, της απέδωσε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής και λίγους μήνες αργότερα, η Γαλλία την τίμησε με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων.

Η συγγραφέας απεβίωσε στις 27 Φεβρουαρίου 2020.

Αυτή την περίοδο ανεβαίνει «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» στο Θέατρο Βασιλάκου. Μια παράσταση που αξίζει να δείτε!

 

«Ο Μεγάλος Περίπατος Του Πέτρου»: Ιδέες Για Παιχνίδι Πριν Και Μετά

Από τη Μαρία Κακαλή

Ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής. Η γραφή του διαποτίστηκε από τον άκρατο λυρισμό και το συναίσθημά του, προσδίδοντας τη δική του προσωπική σφραγίδα στην νεοελληνική ποίηση και στιχουργία. Έγινε φίλος με τον Ελύτη κι οι δυο μαζί κατάφεραν με το έργο τους να κερδίσουν την αθανασία. Ταπεινός και υπέρμαχος της ελευθερίας, αποτυπωμένης σε κάθε έκφανση της ζωής του. Συνδέθηκε άρρηκτα και μελοποιήθηκε από τους «μεγάλους» της ελληνικής μουσικής.

Η γέννησή του ανάγεται στο 1911 και συγκεκριμένα στις 8 Δεκεμβρίου. Η καταγωγή του ήταν από ένα χωριό της Αρκαδίας, τα Χάνια της Φραγκόβρυσης. Μαθήτευσε στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο της Τρίπολης. Σύντομα επιδόθηκε στην ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και στη μελέτη της ποίησης του Ελύτη και του Σολωμού.

Η οικογενειακή μετακόμιση στην Αθήνα σηματοδότησε και την έναρξη των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στο Τμήμα Φιλολογίας. Ο Γκάτσος δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ωστόσο, η διακοπή αυτή, δεν τον εμπόδισε να συνδεθεί με σημαντικούς ποιητές της εποχής του.

Τα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός» φιλοξένησαν τα πρώτα του ποιητικά έργα, το 1931 και το 1933 αντίστοιχα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε για το δημοτικό τραγούδι. Αργότερα, εστίασε στο νεωτεριστικό πρότυπο που αντανακλούσε η ευρωπαϊκή ποίηση.

010100025586

Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, εξέδωσε την ποιητική σύνθεση με τίτλο «Αμοργός», η οποία και τον ανέδειξε. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως ο Γκάτσος συνέγραψε το συγκεκριμένο ποίημα εν μία νυκτί, αξιοποιώντας το σύστημα αυτόματης γραφής των σουρεαλιστών δημιουργών.

«[…]Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.[…]»

Η «Αμοργός» αποτελεί το τελευταίο έργο του πρώτου κύκλου του υπερρεαλισμού, εκπρόσωποι του οποίου υπήρξαν ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Έκτοτε ο Γκάτσος εξέδωσε μόλις τα τρία ακόλουθα ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947), «Το Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963).

Το πρώτο του έργο που συμπεριλήφθηκε σε δίσκο ήταν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» το 1958, τραγουδισμένο από τη Νάνα Μούσχουρη. Ο Γκάτσος εμπνεόταν από τον Χατζηδάκι και τον Ξαρχάκο. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους προαναφερθέντες και άλλους σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης.

«Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου


δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά


τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου


μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά» (μουσική: Μίκης Θεοδωράκης)

Το 1971 βραβεύτηκε από την Ακαδημία της Βαρκελώνης.

«Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι ο πατέρας του στον Άδη
άκουσε μια τουφεκιά.

Της γενιάς μου βασιλιά,
μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.

Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον Άδη
τράβηξε μια χαρακιά.

Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μην περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.» (μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος)

Σημαντικό κατέστη το μεταφραστικό του έργο, πόσω μάλλον αν αναλογιστεί κάποιος πως ήταν αυτοδίδακτος στις ξένες γλώσσες. Ο Γκάτσος μετέφρασε θεατρικά κείμενα σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό, με αφετηρία τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα.

Η Αγαθή Δημητρούκα υπήρξε σύντροφος του Γκάτσου για πολλά χρόνια. Σε συνέντευξή της έχει αναφερθεί στον πατέρα του, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του προς την Αμερική και μάλιστα το άψυχο σώμα του εναποτέθηκε στη θάλασσα. Όπως σημείωσε η ίδια, το γεγονός αυτό στιγμάτισε τον Γκάτσο, κάτι που είναι διακριτό στο έργο του. Η ιστορία του θανάτου του πατέρα συγκλόνισε όλη την οικογένεια. Ο ποιητής δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τη σκηνή θρήνου της μητέρας του όταν πληροφορήθηκε τα θλιβερά νέα. Ο Γκάτσος, μετά τον θάνατο και της μητέρας του, βίωσε ακόμη μία απώλεια… εκείνης της αδερφής του στα τέλη του 1973.

Η Δημητρούκα έχει αναφερθεί και στον χαρακτήρα του Γκάτσου, στο «παροιμιώδες» - όπως το χαρακτήρισε – χιούμορ του, στη φαινομενική βλοσυρότητά του και στη ζεστή καρδιά του.

Ο ποιητής διατηρούσε στενή φιλία με τον ηθοποιό Σωτήρη Μουστάκα και την οικογένειά του. Παράλληλα, η σχέση που είχε αναπτύξει με τον Ξαρχάκο και τον Χατζηδάκι ήταν παραπάνω από φιλική. Με τον πρώτο συμπεριφέρονταν σαν να ήταν πατέρας – γιος, με τον δεύτερο σαν να ήταν αδέρφια.

«Άσπρο περιστέρι μεσ’ τη συννεφιά


μου `δωσες το χέρι να `χω συντροφιά


άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό


κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ» (μουσική: Μάνος Χατζηδάκις)

Ο Χατζηδάκις, αναφερόμενος στην «Αμοργό», είχε επισημάνει πως επρόκειτο για «μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».

Υπέροχη φίλη για εκείνον ήταν κι η Νάνα Μούσχουρη. Με τον Οδυσσέα Ελύτη γνωρίστηκε το 1936 και για 50 χρόνια συνήθιζαν να πίνουν τον καφέ τους στον «Λουμίδη».

Όσον αφορά την πολιτική του θέση, ο ίδιος είχε δηλώσει: «Δεν μπορείς να πας με καμία κυβέρνηση, γιατί, πάντα, κάθε κυβέρνηση θα αδικεί. Πρέπει να είσαι με τη μεριά του αδικημένου ή του κριτή, του απέναντι».

Πίστευε στον Χριστιανισμό αλλά δεν ήταν θρησκόληπτος. Διαφωνούσε με κάθε εκχυδαϊσμό της θρησκείας, σεβόμενος τα πρόσωπα της πίστης.

Ο Νίκος Γκάτσος απεβίωσε στις 12 Μαΐου 1992. Ο καρκίνος νίκησε το σώμα του… δεν μπόρεσε να νικήσει όμως το συναίσθημά του, αυτό το συναίσθημα που ρέει διάχυτα ακόμη σε κάθε λέξη του, για να μας θυμίζει πως υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος, λιγότερο πεζός και μονότονος και, πως ακόμη κι αν αυτός ο κόσμος δεν αλλάξει ποτέ, οι άνθρωποι πάντοτε θα ελπίζουν…

«[…] Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...» (μουσική: Μάνος Χατζηδάκις)

Από τη Μαρία Κακαλή 

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών που διαδραματίστηκαν ύστερα από την αποχώρηση του ηθοποιού Άρη Σερβετάλη από τη θεατρική παράσταση «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο, συνέπεσαν με τη συμπλήρωση 112 χρόνων από τη γέννηση του «πατέρα» του θεάτρου του Παραλόγου. Ο δραματουργός που γεννήθηκε στη Σλάτινα της Ρουμανίας στις 26 Νοεμβρίου 1909, έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην Τέχνη.

Ο Ιονέσκο πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά το διαζύγιο των γονέων του. Εν συνεχεία, μετοίκησε με τον πατέρα του στη Ρουμανία, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, ενώ αναγορεύτηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας.

Το 1928, και παρά την έντονη διαφωνία του πατέρα του, ο Ευγένιος επιδόθηκε στην ενασχόληση με την ποίηση και τη λογοτεχνία, δημοσιεύοντας το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Bilete de papagal». Δύο χρόνια αργότερα, κοινοποίησε την κριτική του για τον Ρουμανό ποιητή Ιλάριε Βόρονκα, ενώ το 1931 εξέδωσε την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ελεγείες για μικροσκοπικά πράγματα» και το 1934 τη συλλογή κριτικών δοκιμίων «Όχι». Το τελευταίο του έργο, μάλιστα, προκάλεσε την αντίδραση των λογοτεχνών της Ρουμανίας, καθώς έβριθε σαρκαστικών σχολίων εναντίον του συντηρητικού κύκλου της ελίτ.

Το 1936 νυμφεύθηκε τη Ροντίκα Μπουριλεάνου και δύο χρόνια αργότερα μετεγκαταστάθηκαν στο Παρίσι μαζί με την κόρη τους. Η επικείμενη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επέβαλλε την επιστροφή τους στη Ρουμανία. Ωστόσο, η δυστυχής καθημερινότητά τους σε αυτή τη χώρα, κατέστησε σχεδόν αναπόφευκτη τη μετοίκησή τους στη Μασσαλία το 1942.

Ο Ιονέσκο απεβίωσε στις 28 Μαρτίου του 1994. Πάνω στον τάφο του καταγράφηκε το γαλλικό ρητό, «Προσευχηθείτε στον – δεν ξέρω και εγώ σε ποιον – στον Ιησού Χριστό, υποθέτω». Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του, συγκαταλέγονται «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» (1950), «Οι Καρέκλες» (1952), «Δολοφόνος χωρίς αμοιβή» (1959) και «Ρινόκερος» (1969). Για την προσφορά του στη Λογοτεχνία και την Τέχνη, τιμήθηκε με πολλά βραβεία, ενώ διατέλεσε και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1970.

ionesko

Αναφερόμενος στο έργο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια», επεσήμανε πως «O αυτοματισμός της γλώσσας, η συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα».

Ο «Ρινόκερος» αποτελεί ένα κείμενο που διέπεται από συγχρονία και διαχρονία, δεδομένου πως ο ολοκληρωτισμός σε κάθε έκφανσή του, είναι διακριτός σε κάθε εποχή. Ο Ιονέσκο, αξιοποιώντας έστω και με συμβολικό τρόπο το φαινόμενο της πανδημίας, συνταράσσει τους θεατές και τους αναγνώστες του, υποβάλλοντάς τους σε μια ασυνείδητη σύνδεση με το θλιβερό παρόν.

Τα έργα του Ιονέσκο αντικατοπτρίζουν την απέχθεια που εξέφραζε απέναντι στον απτό κόσμο, την ίδια στιγμή που διατεινόταν πως πλησίον μας κείται ένας άλλος, καλύτερος κόσμος. Επίσης, όσον αφορά το θέατρο, ο Ιονέσκο έλεγε πως, «Τα πάντα είναι κωμικά, τίποτα δεν είναι τραγικό, όλα είναι πραγματικά και μη, δυνατά και αδύνατα, σοβαρά και γελοία».

Από τη Μαρία Κακαλή 

Η 17η Νοεμβρίου έμελλε να γίνει η νύχτα που στιγμάτισε τη νεότερη ελληνική ιστορία. Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, η ιδεολογία της λαϊκής μάζας που εξεγέρθηκε ενάντια στη δικτατορία του ’67, είναι αδυσώπητα παρούσα απέναντι σε κάθε ψήγμα φασισμού που υποσκάπτει τη δημοκρατία και τις ανθρώπινες ελευθερίες.

Τα παιδιά, ήδη από τα πρώτα τους σχολικά βήματα, διδάσκονται τα ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται με την ανάληψη της εξουσίας από τους Συνταγματάρχες και τους αγώνες των Ελλήνων, και δη των φοιτητών, για την πτώση του χουντικού καθεστώτος και την επάνοδο της δημοκρατίας.

Η Επέτειος του Πολυτεχνείου εορταζόταν ανέκαθεν στα σχολεία και έτσι τα παιδιά, μέσα από τα ποιήματα, τα τραγούδια και τις ιστορικές αφηγήσεις, λάμβαναν γνώση των σημαντικότερων πτυχών της ένδοξης αυτής σελίδας της σύγχρονης ιστορίας. Δεδομένης της πανδημίας, οι σχολικές εορταστικές εκδηλώσεις έχουν περιοριστεί κατά πολύ. Παρόλα αυτά, οι εκπαιδευτικοί φροντίζουν να διδάσκουν σχετικά τα παιδιά, να προβάλλουν βίντεο με εικόνες από την εξέγερση και τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου και να αναπαράγουν τραγούδια που συνδέθηκαν με αυτή την ιστορική περίοδο.

Ωστόσο, πέραν του σχολείου που διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη μεταλαμπάδευση των ιστορικών γνώσεων, η Λογοτεχνία καλείται να πραγματώσει για ακόμη μία φορά την αποστολή της και να μην περιοριστεί αποκλειστικά στην τέρψη των μικρών αναγνωστών. Τα βιβλία αποτελούν μέσο διακίνησης ιδεών, πόσω μάλλον εκείνων που αφορούν το ιδανικό της ελευθερίας. Επιπλέον, αναπαράγουν τα θλιβερά ιστορικά γεγονότα με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίστανται κατανοητά στα παιδιά αλλά όχι επώδυνα.

eksegersi politexeio

Ένα τέτοιο βιβλίο συνιστά και «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου» του Φίλιππου Μανδηλαρά. Ο συγγραφέας επέλεξε να αποδώσει τα γεγονότα μέσα από στιχάκια που δύνανται να αποτυπωθούν στη μνήμη των παιδιών, ξεκινώντας από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο για να καταλήξει στην ακυβερνησία που επικράτησε τη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα και οδήγησε στο πραξικόπημα και το Πολυτεχνείο. Η χιουμοριστική και πολύχρωμη εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια, προσδίδουν ακόμη μεγαλύτερη παραστατικότητα στον λόγο.

«Στο Πολυτεχνείο αποφάσισε να κλειστεί,

απαγορεύσεις, φυλακές να μην τις φοβηθεί.

Γιατί το γνωρίζει πως πάλευε για την ελευθερία,

στον τόπο μας για να ξανάρθει η δημοκρατία»

OIP

Η Μαρίζα Ντεκάστρο έλαβε το 2019 από τη Διεθνή Παιδική και Νεανική Βιβλιοθήκη του Μονάχου την τιμητική διάκριση White Ravens για το βιβλίο της «2651 ημέρες δικτατορίας». Το κείμενο της Ντεκάστρο, σε συνδυασμό με την εικονογράφηση του Βασίλη Παπαγεωργίου, διέπεται από παιδαγωγικούς και διδακτικούς συμβολισμούς και ενεργοποιεί το κοινό της, προκειμένου αυτό να αναπτύξει κριτική σκέψη και μαθησιακές και κοινωνικές δεξιότητες. Οι «2651 ημέρες δικτατορίας» είναι κάτι περισσότερο από ένα διδακτικό βιβλίο που παραθέτει ιστορικά γεγονότα. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα λεύκωμα ή ημερολόγιο που ταλαντεύεται ανάμεσα στη μνήμη και το βίωμα της έφηβης τότε συγγραφέως.

kyradimokratia

«Η κυρά Δημοκρατία» της Κωνσταντίνας Αρμενιακού απευθύνεται σε παιδιά που βρίσκονται ακόμη και στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Με τη συμβολή της ζωηρής εικονογράφησης του Παναγιώτη Καψάσκη, οι μικροί αναγνώστες γίνονται θεατές ενός πραξικοπηματικού γεγονότος σε ένα χωριό, κατά το οποίο η Ρία η Δικτατορία παίρνει την εξουσία με το «έτσι θέλω» και φυλακίζει την κυρά Δικτατορία! Οι κάτοικοι, όμως, λαμβάνοντας αφορμή από το τραγούδι ενός παιδιού, αποφασίζουν να την απελευθερώσουν και να διώξουν τη Δικτατορία.

R

«Τα γενέθλια» της Ζωρζ Σαρή, αν και κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1977, μέχρι και σήμερα αποτελούν ένα βιβλίο που παρουσιάζει με εύληπτο τρόπο τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της επταετίας. Η ηρωίδα, η Άννα, είναι ένα οχτάχρονο κορίτσι που ενώ ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά του, έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα της δικτατορίας. Το βιβλίο πραγματεύεται την αξία της ιδεολογίας στη ζωή του ανθρώπου, επισημαίνοντας πως, «Όταν πιστεύει ένας άνθρωπος σε μια ιδέα πολύ πρέπει να την υπερασπίζεται, ακόμη και να πεθάνει γι’ αυτή».

Από τη Μαρία Κακαλή

Η Ρηνιώ Κυριαζή είναι μια πολύπλευρη καλλιτέχνιδα. Με σπουδές στον τομέα της Υποκριτικής, της Φωνητικής αλλά και της Παιδαγωγικής, καταφέρνει να διεισδύει στα μύχια της «ψυχής» κάθε κειμένου και να μεταλαμπαδεύει στους θεατές συναισθήματα και σκέψεις.

Αυτή την περίοδο, πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Ανάμεσα στα ερείπια των Ελεύθερων Πολιορκημένων», η οποία φιλοξενείται στο θέατρο Φούρνος για πέντε μόνο Σαββατοκύριακα. Πρόκειται για τη θεατρική απόδοση του ποιήματος του Διονύσιου Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Η Ρηνιώ Κυριαζή, υποκινούμενη από την αγάπη της για το συγκεκριμένο έργο του ποιητή και ούσα συγκλονισμένη από τον κραδασμό που αυτό εκπέμπει, ανέλαβε τη δραματουργική επεξεργασία και τη σκηνοθετική επιμέλεια, ενώ παράλληλα πρωταγωνιστεί στην παράσταση.

rinio kyriazi 2 texnes plus

Ποιο ήταν το εφαλτήριο για να ασχοληθείτε με τη δραματουργική προσέγγιση του έργου του Διονύσιου Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»;

Είναι ένα ποιητικό έργο που αγαπώ από τότε που άρχισα να διαβάζω φωναχτά κείμενα που μ’ ενδιέφεραν. Ήταν όταν συνειδητοποιούσα πως πέρα από το νόημα, ο ήχος μεταφέρει νόημα. Κι έτσι περνούσα ώρες μιλώντας τα μόνη μου. Αυτή η τρέλα με έχει στηρίξει σε πολλές δύσκολες στιγμές. Αργότερα δούλεψα αυτό το κείμενο με μαθητές μου και τελευταία θέλησα να το προτείνω στην ΕΡΤ για μια εκπομπή στο ραδιόφωνο. Έτσι, δημιουργώντας ένα έργο για ακρόαση, μπήκα στην ουσία των ήχων του, απαλλαγμένη από την αγωνία της αναπαράστασης. Τελικά η παράσταση επιμένει στο πρωταρχικό στοιχείο που με συγκλόνισε, στο έργο του Διονυσίου Σολωμού, στον κραδασμό του.

Ο λόγος του Διονύσιου Σολωμού βρίθει συμβολισμών, λυρισμών και νοημάτων. Με τη δραματουργία μπορούν όλα αυτά να μεταλαμπαδευτούν στον θεατή;

Ένιωσα δέος, απελπισία, τρόμο και ενθουσιασμό. Προσπάθησα να το αφουγκραστώ όσο πιο ειλικρινά μπορούσα. Με πολύτιμο σύμβουλο τον Στέφανο Ροζάνη αναρωτήθηκα πάνω στις πρωταρχικές σκέψεις που είχα: - ότι δεν θα έπρεπε να ενώσω τα κομμάτια του αποσπασματικού αυτού έργου αλλά να τα αφήσω να αιωρούνται - ότι πρόκειται για έναν ιστό αράχνης όπου όλα ξετυλίγονται κυκλικά κι όχι ευθύγραμμα – ότι οι στίχοι μοιάζουν με αυθύπαρκτα λουλούδια, σαν μικρά τραγούδια, μικρά αριστουργήματα. Από την άλλη έβλεπα σαν ξεκάθαρες ευθείες τους άξονες των αντιθέσεων: ο μικρός και ταυτόχρονα μεγάλος τόπος απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, η ομορφιά της φύσης απέναντι στην πολιορκία και τον θάνατο, ο ηρωισμός απέναντι στην αδυναμία, το φως μέσα στο σκοτάδι, οι πολιορκημένοι εσωτερικά ελεύθεροι. Δούλεψα πολύ, μελέτησα πολύ και επέλεξα πολύ προσεκτικά τους συνεργάτες μου. Στη δραματουργία συμβάλλουν καθοριστικά η μουσική του Νίκου Βελιώτη που αναδημιουργεί ζωντανά η Αρετή Πολυμενίδη, η υποκριτική της Ειρήνης Κουμπαρούλη και του Μιχάλη Κουτσκουδή, η κίνηση στην οποία μας έχει οδηγήσει η Άλκηστις Πολυχρόνη και τα φωτιστικά τοπία της Στέβης Κουτσοθανάση.

Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει πως, «Το σώμα είναι ηχείο και ευτυχισμένος μπορεί να είναι κανείς μόνο όταν ηχεί, αντηχεί και συνηχεί, μόνο τότε μπορεί να αγαπήσει τον δικό του ήχο και να τον αποδεχτεί, τον ήχο του άλλου και να τον δεχτεί». Στη συγκεκριμένη παράσταση, ο θεατής και ο δραματουργός συνδέονται με αυτό τον τρόπο;

Ελπίζω πως ναι. Για μένα αυτός είναι ένας πρωταρχικός στόχος. Το θέατρο για μένα είναι πολύτιμο γιατί το σώμα του ηθοποιού μεταφέρει στον θεατή τον παλμό του. Αυτή η δόνηση μεταφέρεται όπως οι ομόκεντροι κύκλοι που δημιουργεί στο νερό ένα βότσαλο που βυθίζεται. Ηθοποιός και θεατής κινούνται μαζί, συν-κινούνται σε μια σκέψη, μια φράση, μια κίνηση, μια στιγμή.

Πιστεύετε πως οι σπουδές σας πάνω στις μεθόδους της φωνής και η σύνδεσή σας με τον τόπο καταγωγής σας, τα Γιάννενα και γενικότερα την Ήπειρο, που φημίζεται για τη μουσική του παράδοση, σας βοηθούν στη συγκεκριμένη παράσταση; Αποτελούν εφόδια για την αποτύπωση του σπαραγμού και της οδύνης που αποπνέει το έργο του Σολωμού;

Για μένα το έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι η γλώσσα μας και έχω σπουδάσει τη φωνή για να μιλήσω τη γλώσσα αυτή. Η Ήπειρος είναι πάντα μέσα μου όπως και η Λέσβος και η μουσική τους, στον λόγο ή στο τραγούδι, αλλά και κάθε μέρος που ταξίδεψα.

 

Ο Σολωμός, αναλογιζόμενος τα δεινά των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την Έξοδο του Μεσολογγίου, ανέδειξε με το έργο του την ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Σε ποιο βαθμό πιστεύετε πως η ανάγκη αυτή είναι παρούσα στους ανθρώπους εν καιρώ ειρήνης;

Δεν θα μπορούσα να συγκρίνω τη δεδομένη ιστορική στιγμή με τίποτα προηγούμενο ή επόμενο. Η σκέψη της πράξης αυτών των ανθρώπων μου προκαλεί συγκίνηση, θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη. Από κει και πέρα σε ανάλογα επίπεδα με την εποχή στην οποία ζούμε παλεύουμε όλοι καθημερινά για αγάπη, αξιοπρέπεια και ελευθερία, ποτέ δεν μας χαρίζονται, ποτέ δεν είναι δεδομένες.

Παρατηρούμε πως, ενώ κάθε χρόνο ανεβαίνουν πολλές παραστάσεις, δεν είναι συνήθης η θεατρική μεταφορά ενός ελληνικού κλασικού κειμένου ή ποιήματος. Πιστεύετε πως έχει παγιωθεί η πεποίθηση πως τα έργα των ξένων συγγραφέων είναι σπουδαιότερα;

Θα έλεγα ότι έχουν γίνει αρκετές σημαντικές παραστάσεις με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Πιστεύω επίσης ότι πάντα οι καλλιτέχνες αλλά και οι θεατές αγαπούν ιδιαίτερα το αρχαίο δράμα. Σε σχέση με τη σύγχρονη δραματουργία νομίζω ότι θα μπορούσαμε να αναδείξουμε περισσότερο τους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί.

«Ανάμεσα στα ερείπια των Ελεύθερων Πολιορκημένων»

Θέατρο «Φούρνος», Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα

Σάββατο & Κυριακή στις 21:00

Για 10 μοναδικές παραστάσεις 

 

Σκηνοθεσία - δραματουργική επεξεργασία: Ρηνιώ Κυριαζή

Επιστημονικός σύμβουλος: Στέφανος Ροζάνης

Μουσική: Νίκος Βελιώτης

Κίνηση: Άλκηστις Πολυχρόνη

Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση

Ηθοποιοί: Ειρήνη Κουμπαρούλη, Μιχάλης Κουτσκουδής, Ρηνιώ Κυριαζή

Βοηθός σκηνοθέτη- sound space: Αρετή Πολυμενίδη

Φωτογραφίες αφίσας: Σοφία Χουλιαρά

Φωτογραφίες: Βλαδίμηρος Γιαννακάκος

Γραφίστας: Νίκος Κωτούλας

Εταιρεία παραγωγής: Άλκη Α.Μ.Κ.Ε.

Από τη Μαρία Κακαλή

110 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη γέννηση του σπουδαίου Έλληνα ποιητή, Οδυσσέα Ελύτη. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Γενιάς του ’30. Αγάπησε την Ελλάδα και τη δόξασε μέσα από τα έργα του, ζωγραφίζοντας κάθε γωνιά της με τα πινέλα της γραφής του. Μια γραφή ξεχωριστή… λυρική, συγκινητική και αγέρωχη, όπως τα νοήματα που την έπλεξαν, προστάζουν…

Τα πρώτα χρόνια

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Οι γονείς του, Παναγιώτης Αλεπουδέλης και Μαρία Βρανά, κατάγονταν από τη Λέσβο. Ο πατέρας του είχε ιδρύσει στο Ηράκλειο εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας. Ο ποιητής προτίμησε το ψευδώνυμο αντί του πραγματικού του ονόματος. Ο ίδιος είχε πει πως, η επιλογή του αυτή υποκινήθηκε από την επιθυμία του να απομακρυνθεί από το επίθετο της οικογένειάς του, καθώς αυτό ήταν «συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό», όπως ο ίδιος έλεγε.

Τα γεγονότα του Μεγάλου Πολέμου ανάγκασαν την οικογένεια Αλεπουδέλη να μετοικήσει στην αττική γη. Η οικία της οδού Σόλωνος 98α, φιλοξένησε τους γονείς και τα έξι παιδιά. Ο πατέρας συνέχισε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αθήνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης, στα έξι του χρόνια, ξεκίνησε να φοιτά στο ιδιωτικό Λύκειο Μαρή της οδού Ιπποκράτους. Σύντομα η οικογένεια ήρθε αντιμέτωπη με μια τραγωδία. Η Μυρσίνη, η μεγαλύτερη αδερφή του ποιητή, πέθανε το 1918, ούσα 20 ετών.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1923, η οικογένεια Αλεπουδέλη ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Η Ιταλία, η Ελβετία, η Γερμανία και η Γιουγκοσλαβία ήταν κάποιοι από τους σταθμούς. Το 1924, η Λωζάνη αποτέλεσε τον τόπο γνωριμίας του Οδυσσέα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ένα πολιτικό πρόσωπο που τύγχανε της εκτίμησης όλης της οικογένειας. Ο Οδυσσέας συνέχισε τις σπουδές του στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Το 1925, ο πατέρας του απεβίωσε.

elyths odysseas moto

Η αρχή της πνευματικής ωρίμανσης

Οι πνευματικές αναζητήσεις του Οδυσσέα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη από τα μαθητικά του χρόνια. Σε νεαρή ηλικία συνεργάστηκε με το μνημειώδες περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων», ενώ αρεσκόταν στην ανάγνωση ελληνικών και γαλλικών λογοτεχνικών έργων. Η ποίηση του Καβάφη και του Καρυωτάκη ήρθαν στη ζωή του το 1927 και το 1928 αντίστοιχα. Καθόλη τη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων, ταξίδευε στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία και αποτέλεσαν μία εκ των πηγών της έμπνευσής του.

Το 1929 σηματοδότησε την ποιητική του πορεία. Η μελέτη του σουρεαλισμού και του έργου των Λόρκα και Ελιάρ τον καθόρισαν. Ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική Σχολή Αθηνών. Την ίδια περίοδο. η οικογένεια μετακόμισε στην Πλατεία Αμερικής. Το 1933, ο Ελύτης, συμμετέχοντας στην Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα του Πανεπιστημίου, είχε την ευκαιρία να συνδιαλεχθεί με τον Ιωάννη Συκουτρή, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Η συνάντησή του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Θεόφιλο, συνετέλεσε στην ποιητική αποτύπωση των εικόνων του. Παράλληλα, ο Γιώργος Σαραντάρης τον έφερε σε επαφή με τους εκδότες του περιοδικού «Νέα Γράμματα», ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς. Σε αυτό δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Του Αιγαίου».

Το 1936 αποτέλεσε την αφετηρία για τη δημιουργία μιας μακρόχρονης φιλίας με τον Νίκο Γκάτσο. Οι δύο ποιητές συνήθιζαν να συνευρίσκονται και με έτερους σημαντικούς άνδρες της εποχής, όπως τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα και τον ομότεχνό του Γιάννη Μόραλη. Καθοριστική κατέστη η γνωριμία του Ελύτη με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, ιδρυτή του εκδοτικού οίκου «Ίκαρος». Σημειώνεται πως, από τον «Ίκαρο» εκδόθηκαν τα περισσότερα έργα του.

Η συμμετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο

Οι στρατιωτικές υποχρεώσεις ανάγκασαν τον Ελύτη να διακόψει τις σπουδές του στη Νομική. Το 1938 απολύθηκε από τον στρατό ως έφεδρος αξιωματικός. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εξέδωσε 300 αντίτυπα από την ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσανατολισμοί». Το 1940, η οικογένεια μετακόμισε και πάλι, αυτή τη φορά στην οδό Ιθάκης 31. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως το ίδιο έτος, πραγματοποιήθηκε η μετάφραση των πρώτων ποιημάτων του Ελύτη στα γαλλικά, από τον Σάμουελ Μπομποβί.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος έφερε τον Οδυσσέα, ως ανθυπολοχαγό, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ένα χρόνο αργότερα, ο κοιλιακός τύφος τον οδήγησε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων, με τις πιθανότητες να επιζήσει, να είναι μηδαμινές. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνον… η ανάρρωσή του, στην Αθήνα πλέον, υπήρξε μακρά και συνέπεσε με τη γερμανική εισβολή και την Κατοχή στην Ελλάδα.

Τα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου

Το 1943 δημοσιεύτηκε η συλλογή του «Ήλιος ο Πρώτος», ενώ δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό «Τετράδιο», μεταφράζοντας ποιήματα του Λόρκα και δημοσιεύοντας την ελεγεία «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Η τοποθέτησή του στη διεύθυνση προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, ύστερα από πρόταση του Γιώργου Σεφέρη, υπήρξε σύντομη. Παράλληλα, ο Ελύτης επιδόθηκε σε μια άλλη μεγάλη αγάπη του, τη ζωγραφική.

Τα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου τον βρήκαν στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στην Ελβετία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Αγγλία. Εκεί συνδέθηκε στενά με εκπροσώπους της γαλλικής διανόησης και της Τέχνης. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Καμύ και ο Πικάσο. Το 1952 επέστρεψε στην Ελλάδα και στη θέση του στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ωστόσο, παραιτήθηκε και πάλι ένα χρόνο μετά.

Το 1959, εξέδωσε το «Άξιον Εστί», ένα έργο που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964 και έμελε να σηματοδοτήσει τη διαδρομή και την υστεροφημία του. Οι στίχοι του τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται από κάθε Έλληνα. Η ποίηση πια δεν αφορούσε την ελίτ και την κάστα των «εκλεκτών» διανοούμενων. Το «Άξιον Εστί» μετουσιώθηκε σε «κτήμα του Λαού». Παρατίθεται απόσπασμα από τον τρίτο ύμνο της Γενέσεως:

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα

Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες

η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος

«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε

Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως

κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου

και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις

όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου

αλλά λίγο το νερό

για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του

και το δέντρο μονάχο του

χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα

για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα

και να τραβάς του βάθους ολοένα

και πλατύς επάνου ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Τα χρόνια της δικτατορίας και η μεταπολίτευση

Την έναρξη της δικτατορίας πληροφορήθηκε ενόσω βρισκόταν στην οικία του, στην οδό Σκουφά 23. Την εποχή εκείνη ασχολούταν με τη μετάφραση του έργου της Σαπφώς. Δύο χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1971 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Διατέλεσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου κατά την περίοδο 1974 - 1977.

Ο Οδυσσέας Ελύτης τήρησε συνεπή ιδεολογική στάση καθόλη τη διάρκεια της πορείας του. Η συνέπειά του αυτή δεν του επέτρεψε να αποδεχθεί την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία θα συμμετείχε ως υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος. Μια δεύτερη άρνησή του αφορούσε τον τίτλο και τη θέση του Ακαδημαϊκού, εισήγηση που του γνωστοποιήθηκε το 1977.

Το βραβείο Νόμπελ

Η επίσημη παγκόσμια αναγνώριση του έργου του πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1979, οπότε και τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας της Σουηδικής Ακαδημίας. Η απονομή διεξήχθη στη Στοκχόλμη στις 10 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Η ομιλία του ολοκληρώθηκε με τα εξής λόγια: «Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' ολ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας».

Το τέλος

Ο κύκλος της ζωής για τον Οδυσσέα Ελύτη, έκλεισε στις 18 Μαρτίου 1996. Ο ίδιος, όμως, κέρδισε την αθανασία μέσα από τα έργα του. Λεξιπλάστης και ζωγράφος της ποίησης, σκιαγράφησε κάθε πτυχή της Ελλάδας και των Ελλήνων. Έρωτας, ηρωισμός, δύναμη, απέραντη ομορφιά, θλίψη…

«Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» («Μικρός Ναυτίλος», 1985)

Το αφιέρωμα αυτό δεν θα μπορούμε παρά να ολοκληρωθεί με ένα απόσπασμα από το έργο του «Το Μονόγραμμα», έναν ύμνο στον έρωτα και την αγάπη:

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερεις τοίχους , το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές:

Προσανατολισμοί (1939)

Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα (1943)

Άξιον Εστί 1959)

Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960)

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1962)

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971)

Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά (1971)

Το Μονόγραμμα (1972)

Τα Ρω του Έρωτα (1972)

Τα Ετεροθαλή (1974)

Μαρία Νεφέλη (1978)

Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982)

Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984)

Ο μικρός ναυτίλος (1985)

Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991)

Δυτικά της λύπης (1995)

Εκ του πλησίον (1998)

Δοκίμια:

Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου (1946)

Ο ζωγράφος Θεόφιλος (1973)

Ανοιχτά χαρτιά (1974)

Η μαγεία του Παπαδιαμάντη (1976)

Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1980)

Ιδιωτική Οδός (1990)

Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά (1990)

Εν λευκώ (1993)

Ο κήπος με τις αυταπάτες (1995)

Μεταφράσεις:

Ζαν Ζιρωντού: «Νεράιδα - Ονειρόδραμα σε τρεις πράξεις» (1973)

Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Ο κύκλος με την κιμωλία» (1974)

Δεύτερη Γραφή (1976)

Σαπφώ (1976)

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη (1985)

 

Ο Κώστας Καρυωτάκης υπήρξε σημαντικός Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Έχει αναγνωριστεί ως ο κυριότερος εκπρόσωπος της σύγχρονης λυρικής ποίησης και ένας από τους σπουδαιότερους Λογοτέχνες της Γενιάς του ’20. Με το έργο του, παρουσίασε στο ελληνικό αναγνωστικό το πνεύμα του Μοντερνισμού και αποτέλεσε την έμπνευση για μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Σεφέρης και ο Ρίτσος. Ο «καρυωτακισμός» διαπότισε την ελληνική ποίηση, με τους εκφραστές του να μιμούνται τον πεσιμισμό και τη μεμψιμοιρία, στοιχεία έκδηλα στη γραφή του Καρυωτάκη.

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν μηχανικός, με καταγωγή από την Κόρινθο. Με την Αικατερίνη Σκάγιαννη, η οποία καταγόταν από την Τρίπολη, απέκτησαν δύο ακόμη παιδιά, τη Νίτσα και τον Θάνο. Η οικογένεια μετοίκησε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα. Έτσι, ήδη από τα παιδικά του χρόνια, ο ποιητής έζησε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά.

Η λογοτεχνική δεινότητα του Καρυωτάκη διαφάνηκε από νωρίς. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του και συγκεκριμένα σε ηλικία δεκαέξι ετών, δημοσίευσε ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά και έλαβε μέρος σε διαγωνισμούς Λογοτεχνίας. ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και εκείνος του περιοδικού «Διάπλασις των Παίδων».

Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε να φοιτά στη Νομική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα με τις σπουδές του, δημοσίευε ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στα τέλη του 1917, αποφοίτησε από τη Σχολή. Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του απομακρύνθηκε από την εργασία του στο δημόσιο, χαρακτηριζόμενος ως αντιβενιζελικός.

Ο Καρυωτάκης επιχείρησε ανεπιτυχώς να διατελέσει τα καθήκοντα του Νομικού. Ως εκ τούτου, αναζήτησε μια θέση στο δημόσιο. Ο διορισμός του ως υπουργικός γραμματέας στην Α΄ Θεσσαλονίκης, τον ευχαρίστησε, καθώς πλέον βρισκόταν κοντά στους γονείς του. Ωστόσο, η τοποθέτησή του σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες ανά την Ελλάδα, δεν του προσέφερε ικανοποίηση. Εν τέλει, εργάστηκε στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως της Αθήνας. Το 1919 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων».

kariwtakis 1

Το 1922 γνώρισε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αν και η σχέση τους δεν κράτησε πολύ, ο έρωτάς τους ήταν μεγάλος και βαθύς. Αφορμή για τον χωρισμό τους στάθηκε η ασθένεια του Καρυωτάκη. Ο ίδιος έπασχε από σύφιλη, η οποία τότε αφενός ήταν ανίατη και αφετέρου στιγμάτιζε κοινωνικά τον νοσούντα. Ο ποιητής ζήτησε από τη σύντροφό του να χωρίσουν και, παρόλο που εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν και να μην αποκτήσουν τέκνα, ο Καρυωτάκης επέμεινε στην απόφασή του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1926, η Πολυδούρη αρρώστησε από φυματίωση. Ο πρώην σύντροφος και μεγάλος της έρωτας, την επισκέφθηκε στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν.

Το επόμενο έτος, ο Καρυωτάκης ολοκλήρωσε και εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες». Παράλληλα, ο ίδιος διακρινόταν για τη συνδικαλιστική του δράση, ενώ εργάστηκε στη Νομαρχία της Πρέβεζας ως δικηγόρος. Στις επιστολές που αντάλλασσε με πρόσωπα από το συγγενικό του περιβάλλον, εξέφραζε την αγωνία του για τη ζωή στην επαρχία.

Το πνεύμα του Καρυωτάκη διαμορφώθηκε από τα βιώματά του ως πολίτης μιας χώρας που ταλανήθηκε από πολλά δεινά. Ο ίδιος έζησε τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Μεγάλο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πέραν τούτων, η εποχή του έβριθε προβλημάτων, με αποτέλεσμα η ανεργία, η κοινωνική εξαθλίωση, οι απεργίες και η διαφθορά να είναι έκδηλα στοιχεία της καθημερινότητας.

Ως αποτέλεσμα, η νέα γενιά εξέφραζε την απογοήτευσή της και συνάμα αναζητούσε ένα πνευματικό αποκούμπι. Ο Καρυωτάκης δεν μπορούσε παρά να συμβαδίσει με αυτή την τάση, υποκινούμενος όχι μόνο από το ρεύμα της εποχής αλλά κυρίως από τα χαρακτηριστικά του εσώτερου εαυτού του που του «επέβαλλαν» να θρηνήσει για τον κόσμο που άλλαζε.

Ο Καρυωτάκης δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την απαισιοδοξία του, η οποία εκτός των άλλων ήταν αποτέλεσμα και της αποξένωσης που ένιωθε λόγω της ασθένειάς του. Στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτόνησε, όντας μόλις 32 ετών. Η σφαίρα που εναποτέθηκε στην καρδιά του, του έδωσε τη λύτρωση που αναζητούσε.

Στις τελευταίες χειρόγραφες σημειώσεις που άφησε, Στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του, έγραψε: «Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική. Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι. Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος. Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».

Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό αφιέρωμα για τον Κώστα Καρυωτάκη, παραθέτουμε ένα ποίημά του, το οποίο μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνο, την Κάλλια Σπυριδάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη και τα Διάφανα Κρίνα και, τραγουδήθηκε από τον Νικόλαο Ξυλούρη, τους Χαΐνηδες, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τα Διάφανα Κρίνα αντίστοιχα. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να κυκλοφορήσει και η εκδοχή του Νίκου Γρηγοριάδη με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα.

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Από τη Μαρία Κακαλή

Σάββατο απόγευμα και το Christmas Theater γεμίζει παιδικές φωνές. Αγόρια και κορίτσια όλων των ηλικιών, κρατώντας τα σακουλάκια με τα ζαχαρωτά τους, ετοιμάζονται να γνωρίσουν θεατρικά τον μεγαλύτερο ήρωα της μυθολογίας, τον Ηρακλή. Η εντυπωσιακή παράσταση που ετοίμασε η αγαπημένη των παιδιών, Κάρμεν Ρουγγέρη, λαμβάνει φέτος σάρκα και οστά, ύστερα από έναν χρόνο μη διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων στο πλαίσιο των μέτρων κατά της πανδημίας.

Η Κάρμεν Ρουγγέρη, όπως και η ίδια πληροφόρησε το κοινό πριν από την έναρξη της παράστασης, δημιούργησε τεκμηριωμένο κείμενο με βάση την ελληνική μυθολογία. Οι θεατές, μικροί και μεγάλοι, είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την αναπαράσταση των μύθων που αφορούν τη γέννηση, τη δράση και το τέλος του Ηρακλή αλλά και τη συμβολή του στη θέσπιση των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεκάδες μυθικοί ήρωες, τέρατα και θεοί πέρασαν μπροστά από τα μάτια τους, ζωντανεύοντας τα κείμενα που πολλά από τα παιδιά έχουν διαβάσει ή διδαχθεί στο σχολείο.

Η παράσταση ξετυλίχθηκε σε δύο επίπεδα, εκείνο των θεών και εκείνο των θνητών. Η σκηνοθετική αυτή προσέγγιση της Κάρμεν Ρουγγέρη συνετέλεσε στην κατανόηση της διάστασης που υφίσταται ανάμεσα στα δύο μέρη αλλά και στην επίδραση που οι θεοί είχαν στη ζωή και τη μοίρα των απλών ανθρώπων.

athloi

Ο Γιώργος Παράσχος ξεχώρισε με τη δυναμική παρουσία του στη σκηνή και ξεσήκωσε τους μικρούς θεατές, οι οποίοι συχνά τον χαιρετούσαν ή έσπευδαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις που έθετε, ώστε να τον βοηθήσουν να ολοκληρώσει τους άθλους του.

Από την άλλη πλευρά, ο Γιώργος Μπανταδάκης απέδωσε πιστά τον ρόλο του Ευρυσθέα, ενός βασιλιά που ενεργούσε υπό τις διαταγές της Ήρας και, αν και γεννήθηκε πρώτος και κέρδισε έτσι τον θρόνο των Περσιδών, δεν κατάφερε ποτέ να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον Ηρακλή.

Η παράσταση διήρκεσε σχεδόν δύο ώρες, κάτι που ενδεχομένως θα κούραζε τα παιδιά εάν η πλοκή και η εναλλαγή των σκηνών δεν ήταν γρήγορη. Η παραδοσιακή μουσική του Αντώνη Δελαπόρτα, διανθισμένη από τους στίχους του Ανδρέα Κουλουμπή, αποτέλεσε ιδανική επιλογή. Οι ήχοι ήταν οικείοι και επέτειναν το αίσθημα της τέρψης στους θεατές. Μάλιστα, στη σκηνή που αφορούσε τον έβδομο άθλο του Ηρακλή, ήτοι την αιχμαλωσία του Μινώταυρου και τη μεταφορά του στον Ευρυσθέα, η ανταπόκριση του κοινού στο άκουσμα της κρητικής μουσικής ήταν εναργής. Ο θίασος εν συνόλω συμμετείχε στις ζωηρές χορογραφίες που δημιούργησε ο Πέτρος Γάλλιας. Ιδιαίτερης απήχησης έτυχαν και οι σπαθογραφίες, των οποίων την επιμέλεια είχε ο Κωνσταντίνος Μπουμπούκης.

iraklis

Η Χριστίνα Κουλουμπή εντυπωσίασε τόσο με τις ενδυματολογικές όσο και τις σκηνογραφικές της δημιουργίες. Ξεχωριστές στιγμές της παράστασης ήταν η σκηνή στο Μαντείο των Δελφών και η αναπαράσταση του ενδέκατου άθλου του Ηρακλή, τα μήλα των Εσπερίδων.

Στη μεν πρώτη, ο Ηρακλής παρουσιάζεται να μεταβαίνει στην Πυθία για να μάθει με ποιον τρόπο θα εξιλεωθεί για το κακό που διέπραξε, τη δολοφονία της γυναίκας και των πέντε παιδιών του ως αποτέλεσμα της τρέλας που τον είχε κυριεύσει με απόφαση της Ήρας. Οι ηθοποιοί, ενδεδυμένοι στα λευκά, έφεραν στον νου των ενηλίκων τον Χορό αρχαίας τραγωδίας και προετοίμασαν τους μικρούς θεατές για όσα σε λίγα χρόνια θα παρακολουθήσουν.

Η δε δεύτερη, η σκηνή με τα μήλα των Εσπερίδων, ξεχώρισε σκηνογραφικά. Ο Άτλαντας, κρατώντας στα χέρια του τους ουρανούς, ενθουσίασε μικρούς και μεγάλους.

Η Χριστίνα Κουλουμπή, ωστόσο, διακρίθηκε και υποκριτικά, υποδυόμενη την Ήρα, ευρισκόμενη στο επίπεδο των θεών. Ο καυστικός και αυστηρός τόνος αντικατόπτριζε το μίσος της προς την Ηρακλή, τον γιο του Δία και της Αλκμήνης.

Η Κάρμεν Ρουγγέρη παρουσιάζει στο κοινό μια εντυπωσιακή παράσταση στο κοινό και δη στα παιδιά, ικανοποιώντας ένα διττό σκοπό: τη διδαχή και τη διασκέδαση. Πιστή στις αρχές που προστάζει ένα παιδικό – και όχι μόνο - θέαμα, αναπτύσσει την ιστορία του μεγαλύτερου ήρωα της ελληνικής μυθολογίας μέσα από ένα απλό κείμενο, που κάθε άλλο παρά απλοϊκό είναι. Οι θεατές, μικροί και μεγάλοι, είναι παρόντες καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και γίνονται αποδέκτες ενός διαχρονικού μηνύματος που έχει την αφετηρία του στους αρχαίους Έλληνες: «Δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο γι’ αυτόν που θα προσπαθήσει».

Στην παράσταση συμμετέχουν: Γιώργος Παράσχος, Γιώργος Μπανταδάκης, Στέλιος Νίνης, Άρης Δελαγραμμάτικας, Ντίνος Γκελαμέρης, Νίκος Καλιδώνης, Πέτρος Τσαπαλιάρης, Χρήστος Μπαλτάς, Άντεια Ολυμπίου, Έλενα Μιχαλάκη, Κωνσταντίνα Κουτσαυτάκη, Ιουστίνα Μάτσιασεκ.

Λόγω της επιτυχίας της, η παράσταση θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τις 7 Νοεμβρίου.

Για την παρακολούθησή της, απαιτείται είτε πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης είτε αρνητικό τεστ 72 (PCR) ή 48 ωρών (rapid). Για τα παιδιά 4-11 ετών, απαιτείται η προσκόμιση self test 24 ωρών.

Από τη Μαρία Κακαλή 

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, σπουδαίος ζωγράφος και ποιητής του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907. Αρεσκόταν να ξεκινά τα βιογραφικά του σημειώματα, τονίζοντας την ιδιότητα του ζωγράφου. Αν και υπέρμαχος του Υπερρεαλισμού, ποτέ δεν προσχώρησε σε αυτόν, όπως και ο ίδιος έλεγε. Αντίθετα, οι ιδέες του πνευματικού αυτού κινήματος, υπήρχαν μέσα του ανέκαθεν, όπως και το πάθος του για τη ζωγραφική.

Ο πατέρας του, Παναγιώτης, καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, όπου μαζί με τη σύζυγό του, Εριέττη Ιωαννίδη, και τους δύο του γιους, εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι του 1914 σε συνέχεια των γεγονότων του πολέμου. Ο Εγγονόπουλος, από το 1923 έως το 1927, έζησε ως εσωτερικός σε Λύκειο της γαλλικής πρωτεύουσας. Μετά το τέλος των σπουδών του, επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του ως στρατιώτης ακροβολιστής στο 1 ο Σύνταγμα Πεζικού. Το 1928 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο νυχτερινό Γυμνάσιο, με σκοπό να λάβει και ελληνικό απολυτήριο. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1932, ενεγράφη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στο εργαστήριο Βυζαντινής Τέχνης του Φώτη Κόντογλου, όπου φοιτούσε και ο Γιάννης Τσαρούχης. Δάσκαλος του Εγγονόπουλου υπήρξε ο Κωνσταντίνος Παρθένης.

Από το 1928 έως το 1930, εργάστηκε ως μεταφραστής σε Τράπεζα και γραφέας σε Πανεπιστήμιο, ενώ τα επόμενα τρία χρόνια διατέλεσε ημερομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Ο διορισμός του στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ήρθε το 1934, ενώ τον Μαϊο του 1940, πέτυχε τη μονιμοποίησή του ως Σχεδιαστής Α΄ Τάξεως.

Η πρώτη έκθεση ζωγραφικής με έργα του Νίκου Εγγονόπουλου έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1938. Χρησιμοποιώντας τέμπερες πάνω σε χαρτί, αποτύπωσε την εικόνα των παλαιών σπιτιών της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια περίοδο, συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Πικιώνη για τις μακέτες των αρχοντικών, ένα έργο που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Υφυπουργείου Τουρισμού. Ένα χρόνο αργότερα, παρουσίασε στο κοινό την πρώτη του ατομική έκθεση, ενώ το 1942 έλαβε μέρος στην «Επαγγελματική» έκθεση ζωγραφικής του Ζαππείου. Η ζωγραφική αποτελούσε για εκείνον αδιάσπαστο μέρος της καθημερινότητάς του. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε αναλάβει την επιμέλεια των σκηνικών και των κοστουμιών σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.

Τα ποιητικά έργα του Νίκου Εγγονόπουλου συνετέθηκαν παράλληλα με τα καλλιτεχνικά. Τον Ιούνιο του 1938 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», για την οποία ο Εγγονόπουλος λοιδορήθηκε από πολλούς κριτικούς της εποχής. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, έτερος υπέρμαχος του Υπερρεαλισμού, υπήρξε ο μοναδικός του υποστηρικτής. Ο ίδιος τον ενθάρρυνε, μάλιστα, λέγοντάς του: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν».

Ο Εμπειρίκος έμελλε για ακόμη μία φορά να σταθεί στο πλάι του Εγγονόπουλου, με αφορμή τη δίωξη του τελευταίου από τους Γερμανούς. Ειδικότερα, το 1944, ο ποιητής έγραψε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τον «Μπολιβάρ».

«Για τους µεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γεν-ναίους, τους δυνατούς,

Αρµόζουν τα λόγια τα µεγάλα, τα ελεύθερα, τα γεν- ναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια»

Έμπνευση για το ποίημα αυτό αποτέλεσε η προσωπικότητα του Σιμόν Μπολιβάρ, ο οποίος απελευθέρωσε τη Νότια Αμερική από τους Ισπανούς. Έτσι, το υπόγειο της οικίας του Εμπειρίκου φιλοξένησε τον Εγγονόπουλο μέχρι το τέλος του πολέμου.

Ο Εγγονόπουλος εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, ανάμεσα στις οποίες και τα «Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» και «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες». Παράλληλα, έγραψε και κάποια πεζά κείμενα. Ο ίδιος βραβεύτηκε πολλές φορές για το έργο του σε αμφότερες τις Τέχνες, τη Ζωγραφική και την Ποίηση, ενώ συμμετείχε σε σημαντικές Εκθέσεις ανά τον κόσμο. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27 η Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ το 1979 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος.

Ο Εγγονόπουλος αγαπούσε πολύ τα βιβλία και, όπως και με τη ζωγραφική, δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζει. Μάλιστα, συνήθιζε να αφήνει σε παγκάκια όποια βιβλία δεν του κέντριζαν το ενδιαφέρον, προκειμένου να τα βρει κάποιος άλλος που επιθυμεί να τα διαβάσει. Ο ίδιος εξέφραζε μέσα από τις Τέχνες του ιδανικά. Όπως, άλλωστε, έλεγε: «Δεν υπάρχουν παρά δύο σκοποί. Η αγάπη και η ελευθερία».

Απεβίωσε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδιάς. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ πίνακές του εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη και σε άλλες Πινακοθήκες της Ελλάδας.

Από τη Μαρία Κακαλή 

Ο Άλμπερ Καμύ υπήρξε Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Οι Τέχνες και η διανόηση του οφείλουν πολλά, καθώς με το έργο και τη ζωή του, κατάφερε να προωθήσει το ουμανιστικό πνεύμα και να συντελέσει καθοριστικά στη δημιουργία της Λογοτεχνίας του παραλογισμού. Στην εργογραφία του συγκαταλέγεται πλήθος μυθιστορημάτων, δοκιμίων, θεατρικών κειμένων και μεταφράσεων. Η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε το 1957 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθιστώντας τον, έως τότε, τον νεότερο βραβευμένο συγγραφέα.

Ο Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας από φτωχική οικογένεια. Όπως είχε πει και ο ίδιος, «Μεγάλωσα, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις τυμπανοκρουσίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και η Ιστορία μας από τότε δεν έπαψε να είναι: φόνος, αδικία, βία». Ο πατέρας του, Γάλλος στην καταγωγή, ήταν ένας βιοπαλαιστής που εργαζόταν σε οινοποιείο της περιοχής. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1914 κατατάχθηκε στον στρατό, τραυματίστηκε στη μάχη του Μάρνη και απεβίωσε λίγο αργότερα. Ο Άλμπερ ουσιαστικά γνώρισε τον πατέρα του μέσα από μια φωτογραφία, στην οποία αποτυπωνόταν η αποστροφή του στη θέαση μιας εκτέλεσης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μετοίκησε στο Αλγέρι μαζί με τη μητέρα, τον αδερφό του, τη γιαγιά του και τον παράλυτο θείο του. Ο ίδιος, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, συνάντησε σημαντικές ακαδημαϊκές προσωπικότητες. Ανάμεσα σε αυτές και ο Ζαν Γκρενιέ, ο οποίος δίδαξε στον Καμύ το έργο του Νίτσε.

Η συγγραφική δραστηριότητα ξεκίνησε από νωρίς για τον Καμύ. Τα πρώτα του κείμενα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Sud» το 1932. Μετά το Λύκειο σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή, έλαβε ειδίκευση στη Φιλοσοφία και παρακολούθησε σεμινάρια Κοινωνιολογίας και Ψυχολογίας. Η διπλωματική του εργασία αφορούσε τη σύνδεση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης στα έργα του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου. Κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών χρόνων του, επηρεάστηκε από σπουδαίους φιλοσόφους, όπως τον Σοπενχάουερ, τον Ντεκάρτ και τον Σπινόζα, αλλά και σημαντικούς συγγραφείς, όπως τον Ντοστογιέφσκι και τον Κάφκα.

Εντούτοις, η φυματίωση από την οποία νόσησε, ανέτρεψε τα σχέδια του για συμμετοχή στον διαγωνισμό πιστοποίησης και κατά συνέπεια ανέστειλε την ενασχόλησή του με την εκπαίδευση. Σημειώνεται πως, ο Καμύ ήταν πολιτικοποιημένος και προσκείμενος στο κομμουνιστικό κόμμα, από το οποίο, ωστόσο, απομακρύνθηκε δύο έτη μετά την εγγραφή του σε αυτό, με την αιτιολογία πως ήταν τροτσκιστής.

Η φυματίωση δεν επηρέασε μόνο την επαγγελματική του αποκατάσταση ως εκπαιδευτικός, αλλά και την ενασχόλησή του με μια έτερη μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο. Ο Καμύ μεταγενέστερα αναφέρθηκε στις αθλητικές του εμπειρίες, επισημαίνοντας πως, στο ποδόσφαιρο χρωστούσε όσα ήξερε για την ηθική και το καθήκον.

Το 1934 νυμφεύθηκε τη Σιμόν Ιέ. Ο γάμος τους διήρκεσε λίγο, καθώς και οι δύο απιστούσαν. Το 1935 ξεκίνησε να συγγράφει μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο «Η καλή και η ανάποδη»L' Envers et l' Endroit»), η οποία και δόθηκε στην κυκλοφορία δύο χρόνια αργότερα. Ο Καμύ ίδρυσε το επονομαζόμενο «Θέατρο της Εργασίας» («le Théâtre du Travail»), το οποίο μετονόμασε σε «Θέατρο της Ομάδας» το 1937. Παράλληλα, εργάστηκε στην εφημερίδα «Λαϊκό μέτωπο» («Front populaire»), Η δημοσιογραφική έρευνα που διεξήγαγε για τη Μιζέρια της Καμπυλίας, προκάλεσε πολιτικές αντιδράσεις. Ως αποτέλεσμα, η εφημερίδα σταμάτησε να κυκλοφορεί ύστερα από σχετική απαγόρευση και, ο Καμύ αδυνατούσε να βρει δουλειά. Οι συνθήκες αυτές τον ανάγκασαν να μετοικήσει στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir και έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής. Στη Γαλλία, συνδέθηκε στενά με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ. Το 1942 εξέδωσε το μυθιστόρημά του με τίτλο «Ο ξένος» και το δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου». «Ο ξένος» αντικατοπτρίζει την αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ού αιώνα, μέσα από την παρουσίαση ενός ανένταχτου στις κοινωνικές απαιτήσεις άνδρα.

Την ίδια περίοδο, νυμφεύθηκε για ακόμη μία φορά. Η Μαθηματικός Φρανσίς Φορ ήταν η δεύτερη σύζυγός του, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Ωστόσο, ούτε σε αυτή τη σχέση κατάφερε να μείνει πιστός. Ο Καμύ, αναφερόμενος στον έρωτα, έλεγε πως, «Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας».

Η εποχή αυτή υπήρξε η αφετηρία της έκφρασης των φιλοσοφικών του θέσεων. Ο Καμύ θέλησε, επίσης, να ταξινομήσει τα έργα του. Ως εκ τούτου, τα προαναφερθέντα κείμενά του, καθώς επίσης και τα θεατρικά «Η παρεξήγηση» και ο «Καλιγούλας» που συνεγράφησαν το 1944, εντάσσονται στον «κύκλο του παραλόγου».

Ένα χρόνο προτού ολοκληρώσει τα θεατρικά του έργα, ήτοι το 1943, ο Καμύ προσελήφθη ως επικεφαλής του εκδοτικού οίκου Gallimard και διηύθυνε την εφημερίδα «Μάχη», στην οποία αρθρογραφούσαν κάποιοι από τους σημαντικότερους Γάλλους αριστερούς λόγιους της περιόδου αυτής. Εντούτοις, το 1947 παραιτήθηκε σε συνέχεια διαφωνιών που υπήρχαν ανάμεσα σε εκείνον και τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας.

Η λογοτεχνική του δραστηριότητα συνεχίστηκε. Πλέον, επιδόθηκε στον επονομαζόμενο «κύκλο της εξέγερσης», στον οποίο συμπεριλαμβάνεται το μνημειώδες μυθιστόρημά του, «Η Πανούκλα» (1947), αλλά και τα έργα «Η κατάσταση πολιορκίας» (1948), «Οι δίκαιοι» (1949), και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951). Το τελευταίο του έργο πραγματευόταν έναν προβληματισμό σχετικά με φύση της ελευθερίας και της εξέγερσης και προσέγγιζε φιλοσοφικά την επαναστατική βία. Ο Ανρί Ζανσόν, με άρθρο του στο περιοδικό «Μοντέρνοι Καιροί» το 1952, χαρακτήρισε την εξέγερση του Καμύ ως «εκ προθέσεως στατική», με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αντιδράσει και να συγκρουστεί με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ.

Η πολιτική δράση του Καμύ δεν έπαψε. Ο ίδιος υποστήριζε πως, «Η πολιτική και η μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική». Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1956, αναφέρθηκε στη χρεία επίτευξης «πολιτικής ανακωχής», σε μια περίοδο που ο πόλεμος συνεχιζόταν. Τη χρονιά εκείνη, ολοκλήρωσε και κυκλοφόρησε την «Πτώση», ένα μυθιστόρημα που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως απαισιόδοξο. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί μια συγκλονιστική εσωτερική εξομολόγηση και στην ουσία ένα φιλοσοφικό αφήγημα που εγείρει πλήθος συναισθημάτων και προωθεί την προσωπική ενδοσκόπηση του αναγνώστη. Η «Πτώση», μαζί με τον «Ξένο» και την «Πανούκλα», συμπληρώνει την τριλογία του Καμύ, που συνετέλεσε εν πολλοίς στην επιλογή του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Στις 4 Ιανουαρίου 1960, ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στο (Πτι) Βιλμπλεβέν της Υόν. Ο θάνατος βρήκε τον Καμύ πρώιμα, σε ηλικία μόλις 47 ετών. Τραγική ειρωνεία αποτελεί η ρήση που είχε αναφέρει ο ίδιος στους φίλους του, σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα». Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο Λουρμαρέν της Βωκλύζ.

Σημειώνεται πως, το 1955, ο Καμύ βρέθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα, ως επίσημος προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου για «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Μάλιστα, τη διάλεξή του μαγνητοφώνησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως, ο Καμύ, λίγα χρόνια νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1949, είχε συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους καταδικασθέντες σε θάνατο αριστερούς. Ίδια ήταν η στάση του και μεταγενέστερα, αναφορικά με τους αγωνιστές της Κύπρου.

Ο Καμύ, σε ερώτηση μαθήτριας σχετικά με την ελευθερία, είχε απαντήσει πως, «Η άνευ όρων ελευθερία είναι το αντίθετο της ελευθερίας. Την άνευ ορίων ελευθερία μόνον οι τύραννοι μπορούν να την ασκούν. Ο Χίτλερ ήταν ένας σχετικά ελεύθερος άνθρωπος, ο μόνος άλλωστε από όλη την Αυτοκρατορία του. Αλλά αν θέλουμε να ασκήσουμε μια αληθινή ελευθερία, αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί μόνο προς το συμφέρον τού ατόμου που την ασκεί. Η ελευθερία είχε πάντα ως όριο την ελευθερία των άλλων».

panoukla texnesplus1 

Από την παράσταση στο θέατρο 104

Τον φετινό χειμώνα, το φιλοθεάμον κοινό της Αθήνας, θα μπορέσει να παρακολουθήσει την «Πανούκλα» του Καμύ στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Το κείμενο αυτό είναι καθόλα επίκαιρο. Με τον συμβολικό τρόπο που προσεγγίζει την πανούκλα, καταφέρνει να στηλιτεύσει τα απολυταρχικά καθεστώτα, και μάλιστα αναφερόμενος σε μια εποχή που ο ναζισμός αναδυόταν και έμελλε να στιγματίσει για πάντα την ανθρωπότητα. Παράλληλα, ο Καμύ διεισδύει στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, αναδεικνύοντας συναισθήματα και συμπεριφορές και, το δίλημμα ανάμεσα στη ματαιότητα της ύπαρξης και τη συνέχιση της ζωής.

 

Διαβάστε επίσης:

Είδα Την «Πανούκλα», Σε Σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη

 

 

 

Από τη Μαρία Κακαλή

Παγκόσμια ημέρα των ζώων η σημερινή κι είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε βιβλία που πραγματεύτηκαν τη σχέση του ανθρώπου με τα πλάσματα αυτά. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως, όσον αφορά την ενήλικη Λογοτεχνία, τέτοιες θεματικές δεν ήταν συνήθεις στο παρελθόν, συγκριτικά με την αντίστοιχη παιδική ή εφηβική. Για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό, είναι άξιο απορίας, καθώς σύγχρονες επιστημονικές μελέτες έχουν καταδείξει τα οφέλη από την επαφή με τα ζώα για τους ανθρώπους κάθε ηλικίας και όχι μόνο για τα παιδιά.

Από την άλλη πλευρά, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, συγγραφείς ανά τον κόσμο έχουν επιδοθεί στην ανάδειξη της σύνδεσης του ανθρώπου με το ζωικό βασίλειο και εν γένει τον φυσικό κόσμο. Ας μην ξεχνάμε πως, σταδιακά μεταβλήθηκε και η οπτική απέναντι στα ζώα, τα οποία μέχρι πρότινος αποτελούσαν ένα ακόμη «εργαλείο» για την εκτέλεση των αγροτικών εργασιών, και όχι μόνο, που «όφειλαν» να υπομείνουν τα πάντα και να είναι ευχαριστημένα με λίγο νερό και τροφή.

Ευτυχώς, ο κόσμος αλλάζει και κάθε παρέκκλιση ή καταπάτηση των δικαιωμάτων των ζώων, τιμωρείται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, όπως ορίζεται από τον νόμο. Σήμερα, η πλειοψηφία των ανθρώπων αντιμετωπίζει τα ζώα με ευαισθησία και αυτό συντελεί κατ’ επέκταση και στη συχνότερη σύνθεση και κατά συνέπεια ανάγνωση τέτοιων ιστοριών.

m5058428pp 9789600514605

Ένα κλασικό μυθιστόρημα της νεανικής Λογοτεχνίας, αποτελεί ο «Μάγκας» της Πηνελόπης Δέλτα. Η πλοκή εξελίσσεται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και πρωταγωνιστής είναι ένας σκύλος, ο Μάγκας, που ζει με μια πλούσια οικογένεια Ελλήνων. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που έχει επιλεχθεί από τη συγγραφέα, ενισχύει την αποτύπωση των ανθρωπόμορφων χαρακτηριστικών στον σκύλο. Ο Μάγκας, όντας καλομαθημένος, θεωρεί τον εαυτό του γνήσιο Έλληνα και ίδιο με τους ανθρώπους της οικογένειας, καθώς, όπως πιστεύει, βιώνουν τα ίδια συναισθήματα και αντιλαμβάνονται τα ίδια πράγματα. Η επιθυμία του για περιπλάνηση, θα τον φέρει σε επαφή με τον Αφράτο, ένα κοκαλιάρικο και αδέσποτο σκύλο, ο οποίος θα γίνει αφορμή για την αλλαγή του Μάγκα και τη διαμόρφωση ενός νέου χαρακτήρα, πιο καλοσυνάτου και ευγνώμονα για ό,τι του προσφέρεται. Το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, αν και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1937, στην πραγματικότητα μεταλαμπαδεύει διαχρονικά μηνύματα.

Επιπλέον, όσον αφορά την παιδική Λογοτεχνία, η Καλλιόπη Σφαέλλου έχει επιδοθεί στη συγγραφή πολλών ιστοριών με κεντρικούς ήρωες τα ζώα. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η «Ιστορία του Φιρφιρή» (1973), ενός γάιδαρου, ο οποίος διερωτάται σχετικά με το είδος του γαϊδάρου, στο οποίο επιβιβάζονται οι άνθρωποι και πηγαίνουν στη δουλειά τους. Στο μυθιστόρημα αυτό, ξετυλίγεται η σύνδεση των ανθρώπων με τα συγκεκριμένα τετράποδα ζώα. Συγκινητικό είναι το δέσιμο του Φιρφιρή με τον Παντελή, τον μικρό γιο του αφεντικού του, τον οποίο και σώζει από πνιγμό. Ο γάιδαρος παρεμβαίνει και σε διάφορα άλλα συμβάντα. Πιο συγκεκριμένα, μεταφέρει εγκαίρως το αφεντικό του στο χωριό για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες ύστερα από το δάγκωμα του φιδιού και τρώει το γραμμάτιο που αντιστοιχεί στα χρέη της οικογένειας. Εν τέλει, ο Φιρφιρής αποδίδεται στον δανειστή ως αντάλλαγμα και βρίσκεται να συμβιώνει με έναν σκύλο, τον Μούργο. Προσπαθώντας να ξεφύγει από αυτόν, βρίσκει καταφύγιο στο δάσος και εν συνεχεία επιστρέφει στην οικογένεια του Παντελή. Προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η επιστροφή του, σκαρφίζεται ένα σωρό τρόπους, ώστε όλοι να πιστέψουν πως πρόκειται για καινούριο γάιδαρο. Με ένα ακόμη τέχνασμα, φροντίζει να ρίχνει λίπασμα στο χωράφι του αφεντικού, με αποτέλεσμα αυτό να αναπτυχθεί και να καταστεί τουριστικό θέρετρο. Επίσης, η συμβολή του στην ανεύρεση των χαμένων παιδιών της οικογένειας, είναι καθοριστική. Τα αφεντικά για να τον ευχαριστήσουν, του αγοράζουν ένα ψάθινο καπέλο για τον ήλιο.

Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούσε παρά να γίνει λόγος για τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Η πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου ανάγεται στο 1943 και πραγματοποιήθηκε στα γαλλικά, φέροντας τον τίτλο «Le Petit Prince». Η φιλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον μικρό πρίγκιπα και την αλεπού, έχει μαγέψει χιλιάδες αναγνώστες κάθε ηλικίας ανά τον κόσμο κι έχει αποτελέσει αντικείμενο έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες. Έχει αναδειχθεί ως το πιο πολυδιαβασμένο παιδικό βιβλίο διεθνώς. Ο συγγραφέας κατάφερε με το έργο αυτό, εκτός των άλλων, να μετουσιώσει ένα ύπουλο και πονηρό ζώο, σύμφωνα με τον τρόπο που έχει παγιωθεί στην ανθρώπινη συνείδηση, την αλεπού, σε ένα δάσκαλο για τον μικρό πρίγκιπα. Ειδικότερα, η αλεπού τού μαθαίνει πως, «Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν», «Είναι ο χρόνος που έχεις ξοδέψει για το τριαντάφυλλό σου, που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό», «Γίνεσαι υπεύθυνος, για πάντα, για ό,τι εξημερώνεις».

pi

Επίσης, «Η ζωή του Πι» του Γιαν Μαρτέλ αποτελεί ένα πολυδιαβασμένο βιβλίο με αναφορές στο ζωικό βασίλειο. Η αλληγορική διάσταση των κεντρικών ηρώων, πέραν του Πι, δυσκόλεψε την αποδοχή του έργου από τους εκδοτικούς οίκους, γεγονός που ανάγκασε να τον συγγραφέα να προσεγγίσει έξι από αυτούς, μέχρις ότου καταφέρει να επιτύχει την κυκλοφορία. Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπισε και η κινηματογραφική απόδοση της ιστορίας. Οι αναγνώστες του βιβλίου γνωρίζουν τον Πι, ένα αγόρι που διατηρεί ζωολογικό κήπο με την οικογένειά του στην Ινδία. Η περιπέτεια ξεκινά όταν το πλοίο που μεταφέρει εκείνους και τα ζώα στον Καναδά, όπου επιθυμούν να μεταναστεύσουν. Ο Πι καταλήγει σε μια βάρκα με συνεπιβάτες μια ζέβρα, μια ύαινα, έναν ουραγκοτάγκο και μια βασιλική τίγρη της Βεγγάλης. Πώς μπορεί να συνυπάρξει με τόσο άγρια ζώα και τι μπορεί να κάνει για να ικανοποιήσει το ένστικτο της επιβίωσης;

OIP

«Το χρονικό ενός πολυταξιδεμένου γάτου» της Χίρο Αρικάουα αποτελεί ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, που διεισδύει στην καρδιά των αναγνωστών και αναδύει τρυφερά συναισθήματα και συγκίνηση. Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη ζωή ενός αδέσποτου γάτου στο Τόκιο, που αγαπούσε την ελευθερία του και δεν θα την αντάλλασε για τίποτα. Ωστόσο, ένα ατύχημα τον αναγκάζει να ζήσει σε ένα διαμέρισμα με τον Σατόρου, τον άνθρωπο που τον περιποιείται και τον φροντίζει. Ο Σατόρου του δίνει και το νέο του όνομα, Νάνα. Μια πενταετία αργότερα, ο Νάνα ξεκινά ένα ταξίδι για να συναντήσει τους παλιούς του φίλους. Είναι, όμως, αυτός ο πραγματικός λόγος του ταξιδιού του; Η Χίρο Αρικάουα συνέθεσε ένα αλληγορικό μυθιστόρημα, με σκοπό να αναδείξει αφενός τις ανθρώπινες σχέσεις και αφετέρου τη σύνδεση των ανθρώπων με τα ζώα. Είναι αλήθεια, άραγε; Τα ζώα έχουν συναισθήματα;

 

Η Μπριτ-Μαρί δεν μπορεί να ανεχτεί την ακαταστασία. Όπως πιστεύει, ακόμη και «τα κουτάλια και τα μαχαιροπίρουνα πρέπει να είναι τοποθετημένα στο συρτάρι τους με τον συνηθισμένο τρόπο, γιατί η ίδια η ζωή πρέπει να κυλάει με τον συνηθισμένο τρόπο. Οι συνηθισμένες ζωές είναι ευπαρουσίαστες· καθαρίζεις την κουζίνα σου, φροντίζεις τα παιδιά σου, συγυρίζεις το μπαλκόνι σου». Η ηρωίδα του Φρέντρικ Μπάκμαν, του πιο γνωστού συγγραφέα της Σουηδίας, θα σε κάνει να αναλογιστείς πόσο συνηθισμένη είναι η δική σου ζωή και πόσο βαθιά έκρυψες τελικά τα παιδικά σου όνειρα και τις επιθυμίες.

Το αναγνωστικό κοινό του Μπάκμαν έχει μαγευτεί από τα ιδιαίτερα μυθιστορήματά του και κυρίως τους χαρακτήρες που αναδεικνύει. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων του ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο, καθώς πρόκειται για απλούς ανθρώπους, με παραξενιές που προκαλούν πολλάκις γέλιο και ενίοτε αμηχανία.

Η Μπριτ-Μαρί είναι μια κοινή και συνάμα αλλιώτικη γυναίκα που διανύει τη δεκαετία των 60. Διαβάζοντας την ιστορία της, πολλές φορές θα σκεφτείς πως θα ήθελες να είναι φίλη σου. Η Μπριτ-Μαρί έμαθε στη ζωή της να σκέφτεται λογικά και μετρημένα και να έχει τάξη στην καθημερινότητά της, χωρίς να παρεκκλίνει από τους τύπους, και προπάντων… από τη λίστα της! Στην αρχή μπορεί να την αντιπαθήσεις ή να καταλήξεις στη διαπίστωση πως θα την απέφευγες κάθε φορά που θα τη συναντούσες. Ο λόγος της, ίσως, να σου φανεί κυνικός και κυριολεκτικός, κάτι που αντιδιαστέλλεται στη νοοτροπία της σύγχρονης κοινωνίας, που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ειρωνεύεται και να μιλάει προσβλητικά. Όμως, η Μπριτ-Μαρί δεν ειρωνεύεται και, προς Θεού, δεν έχει λόγο να σε κρίνει ούτε να επέμβει στα προσωπικά σου ζητήματα. Στο τέλος, σίγουρα θα της έλεγες «χάρηκα για τη γνωριμία».

Στην αρχή του βιβλίου, ενδεχομένως η ιστορία να σου φανεί κοινότυπη. Μια γυναίκα που ζούσε ανέκαθεν στη σκιά του συζύγου της, φρόντιζε τα παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του, υπέμενε τις συνήθειές του και δεν άκουσε ποτέ έναν γλυκό και επιδοκιμαστικό λόγο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ζούσε μαζί του, υποπτευόμενη πως την απατά. Και κάπως έτσι, στα 63 της συνειδητοποιεί πως πρέπει να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή και να εργαστεί.

R

Ο χαρακτήρας της Μπριτ-Μαρί που έπλασε ο Μπάκμαν, ήταν καθοριστικός, ώστε η ιστορία να ξεφύγει από την κοινοτυπική της διάσταση και να μεταλαμπαδεύσει τα μηνύματα που επιθυμεί. Πολλές φορές θα αναρωτηθείς αν έχεις κοινά με την ηρωίδα. Ακόμη και οι ψυχαναγκασμοί της - όχι η Μπριτ-Μαρί δεν έχει εμμονές - θα αγγίξουν ένα κομμάτι του εαυτού σου και θα σε κάνουν να χαμογελάσεις.

Η γυναίκα αυτή αγωνίστηκε με έναν ιδιότυπο και ακούσιο τρόπο για να κερδίσει τη θέση της στην τοπική κοινωνία του Μποργ, ενός χωριού ξεχασμένου από θεούς και ανθρώπους. Η ίδια, πάλεψε μέσα της για να αποδεχθεί τα συναισθήματα και τους δεσμούς που ανέπτυξε με τους κατοίκους της περιοχής και να συνειδητοποιήσει πως οι λίγες ημέρες που έζησε εκεί, ήταν αρκετές για να μην ξαναγυρίσει στην παλιά της ζωή.

Η Μπριτ-Μαρί, αν και στην αρχή αναγκάστηκε, εν συνεχεία επέλεξε να διαφοροποιήσει το καθημερινό πρόγραμμά της, ακόμη και να γίνει η «κόουτς» της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Η εμπλοκή της ηρωίδας στο συγκεκριμένο άθλημα, θα σε κάνει, αν όχι να αγαπήσεις το ποδόσφαιρο, αν μη τι άλλο να παρακολουθήσεις έναν αγώνα και να νιώσεις την καρδιά σου να χτυπά δυνατά κάθε φορά που η «στρογγυλή θεά» προσεγγίζει το τέρμα. Τώρα, αν θα ταχθείς υπέρ της Λίβερπουλ ή όχι, είναι δικό σου θέμα, και όπως αποφεύγει να κάνει και η Μπριτ-Μαρί, έτσι κι εγώ δεν θα σε κρίνω…

Με την ιστορία αυτή, ο Μπάκμαν αποτυπώνει γλαφυρά την ανάγκη και το δικαίωμα των ανθρώπων να έχουν δεύτερες ευκαιρίες. Το γεγονός πως επέλεξε μια γυναίκα στην ηλικία των 63 ετών ως βασική ηρωίδα, ενισχύει την πεποίθηση πως ποτέ δεν είναι αργά για να αποκτήσεις αυτό που επιθυμείς, που είχες επί μακρόν κρυμμένο στα μύχια της ψυχής σου και που, πάνω απ’ όλα, αξίζεις.

Τα μυθιστορήματα του Μπάκμαν έχουν πουλήσει συνολικά πάνω από εφτά εκατομμύρια αντίτυπα ανά τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε σαράντα τέσσερις γλώσσες. Ο ίδιος, όπως έχει αναφέρει σε συνέντευξή του, δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει συγγραφέας. Αυτό που ήθελε, ήταν απλώς να γράφει. Κι όμως, κατάφερε με αριστοτεχνικό τρόπο να πλάσει ιστορίες κωμικές και συνάμα συγκινητικές. Οι ήρωές του έχουν ελαττώματα και αδυναμίες, είναι όπως όλοι άνθρωποι που βλέπεις γύρω σου, διασκεδαστικοί και κουραστικοί, αισιόδοξοι και ανασφαλείς, χαριτωμένοι και ανιαροί.

«Η Μπριτ-Μαρί ήταν εδώ», και θα είναι πάντοτε εδώ για να σου θυμίζει πως πότε-πότε μπορείς να ξεφεύγεις από τη συμβατική ζωή σου, ακόμα κι αν καθετί που επιλέξεις, δεν εξηγείται με τη λογική. Άλλωστε, δεν χρειάζεται όλα να υπόκεινται σε μια εξήγηση. Και πού ξέρεις… μπορεί μια μέρα να αποφασίσεις να ζήσεις σε ένα Μποργ αυτού του κόσμου ή να φτάσεις με το αυτοκίνητο στο Παρίσι! Η επιλογή να είσαι ευτυχισμένος θα είναι πάντοτε δική σου…

Από τη Μαρία Κακαλή

 

Ο ποιητής Τόμας Στερνς Έλιοτ, γνωστός στο αναγνωστικό κοινό ως T.S. Eliot, γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888 στο Σαιντ Λιούις στο Μιζούρι. Ήταν το έκτο παιδί οικογένειας Αγγλοαμερικανών. Ο πατέρας ήταν δεινός επιχειρηματίας και η μητέρα του εργαζόταν ως εκπαιδευτικός και παράλληλα ασχολούταν με την ποίηση.

 

106883 ts eliot 014

Η ζωή του

Ο Τόμας γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκασε να φοράει ειδικό επίδεσμο επί σειρά ετών. Παρακολούθησε μαθήματα αρχικά σε τοπικό σχολείο και εν συνεχεία στην «Ακαδημία Σμιθ» του Σαιντ Λιούις, προκειμένου να προετοιμαστεί για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Μιζούρι, του οποίου συνιδρυτής ήταν ο παππούς του, ένας ουνιταριστής κληρικός. Σημειώνεται πως, ο Τόμας δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, καθώς απεβίωσε ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Διδάχθηκε ελληνικά. λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Αργότερα, φοίτησε στο εκπαιδευτικό ίδρυμα της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη, ενώ μετά από επιτυχείς εξετάσεις τον Ιούνιο του 1906, πέρασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Χάρβαρντ, συμμετείχε σε όλους τους πανεπιστημιακούς συλλόγους. Παράλληλα, διατέλεσε μέλος του συμβουλίου του περιοδικού «The Harvard Advocate». Τρία χρόνια μετά, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Τότε συναναστράφηκε τον Αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, τον διακεκριμένο ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον καθηγητή Ίρβινγκ Μπάμπιτ. Το 1910 ταξίδεψε στην Ευρώπη και μελέτησε γαλλική φιλολογία στο Παρίσι, όπου και παρακολούθησε τις διαλέξεις του Ανρί Μπερξόν.

Το 1911 συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, ως διδακτορικός φοιτητής του φιλοσοφικού κλάδου πλέον και, ασχολήθηκε με την ανατολική θρησκεία, μελετώντας παράλληλα τη σανσκριτική διάλεκτο. Ωστόσο, σύντομα στράφηκε προς την παραδοσιακή φιλοσοφία. Τρία χρόνια αργότερα, επέστρεψε Merton College της Οξφόρδης, προκειμένου να ολοκληρώσει τη διατριβή του. Τον Αύγουστο του 1914, ο Έλιοτ αφίχθη στο Λονδίνο και συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, ο οποίος θαύμαζε τα μέχρι τότε έργα του, με αποτέλεσμα να προωθεί τη φήμη σε άλλους σημαντικούς Λογοτέχνες.

Το 1915 γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Βίβιεν Χέι-Γουντ, την οποία και νυμφεύτηκε κρυφά από τους γονείς του. Την άνοιξη του 1916, ο Έλιοτ ολοκλήρωσε

τη διατριβή του, με τίτλο «Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley», επιθυμώντας παράλληλα να σταδιοδρομήσει ακαδημαϊκά στη φιλοσοφία, παρά τις ενστάσεις των γονέων του. Οικονομικοί λόγοι τον υποχρέωσαν να εργαστεί στην τράπεζα Lloyds. Το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε εκ γενετής και άλλες συγκυρίες, ανέστειλαν τη συμμετοχή του στον Μεγάλο Πόλεμο ή την τοποθέτησή του σε κάποια στρατιωτική υπηρεσία.

Οι πολλές επαγγελματικές και λογοτεχνικές του υποχρεώσεις συγκεράστηκαν με τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζαν αυτός και η σύζυγός του, με αποτέλεσμα να στραφεί για βοήθεια στον ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη.

Η κρίση που βίωνε στον γάμο του με την Βίβιεν, επέφερε το διαζύγιό τους στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Σημειώνεται πως, η πρώην σύζυγός του πέθανε το 1947, ούσα σε ψυχιατρική κλινική του Λονδίνου. Ο Έλιοτ άφησε μια σειρά επιστολών, οι οποίες αποκαλύπτουν την παράλληλη μυστική σχέση που διατηρούσε επί δεκαεπτά συναπτά έτη με την έμπιστή του και δασκάλα, Χέιλ, η οποία προκειμένου να τον εκδικηθεί σε συνέχεια της άρνησής του να την νυμφευθεί, έφερε στο φως της δημοσιότητας τα γράμματα. Αν και πολλοί υποστηρίζουν πως, στο πρόσωπο της Χέιλ είχε βρει τη μούσα του, μια μερίδα μελετητών, εστιάζοντας σε μια από τις επιστολές του, τάσσεται υπέρ της άποψης πως μια φυσική και ολοκληρωμένη σχέση με τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί ο Έλιοτ, θα οδηγούσε σε κατακερματισμό της ποιητικής του υπόστασης.

Το 1957 προχώρησε στη μυστική σύναψη ενός νέου γάμου, αυτού με την πρώην γραμματέα του Βάλερι Φλέτσερ. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε τα επόμενα χρόνια, τον καταπόνησαν. Απεβίωσε από εμφύσημα στις 4 Ιανουαρίου 1965, στο Κένσιγκτον του Λονδίνου. Ο ίδιος είχε ζητήσει να αποτεφρωθεί η σωρός του και να εναποτεθεί στο Ιστ Κόκερ, χωριό των προγόνων του.

498496

Το έργο του

Οι συγγραφικές του ικανότητες ήταν διακριτές ήδη από τη νεαρή του ηλικία. Μάλιστα, ο ίδιος είχε προχωρήσει στην επιμέλεια και την έκδοση ενός περιοδικού ποικίλης ύλης, με τίτλο «The Fireside», ενόσω φοιτούσε στην «Ακαδημία Σμιθ». Το 1910 συνέγραψε τα σημαντικότερα έργα της νεανικής του ποίησης, «The Love Song of J. Alfred Prufrock» και «Portrait of a Lady». Αν και αρχικά ο Έλιοτ ξεκίνησε να εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη μέση εκπαίδευση, σύντομα και ύστερα από παρότρυνση του Μπέρτραντ Ράσελ, επιδόθηκε στην εκπόνηση κριτικών κειμένων στα περιοδικά «International Journal of Ethics» και «New Statesman». Ωστόσο, σε

σύντομο χρονικό διάστημα, εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή και απασχολήθηκε ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό «Egoist».

Το 1922 δόθηκε σε κυκλοφορία το ποίημά του «Έρημη Χώρα», το οποίο αντικατόπτριζε τη ματαιότητα της σύγχρονης ζωής. Το ίδιο έτος, ο ίδιος ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού «Criterion», αποσκοπώντας στην προβολή του έργου σπουδαίων Ευρωπαίων Λογοτεχνών. Ανάμεσα στους συνεργάτες του συγκαταλέγονται κάποιοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς και λόγιους της εποχής, όπως ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ.

Η θρησκευτική του πίστη, τον οδήγησε προς την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο Έλιοτ βαφτίστηκε εν κρυπτώ. Μάλιστα, η επιλογή του αυτή έγινε διακριτή και στα κείμενα που εξέδιδε μέσω του «Criterion», τα οποία ως επί το πλείστον αποτελούσαν ηθικολογικές παρά καλλιτεχνικές ερμηνείες και προσεγγίσεις ποικίλων δημόσιων ζητημάτων. Ωστόσο, πολλοί οικείοι του αντιμετώπισαν με δυσπιστία αυτή του τη μεταστροφή. Τον χειμώνα του 1922 αναγνωρίστηκε ως Βρετανός πολίτης, ενώ παράλληλα αναδεικνυόταν και εκπρόσωπος των αγγλικών Γραμμάτων.

Αργότερα και παρά τις αλλαγές στην προσωπική του ζωή, επιδόθηκε στη συγγραφή των πρώιμων θεατρικών του έργων, με τίτλο «The Rock» και «To Φονικό στην Εκκλησιά». Ακόμη, το 1938, δόθηκαν στην κυκλοφορία οι συλλογές «Essays Ancient and Modern» και «Collected Poems 1909-1935». Η ποίησή του τον ανέδειξε σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του πολιτισμού του 20ού αιώνα και ειδικότερα του μεταμοντερνικού κινήματος. Το 1948 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ ακολούθησαν και άλλες σημαντικές βραβεύσεις. Ωστόσο, ο Έλιοτ ήταν ανήσυχος για τη μετέπειτα πορεία του και τη διατήρηση της φήμης που είχε αποκτήσει. Η ανασφάλειά του ήταν έκδηλη στα περισσότερα από τα έργα του, ακόμη και στα πρώιμα.

Η ποιητική αλλά και γενικότερα η συγγραφική παραγωγή του Έλιοτ, επηρεάστηκε εν πολλοίς από τα ιστορικά γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις επιπτώσεις που αυτός προκάλεσε σε κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον οδήγησε να επιστρέψει στο παρελθόν και την παράδοση. Ο ίδιος τασσόταν υπέρ της άποψης πως, η ποίηση προορίζεται μόνο για την πνευματική ελίτ. Ο Γιώργος Σεφέρης επηρεάστηκε και ασχολήθηκε με το έργο του Έλιοτ, μεταφράζοντας την «Έρημη Χώρα» του στα ελληνικά.

«…Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας

Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας

Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας

Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…»

Ο Σεφέρης, μάλιστα, εξέφραζε τον θαυμασμό του στον ποιητή αλλά και τη σημαντικότητα του έργο του: «…θα ήθελα, αν είχα την άδεια, να παρακινήσω τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ με όλες τις ικανότητες που έχει για να χαρεί την ποίηση και με τα συναισθήματα που έχει μέσα του, έστω και αν δεν συμπίπτουν διόλου με τα συναισθήματα του Έλιοτ».

 

1f1aaa46d7e02f0dfb763b6a13879d97

Ελληνικές μεταφράσεις των έργων του:

· Τέσσερα κουαρτέτα: Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, μετάφραση Έφη Αθανασίου, Αθήνα: Ίκαρος, 2002. · T. S. Eliot, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, επιμέλεια σειράς Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα : Printa, 2002.

· Δεν είναι η ποίηση που προέχει: Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκης, 2003.

· Ποιήματα 1909-1962 = Collected poems 1909-1962, μετάφραση Αλκή Τσελέντη, Αθήνα: Δωδώνη, 2004

· Δέκα χορικά απ’ το «Βράχο», μετάφραση Ε. Ν. Μόσχος. – 3η έκδ. – Αθήνα: Ίκαρος, 2005. · Δάντης: Θεία Kωμωδία και Νέα Zωή, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2005. · Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, Γιάννης Ζέρβας. – 2η έκδ. – Αθήνα: Άγρα, 2005. · Η ρημαγμένη γη = The waste land , μετάφραση Κλείτος Κύρου – 2η έκδ. – Αθήνα: Ύψιλον, 2006.

· Η Έρημη Χώρα και άλλα ποιήματα, Εισαγωγή, Σχόλια, Μετάφραση Γ. Σεφέρη.

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία