Το σχεδόν πορνογραφικό «F*cking Men» μεταφράζει και σκηνοθετεί ο Αντώνης Γαλέος με μία ultra-queer και προκλητική αισθητική ματιά.
Το πρωτότυπο έργο υπογράφει ο Joe di Pietro, δημοφιλής Αμερικανός σεναριογράφος με σχεδόν συνεχή παρουσία από την πρώτη του εμφάνιση το 1991 και κινείται περισσότερο στον χώρο του μιούζικαλ, είδος στο οποίο έχει διακριθεί πολλάκις (Memphis, Nice work if you can get it).
Στην συγγραφή του «F*cking Men», μεταχειρίστηκε το έργο «La Ronde» του Schnitzler, με προκλητική σεξουαλική θεματολογία. Οι ήρωες του έργου είναι δέκα κατά βάση γκέι άντρες, ενώ οι υπόλοιποι είναι άντρες που ενώ έχουν στρέιτ/ετεροκανονική ζωή, σε κάποια περίοδο της ζωής τους αναπτύσσουν ερωτικές σχέσεις με άντρες.
Δέκα άντρες όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων: ο έσκορτ, ο στρατιώτης, ο φοιτητής, ο μεταπτυχιακός, ο παντρεμένος, ο επιχειρηματίας, ο μπάρμαν, ο συγγραφέας, ο ηθοποιός και ο δημοσιογράφος μάς μεταφέρουν σ’ ένα αποκαλυπτικό πανόραμα της σύγχρονης ερωτικής σκηνής.
Η θεματολογία του έργου μου έφερε αμέσως στο μυαλό την παράσταση Naked Boys Singing που είχε παρουσιαστεί στην χώρα μας πριν μια δεκαετία. Δεν ξαφνιάζει λοιπόν το γεγονός πως στο Λονδίνο το «Fucking Men» παρουσιαζόταν σ’ εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με αυτό το έργο. Το Vault άλλωστε έχει αναπτύξει μια παράδοση στο queer ρεπερτόριο («Bent», «Curing Room»).
Ο Αντώνης Γαλέος μετέφρασε και διασκεύασε το έργο, με μια πολύ ζωηρή και πολιτισμικά καίρια γραφή.
Τι κάνει όμως το «Fucking Men» ένα ενδιαφέρον έργο; Αυτό θα το απαντήσει ο κάθε θεατής της παράστασης διαφορετικά. Προσωπικά, εκτίμησα την σύνδεση των χαρακτήρων και των σκηνών μεταξύ τους, δείχνοντας πως οι άνθρωποι και ειδικότερα τα ερωτικά υποκείμενα πλέκουν ένα νήμα σχέσεων που είναι ανοιχτό στις εμπειρίες άλλων ανθρώπων και των φαντασιακών τους προεκτάσεων. Ως προς την θεματική του έργου ωστόσο, διαφωνώ με την μονοδιάστατη απόδοση της γκέι κοινότητας και με την σχεδόν άκριτη παραίτηση μπρος την διονυσιακή πλευρά των ηρώων.
Η παράσταση του Αντώνη Γαλέου, σημείωσε άμα τη εμφανίσει μεγάλη εμπορική επιτυχία, με συνεχόμενα sold out στον πρώτο της μήνα παραστάσεων. Αυτό μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως το αθηναϊκό κοινό είναι υποστηρικτικό στο queer ρεπερτόριο και μάλιστα στο hardcore (δες «Curing Room», «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες»κ.α). Το ανέβασμα του «F*cking Men», βρίσκει επιπλέον ένα πρόσφορο έδαφος, βάσει της γεωγραφικής θέσης του Vault. Ανάμεσα στα γκέι μαγαζιά και τα studios, το Fucking Men, επιβεβαιώνει και πολιτισμικά πως υπάρχει μια πολύ ισχυρή queer παρουσία.
Αυτό είναι όμως μόνο το περιτύλιγμα της πρότασης παράστασης. Ένα πολυπαιγμένο στο εξωτερικό έργο και ένα αβανταδόρικο και «απαγορευμένο» άνω των 18 θέαμα.
Πίσω όμως από αυτό, η πρόταση του Γαλέου, μου προκάλεσε ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων, από την ηδονιστική απόλαυση ως την αμηχανία του θεατή.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μπαίνοντας στην αίθουσα, βλέπουμε ένα λιτό σκηνικό χώρο, και τους ηθοποιούς της παράστασης να κάνουν μια πολύ αισθησιακή αγκαλιά. Από την πρώτη εικόνα του έργου, όπου γίνεται η πρώτη ερωτική επαφή ενός στρατιώτη μ’ έναν έσκορτ, δίνεται το θέμα του έργου και το συγγραφικό στίγμα του Di Pietro.
Οι hardcore στιγμές του έργου διαδέχονται η μία την άλλη, σα να περιδιαβαίνουμε από τη μία ερωτική φαντασίωση στην άλλη, με πρωταγωνιστές τόσο ανθρώπους της καθημερινότητας όσο και ανθρώπους που θα βλέπαμε ελεύθερα από την περιδιάβαση στο ενήλικο ίντερνετ. Όσο απολαυστικό κι αν είναι το βλέμμα πάνω σε τέτοιες εικόνες, σύντομα ογκώνει το βλέμμα και το θέαμα γίνεται από ηδονοβλεπτικό αμήχανο. Να εξηγηθώ. Όταν επιλέγεις να δείξεις γυμνό σε μία παράσταση είναι διαφορετικό από το γυμνό μιας δραματουργίας ή μιας κινηματογραφικής ταινίας. Η απόσταση θεατών και ηθοποιών ήταν πολύ μικρή λόγω του μεγέθους του Vault. Αισθάνθηκα λοιπόν εκτεθειμένους τους ηθοποιούς στο βλέμμα του θεατή κι αυτό ενθαρρύνθηκε από την τολμηρή σκηνοθεσία της παράστασης.
Παρακολουθώντας την παράσταση, ένιωθα από τη μία την ζωηράδα του έργου κι από την άλλη αμηχανία θιάσου και θεατών. Ν’ αναφερθεί δειγματολογικά πως από περίπου το 90% των θεατών ήταν μεσήλικοι άντρες.
Δεύτερη αντιξοότητα ήταν ο σκηνογραφικός πλουραλισμός (σκηνικά: Έμιλυ Ονισηφόρου, Βασίλης Βλασταράς). Ενώ λοιπόν, είχαμε πολύ γεμάτες και προκλητικές εικόνες από το γυμνό κι από την ταυτόχρονη παρουσία πέντε ή έξι ηθοποιών ανά σκηνή (δύο ήταν τα δρώντα πρόσωπα κι οι υπόλοιποι οι παρατηρητές ή οι φροντιστές του σκηνικού της σκηνής), το μάτι γέμιζε παραπάνω από τα πολλά σκηνικά αντικείμενα που συνήθως δημιουργούσαν μια σκηνική φλυαρία. Οι συνεχείς αλλαγές σκηνικών και ενδυμάτων φαινόταν περιττός κόπος.
Τρίτη αντιξοότητα της παράστασης ήταν η μεικτή αισθητική ταυτότητα της παράστασης. Η δεσπόζουσα τάση της σκηνοθεσίας και της σκηνογραφίας ήταν ν’ αποδοθεί αντανακλαστικά η κοινωνία του σήμερα κι αυτό ήταν αρκετό. Σε πολλά σημεία της παράστασης, επιχειρούταν η διάθεση μιας ακόμη αισθητικής, πιο διονυσιακής, με έξτρα στοιχεία όπως κύμβαλα, λατέξ κοστούμια άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν μια μενταλιτέ και μια εικαστικότητα στο θέαμα, πράγμα που δεν κατορθώθηκε ποτέ.
Τελευταία αντιξοότητα είναι ήταν μένα η σύνθεση του θιάσου*. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν από τους ηθοποιούς της παράστασης –δεν θα προβούμε σε καμία αποτίμηση της ερμηνείας τους, γιατί η συνολική συνθήκη ήταν πάνω από ατομικές ιδιαιτερότητες- μου έκανε εντύπωση η επιλογή μόνο νέων και καλοσχηματισμένων ηθοποιών. Στο έργο περιγράφονται και μεγαλύτεροι άντρες, παντρεμένοι και πιο «καθημερινοί», εικόνα που δεν οπτικοποιήθηκε πουθενά. Δεν γίνεται να λες ότι έχεις έντεκα χρόνια σχέση ή ακόμα και μια καλοζωισμένη έγγαμη ζωή και να μην υπάρχει ούτε μια άσπρη τρίχα στους ηθοποιούς της παράστασης. Για μένα πάνω στην ετερότητα των χαρακτήρων φαίνονται πολύ περισσότερα για την ανοιχτή ή μη ανοιχτή σεξουαλική ετερότητα. Ο παντρεμένος άντρας που κρυφά συνάπτει ερωτικές σχέσεις με πολύ ελκυστικούς άντρες και μάλιστα δίνοντας χρήματα, είναι μια μορφή όχι ευρέως αναγνωρίσιμη αλλά πολύ κοινή στην Ελλάδα παλαιόθεν.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, φεύγοντας από την παράσταση «F*cking Men», ένιωσα μια αμηχανία για το θέαμα που παρακολούθησα που ξεπέρασε δυστυχώς την συμπαθητική προσπάθεια του θιάσου και της ευρύτερης δημιουργικής ομάδας. Υπάρχουν κάποια λεπτά όρια ανάμεσα στον ερωτισμό και στην κοινή πορνογραφία, τα οποία νομίζω ότι εδώ συγχέονται.
*Ερμηνεύουν (αλφαβητικά):
Περικλής Ασημακόπουλος, Άρης Βέβης, Ορφέας Γεωργίου, Γιώργος Κυριακόπουλος, Βασίλης Λιάκος, Νίκος Μέλλος, Γιώργης Παρταλίδης, Θαλής Πολίτης, Νίκος Σαμουρίδης, Βλάσσης Χρυσικόπουλος