Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Αναστάσης Πινακουλάκης

Αναστάσης Πινακουλάκης

Ο Αναστάσης Πινακουλάκης ζει στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Θεατρικών Σπουδών και φοιτητής του τμήματος Πολιτική Επιστήμη και Δημοσία Διοίκηση του ΕΚΠΑ. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και παραμυθιών, τη θεατρική κριτική και την αρθρογραφία, ενώ εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

«Περιμένοντας το Τίποτα ή το Περιμένοντας»; Διερωτηθήκαμε παρακολουθώντας την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Θέατρο Άττις.

Ο Σάββας Στρούμπος επιστρέφει για δεύτερη σεζόν με το μπεκετικό αριστούργημα για να διερευνήσει με την ομάδα του το ζήτημα της επικοινωνίας και της συνύπαρξης με τον Άλλον. Γραμμένο το 1949, το «En attendant Godot» έκανε πρεμιέρα στις 5 Ιανουαρίου το 1955 στο Theatre de Babylone στο Παρίσι. Έκτοτε, το έργο έχει μεταφραστεί και παιχτεί σε δεκάδες γλώσσες, ενώ είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα μας.

«Μια τραγικωμωδία σε δύο πράξεις», όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας,στην πρώτη σελίδα του έργου του και αντί να κατευθύνει τα πολλά ερωτήματα του έργου, τα διευρύνει. Είναι σίγουρα τραγική η διαπίστωση πως «Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα, ούτε εδώ, ούτε πουθενά», ή το «Περιμένοντας το τίποτα», αλλά κι η ίδια η ζωή δεν είναι μια τραγωδία; Από την άλλη, κάθε ματαιότητα που ξεδιπλώνεται στο έργο, καταλήγει να αυτοσαρκάζεται.

Ο Σάββας Στρούμπος, καταφέρνει να δείξει και τις δύο αυτές ποιότητες του έργου, την κωμική και την τραγική σε μια καλοκουρδισμένη υποκριτική γραμμή. Είναι χαρακτηριστικό της παράστασης, το σχεδόν ασθματικό νευρικό γέλιο των ηθοποιών, που στήνει μια ηχητική παρτιτούρα δηλωτική της υπαρξιακής αγωνίας των χαρακτήρων. Ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, είναι καταδικασμένοι να περιμένουν, χωρίς να πράττουν τίποτα κι αυτή τους η απραξία τους αδρανοποιεί σε μία απραξία σε φαύλο κύκλο.

Ταυτόχρονα, οι εικόνες που στήνει ο σκηνοθέτης της παράστασης, με τα σώματα να στήνουν έναν σταυρό, με τις δύο γυναίκες ηθοποιούς να θυμίζουν –στην πρώτη σκηνή του έργου- πτώματα σε μνήμα, ανακαλούν εικόνες θυμάτων πολέμου. Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, δίνεται η αίσθηση της αγωνιώδους προσπάθειας για κάτι που θα έρθει άνωθεν για να σώσει την ύπαρξη τους από το τίποτα που τους βυθίζει. Μου αποκαλύφθηκε μέσω της παράστασης, πως η σημασία του έργου δεν διαβάζεται ούτε στα λόγια του έργου, ούτε στις παύσεις του, αλλά στην αδυναμία επικοινωνίας του ατόμου με το είναι του και της έκφρασης αυτού στο πλαίσιο μιας συλλογικότητας. Τι μας μένει λοιπόν να κάνουμε;

Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, το αμειγώς υπαρξιακό και ολίγον μεταφυσικό, η υποκριτική διδασκαλία, αναδεικνύει το στοιχείο της αδυναμίας επικοινωνίας με τον Άλλο, καθώς το πεδίο επιμηκύνεται με την παρουσία των Πόντσο και Λάκι. Οι τέσσερις χαρακτήρες παραμένουν μονάδες, καθώς δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και να καταλήξουν από κοινού σ’ έναν ουσιαστικό κοινό τόπο.

Οι ηθοποιοί της παράστασης, ανοιχτοί στο θέατρο που υπηρετεί ο Στρούμπος, δίνουν πολλά με την χαρισματική τους παρουσία. Εξαιρετικοί και πολυμήχανοι, ο Κωνσταντίνος Γώγουλος κι ο Χρήστος Κοντογεώργης, ερμηνεύουν τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του έργου. Φαίνονται ανασφαλείς τόσο με τις βεβαιότητες όσο και με τις αβεβαιότητες της ζωής τους και της αναμονής του Γκοντό, αλλά είναι αποφασισμένοι να συνεχίζουν να περιμένουν. Ο κόπος που επιδίδουν στην εκφορά του λόγου και η ορατή προσπάθεια για επικοινωνία παρά τα όποια εμπόδια, δίνουν ένα πολύ τίμιο αποτέλεσμα. Στο πρόσωπο του Γώγουλου, ζωγραφίζεται η υπαρξιακή αγωνία και το σχεδόν μεταφυσικό παιχνίδι αναζήτησης του είναι και του τέλους του είναι. Η Έλλη Ιγκλίζ -σταθερή συνεργάτης του Στρούμπου – δίνει πολύ ενδιαφέρουσες εικόνες από την πρώτη στιγμή της παράστασης. Το σώμα της, θυμίζει ένα πτώμα στο μνήμα αρχικά, ενώ στη συνέχεια σηκώνεται από την τέφρα για να υποδυθεί τον Λάκι. Η διαλεκτική που ανοίγει με την αλλολαλιά ως απότοκο της ανταλλαγής πληθυσμών, είναι ανάλογη της εποχής μας. Απολαυστικότητη κι η Έβελυν Ασσουάντ ως Πόντσο.

Έχοντας παρακολουθήσει αρκετές παραστάσεις έργων του Μπέκετ, πάντα δυσκολευόμουν να επικοινωνήσω με τον υπαινικτικό λόγο του, και ν’ ακούσω πίσω από αυτόν. Δεν περίμενα λοιπόν πως μια παράσταση που ισοσκελίζει το σωματικό θέατρο με το λόγο, θα μου άνοιγε ένα παραθυράκι κατανόησης και θ’ ανακύκλωνε το ενδιαφέρον πρόσληψης του σύγχρονου κλασικού έργου. Η παράσταση που προτείνει ο Σάββας Στρούμπος στο θρυλικό Άττις είναι άξια συζήτησης και περαιτέρω διερεύνησης.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται ξανά με το λογοτεχνικό θησαυρό του Καραγάτση, ανεβάζοντας για πρώτη φορά στο θέατρο τον «Γιούγκερμαν».

Το βιβλίο Γιούγκερμαν πρωτοκυκλοφόρησε το 1938 κι εντάσσεται στην τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο». Πραγματεύεται την ιστορία του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν από την άφιξη του στον Πειραιά και την κοινωνική και οικονομική του άνοδο. Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Καραγάτση, ενώ έχει μεταφερθεί και δύο φορές ως τώρα στη μικρή οθόνη: από την Έρτ το 1976 και από τον ANT1 το 2007, τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευσαν ο Αλέκος Αλεξανδράκης και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αντίστοιχα.

Στο Πορεία, τη θεατρική διασκευή του έργου υπογράφει ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, ιδιαίτερα γνωστός, τόσο για τις διασκευές του, όσο και για τις μεταφράσεις του. Στον «Γιούγκερμαν» δουλεύει διαφορετικά από ό,τι είχε δουλέψει στη «Μεγάλη Χίμαιρα». Δηλαδή, αν στη Χίμαιρα είχε ως πρότυπο του μελοδράματα, εδώ θυμίζει περισσότερο ψυχολογικά ονειροδράματα του Στρίντμπεργκ. Η κατασκευή του θεατρικού έργου είναι πιο σύνθετη κι απαιτητική, καθώς όχι μόνο έχει δομήσει περισσότερους θεατρικούς χαρακτήρες, αλλά πειραματίζεται στη φόρμα του, φέρνοντας στο φως τα χασίματα των ηρώων, κυρίως από το β’ τόμο του έργου.

Είναι εμφανής μια προτίμηση στις γυναικείες φυσιογνωμίες του έργου, με κεντρικά πρόσωπα την Βούλα, την Ντάινα και τη μητέρα του Γιούγκερμαν. Αρκετοί κριτικοί λογοτεχνίας, έχουν αποτιμήσει το έργο ως μισογυνιστικό, αλλά η δική μου ματιά ως θεατή της παράστασης είναι ότι παρόλο που φαίνεται την ισχύ να την έχουν οι αντρικοί χαρακτήρες, η θεματική του έργου δεν αναλώνεται εκεί. Ο Γιούγκερμαν είναι ένας γυναικάς που παρασύρεται από τα πάθη του, αλλά αν και σημαδεμένος από μια γυναίκα –τη μητέρα του- αφοσιώνει τις σκέψεις και την υπόστασή του στο «ένα και μοναδικό κορίτσι σ’ όλο τον κόσμο», τη Βούλα. Η καταρράκωσή του μετά τον θάνατό της είναι νομίζω μια τρανή απόδειξη πως το έργο δεν είναι μισογυνιστικό ακόμα κι αν εμπεριέχει ορισμένες τέτοιες τάσεις.

Αυτό που έλειψε ωστόσο από την θεατρική μεταφορά του έργου είναι το ξετύλιγμα της πολυμήχανης προσωπικότητας του Γιούγκερμαν. Αυτό που συναρπάζει στο μυθιστόρημα είναι τα σπάνια χαρίσματα του Φιλανδού που ανεβαίνει κοινωνικά και οικονομικά κυριαρχώντας στις καταστάσεις σαν αρπαχτικό. Στο θεατρικό είχαμε δύο τέτοιες σκηνές, αλλά το ενδιαφέρον του έργου τοποθετείται περισσότερο στο ψυχολογικό πεδίο.

Επιπλέον, μεγάλη αρετή του θεατρικού έργου, που μοιράζεται στη διασκευή και στην σκηνοθεσία αυτού, είναι η λαογραφική του σκοπιά. Ο Σ. Πασχάλης κι ο Δ. Τάρλοου κατόρθωσαν ν’ αναδείξουν μιαν ολόκληρη εποχή, να περιγράψουν τα ήθη και τα κακώς κείμενα και ν’ ανοίξουν ένα διάλογο με αυτό που λέγεται μεταπολεμική νεοελληνική –μάλλον ξενομανή- νοοτροπία.

 

yougerman 2 kritiki texnes plus

Η παράσταση

Ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται ξανά με το γενεαλογικό δέντρο Καραγάτση, μετά τη «Μεγάλη Χίμαιρα» και το «Ευχαριστημένο». Αυτή την φορά διαφοροποιείται αρκετά στις σκηνικές του επιλογές. Δημιουργεί μαζί με τους συνεργάτες του ένα εξπρεσιονιστικό καμβά όπου οι χαρακτήρες του δράματος περιδιαβαίνουν ελεύθερα και σταδιακά στοιχειώνουν τον κεντρικό ήρωα. Στη εν λόγω δουλειά, είναι διακριτό περισσότερο από κάθε άλλη φορά και το ιδιαίτερο χιούμορ του δημιουργού. Με ιδιαίτερη μαεστρία χειρίζεται τον θάνατο της Βούλας αλλά και τον εγκλεισμό του Καραμάνου σε σωφρονιστικό ίδρυμα. Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω στην χορογράφο της παράστασης, Κορίνα Κόκκαλη για την καλοκουρδισμένη και φευγάτη χορογραφία στην τελευταία σκηνή του έργου, που ακολουθεί το «χάσιμο» του Γιούγκερμαν στο παρελθόν του. Είναι σαφής η επίδραση του δεύτερου βιβλίου του έργου, «Τα στερνά του Γιούγκερμαν» στη σύνθεση της διασκευής και συνεπώς της παράστασης.

Την σκηνογραφία της παράστασης υπογράφει η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, γνωστή για τις δουλειές της στο Εθνικό (Γκόλφω, Οπερέττα), ενώ τα κοστούμια ο Άγγελος Μέντης. Εντυπωσιάζουν τα τεχνικά εφέ, όπως οι καταπακτές που ανοίγουν, ο κυλιόμενος διάδρομος, το μπουντουάρ στο κεντρικό σημείο του φόντου. Στα δεξιά, υπάρχει η ζωντανή ορχήστρα, που καλύπτει μουσικές από τον Πειραιά ως την Αυστρία, συντροφεύοντας τους χαρακτήρες του έργου.

Όσον αφορά τον θίασο, έχουμε τον Γιάννη Στάνκογλου να δίνει μια από τις πιο γοητευτικές του ερμηνείες ως Γιούγκερμαν. Μετριάζοντας το ιλαροτραγικό του προφίλ που είχαμε δει στον Καλιγούλα και τον Αγαμέμνονα, δίνει μια γειωμένη ερμηνεία που ενώ εκπέμπει σκηνική σιγουριά, αφήνει να φανούν τα τρωτά σημεία του ήρωα. Φαίνεται πως ο Τάρλοου βρήκε τον ιδανικό του πρωταγωνιστή.

Πλάι του, ξεχωρίζει η Θάλεια Σταματέλου ως Βούλα, για την εύθραυστη γοητεία που δεν παραπέμπει σ’ ενζενί, αλλά σε αυτό ακριβώς που αγάπησε ο Γιούγκερμαν στη Βούλα.

Εξαιρετικός ο Χρήστος Μαλάκης ως Μιχάλης Καραμάνος. Η Ζέτα Μακρυπούλια ερμηνεύει δύο ρόλους στην παράσταση, της Λίλη –μητέρα του Γιούγκερμαν- και της Ντάινα, κοπέλας με την οποία σχετίζεται. Αυτός ο διπλός ρόλος δεν είναι καθόλου τυχαίος, και αναδεικνύει πολλά για το ψυχαναλυτικό προφίλ του ήρωα. Η ηθοποιός ερμηνεύει κάπως βαριά τους δύο χαρακτήρες, φτάνοντας σε μια γκροτέσκα απόδοση της Λίλη, ώστε να μην είναι ξεκάθαρο, αν αποδίδεται σ’ ένα καυστικό χιούμορ του σκηνοθέτη ή σε μια δική της επιλογή.

Δεν μπορούμε ν’ αναφερθούμε σε κάθε ηθοποιό της παράστασης ξεχωριστά, αλλά να πούμε πως η σύνθεση ενός πολυμελούς θιάσου και μάλιστα αρκετά κοντά στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του χαρακτήρα, επιτρέπουν στη δραματουργία να εκφράσει το σύμπαν του έργου. Ξεχωρίζω την Καίτη Μανωλιδάκη για την αυθεντικότητα της, τον Δημήτρη Μπίτο για την στεντόρεια φωνή, τη Λήδα Μανιατάκου που εκτός από την «σουπρέτα» Αντιόπη ερμηνεύει τη μουσική επί σκηνής και τη Δανάη Σαριδάκη που δίνει μια συγκινητική ερμηνεία ως Αλκμήνη.

Χαρακτηριστικό συστατικό της παράστασης είναι η μουσική της Κατερίνας Πολέμη, την οποία και σε αυτή τη δουλειά (όπως και στην Ευρυδίκη του 2012) απολαμβάνουμε ζωντανά επί σκηνής. Η Πολέμη είναι μια ξεχωριστή περίπτωση μουσικοποιού που γυρίζει, μυρίζει και μαζεύει μουσικά είδη και βιώματα, και είναι σε θέση να πατάει πίσω από τους ήρωες και να φωτίζει το background τους.

Με δύο λόγια, ο Δημήτρης Τάρλοου, ταγμένος εδώ και χρόνια στο θέατρο που υποστηρίζει, καταφέρνει να παραδώσει μια ολοκληρωμένη πρόταση πάνω σ’ ένα κλασικό μυθιστόρημα και ταυτόχρονα να πειραματιστεί προς νέες κατευθύνσεις.

 

Διαβάστε επίσης: 

Είδα Την «Τζασμίν», Σε Σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή

 

Γιάννης Στάνκογλου:«Έχουμε Δεχτεί Πράγματα Χωρίς Να Τα Σκεφτόμαστε»

Το σχεδόν πορνογραφικό «F*cking Men» μεταφράζει και σκηνοθετεί ο Αντώνης Γαλέος με μία ultra-queer και προκλητική αισθητική ματιά.

Το πρωτότυπο έργο υπογράφει ο Joe di Pietro, δημοφιλής Αμερικανός σεναριογράφος με σχεδόν συνεχή παρουσία από την πρώτη του εμφάνιση το 1991 και κινείται περισσότερο στον χώρο του μιούζικαλ, είδος στο οποίο έχει διακριθεί πολλάκις (Memphis, Nice work if you can get it).

Στην συγγραφή του «F*cking Men», μεταχειρίστηκε το έργο «La Ronde» του Schnitzler, με προκλητική σεξουαλική θεματολογία. Οι ήρωες του έργου είναι δέκα κατά βάση γκέι άντρες, ενώ οι υπόλοιποι είναι άντρες που ενώ έχουν στρέιτ/ετεροκανονική ζωή, σε κάποια περίοδο της ζωής τους αναπτύσσουν ερωτικές σχέσεις με άντρες.

Δέκα άντρες όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων: ο έσκορτ, ο στρατιώτης, ο φοιτητής, ο μεταπτυχιακός, ο παντρεμένος, ο επιχειρηματίας, ο μπάρμαν, ο συγγραφέας, ο ηθοποιός και ο δημοσιογράφος μάς μεταφέρουν σ’ ένα αποκαλυπτικό πανόραμα της σύγχρονης ερωτικής σκηνής.

Η θεματολογία του έργου μου έφερε αμέσως στο μυαλό την παράσταση Naked Boys Singing που είχε παρουσιαστεί στην χώρα μας πριν μια δεκαετία. Δεν ξαφνιάζει λοιπόν το γεγονός πως στο Λονδίνο το «Fucking Men» παρουσιαζόταν σ’ εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με αυτό το έργο. Το Vault άλλωστε έχει αναπτύξει μια παράδοση στο queer ρεπερτόριο («Bent», «Curing Room»).

Ο Αντώνης Γαλέος μετέφρασε και διασκεύασε το έργο, με μια πολύ ζωηρή και πολιτισμικά καίρια γραφή.

Τι κάνει όμως το «Fucking Men» ένα ενδιαφέρον έργο; Αυτό θα το απαντήσει ο κάθε θεατής της παράστασης διαφορετικά. Προσωπικά, εκτίμησα την σύνδεση των χαρακτήρων και των σκηνών μεταξύ τους, δείχνοντας πως οι άνθρωποι και ειδικότερα τα ερωτικά υποκείμενα πλέκουν ένα νήμα σχέσεων που είναι ανοιχτό στις εμπειρίες άλλων ανθρώπων και των φαντασιακών τους προεκτάσεων. Ως προς την θεματική του έργου ωστόσο, διαφωνώ με την μονοδιάστατη απόδοση της γκέι κοινότητας και με την σχεδόν άκριτη παραίτηση μπρος την διονυσιακή πλευρά των ηρώων.

Η παράσταση του Αντώνη Γαλέου, σημείωσε άμα τη εμφανίσει μεγάλη εμπορική επιτυχία, με συνεχόμενα sold out στον πρώτο της μήνα παραστάσεων. Αυτό μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως το αθηναϊκό κοινό είναι υποστηρικτικό στο queer ρεπερτόριο και μάλιστα στο hardcore (δες «Curing Room», «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες»κ.α). Το ανέβασμα του «F*cking Men», βρίσκει επιπλέον ένα πρόσφορο έδαφος, βάσει της γεωγραφικής θέσης του Vault. Ανάμεσα στα γκέι μαγαζιά και τα studios, το Fucking Men, επιβεβαιώνει και πολιτισμικά πως υπάρχει μια πολύ ισχυρή queer παρουσία.

Αυτό είναι όμως μόνο το περιτύλιγμα της πρότασης παράστασης. Ένα πολυπαιγμένο στο εξωτερικό έργο και ένα αβανταδόρικο και «απαγορευμένο» άνω των 18 θέαμα.

Πίσω όμως από αυτό, η πρόταση του Γαλέου, μου προκάλεσε ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων, από την ηδονιστική απόλαυση ως την αμηχανία του θεατή.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μπαίνοντας στην αίθουσα, βλέπουμε ένα λιτό σκηνικό χώρο, και τους ηθοποιούς της παράστασης να κάνουν μια πολύ αισθησιακή αγκαλιά. Από την πρώτη εικόνα του έργου, όπου γίνεται η πρώτη ερωτική επαφή ενός στρατιώτη μ’ έναν έσκορτ, δίνεται το θέμα του έργου και το συγγραφικό στίγμα του Di Pietro.

Οι hardcore στιγμές του έργου διαδέχονται η μία την άλλη, σα να περιδιαβαίνουμε από τη μία ερωτική φαντασίωση στην άλλη, με πρωταγωνιστές τόσο ανθρώπους της καθημερινότητας όσο και ανθρώπους που θα βλέπαμε ελεύθερα από την περιδιάβαση στο ενήλικο ίντερνετ. Όσο απολαυστικό κι αν είναι το βλέμμα πάνω σε τέτοιες εικόνες, σύντομα ογκώνει το βλέμμα και το θέαμα γίνεται από ηδονοβλεπτικό αμήχανο. Να εξηγηθώ. Όταν επιλέγεις να δείξεις γυμνό σε μία παράσταση είναι διαφορετικό από το γυμνό μιας δραματουργίας ή μιας κινηματογραφικής ταινίας. Η απόσταση θεατών και ηθοποιών ήταν πολύ μικρή λόγω του μεγέθους του Vault. Αισθάνθηκα λοιπόν εκτεθειμένους τους ηθοποιούς στο βλέμμα του θεατή κι αυτό ενθαρρύνθηκε από την τολμηρή σκηνοθεσία της παράστασης.

Παρακολουθώντας την παράσταση, ένιωθα από τη μία την ζωηράδα του έργου κι από την άλλη αμηχανία θιάσου και θεατών. Ν’ αναφερθεί δειγματολογικά πως από περίπου το 90% των θεατών ήταν μεσήλικοι άντρες.

Δεύτερη αντιξοότητα ήταν ο σκηνογραφικός πλουραλισμός (σκηνικά: Έμιλυ Ονισηφόρου, Βασίλης Βλασταράς). Ενώ λοιπόν, είχαμε πολύ γεμάτες και προκλητικές εικόνες από το γυμνό κι από την ταυτόχρονη παρουσία πέντε ή έξι ηθοποιών ανά σκηνή (δύο ήταν τα δρώντα πρόσωπα κι οι υπόλοιποι οι παρατηρητές ή οι φροντιστές του σκηνικού της σκηνής), το μάτι γέμιζε παραπάνω από τα πολλά σκηνικά αντικείμενα που συνήθως δημιουργούσαν μια σκηνική φλυαρία. Οι συνεχείς αλλαγές σκηνικών και ενδυμάτων φαινόταν περιττός κόπος.

Τρίτη αντιξοότητα της παράστασης ήταν η μεικτή αισθητική ταυτότητα της παράστασης. Η δεσπόζουσα τάση της σκηνοθεσίας και της σκηνογραφίας ήταν ν’ αποδοθεί αντανακλαστικά η κοινωνία του σήμερα κι αυτό ήταν αρκετό. Σε πολλά σημεία της παράστασης, επιχειρούταν η διάθεση μιας ακόμη αισθητικής, πιο διονυσιακής, με έξτρα στοιχεία όπως κύμβαλα, λατέξ κοστούμια άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν μια μενταλιτέ και μια εικαστικότητα στο θέαμα, πράγμα που δεν κατορθώθηκε ποτέ.

Τελευταία αντιξοότητα είναι ήταν μένα η σύνθεση του θιάσου*. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν από τους ηθοποιούς της παράστασης –δεν θα προβούμε σε καμία αποτίμηση της ερμηνείας τους, γιατί η συνολική συνθήκη ήταν πάνω από ατομικές ιδιαιτερότητες- μου έκανε εντύπωση η επιλογή μόνο νέων και καλοσχηματισμένων ηθοποιών. Στο έργο περιγράφονται και μεγαλύτεροι άντρες, παντρεμένοι και πιο «καθημερινοί», εικόνα που δεν οπτικοποιήθηκε πουθενά. Δεν γίνεται να λες ότι έχεις έντεκα χρόνια σχέση ή ακόμα και μια καλοζωισμένη έγγαμη ζωή και να μην υπάρχει ούτε μια άσπρη τρίχα στους ηθοποιούς της παράστασης. Για μένα πάνω στην ετερότητα των χαρακτήρων φαίνονται πολύ περισσότερα για την ανοιχτή ή μη ανοιχτή σεξουαλική ετερότητα. Ο παντρεμένος άντρας που κρυφά συνάπτει ερωτικές σχέσεις με πολύ ελκυστικούς άντρες και μάλιστα δίνοντας χρήματα, είναι μια μορφή όχι ευρέως αναγνωρίσιμη αλλά πολύ κοινή στην Ελλάδα παλαιόθεν.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, φεύγοντας από την παράσταση «F*cking Men», ένιωσα μια αμηχανία για το θέαμα που παρακολούθησα που ξεπέρασε δυστυχώς την συμπαθητική προσπάθεια του θιάσου και της ευρύτερης δημιουργικής ομάδας. Υπάρχουν κάποια λεπτά όρια ανάμεσα στον ερωτισμό και στην κοινή πορνογραφία, τα οποία νομίζω ότι εδώ συγχέονται.

 

*Ερμηνεύουν (αλφαβητικά):

Περικλής Ασημακόπουλος, Άρης Βέβης, Ορφέας Γεωργίου, Γιώργος Κυριακόπουλος, Βασίλης Λιάκος, Νίκος Μέλλος, Γιώργης Παρταλίδης, Θαλής Πολίτης, Νίκος Σαμουρίδης, Βλάσσης Χρυσικόπουλος

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Το δημοφιλέστερο έργο του Ζενέ, ανεβάζει φέτος το Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις με αντρική διανομή σε μία απολαυστική παράσταση.

Γραμμένο το 1947 με τίτλο Les Bonnes, στις φυλακές της γαλλικής παροικίας, οι «Δούλες»έμελε να γίνουν όχι μόνο ένα δημοφιλές έργο, αλλά ένα έργο που συνδέθηκε με την Αριστερά και τα εκάστοτε αναρχικά κινήματα κι ο ίδιος ο Ζενέ να γίνει ένα πρόσωπο-σύμβολο. Ο συγγραφέας που γνώρισε από νωρίς την παραβατικότητα και την κοινωνική περιθωριοποίηση ως ορφανό παιδί που παραστράτησε και ως ομοφυλόφιλος, μετουσίωσε τη νιτσεϊκή θεωρία διαμορφώνοντας μια δική του κοινωνική ιεράρχηση, εμφανής περισσότερο στα έργα «Μπαλκόνι», «Υψηλή Εποπτεία» και «Παραβάν».

Μια συνήθεια που μετατράπηκε σε αισθητική εμμονή, ήταν η ανάγνωση των φυλλάδων που αναφέρονταν στα εγκλήματα της εποχής, που έδειχναν τους μεγάλους εγκληματίες ως είδωλα της λαϊκής μάζας. Ομοίως, η διαδεδομένη ακόμα και στις μέρες μας, υπόθεση των αδερφών Christina και Lea Papin που κατακρεούργησαν την κυρία τους και την κόρη της το 1933 αποτέλεσε τη δραματουργική βάση για την συγγραφή του έργου Δούλες. Στο δικαστήριο δεν ζήτησαν κανένα ελαφρυντικό. Ν’ αναφέρουμε την σχετική δραματουργία της Ανδρονίκης Αβδελιώτη με τίτλο «Αδελφές Papin», που παρουσιάζεται στο Αγγέλων Βήμα σε σκηνοθεσία και ερμηνεία της ίδιας.

Στο έργο του Ζενέ, έχουμε τις δούλες Κλαιρ και Σολάνζ που υποδύονται εναλλάξ την Κυρία και η μία την άλλη, σ’ ένα παιχνίδι ρόλων που καταλύει και επανα-ορίζει τα κοινωνικά στερεότυπα και τη φαντασιακή τους εκπλήρωση. Βασικό δραματικό γεγονός του έργου, είναι η φυλάκιση του Κυρίου μετά από ανώνυμο τηλεφώνημα που έκαναν οι αυτές και η διαχείριση του γεγονότος από την Κυρία. Πόσο αθώο όμως μπορεί να είναι ένα παιχνίδι ρόλων, που επιτρέπει για λίγο στον εξουσιαζόμενο να γίνει εξουσιαστής και αντιστρόφως, που επιτρέπει στον δούλο να γίνει αφεντικό; Αυτή την αναρχική σκέψη μπορούμε φυσικά να την προεκτείνουμε και με την συνήθως παραμελημένη σκηνική οδηγία του Ζενέ, που υποδεικνύει τους ρόλους των δούλων να τις υποδύονται ανήλικα αγόρια και να υπάρχουν δεξιά και αριστερά δύο πανό που θα δηλώνουν πως οι ρόλοι είναι γυναικείοι. Έχουμε λοιπόν και μία ακόμα αναστροφή των κοινωνικών στερεοτύπων και μια ακόμα πιο ελεύθερη φαντασιακή απόδοση του μύθου του έργου.

Η παράδοση του έργου στην Ελλάδα

Στη χώρα μας, οι Δούλες, είναι αναμφισβήτητα το πιο πολυπαιγμένο έργο του Ζενέ, που επανέρχεται σχεδόν κάθε χρόνο μ’ ένα διαφορετικό ανέβασμα. Συνήθως επιλέγεται η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη που μετρά ήδη μισό αιώνα ζωής και έχει επικυρωθεί από τ’ ανεβάσματα της από το Θέατρο Τέχνης και πιο πρόσφατα από το Εθνικό Θέατρο. Την αναγνώριση του ζενε-όφιλου κοινού ασφαλώς έχει ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής Δημήτρης Δημητριάδης που έχει γαλουχήσει το αναγνωστικό κοινό με τη μετάφραση της εργογραφίας του Ζενέ. Όσο μου το επιτρέπουν οι πηγές μου, μόνο ο Βογιατζής ήταν αυτός που ανέβασε το έργο σε μετάφραση Δημητριάδη. Είδαμε βέβαια και μεταφράσεις από αξιόλογες μεταφράστριες, με πιο πρόσφατη αυτή της Έλσας Ανδριανού για την παράσταση του Γκραουζίνις. Όσον αφορά την παραστασιογραφία του έργου, το πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα ήταν από το Θέατρο Τέχνης στη σεζόν 1967-1968, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου με τους ρόλους να ερμήνευαν η Ρένη Πιττακή, η Μαρίνα Γεωργίου και η Εκάλη Σώκου. Από το 2010 έως σήμερα, αν μετράω σωστά έχουμε δει ήδη δέκα ανεβάσματα του έργου, δείχνοντας μια σαφή προτίμηση στην πρόσληψη του έργου, από γυναικείο θίασο. Η λίστα των ηθοποιών που καταπιάστηκαν με τους εμβληματικούς ρόλους του έργου –από τους ελάχιστους γυναικείους ρόλους του Ζενέ και το μοναδικό έργο που έχει αποκλειστικά γυναικείους ρόλους- είναι μεγάλη και πολύ αξιόλογη. Ενδεικτικά ν’ αναφέρουμε τις ηθοποιούς Μάγια Λυμπεροπούλου, Ρένη Πιττακή, Μπέτυ Αρβανίτη, Κατερίνα Παπουτσάκη, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Κίτσου, Κωνσταντίνα Τάκαλου και Μαριάννα Κάλμπαρη. Οι σκηνοθέτες προτιμούν συχνά αυτό το έργο, αλλά νιώθω ή τουλάχιστον ένιωθα μέχρι να δω την παράσταση του Γκραουζίνις πως δεν είναι ιδιαίτερα δημιουργικοί στη διαχείριση του έργου.

 doules theatro neou kosmou texnes plus

Η παράσταση του Γκραουζίνις

Ο Τσεζαρις Γκραουζίνις επιλέγει ν’ ανεβάσει τις Δούλες (μετάφραση Έλσας Ανδριανού) με αντρικό θίασο και μ’ έναν σκηνικό οικοδόμημα που σημειωτικά κλείνει το μάτι στις αισθητικές προτιμήσεις του Ζενέ. Καταρχάς, η επιλογή και μόνο να έχουμε άντρες ηθοποιούς να ερμηνεύουν γυναικείους ρόλους στο συγκεκριμένο έργο, ανοίγουν το πεδίο διερεύνησης τόσο του ίδιου του έργου, όσο και της ανάπτυξης και της έκφρασης των κοινωνικών φύλων εν γένει. Είναι ελκυστικό και στην σκέψη και στο αισθητικό κομμάτι, να βλέπεις άντρες να υποδύονται τις γυναίκες που υποδύονται τις δούλες που υποδύονται τις κυρίες. Αυτό το σχήμα ενισχύεται και από δύο ακόμη στοιχεία, ένα πρακτικό και ένα προνόμιο. Το πρακτικό είναι ότι ο Γκραουζίνις δεν επιλέγει ανήλικα αγόρια ή έστω πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς όπως υποδήλωνε ο Ζενέ, αλλά τρεις ηθοποιούς που κουβαλούν την εμπειρία ζωής και σκηνικής πρακτικής στο σώμα τους. Αυτό σημαίνει –όχι αυτονόητα και σε κάθε περίπτωση- πως οι ηθοποιοί είναι σε θέση να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία ανάμεσα στους ρόλους που υποδύονται αλλά και να σαρκάσουν τις μετακινήσεις αυτές. Το προνόμιο της διανομής είναι και το ατού της παράστασης.

Η πρωτότυπη μουσική του Μαρτύνας Μπιαλομπζέσκις είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην σύνθεση ενός φαντασιακού κόσμου που μεταλλάσσεται συνεχώς, αλλά επιστρέφει σχεδόν αυτιστικά στα ίδια του τα σχήματα.

Ο σκηνικός χώρος του, αν και είναι η Κεντρική Σκηνή, θυμίζει φυσιογνωμικά ένα black box κι αυτό μας επιτρέπει να κάνουμε παραστάσεις ενός κελιού φυλακής, στο οποίο οι ηθοποιοί είναι «εγκλωβισμένοι». Κυριαρχεί το μαύρο στο φόντο, με τα έντονα χρώματα να βρίσκονται στα ευτελή φορέματα της Κυρίας. Δεσπόζει στο βάθος της σκηνής, η ανθοστολισμένη κλίνη, χαρακτηριστικό αντικείμενο τόσο στη δραματουργία όσο και στην λογοτεχνία του Ζενέ. Το ασφυκτικά ανθοστολισμένο περιβάλλον, θυμίζει επιτάφιο αλλά και την ωραιότητα της νιότης. Για τον Ζενέ, οι νεαροί εγκληματίες, είναι κοινωνικά εμβλήματα και αυτό το διάβασα στο σκηνικό του Kenny McKellan.

Οι ηθοποιοί της παράστασης είναι σε θέση να διαβάσουν τις λεπτές αποχρώσεις των ρόλων και των ακυρώσεων αυτών, και να μεταφέρουν στην σκηνή, ένα ευρύ πεδίο του πολυσχιδούς δραματουργικού έργου. Είναι ιδιαιτέρως απολαυστικό να παρακολουθείς την άνεση που φαίνεται να έχουν, και το αποτέλεσμα δείχνει πηγαίο και χωρίς προσπάθεια.

Ο Αργύρης Ξάφης και ο Δημήτρης Ήμελλος υποδύονται τις δούλες. Εμφανίζονται αρχικά με μαύρες ποδιές που αναφέρονται στην επαγγελματική τους ιδιότητα ως υπηρέτριες αλλά σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα μπορούσαμε να τις δούμε και ως στολές φυλακής. Φαίνεται ν’ αποφεύγεται η ταύτιση με τον ρόλο τους, σε μια ερμηνευτική γραμμή που φωνάζει τη θεατρικότητά της, η οποία επιτρέπει αυτή την ελευθερία στη μετακίνηση από ρόλο σε ρόλο που αναφέραμε παραπάνω αλλά και δίνει στους ηθοποιούς την ευκαιρία να φωτίσουν τις φυσιογνωμίες πίσω από τα παιχνίδια τους. Σε ορισμένα σημεία, φαίνεται να υπερ-παίζουν και να παρωδούν τη γυναικεία φύση, αλλά όσο προχωράει η παράσταση καταφέρνουν ν’ αποδομήσουν το ίδιο τους το ερμηνευτικό παιχνίδι, και να ξεδιπλώσουν την βαθειά τραγικότητα του έργου. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ραθυμία που δείχνει ο Ξάφης με το σώμα του, όταν υποδύεται την δούλα που υποδύεται την Κυρία, σαρκάζοντας την αστική τάξη που αυτή εκπροσωπεί και σε δεύτερο επίπεδο, την δική του φυσιογνωμία.

Την κοινωνική σάτιρα της παράστασης, εκτοξεύει με την παρουσία του ο Κώστας Μπερικόπουλος σ’ ένα queer ρεσιτάλ, που θυμίζει τις μεγάλες μαντάμες των περασμένων δεκαετιών.

Στο σημείο που στάθηκα ως θεατής, ήταν το συγκλονιστικό φινάλε του Δημήτρη Ήμελλου, που το εξέλαβα ως έναν ύμνο προς όλες τις δούλες του κόσμου, και ένα κοινωνικό-αταξικό μανιφέστο του Ζενέ. Σε καμία παράσταση του έργου –κι έχω δει αρκετά- δεν είχα διαβάσει την πολιτική διάσταση του έργου που είναι υπερκείμενη και ορμητική. Στον τελευταίο του μονόλογο ο Ήμελλος, όχι μόνο δικαιολόγησε την σατυρίζουσα υφή της παράστασης, σπάζοντάς την, αλλά και κατάφερε να ξεφύγει από τις ευκολίες στις οποίες είχε ο ίδιος βάλει τον εαυτό του παίζοντας, για να ρίξει στην παράσταση την ακμάζουσα προβληματική στην πλήρη της υπόσταση.

Αξίζει λοιπόν να δείτε την παράσταση Δούλες σε σκηνοθεσία Τσεζαρις Γκραουζίνις στο Θέατρο του Νέου Κόσμου γιατί αφενός φωτίζει μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο το έργο κι αφετέρου γιατί θα έχετε την ευκαιρία να θαυμάσετε τρεις δεινούς ηθοποιούς. Κι αν ήταν ενδιαφέρουσα και φρέσκια η επιλογή ανδρών ηθοποιών, ανοίγει ο δρόμος για να δούμε και στο μέλλον τέτοιες επιλογές, παραμένοντας αισθητικό ζητούμενο η σύνθεση ενός θιάσου από νεαρούς ηθοποιούς ή ακόμα και από μη ηθοποιούς, για να δούμε πως θα ήταν ένα ανέβασμα χωρίς τις ευκολίες έμπειρων πρωταγωνιστών.

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία