Ο Αναστάσης Πινακουλάκης ζει στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Θεατρικών Σπουδών και φοιτητής του τμήματος Πολιτική Επιστήμη και Δημοσία Διοίκηση του ΕΚΠΑ. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και παραμυθιών, τη θεατρική κριτική και την αρθρογραφία, ενώ εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Την έμμετρη πολιτική σάτιρα του Μήτσου Ευθυμιάδη παρουσιάζει ο Γ. Κιουρτσίδης μ’ έναν πολυπληθή θίασο στη Μονή Λαζαριστών.
Τον Φεβρουάριο ξεκίνησε τη διαδρομή της η παράσταση «Προστάτες» μια μουσική πολιτική σάτιρα με αφορμή τους ήρωες της Επανάστασης του 1821 και των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Πρωσία). Πρόκειται για μια αρκετά φιλόδοξη δουλειά με 27 ηθοποιούς επί σκηνής όπου παίζουν και ερμηνεύουν ζωντανά 35 πρωτότυπα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή. Το Αθηναϊκό κοινό από την άνοιξη του 2021 και περισσότερο στο πρώτο μισό της τρέχουσας σεζόν, είχε την ευκαιρία να δει μια σειρά από παραστάσεις που είχαν ως θέμα τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων του ’21. Ξεχωρίσαμε την ενδυματολογική δουλειά του Ζαμάνη για το Εθνικό Ντεφιλέ, την ολοκληρωμένη δουλειά του Τάρλοου Ο κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου και η Επιθεώρηση 1821 από τον Δημήτρη Καραντζά. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια έμμετρη σάτιρα, που αξιοποιεί τη γλωσσική μας παράδοση και κυρίως μια πρωτότυπη μουσική δουλειά.
Υπόθεση: Το έργο παρουσιάζει στη σκηνή κλασικά γεγονότα, φωτισμένα από μια άλλη πλευρά χωρίς όμως να αμαυρώνονται το αποτέλεσμα και η σημασία της Ελληνικής Επανάστασης καθώς και η γέννηση του Ελληνικού κράτους. Το κοινό θα συναντήσει όχι πρόσωπα αλλά χαρακτήρες/ σύμβολα που φτάνουν μέχρι το σήμερα και θα ανακαλύψει τους σκοπούς και τα συμφέροντα όσων ανακήρυξαν τους εαυτούς τους «προστάτες». Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι: «Τελικά οι «Προστάτες» προστάτεψαν την Ελλάδα;»
Μια τολμηρή δήλωση σε ένα τολμηρό έργο, που ταξιδεύει πίσω στο χρόνο για να παρουσιάσει, όχι τα ένδοξα κατορθώματα των Ελλήνων αγωνιστών, αλλά το άδοξο παρασκήνιο της Επανάστασης. Ποιοι ήταν αυτοί, που κρυμμένοι πίσω από το επίθετο «προστάτες», προστάτευσαν τα δικά τους προνόμια και τη δική τους θέση εξουσίας;
«Οι Προστάτες» ανέβηκαν για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, το 1976. Σαράντα έξι χρόνια μετά από την πρώτη παράσταση, επιστρέφουν στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη, αποκαλύπτοντας με χιούμορ τις εθνικές πληγές, που διακόσια χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, φαίνεται πως ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να επουλώσουμε.
Όσο το σκηνικό μας να στηθεί
και ο θίασος για την παράσταση να ετοιμαστεί
μου δώσαν εντολή να σας γυρίσω
διακόσια χρόνια πίσω.
Δίχως να χάνω το λοιπόν κι εγώ καιρό
αρχίζω να σας ιστορώ,
πως αποτύχαμε, πριν από διακόσια χρόνια
να σπάσουμε τα κεφάλια αυτών,
που μας τυραννάνε ακόμα.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Κιουρτσίδης έχει αναλάβει ένα πραγματικά φιλόδοξο project σχεδόν μισό αιώνα μετά το πρώτο ανέβασμα του έργου. Παρόλο που το ύφος του έργου και κατ’ επέκταση της παράστασης είναι ιδιαίτερα παλαιικό, φέτος ήταν η κατάλληλη ιστορική περίσταση για να το ανεβάσει και μια γόνιμη περίσταση για να συνομιλήσει μια καλλιτεχνική ομάδα του σήμερα με μια δραματουργία του ’70 και φυσικά με την παρακαταθήκη του 1821. Οι θεατές πριν καν μπουν στην αίθουσα «Σωκράτης Καραντινός» μπαίνουν στο κλίμα της δραματουργίας, με τους ηθοποιούς της παράστασης να υποδέχονται τους θεατές στο φουαγιέ της Μονής Λαζαριστών.
Από την πρώτη στιγμή κιόλας της παράστασης, ο θεατής αποκτά την αίσθηση της παράστασης, ενώ παρά τον μεγάλο αριθμό των ηθοποιών και τη συνεχή εναλλαγή πρόζας και τραγουδιού, υπάρχει ροή και ερμηνεία.
Η γραφή του Ευθυμιάδη –ίσως και λόγω της εποχής που γράφτηκε- δεν τολμάει τόσο πολύ να στηλιτεύσει και να καυτηριάσει τα ήθη των Ελλήνων, δείχνοντας με χιούμορ την κατάσταση αλλά όχι όσο σατιρικά θα περιμέναμε. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει στην κίνηση-χορογραφία από τον Τάσο Παπαδόπουλο, με αναφορές τόσο στην παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, το Θέατρο Σκιών, τα μπουλούκια όσο και σε πιο κωμικά είδη θεάτρου.
Λιγότερο σαφής είναι η πρόθεση της ενδυματολόγου Άννας-Μαρίας Αγγελίδου, με τα κοστούμια να θυμίζουν περισσότερο έτοιμα κοστούμια βεστιαρίου κι όχι ένα υπαινικτικό σχόλιο πάνω στη δραματουργία όπως θα περιμέναμε. Ξεχωρίσαμε σίγουρα τα κοστούμια των αρχηγών των ξένων κομμάτων, που τα υποστήριξαν με την ερμηνεία τους οι ηθοποιοί (Καρτόκης, Στυλιανού, Γρ.Παπαδόπουλος), που σάρκασαν τους εκπροσώπους και τις ιδέες τους. Επίσης, ο Χαλκιάς ως Πονηρόπουλος παρέπεμπε σε κομπέρ από επιθεωρησιακό νούμερο, επιλογή που σύναδε με το ύφος του έργου. Τις Προστάτιδες δυνάμεις, ερμήνευσαν οι γυναίκες του θιάσου, με αίσθηση μπουρλέσκ, που δεν ευνοήθηκε τόσο από τα κοστούμια τους. Ανάλογη τόλμη θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει και στους υπόλοιπους ρόλους.
Η γενικότερη αισθητική της παράστασης ταίριαζε πιο πολύ σε μια μουσειακή αναβίωση/φόρο τιμής σε παραστάσεις μνήμης από αυτές που συνηθίζει το ΚΘΒΕ, παρά για μια καίρια διαπραγμάτευση του υψηλού φρονήματος του Νεοέλληνα γύρω από την παράδοση της Επανάστασης του 1821.
Ωστόσο, η παράσταση Προστάτες δεν είναι ένα καθόλου εύκολο εγχείρημα, κι ας έχει ως δραματουργική βάση ένα κείμενο με κλισέ και τσιτάτα γύρω από την Επανάσταση. Οι ηθοποιοί χρειάζεται να αλλάζουν συνεχώς ρόλους, κοστούμια και προθετικότητα, ενώ μέσα σε μόλις 90 λεπτά επιχειρείται η παρουσίαση και ο σχολιασμός των σημαντικών Εθνοσυνελεύσεων και των πολιτικών διαπραγματεύσεων που προετοίμασαν και στη συνέχεια αποτίμησαν την Επανάσταση.
Ειδικά σήμερα, όπου η χώρα μας έχει περάσει μια δεκαετία στα όρια της φτώχειας και των μνημονίων, η έννοια των «προστάτιδων» χωρών, αποκτά ένα νέο νόημα κοιτάζοντας προς τα πίσω. Με άλλα λόγια, η δουλειά του Γ. Κιουρτσίδη και του θιάσου του μας καλεί να περάσουμε καλά με τα «πάθη» μας ως λαός και να δούμε τα τρωτά στοιχεία των ηρώων και των πολιτικών προσώπων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους.
Info:
Η παράσταση «Προστάτες» παρουσιάζεται στην σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών μέχρι την Κυριακή 17 Απριλίου.
Με κωμωδία επέστρεψε ο Γ. Χουβαρδάς στη γνώριμη του Κεντρική Σκηνή του Τσίλλερ στο Εθνικό Θέατρο.
Ο λόγος για «Το πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ που ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο σε μετάφραση της ταλαντούχας Έρις Κύργια. Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς υπήρξε διευθυντής του Εθνικού, η Κύργια προσωρινή διευθύντρια μετά την αποπομπή του Λιγνάδη και τώρα διανύουμε το πρώτο εξάμηνο της προεδρίας του Γιάννη Μόσχου, σε αυτή την παράσταση έχουμε μια ενδιαφέρουσα συνάντηση. Ο σκηνοθέτης έχει στη διάθεσή του μια σειρά από έμπειρους πρωταγωνιστές όπως τον Αργύρη Ξάφη, την Κωνσταντίνα Τάκαλου, την Άννα Μάσχα και την Αμαλία Μουτούση, ενώ σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους συναντάμε την Κατερίνα Λέχου, τον Γιώργο Γλάστρα και την Ειρήνη Λαφαζάνη.
Το έργο
Ο γάμος του Τσαρλς και της Ρουθ βρίσκεται σε μόνιμη κρίση –τίποτα που δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με μια σειρά από κοκτέιλ πάρτι και γερά μεθύσια. Όταν όμως στην εξίσωση μπει ένα εκκεντρικό μέντιουμ και το ενοχλητικό φάντασμα μιας πρώην συζύγου, η κατάσταση θα πάρει την κάτω βόλτα. Το Πονηρό πνεύμα, η θρυλική μαύρη κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Άνοιξη 1941. Το Λονδίνο βομβαρδίζεται άγρια από τους Γερμανούς κι ο Νόελ Κάουαρντ, ένας από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της βρετανικής σκηνής, πάει στην εξοχή για να γράψει μια κωμωδία με φαντάσματα. Γιατί- παρά τις καταστροφικές επιθέσεις που σχεδόν ισοπεδώνουν την πόλη, παρά τα ερείπια και τα θύματα- η ζωή συνεχίζεται. Κι έτσι «μέσα στην ανασφάλεια, την τρέλα και τη μαυρίλα, ανθίζει μια εξωφρενική κωμωδία», όπως σημειώνει και ο σκηνοθέτης. Αριστοτεχνικά δομημένη, η απίθανη, σχεδόν μεταφυσική κωμωδία του Κάουαρντ εξετάζει το θέμα του γάμου και τις δυσκολίες της συζυγικής πίστης, μετατοπίζοντας την πραγματικότητα όσο χρειάζεται για να μπορεί κανείς να την αντιμετωπίσει από απόσταση και με χιούμορ. Άλλωστε, το καυστικό, φλεγματικό, ανελέητο χιούμορ είναι αυτό που χαρακτηρίζει το Πονηρό πνεύμα, όπως και όλα τα έργα του μοναδικού Βρετανού συγγραφέα.
Η παράσταση
Ο Χουβαρδάς που στο παρελθόν μας έχει προσφέρει εξαιρετικής αισθητικής παραστάσεις στο Εθνικό (Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, Περικλής, Ριχάρδος ΙΙΙ κ.ά.) επανέρχεται με μια μεταφυσική κωμωδία όπου βασικός χαρακτήρας είναι το φάντασμα της Ελβίρα (Μάσχα), ή αλλιώς το πονηρό πνεύμα. Έχοντας στη διάθεσή του την άκρως θεατρική μετάφραση της Κύργια, τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και την εξαιρετική διανομή ηθοποιών, στήνει μια έμμετρη παράσταση, μ’ ερμηνείες που αξίζουν αναφοράς.
Η παράσταση έχει καθαρή βρετανική αισθητική με ένα «κούνημα» χάρης τα καλότεχνα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, όπου έχουμε την αναπαράσταση μιας αγροτικής βίλα στη Βρετανία. Χαρακτηριστική θέση στο σκηνικό έχει το μπαρ με τα ποτά, τα οποία καταναλώνουν ακατάπαυστα στην πρώτη σκηνή του έργου, ο καναπές και οι πολυέλαιοι. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη κινούνται σε πιο μεταμοντέρνες και γκροτέσκο διαστάσεις. Ξεχωρίζει η πολυτελής εμφάνισης της Ρουθ με τα φορέματα, την κομπιναιζόν και τ’ αξεσουάρ και φυσικά η ημιδιάφανη αστραφτερή ολόσωμη φόρμα της Ελβίρας, δηλαδή του «φαντάσματος». Η Μουτούση ως Μαντάμ Αρκάτι παραπέμπει σε κλοουνερί, με τα φαρδιά ρούχα και την κόκκινη φουντωνή περούκα. Ο Τσαρλς κι ο Δρ. Μπράντμαν φορούν κομψά αντρικά ρούχα, ενώ η κα Μπράντμαν εμφανίζεται μ’ ένα φανταχτερό καρό κοστούμι, που μοιάζει επιτηδευμένα κακόγουστο συγκριτικά με τις άλλους γυναικείους χαρακτήρες. Τέλος, η υπηρέτρια φοράει την κλασική στολή, και μάσκα στο πρόσωπο που τη διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Γενικότερα, τα κοστούμια υπονομεύουν τη ματαιοδοξία και την ρηχή επίδειξη της οικονομικής ευρωστίας των ηρώων, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνουν ένα ωραίο κάδρο πρόσληψής τους από το θεατή.
Ο Χουβαρδάς είναι από τους πιο επιφανείς σκηνοθέτες που έχουμε και παρά τις ενστάσεις που μπορεί να είχαμε για κάποιες παραστάσεις του στο παρελθόν, πάντα φαίνεται η κοινή αισθητική που τις διακρίνει. Η πιο πρόσφατη κωμωδία που σκηνοθέτησε –και είδα- ήταν οι Τρισευτυχισμένοι του Λαμπίς στο Θέατρο Πορεία με τον Τάρλοου, τον Λούλη, την Πουλοπούλου και την Κολλιοπούλου. Στο Πονηρό Πνεύμα, δουλεύει με διαφορετικό τρόπο, αξιοποιώντας τα παράδοξα της δραματουργίας, το μεταφυσικό πνεύμα του έργου και φυσικά το μεγαλύτερο σκηνικό χώρο που έχει στη διάθεσή του.
Ο Αργύρης Ξάφης κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τσαρλς, ερμηνεύοντας αρχικά τον ρόλο του στ’ αγγλικά, μ’ έμφαση στο βρετανικό περιβάλλον του. Με αξιοζήλευτη σκηνική άνεση και συνέπεια στο είδος της κωμωδίας, δίνει μια ερμηνεία που θα θυμόμαστε. Πλάι του, η Κωνσταντίνα Τάκαλου ερμηνεύει την Ρουθ, τη νυν σύζυγο του Τσαρλς, με αφοπλιστικά κωμικό μπρίο, φυσικότητα και ταπεραμέντο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το καλοκαίρι έπαιξε Αγαύη στις Βάκχες της Ν. Κοντούρα και νωρίτερα μέσα στη χρονιά Μπλανς στο Λεωφορείον ο Πόθος του Σαράντου –επίσης στο Εθνικό- η Τάκαλου διανύει την πιο πετυχημένη με διαφορά χρονιά της καριέρας και νομίζω το αξίζει.
Η Άννα Μάσχα υποδύεται την Ελβίρα, το «πονηρό πνεύμα» ή αλλιώς τη νεκρή σύζυγο του Τσαρλς που επανέρχεται στη ζωή ως φάντασμα μετά από μια ιδιάζουσα τελετή. Η δυναμική ανάμεσα στους τρεις ηθοποιούς είναι ουσιαστικά το μεγάλο χαρτί που έχει στα χέρια του ο σκηνοθέτης και ο πρωτεύον λόγος για να δει κανείς αυτή την παράσταση.
Απολαυστικότατη και η Αμαλία Μουτούση ως Μαντάμ Αρκάτι, την οποία βλέπουμε ξανά σε κωμικό ρόλο μετά τους Ιχνευτές –σατυρικό δράμα του Σοφοκλή- το καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Η έμπειρη ηθοποιός κεντάει το ρόλο και η εμφάνισή της φέρει στοιχεία από τσίρκο.
Πολύ ενδιαφέρουσα κι η νεαρή Ειρήνη Λαφαζάνη στο ρόλο της υπηρέτριας, με την έντονα τεχνική κίνηση και τις σιωπηλές δράσεις. Λιγότερο ενταγμένη στη συνθήκη της παράστασης η αγαπημένη ηθοποιός Κατερίνα Λέχου, με μια ερμηνεία που φαίνεται τεχνικά επιτηδευμένη. Το σύζυγό της, τον κύριο Μπράντμαν υποδύεται ο Γιώργος Γλάστρας, ενώ το επόμενο διάστημα θα δούμε και τον Θανάση Δήμου στον ίδιο ρόλο.
Η κίνηση της Μαρκέλλας Μανωλιάδη δίνει πολλά στην σκηνοθεσία του Χουβαρδά και συμβάλει καθοριστικά στο ρυθμό της παράστασης, ενώ οι «νευρικές» κινήσεις των ηθοποιών σε συνδυασμό με τους βόμβους του ηχητικού περιβάλλοντος παραπέμπουν στους βομβαρδισμούς στο Λονδίνο την εποχή που διαδραματίζεται το έργο.
Συνολικά, Το πονηρό πνεύμα είναι μια άκρως σουρεαλιστική και συνάμα ψυχαγωγική παράσταση που δίνει την πρώτη μεγάλη στιγμή για το Εθνικό Θέατρο στη θητεία του νέου καλλιτεχνικού του διευθυντή. Πρόκειται για μια τόσο δουλεμένη παράσταση που φαίνεται αβίαστα φυσική παρά τα ετερόκλιτα στοιχεία που τη συνθέτουν.
Διαβάστε επίσης:
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Την προηγούμενη εβδομάδα έκανε πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο η παράσταση Ντετέκτιβ σε σκηνοθεσία Έφης Δρόσου.
Το ΚΘΒΕ επιστρέφει με κωμωδία με το Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα (Β. Παπαβασιλείου), επιλέγοντας τον εμπορικότατο βρετανό συγγραφέα Peter Shaffer, του οποίου ο Αμαντέους παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αυτή την περίοδο (διαβάστε την κριτική μας εδώ). Το Ντετέκτιβ είναι μια κωμική ιστορία έρωτα και απιστίας, εμπλουτισμένη με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος και φάρσας. Η υπόθεση του έργου αρχίζει με την πρόσληψη ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ για να διαπιστωθεί αν η σύζυγος ενός φτασμένου λογιστή τον απατά, ενώ σταδιακά έρχονται στην επιφάνεια ζητήματα φύλου, αυτοέκφρασης μέσα στις ερωτικές σχέσεις και της ποιότητας των ανθρώπινων σχέσεων. Έργο φαινομενικά ξεπερασμένο που αποκτά μια νέα διάσταση σήμερα όπου τα θέματα αυτά απασχολούν υπό νέο πρίσμα την κοινή γνώμη. Τους ρόλους του έργου υποδύονται οι ηθοποιοί Δημήτρης Διακοσάββας, Θοδωρής Πολυζώνης και Νατάσσα Δαλιάκα.
Το έργο
Η παράσταση, με έντονο άρωμα της δεκαετίας του ’60, υπονομεύει τις κοινωνικές συμβάσεις και ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και την κοινωνική σάτιρα. Οι θεατές παρακολουθούν ζητήματα που απασχολούν διαχρονικά τις ανθρώπινες σχέσεις και πώς αυτές εξελίσσονται. Η Μπελίντα διασχίζει τους δρόμους της πόλης και ξοδεύει τον χρόνο της σε άσκοπους περιπάτους. Την ίδια ώρα, ο σύζυγός της, τρελαμένος από τη ζήλια, αναθέτει σε έναν ντετέκτιβ την παρακολούθησή της. Ένας εκκεντρικός τύπος την ακολουθεί σε όλες τις διαδρομές της… ή μήπως τον ακολουθεί εκείνη; Οι δυο τους αναπτύσσουν μια παράδοξη, σιωπηλή σχέση.
Ο «Ντετέκτιβ» παίχτηκε για πρώτη φορά το 1962 στο Globe Theatre με τον Kenneth Williams και τη Maggie Smith. Ο αγγλικός τίτλος του έργου είναι «The Public Eye» και συνήθως ανεβαίνει μαζί με ένα ακόμη μονόπρακτο, γραμμένο την ίδια χρονιά, με τίτλο «The Private Ear». Το μονόπρακτο «The Public Eye» έγινε ταινία, με τίτλο «Follow Me!», το 1972, σε σενάριο του ίδιου του Σάφερ και σκηνοθεσία του Carol Reed.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Mia Farrow, ο Topol και ο Michael Jayston. Στην Ελλάδα τα δύο μονόπρακτα, «The Private Ear» και «The Public Eye», παίχτηκαν πρώτη φορά μαζί στο θέατρο «Ακάδημος» από τον θίασο Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου, τη θεατρική περίοδο 1966 -1967, με τίτλο «Η Αφροδίτη και ο Ντετέκτιβ». Το έργο προβλήθηκε και από «Το θέατρο της Δευτέρας», το 1976.
Η παράσταση
Η Έφη Δρόσου σκηνοθετεί και μεταφράζει μια εμπορική βρετανική κωμωδία με έντονο το στοιχείο της φάρσας, με γρήγορες εναλλαγές σκηνές κι ένα χιούμορ που ανήκει εμφανώς στον προηγούμενο αιώνα. Με ξαφνιάζει ιδιαίτερα η επιλογή του συγκεκριμένου έργου, τόσο ως θεματολογία κι ιδεολογία όσο και γιατί είναι ένα ολιγοπρόσωπο έργο που δεν περίμενα να φιλοξενηθεί σ’ ένα τόσο μεγάλο θέατρο όπως το Βασιλικό. Μπορώ σίγουρα να δω μια σύνδεση ανάμεσα στο έμφυλο θέμα, που αποκτά συνεχώς νέα οπτική τα τελευταία χρόνια, τόσο για την ισότητα των φύλων σε όλους τους τομείς όσο και για το κίνημα #Metoo και τις εξομολογήσεις για σεξουαλική παρενόχληση. Εν τέλει όμως, έχουμε ένα έργο γραμμένο από άντρα, με μεγαλύτερη παρουσία αντρικών χαρακτήρων και όπου η γυναίκα είναι απλώς η σύζυγος του κυρίου. Σήμερα τι έχει να μας πει; Αυτό ως παρένθεση.
Ο σκηνικός χώρος που επιμελήθηκε η Δανάη Πανά, μας μεταφέρει στο γραφείο ενός λογιστή, με βιβλιοθήκες στα δεξιά και στ’ αριστερά κι ένα μεγάλο κάδρο παραθύρου. Το φόντο του σκηνικού υποκαθίσταται από μια οθόνη όπου προβάλλεται πολύ «κλισέ» το λονδρέζικο τοπίο, με τον Big Ben και άλλα κτίρια. Το στατικό ψηφιακό περιβάλλον εναλλάσσεται ανεπαίσθητα από λεπτομέρειες όπως πουλιά ή την… Mary Poppins. Τέλος, διαγώνια του σκηνικού έχουμε δύο περιγράμματα πορτών που δεν αξιοποιούνται από την σκηνοθεσία.
Ξεκινώντας η παράσταση Ντετέκτιβ κάνει αμέσως αισθητή μια σειρά σκηνοθετικών κι υποκριτικών επιλογών που παραπέμπουν σε προηγούμενες δεκαετίες παραστάσεων. Η πρώτη σκηνή ανάμεσα στον Τσαρλς και στον Τζούλιαν, κυλούσε αργά και χωρίς σαφή προσανατολισμό, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια των ηθοποιών. Η δυναμική ωστόσο της παράστασης φαίνεται με την εμφάνιση της Νατάσσας Δαλιάκα, που υποδύεται την Μπελίντα. Από όταν εμφανίζεται η ηθοποιός με το πολύ συμβατικό δηλωτικό ροζ χρώμα, το σκέρτσο, τα λουλούδια, την άνεση, μεταλλάσσεται τόσο η σκηνική διάταξη όσο και η ροή του λόγου στην παράσταση. Από την στιχομυθία που πατάει στις προηγούμενες σκηνές και την εναλλαγή των προσώπων, η παράσταση φαίνεται πως βρίσκει τον ρυθμό της και τελικά κερδίζει το κοινό.
Την παράσταση ουσιαστικά παίρνουν πάνω τους οι τρεις ηθοποιοί της, ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό τρόπο. Από τη μια έχουμε την πληθωρική και σχεδόν εμμονική περσόνα που δημιουργεί ο Δημήτρης Διακοσάββας ως Ντετέκτιβ κι από την άλλη τον εγκρατή και σχεδόν πικρόχολο Τασαρλς του Θοδωρή Πολυζώνη. Οι δύο ηθοποιοί παίζουν αντιστικτικά, με το χιούμορ να προκύπτει ακριβώς από αυτή την αντίστιξη. Μια μικρή αδυναμία της σχέσης των δύο ηθοποιών, είναι η ένταση της φωνής, με τον Διακοσάββα να έχει πιο στεντόρια κι επιβλητική φωνή και τον Πολυζώνη να έχει χαμηλότερες εντάσεις –λόγω ρόλου- με αποτέλεσμα να γέρνει το ζύγι της ερμηνείας τους. Το ερμηνευτικό τρίο συμπληρώνει μαγευτικά η Νατάσσα Διαλιάκα, η οποία φέρνει χρώμα και φρεσκάδα στην σκηνή.
Η μουσική του Στέλιου Ντάρα άλλοτε λειτουργεί ως μουσικοί τόνοι που ενισχύουν την στίξη της στιχομυθίας κι άλλοτε ως elevator μουσική για τα μικρά μουσικά νούμερα των ηθοποιών.
Συνοπτικά, η παράσταση Ντετέκτιβ χωρίς να έχει αξιώσεις πρωτοτυπίας ή ανανέωσης του είδους της εμπορικής κωμωδίας, μπορεί να θυμίζει πρακτικές θεάτρου προηγούμενων δεκαετιών, αλλά καταφέρνει να περάσει και να ψυχαγωγήσει το κοινό κυρίως λόγω της δυνατής του διανομής.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας στη νύχτα» που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Δ. Καραντζά στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.
Ο Καρδιτσιώτης ηθοποιός αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου μόλις το 2015, αλλά έχει ήδη ένα πολύ ενδιαφέρον βιογραφικό με ερμηνείες σε αξιοπρόσεκτες παραστάσεις. Τον ξεχωρίσαμε για πρώτη φορά ως Αίμονα στην Αντιγόνη του Λιβαθινού το 2016 στην Επίδαυρο, ενώ ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά τη Δωδεκάτη Νύχτα (Εθνικό) και το Rob (Στέγη) στη σκηνοθεσία Δ. Καραντζά, Βάκχες του Ε. Λυγίζου, Η τάξη μας σε σκηνοθεσία Τ. Τζαμαργιά. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά, πρωταγωνίστησε στην παράσταση Παίκτες του Γιώργου Κουτλή που αποτέλεσε το απόλυτο talk of the town.
Κάτι που είναι λιγότερο γνωστό για τον Βασίλη Μαγουλιώτη είναι η ιδιότητά του ως συγγραφέας με το ψευδώνυμο Suyako. Πριν μερικές ημέρες η παράσταση του Talk Show μεταφέρθηκε στο Θέατρο Αποθήκη.
Με αφορμή την παράσταση «Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας στη νύχτα» όπου υποδύεται τον Έντμοντ, είχαμε την ευκαιρία να συστηθούμε μ’ έναν ηθοποιό στον οποίο πιστεύουμε πολύ και να μιλήσουμε για το θέατρο, την μετά Covid εποχή και την ανάγκη το θέατρο να επανεφεύρει τον εαυτό του λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία του θεατή.
Μετά τους Παίκτες, τη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του πρώτου μισού της θεατρικής σεζόν, θα σε δούμε στην παράσταση Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Πες μας δυο λόγια για το ύφος της παράστασης που θα παρουσιάσετε και για τον ρόλο που υποδύεσαι εσύ…
Β.Μ.: Πρόκειται για ένα απόλυτα αυτοβιογραφικό έργο, ένα έργο μνήμης του Ευγένιου Ο’ Νηλγια την οικογένειά του. Εγώ παίζω τον μικρό γιο της οικογένειας, τον Έντμοντ. Ασθενικός, φυματικός, πρώην ναυτικός, και νυν επίδοξος ποιητής. Πρόκειται, ουσιαστικά, για τον ίδιο τονΕυγένιου Ο’ Νηλ .
Είναι η τρίτη φορά που συνεργάζεσαι με τον Καραντζά μετά τη Δωδεκάτη Νύχτα και το Rob. Πώς είναι να συνεργάζεσαι μαζί του; Γενικότερα, τι πλεονεκτήματα έχει για έναν ηθοποιό να δουλεύει ξανά με τον ίδιο σκηνοθέτη;
Β.Μ.: Είναι πολύ διαφορετική αυτή η φορά από τις άλλες δύο. Τόσο εγώ, όσο κι ο Δημήτρης έχουμε αλλάξει πολύ. Βρισκόμαστε, κατ’ αρχάς, σε ένα πολύ ζεστό χώρο (Θέατρο οδού Κεφαλληνίας), με ένα πολύ ζεστό έργο. Η επικοινωνία μας, έτσι, ήταν πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική. Το ότι είχα ξαναδουλέψει μαζί του άλλες δυο φορές, με έκανε να ξέρω εξ’ αρχής τη θεατρική γλώσσα που τον ενδιαφέρει, τα στάδια της δουλειάς και την οργάνωση του υλικού. Όλα αυτά βέβαια, παραμένουν ρευστά κι αλλάζουν.
Ο Έντμοντ είναι ένας ιδιαίτερα αυτοκαστροφικός χαρακτήρας, έρμαιο των παθών του. Πόσο εύκολο ήταν να τον προσεγγίσεις και τι είδες εσύ στον χαρακτήρα πέραν από τα τραύματα που φέρει;
Β.Μ.: Δεν ήταν εύκολο καθόλου. Ήταν απ’ τα πιο δύσκολα πράγματα που έχει χρειαστεί να κάνω στο θέατρο. Διάβασα αρκετά τη βιογραφία του ίδιου του O’Neill, όπου διαφαίνονται όλα τα χαρακτηριστικά του Έντμοντ: Αλκοολισμός, αποβολή απ’ το κολλέγιο, δουλειές στα καράβια, σε εφημερίδες, καλοκαιρινές διακοπές στο οικογενειακό θέρετρο, αναρχοσοσιαλιστικοί κύκλοι, απόπειρα αυτοκτονίας… Παρ’ όλα τα τραύματα, την ασθένεια, τη μοναξιά και την απόρριψη από την ίδια τη ζωή, ο Έντμοντ φαίνεται να αντέχει κι αυτό είναι που με συγκινεί. Μ’ αρέσει μια φράση που λέει ο αδερφός του, ο Τζέημι, στο έργο: «Κανείς δεν μπορεί να επηρεάσει τον Έντμοντ! Αυτό το σιγανό ποτάμι ξεγελάει τον κόσμο κι ο καθένας νομίζει πως μπορεί να τον κάνει ο,τι θέλει. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Στο τέλος κάνει ο,τι θέλει αυτός.»
Οι Αμερικανοί δραματουργοί ήταν πάντα ιδιαίτερα αγαπητοί από τους Έλληνες σκηνοθέτες. Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που συνδέεται με την ελληνική πραγματικότητα;
Β.Μ.: Κατ’ αρχάς, όπως και τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα αποδεικνύουν, εδώ και κάμποσα χρόνια (από τον εμφύλιο και μετά) είμαστε «αμερικανάκια», μια αμερικανοθρεμένη χώρα, που εισάγει αμερικάνικο πολιτισμό (και όπλα) σωρηδόν. Τα αμερικάνικα ήθη, λοιπόν, μάς είναι περισσότερο οικεία κι από τα ευρωπαϊκά, μας αρέσει - δε μας αρέσει. Ταυτόχρονα, μοιραζόμαστε με την Αμερική κάποιες κοινές παθογένειες (που μας διαχωρίζουν κάπως από την υπόλοιπη Ευρώπη), όπως ο νεοπλουτισμός και η ιστορική/πνευματική «ασυνέχεια».
Ανεβάζοντας το 2022 ένα έργο που ανέβηκε έναν αιώνα πριν, πόσο βλέπετε ότι έχουμε εξελιχθεί εμείς κι ο θεσμός της οικογένειας;
Β.Μ.: Το έργο φαίνεται εξαιρετικά «φρέσκο», ίσως επειδή είναι τόσο αυτοβιογραφικό, που δεν «φέρει» τις συνήθεις εξιδανικεύσεις της μυθοπλασίας. Φανερώνει κάποια πολύ αληθινά κι αντιφατικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής, που μοιάζουν να είναι διαχρονικά. Ο θεσμός της οικογένειας, κατά μέσο όρο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει βελτιωθεί, λόγω μιας κάποιας στοιχειώδους μόρφωσης κι αντίληψης για το ότι, π.χ. το «ξύλο» στα παιδιά τραυματίζει. Παρ’ όλα αυτά, η ψυχή του ανθρώπου είναι αιώνια, πάντα θα «πεδικλώνεται», θα μπερδεύεται ή θα «στραγγαλίζεται» μέσα στην περιπλοκότητα μιας ερωτικής σχέσης, και θα κληρονομείται στη συνέχεια στην οικογένεια. Αιώνια βέβαια είναι και κάποια άλλα χαρακτηριστικά της ψυχής, όπως φανερώνονται στο έργο: η ζέστη της συγχώρεσης, η τρυφερότητα, η εξομολόγηση, η νοσταλγία και το μυστήριο της αγάπης.
Παράλληλα με την παράσταση, παίζεται το θεατρικό σας έργο Talk Show. Ποια είναι η θέση της δραματουργίας απέναντι σε όλα αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους σήμερα; Αν έπρεπε ν’ απομονώσετε ένα απόσπασμα από το έργο για ν’ ανοίξετε τον προβληματισμό σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Β.Μ.: Η δραματουργία πρέπει, νομίζω, να αναζητήσει τρόπους να ξανασυστήσει το «συμβάν» του θεάτρου στους θεατές, όχι σαν κάτι το αυτονόητο. Το θέατρο, στη μετα-covid εποχή, δεν πρέπει απλά να «συντηρηθεί» και να «επιβιώσει», αλλά να επανεφεύρει τον εαυτό του, σαν ένα καινούριο «ζωντανό» θέαμα, ενώπιον της κοινότητας. Και πρέπει να ασχοληθούμε με το θεατή. Αυτός είναι το θέμα μας, περισσότερο απ’ ότι η δεινότητα των καλλιτεχνών. Η λειτουργία του θεατή χρήζει μελέτης. Οι «σπουδαίες ερμηνείες» των ηθοποιών, κι οι «πρωτότυπες αναγνώσεις» των σκηνοθετών, μου μοιάζουν πολύ πεπερασμένα πεδία έρευνας, μπροστά στη μελέτη της λειτουργίας του θεατή, απ’ τη στιγμή που μπαίνει στην αίθουσα κι ώσπου να βγει. Ταυτόχρονα, η δραματουργία οφείλει, νομίζω, να ενσωματώσει την «απροσδιοριστία» και τη «ρευστότητα» της εποχής στο περιεχόμενό της. Αν διάλεγα ένα απόσπασμα του Talk Show, αφιερωμένο στις οικτρές μέρες πολέμου που ζούμε:
«HOST: Πολιτικά πού στέκεσαι;
ΘΥΜΑ: (παύση) Δεν-
HOST: Τέλος χρόνου. Αυτά ή τα απαντάς κατευθείαν ή σου φοράνε μια καραμπίνα και σου δίνουνε στη χούφτα τα φυσίγγια, και τράβα, σου λένε, στην κωλοτρυπίδα του κόσμου, και πας εσύ, και περιμένεις διαταγές.»
Πως βλέπεις το θέατρο την επόμενη μέρα του λοκ ντάουν;
Β.Μ.: Δεν είναι καθόλου εύκολα τα πράγματα. Το τοπίο αλλάζει και θα συνεχίσει να αλλάζει. Παρατηρώ δυναμωμένη και κερδισμένη σε «συνείδηση» την κοινότητα των καλλιτεχνών, αλλά κι αυτό μένει να φανεί ως που μπορεί να φτάσει. Έχω δει κάποιες πολύ δυνατές παραστάσεις αυτές τις δυο σαιζόν, που μαρτυράει όρεξη για αναζήτηση κι αγάπη για τη δουλειά από μεριάς των καλλιτεχνών. Κι οι θεατές στηρίξαν αυτές τις παραστάσεις, που μαρτυράει ότι ο κόσμος ακόμα το θέλει το θέατρο. Το πρόβλημα του υπερπληθωρισμού όμως παραμένει. Το πρόβλημα της ανεργίας των ηθοποιών παραμένει. Το πρόβλημα της υποπληρωμής, της απλήρωτης πρόβας στο ελεύθερο θέατρο, των πενιχρών κρατικών επιχορηγήσεων, της έλλειψης σχεδίου από πλευράς πολιτείας. Όλα αυτά έχουν πέσει στο τραπέζι χιλιάδες φορές. Δεν είναι ότι δεν τα έχουμε πει. Έχουμε κουραστεί να τα λέμε.
Ευγένιου Ο’ Νηλ
Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα
Στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
το αυτοβιογραφικό αριστούργημα του Ευγένιου Ο’ Νηλ,
σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
Ερμηνεύουν οι:
Μπέττυ Αρβανίτη (Μαίρη), Αλέξανδρος Μυλωνάς (Τζέιμς), Αινείας Τσαμάτης (Τζέιμι), Βασίλης Μαγουλιώτης (Έντμοντ), Ελίνα Ρίζου (Κάθλιν)
Προπώληση εισιτηρίων:
viva.gr
&
στο ταμείο του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας,
Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, τηλ. 210.8838727
Ημέρες - ώρες παραστάσεων:
Tετάρτη & Κυριακή στις 19.30
Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 20.30
Τιμές εισιτηρίων:
13, 17 ευρώ (Πέμπτη)
15, 20 ευρώ (Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή)
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Μια παράσταση που είχε σημειώσει επιτυχία πριν 3 χρόνια, επανήλθε στο Θέατρο Άβατον για 5 μόλις δευτερότριτα.
Ο λόγος για τον μονόλογο Φροσύνη του Στέφανου Παπατρέχα, ηθοποιού που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται τόσο στη θεατρική γραφή όσο και στη σκηνοθεσία. Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του έργου, αφορά την Κυρα-Φροσύνη ή αλλιώς Ευφροσύνη Βασιλείου, την ξακουστή ερωμένη του Αλή Πασά, μητέρα δύο παιδιών και σύζυγο του εμπόρου Ιωαννίνων Δημητρίου Βασιλείου. Η όμορφη Γιαννιώτισσα βρήκε άδοξο τέλος, αφού η εξωσυζυγική της σχέση ήταν η αιτία αυτή κι άλλες 17 κοπέλες να οδηγηθούν σε πνιγμό στη Λίμνη Παμβωτίδα στις 11 Ιανουαρίου 1801. Το πρόσωπο-σύμβολο αποτέλεσε προσφιλές θέμα για τραγούδια, ποιήματα, πίνακες, βιβλία, ενώ το θεατρικό του Παπατρέχα είναι η πρώτη καταγεγραμμένη θεατρική εκδοχή του μύθου. Το έργο συνσκηνοθετεί με τον Λάζαρο Βαρτάνη, ηθοποιοί που πρωτοσυνεργάστηκαν στην Πικρή τριλογία του νεοφασισμού στο Επί Κολωνώ το 2017 κι έκτοτε έχουν δημιουργήσει ένα είδος θεατρικής ομάδας, όπου σκηνοθετούν, παίζουν και προτείνουν πρωτότυπα νεοελληνικά έργα (Έλα να παίξουμε, Πασού, Ονόριο).
Υπόθεση: Μια γυναίκα ηθοποιός καλείται, στο πλαίσιο ενός αυτοσχεδιασμού, να ετοιμάσει έναν μονόλογο πάνω στην Κυρα-Φροσύνη, το ιστορικό πρόσωπο-θρύλο των Ιωαννίνων που πνίγηκε με διαταγή του Αλή Πασά στη λίμνη Παμβώτιδα. Ψάχνοντας πληροφορίες και υλικό, βρίσκει πράγματα που τη γοητεύουν, την προκαλούν. Δοκιμάζει ρούχα, φωνές, αυτοσχεδιάζει πάνω στην τελευταία νύχτα της Φροσύνης, πάνω στη ζωή, το γάμο, τα παιδιά της, τον έρωτά της για τον γιο του Αλή Πασά, Μουχτάρ, τις απαιτήσεις των άλλων για Εκείνη, τις απαιτήσεις του έρωτά της για Εκείνον. Πια δεν είναι η ηθοποιός, δεν είναι η Φροσύνη. Είναι μια γυναίκα δέσμια των επιθυμιών της, αλλά και όσων οι άλλοι θέλουν από αυτήν. Μια γυναίκα που της μέλλεται να πνιγεί, να μείνει στην Ιστορία ως αυτό που οι άλλοι κατάλαβαν για εκείνη, αφήνοντας ξεχασμένο το πραγματικό της πρόσωπο.
Ο Στ. Παπατρέχας ασχολείται με το πρόσωπο της Φροσύνης, όχι με σκοπό να δημιουργήσει μια θεατρική βιογραφία, αλλά με τη συνθήκη του θεάτρου εν θεάτρω, όπου μια ηθοποιός αναζητά αυτό που φέρει η Φροσύνη, ώστε να προετοιμαστεί για έναν αυτοσχεδιασμό που της έχει ανατεθεί. Στο πρώτο μέρος του κειμένου, η ηθοποιός αναζητά στο διαδίκτυο πληροφορίες για την ιστορική προσωπικότητα, συνομιλεί στο τηλέφωνο γύρω από αυτήν και έχουμε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση. Σταδιακά, η ηθοποιός δοκιμάζει σκέψεις, φράσεις και ρούχα που συνδέονται με τη Φροσύνη και προσπαθεί να την ενσαρκώσει. Η ιστορία της Φροσύνης είναι γνωστή, και το τέλος της ακόμη γνωστότερο. Τι προτείνει ο δραματουργός εδώ; Τι ένιωσε η Φροσύνη, ποια ήταν η θέση της; Που αφορά ο πνιγμός της;
Επειδή τυγχάνει να είχα δει και την παράσταση πριν 3 χρόνια, παρατήρησα πως στο φετινό ανέβασμα αναφέρονται οι γυναικοκτονίες που είχαμε στην Ελλάδα του 2021. Δεκαεπτά γυναικοκτονίες (ανακοινωμένες, δεν ξέρουμε αν ήταν περισσότερες), δεκαοκτώ οι κοπέλες –μαζί με τη Φροσύνη- που πνίγηκαν αλυσοδεμένες το 1801.
Σαν μύθος, ο δεσμός της Φροσύνης με τον Αλή Πασά έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Απρόσμενη και η δραματουργία που αναπαριστά τη δουλειά μιας ηθοποιού. Ίσως χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία πάνω στο υλικό που συγκέντρωσε ο συγγραφέας, ώστε να μην ακούγεται ως παράθεση πληροφοριών –και μάλιστα από την Wikipedia- αλλά όλο αυτό να προέκυπτε από την ηθοποιό μέσω αυτοσχεδιασμών χωρίς εποπτικά μέσα. Για εμένα το ενδιαφέρον της παράστασης ξεκινά από όταν η ηθοποιός αφήνει το λάπτοπ και πειραματίζεται πάνω στο παρατιθέμενο υλικό. Θεωρώ πως εκεί απελευθερώνεται πραγματικά και προτείνει κάτι.
Η Σύνθια Μπατσή είναι η ηθοποιός που αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να υποδυθεί τη Φροσύνη ή ακριβέστερα, να υποδυθεί μια ηθοποιό που υποδύεται τη Φροσύνη. Η έμπειρη ηθοποιός φέτος είχε τριπλή συνεργασία με τον Παπατρέχα και τον Βαρτάνη, αφού την είδαμε και στις παραστάσεις Ονόριο και Πασού. Στο πρώτο μέρος της παράστασης, εμφανίζεται ως μια νεαρή ηθοποιός που βρίσκεται στο σπίτι της, κάθεται στο γραφείο της και γκουγκλάρει πληροφορίες για τη Φροσύνη. Γήινη, οικεία και με χιούμορ, αφήνει σταδιακά την «καθημερινότητα» της για να μεταμορφωθεί στη Φροσύνη, εναλλάσσοντας κοστούμια και διαθέσεις. Ιδιαίτερα σαγηνευτική στον εξωτικό χορό της, ενώ είχε ενδιαφέρουσα κορύφωση που παραμέμπει μ’ ευθύ τρόπο στον πνιγμό της ηρωίδας. Σε ηχητικό μήνυμα ακούγεται κι ο Αιμίλιος Χειλάκης, διαβάζοντας τον Πνιγμό της Φροσύνης.
Όσον αφορά το σκηνογραφικό της παράστασης (σκηνικά-κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή), νομίζω είναι παρά πάνω φλύαρο και περιγραφικό από όσο χρειάζεται. Η σκηνή είναι χωρισμένη στα τρία: στα δεξιά είναι ένα διπλό κρεβάτι γεμάτο μαξιλάρια και στρωσίδια, στο κέντρο ένα μπαούλο γεμάτο κοστούμια και… μια έκπληξη, ενώ στ’ αριστερά το γραφείο με το λάπτοπ της. Η ηθοποιός είχε τόσες πολλές μικροδράσεις για ν’ αξιοποιήσει όλα τα σκηνικά αντικείμενα και τα κοστούμια, που από ένα σημείο και μετά δημιουργείτο μια σκηνογραφική φλυαρία. Για παράδειγμα, φοράει τόσα πολλά κοστούμια –ασιδέρωτα-, για να τα βγάλει την αμέσως επόμενη στιγμή, χωρίς να προλάβει ο θεατής να κάνει προβολή πάνω σε αυτά. Μεγαλύτερη ένσταση είχαμε στην αποδόμηση των σκηνικών προς το τέλος της παράστασης. Δινόταν η αίσθηση πως είχαμε τρία ίδια τέλη, με την καταστροφή του κρεβατιού και το ρίξιμο των σεντονιών, το αναποδογύρισμα του γραφείου και τον πνιγμό στο μπαούλο. Ίσως ήταν πιο δραστικό να είχαμε μόνο τον πνιγμό στο μπαούλο, με μεγαλύτερο υποκριτικό χτίσιμο, ώστε να είναι πιο εντυπωσιακό. Όταν γίνονται πάρα πολύ στην εικόνα, ίσως μπαίνει μια έξτρα δυσκολία στην πρόσληψη της παράστασης από τον θεατή.
Με λίγα λόγια, η Φροσύνη είναι το πρώτο δραματουργικό βήμα του Στέφανου Παπατρέχα –μετά το πρωτόλειο του Ξέφωτου στο ΠΚ το 2012- και η πρώτη συνσκηνοθεσία του με τον Λάζαρο Βαρτάνη. Το ενδιαφέρον στη δραματουργία αυτή είναι πως βλέπουμε έναν γνωστό μύθο μ’ έναν διαφορετικό και δημιουργικό τρόπο και κυρίως η χαρισματική του ερμηνεύτρια, η Σύνθια Μπατσή.
Μετά –και παράλληλα- από τη Φροσύνη, ο Στέφανος Παπατρέχας προτείνει μια άλλη ανάγνωση της δημοφιλής ιστορίας του πνιγμού της Φροσύνης και 16 ακόμη γυναικών, ως συνέπεια της εξωσυζυγικής της σχέσης με τον Αλή Πασά, Μουχτάρ. Σε αυτό το έργο, ηρωίδα είναι η απατημένη σύζυγος, η Πασού, μια γυναίκα για την οποία λίγα είναι γνωστά όπως καταφαίνεται κι από το έργο. Το κείμενο κυκλοφορεί σε κοινή έκδοση με τη Φροσύνη από την Κάπα Εκδοτική. Την σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφουν ο συγγραφέας του Στέφανος Παπατρέχας κι ο Λάζαρος Βαρτάνης (Φροσύνη, Ονόριο), ενώ ερμηνεύει και πάλι η Σύνθια Μπατσή.
Υπόθεση: Μια γυναίκα ηθοποιός αυτοσχεδίασε για μια ολόκληρη νύχτα πάνω στην Κυρα-Φροσύνη, το ιστορικό πρόσωπο-θρύλο των Ιωαννίνων που πνίγηκε στη λίμνη Παμβώτιδα. Αιτία του πνιγμού της ο παράνομος έρωτάς της με τον γιο του Αλή Πασά, Μουχτάρ. Την επόμενη νύχτα, η ίδια ηθοποιός καλείται να αυτοσχεδιάσει πάνω στην Πασού, την απατημένη σύζυγο του Μουχτάρ – ηθική αυτουργό του πνιγμού της Φροσύνης και άλλων 16 γυναικών στη λίμνη των Ιωαννίνων. Ψάχνει ό,τι υλικό υπάρχει για εκείνη, συνομιλεί με πρόσωπα της ζωής της και μέσα από τη ζήλια, το μίσος, την απόρριψη, αντιμέτωπη συνεχώς με το φάντασμα της Φροσύνης, φτάνει στο χείλος του γκρεμού της. Τι ωθεί μια γυναίκα στην απόγνωση; Τι την οδηγεί να πνίξει σε μια λίμνη 17 γυναίκες; Πόσο ελεύθερη είναι μια πριγκίπισσα; Τι σκέφτεται; Τι αισθάνεται; Ποια είναι τελικά η «Πασού»;
Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα δύο μονολογικά έργα, είναι ο καθρέφτης το ένα του άλλου, διατηρώντας όμως το καθένα τη δική του ταυτότητα. Ενδεχομένως, σ’ ένα διαφορετικό ανέβασμα, θα μπορούσα να συνδυαστούν σε μια ενιαία παράσταση, με τροποποιήσεις στη δραματουργία. Όπως και στη Φροσύνη, έχουμε κι εδώ μια συνομιλία με μη δρων πρόσωπο, με τη διαφορά ότι εδώ, η συνομιλία ακούγεται μέσω βιντεοκλήσης, άρα υπάρχει η ανάγκη μιας δεύτερης φωνής (εδώ ακούμε την υπέροχη Λυδία Φωτοπούλου).
Η παράσταση
Παρακολουθήσαμε την παράσταση σχεδόν αμέσως την παράσταση της Φροσύνης, έχοντας μέσα μας το βίωμα και τη δραματουργία ως αφετηρία για την Πασού. Μια ενδιαφέρουσα διαφορά είναι πως στην Πασού, η ηθοποιός εμφανίζεται κατευθείαν ως Πασού, κάνοντας μια πιο καθαρή και άμεση προβολή της ηρωίδας. Σε αντίθεση με τη Φροσύνη (διαβάστε την κριτική μας εδώ), στην Πασού έχουμε σκηνογραφική/ενδυματολογική οικονομία (Έλλη Εμπεδοκλή), επιτρέποντας στην ηθοποιό Σύνθια Μπατσή να είναι πιο άμεση, συναισθηματική κι έντονη.
Ο Παπατρέχας με την Πασού έχει κάνει μια πιο εσωτερική και ψυχαναλυτική προσέγγιση του ρόλου, απελευθερωμένος από την πλούσια λαογραφική παράδοση που είχε στη Φροσύνη. Στις αρετές του κειμένου να καταλογιστούν τα μονολογικά σημεία της Πασού όπου δίνεται η αίσθηση πως συνομιλεί με τη Φροσύνη, αποτελώντας ένα αρχετυπικό ντουέτο, που υπερβαίνει την ιστορική πραγματικότητα.
Πως ερμηνεύεις μια «γυναίκα χωρίς ταυτότητα»; Η Σύνθια Μπατσή με τον αέρα της Φροσύνης, επιστρέφει ως Πασού, και δίνει μια δυναμική ψυχολογική ερμηνεία. Από τις πιο ωραίες σκηνές του έργου είναι το «ροντέο» πάνω στο μπαούλο του σκηνικού, οι «διάλογοι» με τη Φροσύνη και τα χασίματα της ηρωίδας. Η Πασού διαπραγματεύεται την ιστορία της επί σκηνής, ανακαλεί τα παιδικά της χρόνια, την κοινωνική της θέση, τον έγγαμο βίο και τη σχέση της με τον Αλή Πασά και φυσικά, την προδοσία για τα μάτια μιας άλλης γυναίκας.
«Δεν λυπάμαι πια. Δεν με λυπάμαι. Πάντα με όριζαν οι άλλοι. Τώρα με ορίζει το μίσος μου για τους άλλους. Αυτό τουλάχιστον είναι δικό μου. Όλο δικό μου. […] Αυτή η μέρα θα γεμίσει με εμένα. Απαλλαγμένη πια από όλα, από όλους, απαλλαγμένη οριστικά και από εκείνη.»
Κλείνοντας, δεν ξέρω αν θα επιλέξει να δει κάποιος την Πασού ανεξάρτητα από τη Φροσύνη, αλλά μιλάμε σίγουρα για μια ηρωίδα που αναζητά την αυτονομία της, από μια κοινωνική πραγματικότητα που συνέδεε τη γυναίκα με τον πατέρα ή τον άντρα της και από μια λαϊκή παράδοση, που επιζητούσε το τραγικό μέσω του έρωτα και του θανάτου, χαρακτηρίζοντας ως«κακιά» την ερωτική αντίζηλο. Με αφορμή το δίπτυχο έργο του Στ. Παπατρέχα, γνωρίσαμε περισσότερο μια χαρισματική ηθοποιό, τη Σύνθια Μπατσή που αναμένεται να μας απασχολήσει στο εξής.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης
Με Ντοστογιέφσκι επέστρεψε σκηνοθετικά ο αναγνωρισμένος ηθοποιός Κ. Ασπιώτης, έχοντας πλάι του την Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
Η παράσταση παρουσιάζεται στο Μικρό Άνεσις από Τετάρτη μέχρι Κυριακή. Είναι γνωστή η αγάπη του Κωνσταντίνου Ασπιώτη για τη δραματοποιημένη λογοτεχνία (Αρμαντέιλ, Σύγχρονο Θέατρο), αν και είχαμε καιρό να τον δούμε με την σκηνοθετική του ιδιότητα. Λίγο μετά την αυλαία της παράστασης Η γυναίκα με τα μαύρα όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Τάσο Χαλκιά, ο ηθοποιός επέστρεψε σε μια παράσταση για δύο, έχοντας πλάι του την Α. Αϊδίνη, ηθοποιό με την οποία έχει δουλέψει μ’ επιτυχία και στο παρελθόν.
Υπόθεση: Πάνω από τα νερά του ποταμού Νέβα, σε μια προκυμαία, δύο μοναχικοί νέοι, θα ζήσουν μία ιστορία ενηλικίωσης! Άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται, γνωρίζονται και ανταλλάσσουν τα ανείπωτα ως τώρα μυστικά τους, τις αγωνίες και τα όνειρά τους. Μια επαφή πολύτιμη, από αυτές που δεν προγραμματίζουμε - συμβαίνει σπάνια – και είναι αρκετή για να καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής μας. Το Πρωί που ακολουθεί τις Νύχτες, θα αναρωτηθούμε μαζί με τον συγγραφέα: «Μια ολόκληρη στιγμή απόλυτης ευτυχίας: είναι μήπως λίγο αυτό, έστω και για ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου;»
Έργο γραμμένο το 1847, οι Λευκές Νύχτες είναι ένα ειδύλλιο για τους ονειροπόλους, για όσους αρνούνται να συμβιβαστούν με την καθημερινή ζωή όπως είναι. Στη νουβέλα αυτή όπως και στη Συνεσταλμένη είναι καθαρό το ντοστογιεφσκικό ύφος, με το φυσικό και ψυχικό τοπίο, την βαθιά και σχεδόν θρησκευτική αγάπη για τους ανθρώπους και την ασφυκτική μοναξιά που τους δένει. Η νύχτα και η φύση αποκτούν συμβολική σημασία που περιγράφει τον ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Το στυλ γραφής δανείζεται στοιχεία από το ημερολόγιο, δίνοντας ένα έντονα νοσταλγικό ύφος, στα λόγια του πρωταγωνιστή.
Η παράσταση
Η γενική αίσθηση της παράστασης δείχνει ότι ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ήθελε να εστιάσει στην ιστορία των δύο ηρώων, τη δημιουργία της σχέσης τους και στο νοσταλγικό ύφος που πηγάζει από αυτήν. Με πλήρη σκηνογραφική ένδεια –μ’ εξαίρεση δύο παγκάκια και ένα πτυχωτό σκηνικό φόντο με ασημόχαρτα- ο σκηνοθέτης έριξε μεγαλύτερο βάρος στην υποκριτική. Πολύ λειτουργική και ατμοσφαιρική η μουσική του Στάμου Σεμσή, που συμπληρώνει τη δραματουργία και ενισχύει το ρομαντικό χαρακτήρα του έργου.
Το ατού της παράστασης είναι αναμφισβήτητα η προφανής ερμηνευτική χημεία του Ασπιώτη με την Αϊδίνη, ικανή να υποκαταστήσει όποιες ελλείψεις μπορεί να νιώσαμε σε άλλα σημεία. Ο Ασπιώτης είναι πολύ τρυφερός και εξομολογητικός στους μονολόγους του, ενώ στις πρώτες του σκηνές με την Νάστινκα έχει μια ενδιαφέρουσα συστολή, που κάνει ορατή την τρωτότητα του ήρωα που υποδύεται. Στην πρώτη του συνάντηση με την Νάστινκα, χτίζει με πολύ ενδιαφέρον και μετρημένο τρόπο το προφίλ του ήρωα, που δίνει την αίσθηση ενός ατόμου με κοινωνικό άγχος. Προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι τόσο συνεπής στις αρχικές του επιλογές, ίσως από τις αυξομειώσεις στην ένταση της φωνής του που υπερκαλύπτει τα υπόλοιπα εκφραστικά του μέσα. Τα ξεσπάσματά του φαίνονται αμετροεπή σε σημεία.
Εξαιρετικής ποιότητας η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, που κυμαίνεται με άνεση και ερμηνευτική γοητεία ανάμεσα στο δραματικό και στο κωμικό. Η ηθοποιός διακρίνεται για την ευαισθησία που έχει ν’ αναδεικνύει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ηρωίδας της. Είναι αισθητό πως έχουμε να κάνουμε με δύο ηθοποιούς που έχουν ξαναδουλέψει μαζί κι έχουν δημιουργήσει μια σχέση πάνω στην σκηνή. Εκεί λοιπόν βρίσκεται και το μεγαλύτερο συν της παράστασης.
Όσον αφορά όμως τη διαχείριση του σκηνικού χώρου, δε φαίνεται να έχει γίνει ανάλογη δουλειά. Τα σκηνικά της Ζωής Μολυβδά – Φαμέλη είναι παραπάνω μίνιμαλ, και δεν έχουν σαφή αισθητική ταυτότητα. Το φόντο με τις πτυχές και τ’ ασημένια φύλλα που παραπέμπουν στο φεγγάρι ή σε καθρέφτισμα των ηρώων, δεν αξιοποιούνται από την σκηνοθεσία. Αντίστοιχα, οι πάγκοι φαίνονται άβολοι και μη σταθεροί για τις δράσεις των ηρώων. Εντύπωση μου κάνει κι η αξιοποίηση του «παταριού» της σκηνής ως αποθηκευτικός χώρος για μικροαντικείμενα των ηθοποιών. Στους φωτισμούς έχουμε μια ενδιαφέρουσα ανάμειξη ψυχρών και θερμών χρωμάτων, που περιγράφει την αλληλοσυμπλήρωση των δύο ηρώων.
Συνολικά, η παράσταση Λευκές Νύχτες είναι μια χειροποιήτη αφηγηματική παράσταση με εξαιρετικούς πρωταγωνιστές ακόμη κι αν δεν έχει τόση έμπνευση στην εικαστική/σκηνοθετική της απόδοση. Πρόκειται για μια ωδή στους ονειροπόλους και στους μοναχικούς ανθρώπους, που αναδεικνύει τη κλασσική νουβέλα του Ντοστογιέφσκι.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών κι ο οργανισμός Λυκόφως παρουσιάζουν το αριστούργημα του Ι. Καμπανέλλη για πρώτη φορά σε μιούζικαλ εκδοχή.
Στους βασικούς γυναικείους ρόλους είχαμε τρεις αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους πρωταγωνίστριες: την ιδιαίτερη Κόρα Καρβούνη, την τηλεοπτική Κατερίνα Παπουτσάκη και την εναλλακτική Μαρία Διακοπαναγιώτου. Οι τρεις ηθοποιοί, μαζί με τη Μαρίζα Τσάρη και τη Μαρία Σαββίδου υποδύονται τις γυναίκες ενοίκους του πάνω ορόφου. Η Καρβούνη με μια πολύ γειωμένη εμφάνιση –μου θύμισε την ερμηνεία της στο Πανηγύρι, το 2016 στο Εθνικό- δημιουργεί μια ανάγλυφη προσωπικότητα, ενώ η σχεδόν αυτοκαταστροφική της σχέση με τον Μπάμπη (Αλ. Μπουρδούμης) αντανακλά μια πιο επίκαιρη ανάγνωση του έργου με την έμφυλη βία. Η Κ. Παπουτσάκη υποδύεται εξαιρετικά την Όλια, τη ρωσικής καταγωγής γυναίκα του Στέλιου (Γ. Γάλλος). Περιορισμένη στο σπίτι της και με ριγμένο ηθικό, σταδιακά αποκτά νέα πνοή με την εξωσυζυγική της σχέση με τον Στράτο (Γ. Τσιαντούλας). Τραγουδιστικά η ηθοποιός είναι από τις ευχάριστες εκπλήξεις της διανομής, μαζί φυσικά με τη μέιζο σοπράνο Ειρήνη Καραγιάννη. Η Διακοπαναγιώτου δίνει μια αντισυμβατική κι ελεύθερη Ντόρα, περισσότερο αναγνωρίσιμη στο σήμερα.
Το δημοφιλές και πολυπαιγμένο (παγκοσμίως) έργο του Πήτερ Σάφερ επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Ο αναγνωρισμένος ηθοποιός μετά το πετυχημένο Masterclass με τη Μαρία Ναυπλιώτου και τη Μηχανή του Τούριγκ με τον Ορφέα Αυγουστίδη δοκιμάζεται σ' ένα έργο με περισσότερα πρόσωπα επί σκηνής.
Το έργο
Το 1979 ο Πήτερ Σάφερ, χρησιμοποιώντας έναν μύθο που διέρρευσε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα,περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον σύγχρονό του συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, δημιουργεί ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας. Το ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ Ο Αντόνιο Σαλιέρι, αρχιμουσικός της αυλής του αυτοκράτορα Ιωσήφ, συναντιέται με τον νεαρό Αμαντέους. Καθώς η συνάντησή τους μετατρέπεται σε ανηλεή σύγκρουση,η αιώνια μάχη αποκαλύπτεται. Και μέσα από την αποκάλυψη αυτή, αντικρίζουμε την δική μας μάχη να αντιμετωπίσουμε την ζωή.Να αντιμετωπίσουμε την ύπαρξή μας.Και να καταφέρουμε,ίσως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπου. Να ζήσουμε σε επαφή με τον Εαυτό..
Το 1984 μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον MilosFormer, αποσπώντας 8 βραβεία Όσκαρ συμπεριλαμβανομένου αυτού για την Καλύτερη Ταινία. Την προηγούμενη φορά που είχαμε δει το Αμαντέους στην Αθήνα, ήταν το 2011 στο Θέατρο Βρετάνια σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοέν και διασκευή/σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος συμπρωταγωνιστούσε με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Έντεκα χρόνια μετά, ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος διασκευάζει και σκηνοθετεί το έργο –μετάφραση αρχικού κειμένου: Έλενα Καρακούλη-, σε μια παράσταση-πρόταση με την μουσική του Μότσαρτ να ερμηνεύεται ζωντανά, επί σκηνής, από ένα διαφορετικό κουιντέτο εγχόρδων σε πρωτότυπες μεταγραφές των έργων του Μότσαρτ.
Η παράσταση
Ο Παπασπηλιόπουλος εξελίσσεται σ’ έναν από τους πιο επιφανείς καλλιτέχνες που συνδυάζουν την ηθοποιία με την σκηνοθεσία, σημειώνοντας εδώ τη μεγαλύτερη παραγωγή που έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει –ίσως μαζί με τη Λυσιστράτη για το Εθνικό Θέατρο. Αφήνοντας πίσω τις «ευκολίες» των βιογραφικών παραστάσεων (Masterclass, Η μηχανή του Τούρινγκ), κάνει ένα πιο τολμηρό εγχείρημα, σε μια παράσταση-απαιτήσεων. Έχει στη διάθεσή του ένα βραβευμένο έργο για έναν από τους διασημότερους συνθέτες, δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, το Γιάννη Νιάρρο που είναι ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα της νέας γενιάς και τον Νίκο Ψαρρά, που απολαμβάνει μια νέα επιτυχημένη περίοδο της καριέρας του από τον Μπινιάρη και τον Νανούρη στις τηλεοπτικές επιτυχίες του (Αγάπη Παράνομη, Άγριες Μέλισσες) και φυσικά μια ζωντανή ορχήστρα.
Από το άνοιγμα της αυλαίας ξεχωρίζουν τα κοστούμια της Όλγας Μπρούμα και οι θάλαμοι των μουσικών (βιολί- βιόλα- τσέλο- κοντραμπάσο), ενώ ο Νίκος Ψαρράς ξαφνιάζει με τη μεταμφίεσή του σε γέροντα. Τα see-through λευκά σακάκια πάνω από τα μαύρα κοστούμια, σε συνδυασμό από την ξυπόλυτη εμφάνιση των ηρώων, δίνουν την ενδυματολογική ταυτότητα των ηρώων. Η ζωντανή μουσική (ενορχήστρωση – μεταγραφές – μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Σιάμπος) είναι ένα μεγάλο ατού για την σκηνική απόδοση του έργου, ενώ ταιριάζει άριστα με την μπαρόκ θεατρική σκηνή του Δ.Θ. Πειραιά. Οι γνωστές συμφωνίες του Μότσαρτ, φέρουν το μεγαλείο της παρακαταθήκης που έχει αφήσει, ενώ συμπληρώνει τη δραματουργία ερχόμενη σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την αποδομητική κι ελευθεριάζουσα γλώσσα της διασκευής. Ίσως θα μπορούσε να είχε ακόμη μεγαλύτερο χώρο στην παράσταση, ιδίως από τη μέση κι ύστερα που έχει μικρότερη παρουσία.
Κεντρική φιγούρα της παράστασης ο Γιάννης Νιάρρος στο ρόλο του Βόλφγκάνγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Ο 30χρονος ηθοποιός βραβεύτηκε το 2018 με το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στην παράσταση Στέλλα Κοιμήσου, ενώ έγινε ευρέως γνωστός το 2016 με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταινία Νοτιάς. Στο θέατρο έχει ακολουθήσει μια εντελώς δική του πορεία που περιλαμβάνει αφενός πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μεγάλες παραγωγές (Δυτική Αποβάθρα, Έγκλημα και Τιμωρία, Στέλλα Κοιμήσου) κι αφετέρου ρόλους που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν μ’ έντονο τον χαρακτήρα του stand-up comedy, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τους Παίκτες που σκηνοθέτησε ο Κουτλής στο Κιβωτός. Με παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας, ερμηνεύει τον Αμαντέους, διαθέτοντας έναν ασύγκριτο αέρα και μια καλπάζουσα αθυροστομία. Σε κάθε επιτήδευση και κολακεία, ο Αμαντέους του Νιάρρου απαντάει μ’ ειρωνεία, προκλητικά σεξουαλική γλώσσα και μια αντισυμβατική σωματικότητα.
Το αντίπαλο δέος του ήρωα είναι ο Σαλιέρι, που υποδύεται συγκλονιστικά ο Νίκος Ψαρράς. Ο πεπειραμένος ηθοποιός εμφανίζεται αγνώριστος στην αρχή της παράστασης, ως γερασμένος Σαλιέρι που αναπολεί τον νεαρότερο ανταγωνιστή του, ο οποίος χάθηκε νωρίς. Πανταχού παρών, κόβει και ράβει, αρχικά για να προωθήσει και στη συνέχεια για να σαμποτάρει τον Αμαντέους, ενώ είναι έντονος με την Κονστάνς, τη σύζυγό του. Στο ρόλο της Κονστάνς που είναι κι ο μοναδικός γυναικείους χαρακτήρας του έργου, συναντάμε τη Μαίρη Μηνά (το καλοκαίρι τη θαυμάσαμε ως Ηλέκτρα στον Ορέστη του Κακλέα). Η ηθοποιός δίνει μια γοητευτική ερμηνεία με ποιότητα και βάθος, ενώ είναι πολύ τρυφερή στην αποδομημένα ρομαντική σκηνή με τον Αμαντέους. Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές του έργου είναι αυτή όπου επισκέπτεται τον Σαλιέρι για να του δανείσει τα χειρόγραφα του Μότσαρτ, με αντάλλαγμα να εισηγηθεί γι’ αυτόν στον Αυτοκράτορα.
Στους υπόλοιπους ρόλους βλέπουμε τον Γιάννη Κότσιφα, τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, τον Γιώργο Τζαβάρα, τον Βαγγέλη Δαούση και τον Βασίλη Ντάρμα. Τα τριγύρω πρόσωπα παίζουν σε μια γκροτέσκ παρτιτούρα που προκαλεί γέλιο, ενίοτε κουράζει με την ερμηνευτική της φλυαρία. Η υποκριτική γραμμή της παράστασης φλερτάρει με τα όρια ανάμεσα στο δραματικό και το γκροτέσκ, πιάνοντας τα «ακραία» όρια μιας οπερέτας. Οι ήρωες φαίνονται φιλήδονοι, εγωμανείς/ αυτάρεσκοι και φαιδροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Κεντρική ιδέα στη διασκευή του έργου, όπως διατυπώνει κι ο σκηνοθέτης, είναι η αιώνια μάχη του Εαυτού με τον Εαυτό. Ο Αμαντέους συνδιαλέγεται με τον Αμαντέους, ο Σαλιέρι με τον Σαλιέρι και οι μεταξύ τους συγκρούσεις δίνουν μια νέα διάσταση στο ήδη εδραιωμένο έργο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες και ιδίως ο διαμοιρασμένος Βεντιτσέλλι που ερμηνεύεται από τον Β. Δαούση και τον Β. Ντάρμα, σαν το Καλό και το Κακό, φαίνεται πως ζουν για να τροφοδοτούν το Εγώ του Αμαντέους και κατ’ επέκταση του Εγώ τους.
Σεβόμενοι ωστόσο την δηλωμένη ελευθερία της διασκευής του έργου από τον Παπασπηλιόπουλο, διερωτόμαστε αν ελευθεροστομία σημαίνει αποκλειστικά αθυροστομία και shocking φαλλοκεντρική γλώσσα σώματος από τον Αμαντέους ή αν θα μπορούσε να ισοσταθμιστεί αυτή μ’ έναν πιο ελεύθερο νου. Από την στιγμή που υπήρχε ούτως ή άλλως το σχόλιο στα κοστούμια, η εμβληματική αλέγκρο μουσική και οι δραματουργικές σκηνές όπου σχολιαζόταν η συμπεριφορά του ήρωα, θα μπορούσαμε και να δούμε την αθυροστομία του σε 1-2 σκηνές, κι όχι να επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα θυμίζοντας άλλης προθετικότητας παραστάσεις.
Αυτό που εκτιμάται στη συνολικότερη σύλληψη της σκηνοθεσίας, είναι το θάρρος να παρουσιαστεί μια παράσταση «εμπορικού θεάτρου» που δεν ανασύρει μια «επιτυχία» με σοβαροφάνεια και πολιτική ορθότητα, αλλά με έμπνευση, ελεύθερη σκηνική γλώσσα και φρέσκες ερμηνείες των χαρακτήρων. Σε αντίθεση με αυτό που περιμέναμε, δεν έχουμε μια παράσταση στα αναμενόμενα πλαίσια του εμπορικού θεάτρου, που δε φοβάται να επαναπροσδιορίσει τα πρότυπα. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος προτείνουν έναν διαφορετικό Αμαντέους που θ’ απασχολήσει το δεύτερο μισό της θεατρικής σεζόν.
Info:
Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών.
Βρεθήκαμε στην επίσημη πρεμιέρα του νέου έργου του Suyako «Talk Show» στη Θεατρική Σκηνή ΑΘΗΝΑΪΣ.
Μετά το απόλυτο sold-out του πρώτου μισού της θεατρικής σεζόν Παίκτες που παίχτηκε στο Θέατρο Κιβωτός, ο Γιώργος Κουτλής επέστρεψε με μια νέα δουλειά, έχοντας στη διάθεση του τρεις χαρισματικούς ηθοποιούς, τον Στέλιο Ιακωβίδη, τον Άρη Μπαλή και τον Πανάγο Ιωακείμ. Η παράσταση μας συστήνει ένα νέο θεατρικό κείμενο από τον Suyako, που επιχειρεί ν’ αποδομήσει την κοινωνία του σήμερα, τον τηλεοπτικό χώρο, τις επίπλαστες ανθρώπινες σχέσεις και τη φαιδρότητα των ανθρώπων. Η γραφή φέρει καφκικά στοιχεία και επιρροές από το Θέατρο του Παραλόγου, ενώ οι χαρακτήρες έχουν ρευστή ταυτότητα (όνομα, φύλο, ιδιότητα), ανοίγοντάς το πεδίο πρόσληψής τους από τους θεατές.
Υπόθεση: Ένα συναρπαστικό late-night talk show επί σκηνής, με έναν εκκεντρικό οικοδεσπότη, πολλές εκπλήξεις, ξεκαρδιστικά παιχνίδια και πολλά πολλά δώρα! Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο καλεσμένος δεν ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί… Και δεν του είναι καθόλου εύκολο να καταλάβει… Μέσα από μια φαινομενικά ακίνδυνη τηλεοπτική συγκυρία, βουτάμε σε ένα μυστήριο, κωμικό πανδαιμόνιο πληροφοριών, μέχρι να γκρεμιστούνε όλα και να μείνει μόνο το κουκούτσι: Γιατί είμαι εδώ; Τι είναι εδώ; «Τι συναισθήματα σου προκαλεί η θέα ενός αναποδογυρισμένου χρυσομπάμπουρα στο μπαλκόνι σου μες στο κατακαλόκαιρο;» Ο μηχανισμός ενός τηλεοπτικού Talk Show. Ο μηχανισμός της ζωής.
Η δραματουργία του Suyako είχε πολύ ωραία και στοχαστική διάθεση πάνω στην κοινωνία μας και τις ταυτότητες (συμπεριλαμβανομένων των ταυτοτήτων φύλου), δημιουργώντας ένα αρκετά ανοιχτό και πολυδιαστάτο έργο. Η πρόθεση είναι εκεί, αλλά στην εκτέλεση, το επιχείρημα παραμένει επιχείρημα. Οι χαρακτήρες δεν είναι συμπαγείς και αναγνωρίσιμοι, η πλοκή δεν έχει ευκρινή προθετικότητα, γίνονται λογικά άλματα ακατάπαυστα κι έχουμε ζητήματα ύφους. Σε αρκετά σημεία, φαίνεται πως λείπει ο στόχος της σκηνής, και το επί μέρους δεν κουμπώνει αρμονικά με το όλον.
Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις παραστάσεων που ενώ είναι εμφανής η ιδέα της παράστασης, δεν είναι καθαρή η δραματουργία της. Ούτε το ύφος της παράστασης είναι συμπαγές, δίνοντας πότε χιουμοριστικές ατάκες, πότε επιχειρεί να περπατήσει σε πιο φιλοσοφικά μονοπάτια, μη δείχνοντας ομοιογένεια.
Η εναλλαγή ονομάτων στους χαρακτήρες, στην αρχή προκαλεί ένα χαριτωμένο παραξένεμα, προκαλώντας και σύγχυση στον κεντρικό ήρωα, για το ποιος είναι ο συνομιλητής του, αλλά οι συνεχείς επαναλήψεις και οι ερωτήσεις γύρω από αυτό, ανοίγουν τόσο πολύ τα πρόσωπα, που καταλήγουν χάρτινα και ρευστά. Σίγουρα κι οι ταυτότητες είναι ρευστές, δεν είμαστε ένα πράγμα οι άνθρωποι, απολαυστικό ας πούμε το παιχνίδι των φύλων –υπάρχουν και τα non-binary άτομα- αλλά δε δικαιολογείται από τη δραματουργία ή έστω δεν εξηγείται επαρκώς. Το έργο τελειώνει όσο άδοξα και παράλογα, όσο ξεκίνησε, αφήνοντας το θεατή στο απόλυτο κενό. Είναι αισθητό πως χρειαζόταν λίγη περισσότερη επιμέλεια η δραματουργία, για να σταθεί στην σκηνή και να είναι πιο καλοδομημένη η πλοκή.
Ο σκηνικός χώρος –όπως φαίνεται κι από το προωθητικό υλικό- της Άρτεμης Φλέσσα είναι μια αναπαράσταση τηλεοπτικών εκπομπών όπως το Tonight Show του Γρηγόρη Αρναούτογλου. Γραφείο με καρέκλες, γιγαντοοθόνη όπου προβάλλονται αμερικανικά κτίρια, ένα μανεκέν με λάμπα για κεφάλι είναι τα σκηνικά αντικείμενα, ενώ η μοκέτα και οι κουρτίνες συμπληρώνουν το κάδρο. Θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι πιο «κουνημένο» το σκηνικό περιβάλλον ή να είχε τροποποιήσεις κατά την εξέλιξη του δράματος, για να αποδομήσει και σκηνογραφικά τον χώρο της τηλεόρασης.
Οι ηθοποιοί της παράστασης κάνουν μια αξιόλογη προσπάθεια να υποστηρίξουν το κείμενο (που το ίδιο δεν υποστήριζε τον εαυτό του). Απολαύσαμε ιδιαίτερα τον ταλαντούχο Στέλιο Ιακωβίδη, ηθοποιό-διαμάντι σε παραστάσεις του Κακλέα, επιτέλους σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Ιακωβίδης υποδύεται τον παρουσιαστή στη συνέντευξη-φιάσκο, όπου δεν έχει καθαρά κίνητρα για τον συνεντευξιαζόμενο. Ο ηθοποιός είναι ο ιδανικός γι’ αυτόν τον ρόλο, τόσο για την ευελιξία του όσο και την ευφυΐα του. Σε αυτή την παράσταση είχαμε την ευκαιρία να τον απολαύσουμε λίγο παραπάνω και μακάρι να παίξει κι άλλους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Άρης Μπαλής υποδύεται τον άντρα που έχει έρθει καλεσμένος στην εκπομπή –και δε μαθαίνουμε ποτέ το πραγματικό του όνομα-. Στο πρώτο μέρος, η αμηχανία του είναι ιδιαίτερα χιουμοριστική, σαρκάζοντας τη ροή των τηλεοπτικών συνεντεύξεων και των τσιτάτων, χωρίς να δείχνει ενδιαφέρον ή διάθεση να βρίσκεται εκεί. Όσο προχωράει η πλοκή, ο χαρακτήρας του φαίνεται μετέωρος και εκτεθειμένος.
Πολύ ενδιαφέρουσα η φυλολυγιστική εμφάνιση του Πανάγου Ιωακείμ, με το φόρεμα και τις γόβες, ενώ είναι μουσάτος και φανερά αρρενωπός.
Συνολικά, το Talk Show είναι μια παράσταση που φαίνεται μη ολοκληρωμένη και χαοτική σχεδόν από την αρχή και καταλήγει δύσληπτη. Δυστυχώς, δεν αρκούν οι αξιόλογες ερμηνείες ούτε οι καλές προθέσεις της δραματουργίας, για να κρατήσουν την παράσταση ενδιαφέρουσα. Εδώ ταιριάζει το «less is more», ή το αριστοτελικό «μέτρον άριστον».
Το τελευταίο έργο του Μάρτιν Σέρμαν, ένα θεατρικό δωματίου σκηνοθετεί ο έμπειρος Γ. Λεοντάρης στο Θέατρο Σταθμός.
Η παράσταση Όπως πάει το ποτάμι επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρούφους συναντάμε τον Μάνο Καρατζογιάννη, την ψυχή του Θεάτρου Σταθμού, ενώ τον Μπο υποδύεται ο μεγάλος ηθοποιός Περικλής Μουστάκης. Το αθηναϊκό κοινό είναι εξοικειωμένο με τη δραματουργία του Σέρμαν, αφού τις σεζόν 2012-2014 ο Δημήτρης Καρατζιάς παρουσίασε το Bent στο Vault, στο οποίο πρωταγωνιστούσε κιόλας, ενώ το 2020 ο Νίκος Καραγέωργος σκηνοθέτησε την υπέροχη Δέσποινα Μπεμπεδέλη στο Ρόουζ.
Ο Σέρμαν είναι ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος Εβραίος και πολλά από τα έργα του ασχολούνται με τις διακρίσεις και την περιθωριοποίηση των μειονοτήτων είτε είναι ομοφυλόφιλοι, γυναίκες, ξένοι, ανάπηροι, διαφορετικοί ως προς τη θρησκεία, την τάξη ή το χρώμα. Το Gently down the stream γράφτηκε το 2014 και είναι το τελευταίο του έργο.
Το έργο
Υπόθεση: O Μπο, ένας Αμερικανός πιανίστας που ζει στο Λονδίνο και πιστεύει ακράδαντα πως όλες οι ερωτικές σχέσεις έχουν ημερομηνία λήξης, συναντάει στα 62 του μέσω διαδικτύου τον Ρούφους, έναν 29χρονο διπολικό δικηγόρο ο οποίος γοητεύεται από το παρελθόν που ο Μπο αντιπροσωπεύει. Γίνονται ζευγάρι και ζουν μαζί για δεκατρία χρόνια. Η σχέση τους φωτίζεται από αφηγήσεις για όλη την ιστορία του gay κινήματος, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και σήμερα. Βαθαίνει, δυναμώνει και βρίσκεται μπροστά στα μεγάλα διλήμματα της ερωτικής συμβίωσης: αντισυμβατικότητα ή «κανονικότητα»; Κίνδυνος ή ασφάλεια; Εξέγερση ή ενσωμάτωση; Στο τέλος, το τρίτο πρόσωπο, ο νεαρός drag performer Χάρυ, θα επιδράσει καταλυτικά στο ζευγάρι… Στο μικροσκόπιο του βραβευμένου συγγραφέα, οι ανασφάλειες, οι εγωισμοί, τα όνειρα, το γήρας, η φθορά, η αναζήτηση ταυτότητας, η αφοσίωση, ο γάμος, η υιοθεσία και βέβαια η αποδοχή.
Ο Σέρμαν στο «Όπως πάει το ποτάμι» καταθέτει μια μεγάλη παρακαταθήκη, μια «εποποιία της διαφορετικότητας» καταφέρνοντας, με αφετηρία τον ομόφυλο έρωτα, να μιλήσει με τόλμη για όλα τα ζευγάρια, όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλική ταυτότητα που επιλέγει ο καθένας. Η παράσταση αξιοποιώντας τόσο τη θεατρική, όσο και την κινηματογραφική φόρμα, θέτει στην πραγματικότητα τα αμείλικτα και δύσκολα ερωτήματα που αφορούν όλες και όλους τους ερωτευμένους.
Η πλοκή εξελίσσεται σε διάστημα 12 χρόνων από το 2002 ως το 2013 περιγράφοντας τη γνωριμία του Μπο με τον Ρούφους μέσω εφαρμογής γνωριμιών. Ανάμεσα στις διαλογικές σκηνές παρεμβάλλονται μονόλογοι του Μπο που περιγράφουν τη Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του 1950 και του 1960, με τις εγκληματικές ομοφοβικές επιθέσεις, το καρναβάλι διαφορετικότητας, τις διαδηλώσεις της ΛΟΑΤ κοινότητας, τον ρατσισμό και το κοινωνικό στίγμα της ομοφυλοφιλίας και φυσικά τη μουσική της εποχής. Μέσω του Ρούφους, έχουμε μια ανάγλυφη περιγραφή της διπολικής συναισθηματικής διαταραχής και της μανιοκατάθλιψης. Η μεταξύ τους σχέση εξερευνά και μια όχι τόσο συχνή θεματική των γκέι έργων, αυτό του ηλικιακού ρατσισμού και την αδυναμία συμβιβασμού με το γήρας. Ο Μπο είναι ένας 62χρονος άντρας που παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες, έχει χάσει αρκετούς συντρόφους, ενώ πλέον αποδέχεται τον χαρακτηρισμό «daddy», ζώντας μια νέα εποχή στην ερωτική του ζωή.
Η παράσταση
Ο Γιάννης Λεοντάρης έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στην προσέγγιση του έργου και των ιδιαίτερων θεμάτων του. Επέλεξε μια ρεαλιστική υποκριτική γραμμή, αξιοποιώντας το πολύ καλό ερμηνευτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του, τον Μ. Καρατζογιάννη και τον Π. Μουστάκη. Ανάμεσα στις δραματουργικές σκηνές, παρεμβάλλονται βιντεοσκοπημένοι μονόλογοι του Μπο, που αναφέρονται στο παρελθόν και τη μακρά ερωτική του ζωή (σχεδιασμός βίντεο: Μικαέλα Λιακατά) Στη σκηνή βλέπουμε το εσωτερικό του σπιτιού του Μπο, μ’ έναν μεγάλο καναπέ, μια γιγαντοοθόνη, μια βιβλιοθήκη κι ένα σκεπασμένο πιάνο (σκηνικά-κοστούμια: Μ. Λιακατά). Ωραία και η ρετρό μουσική που ακούγεται στο πρώτο μέρος της παράστασης, αν και θα ήταν προτιμότερο να απουσίαζαν οι ελληνικοί υπότιτλοι.
Το έργο δίνει ορατότητα σε μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερες γνωστές πτυχές της ΛΟΑΤ κοινότητας, που μπορεί να φαίνονται ξένες από τα ελληνικά δεδομένα, αλλά σίγουρα κάθε γκέι ή μη άτομο μπορεί να κάνει προβολές από τη δική του ζωή. Χρόνια μετά το Bent, ο Σέρμαν δίνει ένα έργο ωριμότητας που έχει πολλά να πει στο θεατρικό κοινό. Οι χαρακτήρες του με τα καλά και τις ρωγμές τους, είναι ολοζώντανοι και βγαλμένοι από την πραγματικότητα. Ο λόγος ρέει και έχουμε ένα ύφος «κλασσικά» θεατρικό.
Το μεγάλο ατού της παράστασης είναι σίγουρα η σκηνική συνάντηση του Περικλή Μουστάκη με τον Μάνο Καρατζογιάννη. Από τη μία έχουμε έναν κορυφαίο ερμηνευτή, τον Μουστάκη –που όλοι θαυμάσαμε στον Φαέθοντα και σε πολλές άλλες παραστάσεις- να υποδύεται έναν μεσήλικα ομοφυλόφιλο με ψυχική γενναιοδωρία κι από την άλλη έναν Μάνο Καρατζογιάννη σε μια από τις ωριμότερες και πιο έμμετρες τεχνικά ερμηνείες της καριέρας τους. Είναι συγκινητικό πως όσο αταίριαστοι φαίνονται οι ρόλοι που υποδύονται, άλλο τόσο ταιριαστοί φαίνονται στην σκηνή που μοιράζονται και στη σχέση που περιγράφουν.
Δυσκολεύομαι να θυμηθώ άλλο queer θεατρικό έργο με υπερήλικα χαρακτήρα, κι ο Μουστάκης δίνει έναν γοητευτικότατο Μπο, με τα πάθη και τις αδυναμίες του, με κάθε βλέμμα του -ιδίως τα κοντινά στο φακό- να λέει περισσότερα ακόμη κι από τους πυκνογραμμένους μονολόγους του. Αντίστοιχα, ο Καρατζογιάννης μας έχει συνηθίσει σε διαφορετικούς «κουνημένους» χαρακτήρες, όπως τον Κρίστοφερ στο Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα ή τις Φυλές, που σκηνοθέτησε ο Τάκης Τζαμαργιάς, έτσι κι εδώ. Ο Ρούφους του φέρει την αστείρευτη ενέργεια και την ακραία έκφραση συναισθημάτων ενός διπολικού ατόμου, τον ερωτισμό και την ανάγκη για συντροφικότητα, ξεδιπλώνοντας μια ζηλευτή ερμηνευτική γκάμα.
Στο τελευταίο μέρος του έργου, βλέπουμε και τον Δημήτρη Ροΐδη, στο ρόλο του Χάρυ, το νεώτερο σύντροφο του Ρούφους. Ο Ροΐδης δίνει ίσως την πιο κουίρ ερμηνεία της παράστασης, αφού έχει ένα στιγμιότυπο ως drag queen, ενώ γενικότερα η γλώσσα του σώματος του θυμίζει πιο στερεοτυπικά έναν γκέι (ευδιάθετο) άντρα. Μέσω αυτού, ο Ρούφους θα καταφέρει να συνάψει την συντροφική σχέση που ονειρευόταν αλλά και να υιοθετήσει ένα παιδί. Στην Ελλάδα αυτό ακόμη δεν έχει θεσμοθετηθεί, πέραν από λίγες φωτεινές εξαιρέσεις που δίνουν την ελπίδα σε πολλά ομόφυλα ζευγάρια να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια στο μέλλον.
Με λίγα λόγια, το Όπως πάει το ποτάμι που παρουσιάζει ο Γιάννης Λεοντάρης στο Θέατρο Σταθμός είναι μια παράσταση που μου μίλησε πολύ, και νιώθω ότι θα μιλήσει και σε όποιον θεατή επιλέξει να την δει ακόμη κι αν νιώθει ότι δεν τον αφορά. Είναι πάντα συγκινητικό όταν ένα έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας κι ερμηνεύεται από φωτεινά ταλέντα όπως ο Μουστάκης κι ο Καρατζογιάννης.
Διαβάστε επίσης:
Από τις 14 Ιανουαρίου παίζεται στον κάτω χώρο της Μονής Λαζαριστών η νέα παράσταση του Γρηγόρη Μήτα.
Ο αναγνωρισμένος ηθοποιός του ΚΘΒΕ, Γρηγόρης Μήτας, με μεγάλο σκηνοθετικό και καθηγητικό βιογραφικό και δημιουργό του Θεάτρου και της Σχολής Φλέμινγκ υπογράφει συγγραφικά και σκηνοθετικά τη νέα παράσταση Ο εφιάλτης του κυρίου Κάκου. Το έργο εφορμάται από το κίνημα #metoo, το έμφυλο ζήτημα και τα δύο τελευταία χρόνια των καταγγελιών για σεξουαλική ή λεκτική βία και κατάχρηση εξουσίας στον χώρο του θεάματος. Ένα έργο που όπως σχολιάζεται και στο δελτίο τύπου έχει αποκτήσει γιγαντώδεις διαστάσεις κι έχει ανεξέλεγκτη πορεία, κακοποιώντας ανθρώπινες ψυχές.
Υπόθεση
Το έργο διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας οντισιόν του Μάκι Κάκου, ενός επηρμένου, σνομπ, διαστροφικού δυνάστη που εξαπατά και κακοποιεί με πρόσχημα την Τέχνη. Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε έξι σκηνές, στο «στρατηγείο- στούντιο» του σκηνοθέτη κυρίου Κάκου- μια ιδιότυπη «φυλακή» δημιούργημα του αρρωστημένου ψυχισμού του-. Εκεί παρακολουθούμε την αγωνία, το άγχος, το φόβο των κοριτσιών που προσέρχονται για μία οντισιόν αλλά, τελικά, υφίστανται την κακοποιητική συμπεριφορά του. Όλα αυτά μέχρις ότου αλλάξουν οι ρόλοι και από θύτης γίνεται θύμα ο ίδιος. Τότε καλείται να βιώσει την υπέρτατη τιμωρία μέσα από έναν τρομερό και ανίκητο εφιάλτη…
Ένας φαύλος κύκλος που διαιωνίζεται από νοοτροπίες, συμπεριφορές, πρακτικές. Ένας φαύλος κύκλος βίας που δεν κλείνει ποτέ: «Μια μέρα ο Βίος/ βίαιος έγινε/ και βίασε τη Βία/ Κι η Βία γέννησε κι αυτή/ πάλι μιαν άλλη Βία/ που, όμως, έγιν’ εφιάλτης».
Η παράσταση
Καταρχάς, είναι μια πολύ σημαντική και καίρια πρωτοβουλία του ΚΘΒΕ που αντί να πάρει ένα έτοιμο έργο από το εξωτερικό ή ένα παλιότερο αναγνωρισμένο έργο, επέλεξε να δώσει χώρο και φωνή σ’ ένα καινούργιο έργο που ασχολείται μ’ ένα τόσο φλέγον θέμα όπως η κατάχρηση εξουσίας από τον άντρα σκηνοθέτη, προς τη νεαρή ηθοποιό. Από εκεί και πέρα, ο Γρηγόρης Μήτας φαίνεται πως παρασύρθηκε από το θέμα κι έγραψε ένα έργο με αυτοματισμούς και τσιτάτα που δεν του επιτρέπουν να έχει μια καλή και πολυδιάστατη δραματουργία. Ενώ λοιπόν περιγράφεται αρχικά ρεαλιστικά ο χώρος όπου ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου κάνει τα δοκιμαστικά του, οι συνθήκες μέσα από τις οποίες δουλεύει, μεταβαίνει πολύ ξαφνικά στην αποδόμησή του, υπεραπλουστεύοντας το θέμα και στερώντας από το κείμενό του τη δυναμική. Οι χαρακτήρες είναι διάφανοι, περισσότερο φορείς αυτού που εκπροσωπούν κι όχι αυτό που είναι, ενώ η στιχομυθία είναι έντονα τηλεοπτική. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ έργα όπως το Αφροδίτη με γούνα του David Ives ή την Ολεάννα του Mamet, όπου έπαιξαν με λεπτότερες και σοφότερες ισορροπίες των σχέσεων των δύο φύλων σε αντίστοιχη σχέση εξουσίας.
Για παράδειγμα, η Μαρία, η αδερφή του θύματος του σκηνοθέτη Κάκου, εμφανίζεται απρόσκλητη στο στούντιο και επιμένει να περάσει από ακρόαση. Υπερπαίζει την αφελή, κάνοντας αμέσως αντιληπτό πως κρύβει κάτι και πως θα φέρει την ανατροπή. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υποτίθεται ότι η αδερφή της κακοποιήθηκε μόλις την προηγούμενη ημέρα. Γεννιούνται λοιπόν διάφορα παράδοξα: α)πότε πρόλαβε να συνέλθει από το γεγονός και να το ομολογήσει στην αδερφή της, β) πως μπόρεσε η Μαρία μέσα σε λίγες ώρες να συλλέξει στοιχεία για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη και να συγκεντρώσει κι άλλα θύματά του γ)να επεξεργαστεί στοιχεία του στούντιο του δ)να προετοιμαστεί και να πείσει ως ηθοποιός ε)να υλοποιήσει μόνη της ένα σχέδιο εκδίκησης και να τον δέσει με χειροπέδες. Είναι πολύ ωραίο και πολιτικά ορθό να θέλει ν’ αντιδράσει μια κοπέλα για την κακοποίηση της αδερφής της, αλλά ο τρόπος εκτέλεσης θυμίζει τηλεοπτικό επεισόδιο προηγούμενης δεκαετίας.
Το κείμενο λοιπόν δε βοήθησε και την σκηνοθεσία της παράστασης, παρόλο που εκεί υπήρξε λίγο περισσότερο ενδιαφέρον. Ο Γιάννης Χαρίσης ως Μάκι Κάκος παρουσιάζεται στην αρχή σε μισοσκόταδο, μ’ ένα φωτιστικό πλέγμα που παραπέμπει σε κελί φυλακής να πέφτει πάνω του. Ο έμπειρος ηθοποιός ανταπεξήλθε άξια στον ρόλο, φέροντας τον δύσκολο ρόλο του «κακού» που υποτιμά λεκτικά και με τη γλώσσα του σώματος τις υποψήφιες για τον ρόλο ηθοποιούς. Από το πρώτο δοκιμαστικό που έκανε με την ηθοποιό Lecoq, ήταν εύκολα αντιληπτή η σύνδεση με καταγγελίες προς γνωστούς Έλληνες σκηνοθέτες. Αντίθετα, το παίξιμο της Ελευθερίας Τέτουλα ήταν πιο στυλιζαρισμένο ώστε να μπορέσει ν’ ανατραπεί στη συνέχεια. Στο δεύτερο μισό της παράστασης, γίνεται πιο δυναμική και σε σημεία αμετροεπής παρασυρμένη από το κείμενο που έπρεπε να εκφέρει.
Όσον αφορά το εικαστικό κομμάτι, το σκηνικό περιελάμβανε μια πλατφόρμα σαν πασαρέλα, μανεκέν με κοστούμια, ένα βεστιάριο, κάμερες, καρέκλα του σκηνοθέτη κι έντονα φώτα. Τα κοστούμια ήταν παραπάνω θεατρικά από ότι χρειαζόταν για τη συγκεκριμένη μυθοπλασία, ενώ τα γυναικεία δεν είναι τόσο καλή εφαρμογή (σκηνικά-κοστούμια Γρ. Μήτας). Ιδιαίτερα λειτουργικοί για τη συνθήκη οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου. Στην αρχή της παράστασης ακούγονται με ηχητικό μήνυμα φωνές θαυμαστριών του Κάκου, από τις ηθοποιούς: Νατάσσα Δαλιάκα, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Μαριάννα Αβραμάκη, Μαριάννα Πουρέγκα.
Με δύο λόγια, ο Γρηγόρης Μήτας καταπιάστηκε μ’ ένα συγκλονιστικά επίκαιρο θέμα, χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει μια εξίσου συγκλονιστική παράσταση. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι επιτακτικότερη η ανάγκη ενός δραματολόγου που θα μπορούσε να επιμεληθεί το τελικό κείμενο.
Ο Γ. Καλαβριανός κι η Εταιρεία Θεάτρου Sforaris παρουσιάζουν τη νέα τους παράσταση στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.
Μετά από την επιτυχημένη παράσταση Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου που παρουσίασε στη Μικρή Επίδαυρο τον Ιούλιο που μας πέρασε, ο Γιάννης Καλαβριανός προτείνει μια νέα δραματουργία πάνω στο «Μίχαελ Κόλχαας» του Χ. Φ. Κλάιστ. Ο τίτλος της παράστασης είναι «Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα» κι αφορά την ασυγκράτητη αυτοδικία του Κόλχαας, όταν διαπίστωσε την αδικία που έγινε εις βάρος του σχετικά με τ’ άλογά του. Παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.
Αφετηρία του νέου έργου του Γιάννη Καλαβριανού, αποτέλεσε η ιστορία του «Μίχαελ Κόλχαας», του Χ. Φ. Κλάιστ, ένα από τα σημαντικότερα έργα της γερμανικής γλώσσας. Πρότυπο για τον Κόλχαας ήταν η αληθινή ιστορία του ληστή Χανς Κολχάζε, ο οποίος έδρασε στην περιοχή της Σαξονίας, από το 1534 έως το 1540.
Υπόθεση: Ένας φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης, ο Μίχαελ Κόλχαας, καλός οικογενειάρχης και θεοσεβούμενος άνθρωπος, αδικείται από τον Άρχοντα της Σαξονίας, ο οποίος του παρακρατά δύο μαύρα άλογα και τα υποχρεώνει σε εξαντλητικές εργασίες. Ο Κόλχαας ζητά να αποζημιωθεί. Ο Άρχοντας τον ταπεινώνει, τον διώχνει και σκοτώνει τη γυναίκα του. Ο Κόλχαας προσπαθεί με κάθε έννομο τρόπο να δικαιωθεί. Το Κράτος, ο Νόμος και η Εκκλησία δεν τον προστατεύουν. Παίρνει λοιπόν, τον Νόμο στα χέρια του, μετατρέπεται σε ανάλγητο ληστή και πυρπολεί τη Βιτεμβέργη. Το μέτρο και η λογική γρήγορα καταλύονται και διάφοροι άνθρωποι, απογοητευμένοι από την αδικία που βιώνουν καθημερινά, συντάσσονται δίπλα του και φτιάχνουν έναν μικρό στρατό που καίει, δολοφονεί και λεηλατεί. Ο Κόλχαας, εξαιτίας της φανατισμένης εμμονής του για δικαιοσύνη, μετατρέπεται στον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για όλους και η υπόθεση δύο αλόγων απειλεί πλέον, να καταστρέψει τη χώρα.
Η παράσταση
Η παράσταση Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα δεν ακολουθεί το μοτίβο του αναγνωρισμένου δημιουργού, γνωστού κυρίως για τα έργα που συνθέτει και σκηνοθετεί (Γιοι και Κόρες, Γρανάδα, Hotel Eternite), αλλά είναι μια δευτερογενής δραματουργία με βάση ένα κλασικό ανάγνωσμα. Η παράσταση επιμένει με μια αφηγηματικότητα άρτια εκτελεσμένη από τους ηθοποιούς της και μ’ εύστοχα δουλεμένη κίνηση από την Αλεξία Μπεζίκη. Εδώ ο Καλαβριανός καταθέτει μια πρόταση που μας ξενίζει αν λάβουμε υπόψη την έως τώρα παραστασιογραφία του, αφού είναι έντονα σωματική κι αφηγηματική, ενώ διαφέρει και σαν κατασκευή η δραματουργία του, η οποία φαίνεται ξένη. Σε αρκετά σημεία δινόταν η αίσθηση μιας παράστασης θεατρικής ομάδας σε κάποιο blackbox. Προκύπτουν λοιπόν θέματα ταυτότητας κι ύφους, σε μια παράσταση που κυλάει λέγοντας μια ιστορία, αλλά σε σημεία φαίνεται επιδερμική, αρκετά στυλιζαρισμένη κι επιτηδευμένη.
Τα βασικά θέματα της παράστασης είναι το δίπολο δίκαιο-αδικία, οι μηχανισμοί που λειτουργούν για την απόδοση της δικαιοσύνης, η σχέση εξουσίας κι αλήθειας που εκφράζονται στο πρόσωπο το Μίχαελ Κόλχαας.
Οι τέσσερις ηθοποιοί της διανομής συνεργάστηκαν άριστα σε μια τεχνική παρτιτούρα, ερμηνεύοντας τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, με κεντρική φιγούρα τον Γιώργο Γλάστρα ως Μίχαελ Κόλχαας. Ο εμπειρότατος ηθοποιός δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία, που έχει πολλαπλά στάδια, από τον φιλήσυχο κτηνοτρόφο μέχρι τον μανιασμένο άντρα που τα βάζει με τους πάντες και τα πάντα. Εξαιρετική –όπως πάντα- η Χριστίνα Μαξούρη, που υποδύεται τη γυναίκα του, ιδίως στον ένθετο μονόλογό της λίγο προτού πεθάνει (εδώ φαίνεται η δυνατή πένα του Καλαβριανού). Τους υπόλοιπους ρόλους της διανομής εναλλάσσουν επαρκέστατα ο Μάνος Πετράκης κι ο Γιώργος Σαββίδης.
Τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα με την κυριαρχία του μαύρου, είναι άρτια φτιαγμένα και δίνουν μια κομψή πινελιά πάνω σε «φορεσιές ιππασίας». Εκφράζουν ανάγλυφα το ζοφερό περιβάλλον του έργου, που δεν απεικονίζεται στον σκηνικό χώρο αφού έχουμε απουσία σκηνικών. Αυτή η σκηνική ένδεια υποκαθίσταται από την έντονη κινησιολογία και την εξαιρετικής ποιότητας μουσική του Θοδωρή Οικονόμου που ερμηνεύεται ζωντανά με πιάνο.
Με δύο λόγια, η παράσταση Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα δεν είναι μια δουλειά που έχουμε συνηθίσει από τον Καλαβριανό, αλλά έχει μια καλή πρώτη βάση, που με λίγο μεγαλύτερη τριβή, μπορεί να γίνει μια ενδιαφέρουσα παράσταση.
Μετά από συνεχείς αναβολές λόγω της πανδημίας, η πολυαναμενόμενη ταινία του Steven Spielberg κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2021.
Πρόκειται για το θρυλικό μιούζικαλ West Side Story του 1957 των J. Robbins, L. Bernstein, Stephen Sondheim και A. Laurents που έγινε μια επιτυχημένη ταινία –για πολλούς το πιο επιτυχημένο μιούζικαλ όλων των εποχών- το 1961 από τους Robert Wise και Jerome Robbins. Το έργο είναι μια διασκευή του κλασικού σαιξπηρικού έργου Ρωμαίος κι Ιουλιέτα μεταφερμένο στη Νέα Υόρκη του ’50 όπου συμμορίες νέων βρίσκονταν σε σύγκρουση κυριαρχίας. Από τη μία έχουμε τους Jets μια ομάδα λευκών Αμερικανών κι από την άλλη έχουμε τους Sharks μια ομάδα Πορτορικανών. Ενώ μαίνεται η έχθρα ανάμεσα στις δύο συμμορίες, ο (λευκός) Tony ερωτεύεται την πορτορικανή Maria και προσπαθούν να ονειρευτούν μια ζωή γεμάτη έρωτα και καθόλου μίσος. Η πραγματικότητα όμως τους συνθλίβει.
Η κλασσική ταινία του 1961
Στις 18 Οκτωβρίου του 1961 έκανε πρεμιέρα το West Side Story κερδίζοντας αμέσως κριτικούς και κοινό, αποτελώντας την πιο επιτυχημένη εισπρακτική ταινία για το 1961 αλλά και το μεγάλο νικητή των Oscars την επόμενη χρονιά, κερδίζοντας 10 από τα 11 βραβεία για τα οποία προτάθηκε, αριθμός-ρεκόρ για ταινία μιούζικαλ. Μεταξύ των βραβείων που πήρε: Καλύτερη Ταινία, Καλύτερη Σκηνοθεσία, Καλύτερη Ερμηνεία Β Αντρικού (George Tsakiris) και Β Γυναικείου (Rita Monero) και Καλύτερης Μουσικής σε Μιούζικαλ. Να σημειώσουμε εδώ ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 40 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80 το είδος του κινηματογραφικού μιούζικαλ μεσουρανούσε στο Χόλυγουντ, ενώ σήμερα δεν ακούγονται πάνω από 1-2 ταινίες τον χρόνο από αυτό το είδος.
Η ταινία του Steven Spielberg
Το φθινόπωρο του 2021, δηλαδή 60 ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη ταινία, κυκλοφόρησε η πολύ ηχηρή πρόταση από την Disney –μέσω της εξαγορασμένης 20th Century Studios- σε μια υψηλού προϋπολογισμού παραγωγή από τον Steven Spielberg. Η ταινία κόστισε στην κινηματογραφικό κολοσσό 100 εκατομμύρια δολάρια (έναντι των σχεδόν 5 εκατομμυρίων που είχε κοστίσει η κλασσική του ’61), αποσπώντας τελικά λίγο παραπάνω από τα μισά, δηλαδή 54 εκατομμύρια, θεωρούμενη ως εισπρακτική αποτυχία. Γιατί συνέβη αυτό; Δεν θα το αποδώσουμε στην πανδημία και την επιφύλαξη του κοινού να δει μια ταινία σε κλειστή αίθουσα, αφού η ταινία Spider-Man: No Way Home ξεπέρασε το 1.547 δισεκατομμύριο εισπράξεις παγκοσμίως το ίδιο ακριβώς διάστημα. Ούτε στο γεγονός ότι είναι remake παλιότερης επιτυχίας μπορούμε να εξηγήσουμε το χλιαρό ταμείο, αφού το A Star is born πριν μερικά χρόνια ήταν μεγάλη επιτυχία. Νομίζω πως αυτό οφείλεται στα μη γνωστά ονόματα στη διαμονή και στο ότι η ιστορία του έργου δύσκολα περνάει στο σημερινό κοινό, όπου οι περισσότερες χώρες είναι πολυπολιτισμικές.
Να πούμε, ωστόσο, παρά το χαμηλό ταμείο, η ταινία είναι άρτια εκτελεσμένη, με πολύ δυνατή διαμονή, ένα υπέροχο μουσικό score, ισοδύναμο αν όχι καλύτερα ερμηνευμένο από το παλιό. Οι κριτικοί κινηματογράφου όπως φάνηκε από τις Χρυσές Σφαίρες αναγνώρισαν την αξία της ταινίας, δίνοντάς της τα βραβεία για Καλύτερη Ταινία – Κωμωδία ή Μιούζικαλ, Α’ Γυναικείος Ρόλος για την Rachel Zegler, Β’ Γυναικείος Ρόλος για Ariana DeBose. Συγκεκριμένα, για τη διάκριση της Rachel Zegler που είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Maria να πούμε πως πρόκειται για την πρώτη Λατίνα ηθοποιό που διακρίνεται στη συγκεκριμένη κατηγορία και μάλιστα τη νεώτερη νικήτρια στην Ιστορία του θεσμού αφού είναι μόλις 20 ετών. Επίσης, η ταινία έχει βαθμολογία 8.30/10 (92% των κριτικών) στο Rotten Tomatoes και σχεδόν 8 στο IMDB.
Γιατί πιστεύουμε ότι η ταινία West Side Story αξίζει να ξαναπάρει Oscar;
Η ταινία του Steven Spielberg μας άρεσε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους που θα παραθέσουμε εδώ.
1)Καταρχάς, στην παλιά ταινία –όπως συνηθιζόταν τότε- δεν τραγουδούσαν οι πρωταγωνιστές, αλλά έπαιζαν από πάνω από τις φωνές τους, άλλες φωνές, ενώ στην καινούργια ταινία τραγουδούν –και κατά τη γνώμη μου καλύτερα- οι ηθοποιοί.
2)Οι ηθοποιοί που παίζουν είναι πραγματικά χαρισματικοί, δίνοντας την αίσθηση ενός θεατρικού ensemble με πιο πιθανή τη διάκριση της Ariana DeBose που υποδύεται την Anita. Η συγκεκριμένη ηθοποιός μάλιστα δηλώνει περήφανη Afro-latina και queer, που δίνει μια έξτρα σημασία σε μια ενδεχομένη διάκριση.
3)Και μιας κι αναφερθήκαμε στην Anita, τον ρόλο που είχε ερμηνεύσει με επιτυχία η Rita Monero στην ταινία του 1961, να μιλήσουμε και για την επιστροφή της Moreno στον κόσμο του West Side Story 60 χρόνια μετά. Η Moreno υποδύεται –σε ηλικία 90χρονών!- έναν καινούργιο πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα, αυτόν της Valentina και μάλιστα ερμηνεύει το Somewhere, τραγούδι που κανονικά ερμήνευαν οι πρωταγωνιστές.
4)Το σενάριο της ταινίας (Tony Kushner) δεν ακολουθεί τα συγγραφικά στερεότυπα της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ, αλλά δίνει πολλές πτυχές του θέματος και συναισθηματικές αμφιταλαντεύσεις στους χαρακτήρες. Τέτοια παραδείγματα είναι ο ρόλος της Valentina που συμβουλεύει και αποτελεί πρότυπο και για τον Tony κι ο βοηθητικός ρόλος που υποδύεται το Iris Menas, ένα non-binary ηθοποιός στο ρόλο ενός trans άντρα που θέλει ενταχθεί στη συμμορία. Έτσι ταυτόχρονα, με την εκπροσώπηση των πορτορικανών, έχουμε και θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, ηλικία που ανοίγουν την θεματική βεντάλια.
5)Είναι ξεκάθαρο πως έχουμε μια πρώτης τάξεως παραγωγή ακόμη κι αν δεν ξέρουμε (όχι πως γίνεται) ποιος είναι ο Steven Spielberg ή η Disney, από τους τίτλους έναρξης ως τις κομμώσεις, κι από τη φωτογραφία στα πλάνα με τα χορευτικά νούμερα ως το δραματικό φινάλε.
Από κάθε άποψη, το West Side Story είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε και πιστεύουμε ότι μπορεί να πάρει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ρόλου και μερικά βραβεία σε τεχνικές κατηγορίες όπως Κοστούμια, Κομμώσεις και Φωτογραφία.
Στο Ρεξ παρουσιάζεται το εμβληματικό μυθιστόρημα «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά.
Ο Σάββας Κυριακίδης (εμβληματική φιγούρα στο δραματολόγιο του Εθνικού για χρόνια, στη συνέχεια υπηρέτησε στον ΘΟΚ) και ο Δημήτρης Χαλιώτης υπογράφουν τη θεατρική διασκευή του κειμένου, που συμπίπτει με τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το μυθιστόρημα Αιολική Γη κυκλοφόρησε το 1943 από τις εκδόσεις Άλφα και θεωρείται από πολλούς ως το σημαντικότερο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη. Ο συγγραφέας καταγράφει με νοσταλγία τις παιδικές του αναμνήσεις από τις Κυδωνίες της Μικρασίας, βάζοντας ως πρωταγωνιστές δύο αδέρφια, τον Πέτρο και την Άρτεμη. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το μυθιστόρημα στην εφηβική λογοτεχνία –όχι με τα σημερινά εμπορικά κριτήρια-, ενώ ν’ αναφέρουμε πως απόσπασμα του έργου αποτελεί αυτή την στιγμή διδακτική ύλη της ΣΤ’ Δημοτικού.
Υπόθεση: Η Αιολική Γη ξεπηδάει από τις ρίζες των δέντρων της Ανατολής, από τα βουνά της Μικρασίας που τα λένε Κιμιντένια και ταξιδεύει από το κτήμα του παππού και της γιαγιάς στα κύματα του Αιγαίου. Έτσι όπως ταξιδεύει και η ψυχή του μικρού Πέτρου, που παρέα με την αγαπημένη αδελφή του, ακούει τις μυστικές φωνές της φύσης, τα καλέσματα των σπηλιών και των φαραγγιών και αφουγκράζεται τους ήχους της γης και του νερού. Κοντά στα τσακάλια, τα αγριογούρουνα, τις αρκούδες και τους αετούς ο Πέτρος θα γνωρίσει μαζί με τα παραμύθια της γιαγιάς, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Θα γνωρίσει την τραχιά και άγρια φύση του τόπου και των ανθρώπων και θα μάθει για τους προγόνους του, που ξεχέρσωσαν την άγονη γη κάνοντάς τη ζωή και πεπρωμένο τους.
Το υποστατικό του παππού είναι ανοιχτό και φιλόξενο. Σαν ομηρικός βασιλιάς, φιλοξενεί τους περαστικούς κι εκείνοι σαν αντάλλαγμα για τη φιλοξενία αφηγούνται στην οικογένεια ιστορίες και παραμύθια από τον μαγικό κόσμο της Ανατολής. Αυτά τα παραμύθια, ντυμένα με ήχους, χρώματα και μυρωδιές θα είναι οι ανεξίτηλες μνήμες που θα συνοδεύουν τον νεαρό ήρωα για πάντα.
Η παράσταση
Ο Τάκης Τζαμαργιάς φέτος έχει μια από τις πιο δραστήριες χρονιές του αφού παίζονται ταυτόχρονα τρεις σκηνοθεσίες του: Το Μινόρε της Αυγής (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου), Αιολική Γη (Ρεξ). Όλες οι δουλειές του φέρουν έναν αέρα νοσταλγίας και ιστορικής συνείδησης. Απ’ ό,τι φαίνεται το είδος του πηγαίνει πολύ κι ο ίδιος το υποστηρίζει. Στην Αιολική Γη έχει στη διάθεσή του μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Μ. Συριόπουλο, Γ. Χατζηπασχάλη, Α. Αλεξανδράκη, Θ. Κατσαφάδο, Δ. Παπαδόπουλο, Μ. Μουμούρη, Γ. Κηλαηδόνη και Κ. Μάρκου.
Το σκηνικό περιβάλλον της παράστασης (Παντελής Μάκκας) είναι ιδιαίτερα λιτό μα ανάγλυφο του περιβάλλοντος του έργου με δυσανάλογα μικρές βουνοκορφές που εξυπηρετούν τις δράσεις των ηθοποιών, δωρικού τύπου σανίδες στους τοίχους, δίνοντας την αίσθηση σπιτιών. Πάνω σε αυτές προβάλλονταν οπτικά εφέ όπως δάση, δέντρα, θάλασσα ακολουθώντας τη δραματουργία και (υπερ)περιγράφοντας την. Στα κοστούμια δεν είχαμε τόσο καλαίσθητο και δουλεμένο αποτέλεσμα με μικρές εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, για να δούμε ότι η Αγάπη είναι «επιμελής», φορούσε γυαλιά μυωπίας, κρατούσε ένα τεφτέρι και μολύβι. Πολύ σημαντική η παρουσία της μουσικής του Λευτέρη Βενιάδη που εκτελείται ζωντανά επί σκηνής από διάφορα παραδοσιακά όργανα, μεταφέροντας αμέσως στην Αιολία, τη Μικρασία και την παράδοση των προσφύγων. Στη συνολική αισθητική της παράστασης συμβάλλουν κι οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου.
Η διανομή της παράστασης είναι πολύ δυνατή, με τους ηθοποιούς να είναι στα λόγια...και στην πράξη ένας κι ένας. Δηλαδή, απολαύσαμε τον κάθε ηθοποιό ως μονάδα, αλλά κάπου δεν έδενε το αποτέλεσμα. Εξαιρετικοί πρωταγωνιστές ο Μιχάλης Συριόπουλος ως Πέτρος κι η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως Άρτεμη, δυο ηθοποιοί με αρκετά διαφορετική διαδρομή, που συναντιούνται ωραία σε αυτή την παράσταση. Ο βραβευμένος με Χορν ηθοποιός απουσίασε για ένα μεγάλο διάστημα από τις παραστάσεις λόγω ενός θέματος υγείας που είχε στο πόδι του, κι επέστρεψε πριν μερικές μέρες. Από αυτή την ατυχή συγκυρία για τον ίδιο, για εμένα είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική απόδοση, αφού ο νάρθηκας στο πόδι του, δίνει μια έξτρα «ιδιαιτερότητα» στο ρόλο και συνάδει και με το ατύχημα που παθαίνει κάποια στιγμή στην πλοκή. Ο ηθοποιός δίνει μια πολύ συγκινητική και γνήσια ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο που είναι και διαρκώς παρών, μπαινοβγαίνοντας στις ένθετες ιστορίες του έργου. Έχω μια μικρή ένσταση μόνο για τα γένια του που δε συνάδουν με την ηλικία του ρόλου, αλλά φαντάζομαι ήταν επιλογή για τον τηλεοπτικό του ρόλο στη Σκοτεινή Θάλασσα (όπου είναι εξαιρετικός, όπως κι η σειρά).
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη δεν είναι καθόλου άγνωστη για το Εθνικό, αφού είχε ξεχωρίσει στις παραστάσεις του Καραθάνου (Δεκαήμερο, Οπερέτα). Εδώ, υποδύεται ένα μικρό κορίτσι, παρορμητικό και με έντονο χαρακτήρα, που είναι ό,τι πιο δροσερό στη διανομή. Αντίστοιχα, ξεχώρισε για το τραγούδι της η Κλεοπάτρα Μάρκου και ηΧαρά- Μάτα Γιαννάτου για τον ρόλο της Σκωτσέζας Ντόρις. Πολύ συγκινητικό και το ντουέτο των παππούδων, η Αλίκη Αλεξανδράκη κι ο Θοδωρής Κατσαφάδος, που εκπροσωπούν τη νοσταλγία των παππούδων της Μικρασίας, που πολλοί μπορεί να έχουν στο γενεαλογικό τους δέντρο.
Συνολικά όμως η παράσταση, παρά ήταν γραφική, συγκινησιακή και παλαιική ως λογική ερμηνείας που θυμίζει το Εθνικό παλιότερης δεκαετίας. Ίσως με ξένισε τόσο η παράσταση μετά από τις πολύ καλαίσθητες δουλειές Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου) και Ο Κοτζάμπασης του καστρόπυργου (σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου) που είδαμε πέρσι, που έδωσαν μια πιο φρέσκα και δημιουργική ερμηνεία δημοφιλών λογοτεχνικών έργων. Με έργα τέτοιου βεληνεκούς που συνδέονται με συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ενέχεται πάντα ο κίνδυνος να κάνεις μια γραφική, άνευρη παράσταση που υπηρετώντας το νοσταλγικό εθνικό συναίσθημα, χάνει το πιο άμεσο, θεατρικό, ανοίγοντας μια συζήτηση με τον σημερινό θεατή. Σαν θεατής είχα απολαύσει το Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, που απευθύνεται σε ανήλικο κοινό, αλλά δυσκολεύτηκα να συνδεθώ με την Αιολική Γη. Η σκηνοθεσία της παράστασης δεν απέφυγε τις γραφικές mises-en-scene, την ιλαροτραγικότητα, το μελό και τα «τυράκια» της νοσταλγίας. Όσο καλή κι αν ήταν η διανομή, δεν ήταν ικανή να προσφέρει μια ατμοσφαιρική παράσταση που θα μπορούσε να ήταν βάσει του υλικού της. Στη δική μου οπτική, τέτοια έργα χρειάζονται μια συναισθηματική απόσταση, περισσότερη αφαιρετικότητα και λιγότερο διδακτισμό.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Από το Νοέμβριο παρουσιάζεται στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΚΘΒΕ) η παράσταση «Η δολοφονία του Μαρά» σε σκηνοθεσία Κ. Δαμάτη.
Για πρώτη φορά παρουσιάζεται Η δολοφονία του Μαρά του Πέτερ Βάις στο Κ.Θ.Β.Ε, ενώ είναι η τρίτη φορά που παρουσιάζεται το έργο από κρατική σκηνή. Το έργο του Πέτερ Βάις Η καταδίωξη και η δολοφονία του Ζαν-Πωλ Μαρά όπως παίχτηκε από τον θεατρικό όμιλο του Ασύλου του Σαραντόν, με τη διεύθυνση του κυρίου Ντε Σαντ, ανέβηκε για πρώτη φορά το 1963. Η βασική σύγκρουση του έργου προκύπτει από το φιλοσοφικό διάλογο των προσώπων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα της Επανάστασης. Πρόκειται για ένα πολιτικό έργο διαχρονικής αξίας που εντάσσεται στο Επικό Θέατρο κι εφαρμόζει την μπρεχτική τεχνική της αποστασιοποίησης.
Το έργο Μαρά/Σαντ
Η πρώτη παράσταση της Δολοφονίας του Μαρά στην Ελλάδα δόθηκε από το Θέατρο Τέχνης το 1966. Στο Εθνικό Θέατρο έχει ανέβει δύο φορές, μια το 1989 (επετειακή για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση) και μία το 2010. Στο Κρατικό ανεβαίνει τη φετινή χρονιά για πρώτη φορά – αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κανένα άλλο έργο του συγγραφέα δεν έχει παρουσιαστεί στο ΚΘΒΕ. Στη Θεσσαλονίκη πρώτη φορά ανέβηκε από θίασο της πόλης το 1980-1981 και συγκεκριμένα από το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης και άλλη μία το 2005 από την ομάδα Νέμεση*. Να κάνουμε δύο σημαντικές επισημάνσεις. Πρώτον, η παράσταση ανεβαίνει σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, σταθερού μεταφραστή των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης. Δεύτερον, ο Κοραής Δαμάτης είχε σκηνοθετήσει ξανά το έργο πριν από τρεις δεκαετίες στο πρώτο του ανέβασμα στο Εθνικό, συνεπώς είναι το πρόσωπο πίσω από τα πρώτα ανεβάσματα του έργου και στις δύο κρατικές μας σκηνές. Σημαντικό σταθμό στο σύγχρονο θέατρο, αποτελεί η προσέγγιση του Πήτερ Μπρουκ στο Royal Shakespeare Company του Λονδίνου, το 1964. Ο Μπρουκ στην παράσταση αυτή ωθεί τα πράγματα στα όριά τους και, αντλώντας στοιχεία από το θέατρο του Αρτώ ενδυναμώνει τον ρόλο της τρέλας μέσα στο επικίνδυνο και οριακό.
Η παράσταση του Δαμάτη
Ο Κοραής Δαμάτης πολύ συνειδητά και με καθαρή αισθητική άποψη ανέλαβε να σκηνοθετεί τη Δολοφονία του Μαρά στην κλασσική μετάφραση του Πλωρίτη, αναδεικνύοντας την ιδεολογία του έργου και δουλεύοντας με τεχνικές επικού θεάτρου. Έχοντας στη διάθεσή του έναν 40μελή θίασο δημιούργησε μια μεγαλειώδη παράσταση με στοιχεία θεάτρου του δρόμου, παντομίμας και κλόουν, θιάσου ensemble, με γκροτέσκο εμφανίσεις, στοιχεία μπουρλέσκ κι έντονο θεατρικό μακιγιάζ αλλά και με μουσικότητα με πρωτότυπη μουσική από τη Δήμητρα Γαλάνη. Όλα αυτά συμβαίνουν στο χώρο ενός ψυχιατρείου, με τους τρόφιμους να έχουν έντονη σκηνική προσωπικότητα, θεατρικό μακιγιάζ που παραπέμπει στον κινηματογραφικό Τζόκερ, φίμωτρα και δεσμά (σκηνικά και γλυπτικές μάσκες η Άννα Μαχαιριανάκη).
Στα δεξιά της σκηνής δεσπόζει ο «θρόνος» του διευθυντή Μαρκησίου Ντε Σαντ (Κώστας Σαντάς), όπου παραπέμπει σε βασιλιά, ενώ στη δραματουργία αναφέρεται ο δολοφόνος του Λουδοβίκου. Οι λευκότριχες περούκες και τα κοστούμια θυμίζουν το γαλλικό μπαρόκ, ενώ η ξεπεσμένη αριστοκρατία, προιδεάζει την ανάδειξη μιας νέας τάξης πραγμάτων. Σε πλήρη αντίθεση, ο Μαράς που βρίσκεται στα αριστερά σε μια μπανιέρα, σε ευθεία αναφορά με τους διάσημους πίνακες ζωγραφικής όπως αυτόν του Ζακ-Λουί Νταβίντ, φιλοτεχνημένος το 1793, δηλαδή 4 μόλις χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση. Εκεί μέσα ο Μαράς προσπαθεί να ολοκληρώσει το μανιφέστο του. Να θυμίσουμε πως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη έγινε την ίδια χρονιά. «Η ελευθερία είναι μια δύναμη που ανήκει στον άνθρωπο και που του επιτρέπει να ενεργεί χωρίς να βλάπτει τα δικαιώματα του άλλου. Για πηγή της έχει τη φύση, για κανόνα της τη δικαιοσύνη και για προστασία της τον νόμο.»
Στο φόντο, απ’ άκρη σε άκρη κάγκελα των κελιών του ψυχιατρείου, μπανιέρες σαν δεξαμενές που είναι μια αναφορά στην αναχρονιστική πρακτική της υδροθεραπείας ανάλογη των ψυχιατρικών ιδρυμάτων (τα είδαμε και στη σειρά Ratched) και τρόφιμοι που κάνουν διάφορες σκηνικές δράσεις. Στην παράσταση με έντονα τα στοιχεία δράματος μετ’ ασμάτων, όπου γίνεται μια απόπειρα αναβίωσης του είδους του Επικού θεάτρου, αλλά ταυτόχρονα με την φλυαρία των πολυπληθών παραστάσεων του ΚΘΒΕ, με την συγκινησιακή μουσική της Γαλάνη, για μένα ο πίσω «σιωπηλός» χώρος ζωγραφίζει καλύτερα την κατάσταση των ιδρυμάτων και λειτουργεί αντιστικτικά με τη ζωντάνια και το μπρίο των δρώντων προσώπων.
Η προσέγγιση του Δαμάτη σε πολλά σημεία καταφεύγει σε υπερβολές όπως η συνεχής έλευση κι αποχώριση προσώπων και γλαφυρών σκηνικών (σκηνικά ο Ανδρέας Βαρώτσος) όπως λαιμητόμο, το «αποκριατικό» κοστούμι του χάρου και τις μπανιέρες. Η μουσική επίσης παρόλο που ταιριάζει με το είδος που εκπροσωπεί το έργο, ενίοτε κάνει το έργο παραπάνω συγκινησιακό και «ψυχαγωγικό» κοντά στην παράδοση του ΚΘΒΕ, με τις παραστάσεις συνόλου που προσφέρουν θέαμα σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Όμως, εδώ έχουμε μια «βαριά» δραματουργία που ταυτόχρονα είναι σ’ ένα περιβάλλον ανάμεσα στη λογική και στην παραφροσύνη, την «αριστοκρατία» και τη λαϊκή κυριαρχία, κι όχι ένα έργο του Καμπανέλλη. Επειδή έχουμε κι ένα ιδεολογικό πλαίσιο πολύ συγκεκριμένο, όπως αυτό της Γαλλικής Επανάστασης, με πρόσωπα-ορόσημα και με σύμβολα που ίσως δεν είναι γνωστά στο μέσο θεατή, θεωρώ πως η μουσική και τα σκετς καπέλωναν το κείμενο σε ορισμένες σκηνές.
Με την ίδια ακριβώς αισθητική και σκηνοθετική γραμμή παράσταση, νομίζω πως η παράσταση θα είχε καλύτερη ροή και πιο πιστά στην ιδεολογία και στο ύφος του έργου, αν ήταν 2-3 σκάλες κάτω από αυτό που παρουσιάστηκε στην παράσταση του Δαμάτη. Από όλη την κλοουνερί/μπουρλέσκ ατμόσφαιρα, ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της Μαριάννας Πουρέγκα (Σαρλόττα Κορνταί) και του Δημήτρη Σιακάρα (Ζαν Πωλ Μαρά) που παλεύουν να «σταθούν» σ’ έναν κόσμο που ξεσηκώνεται και σε μια ιδεολογική επανάσταση που θέλει να πάει κόντρα στην κοινωνική και ταξική ανισότητα.
Γενικά, εκτιμάται ιδιαίτερα η επιλογή του έργου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κι η παράσταση σίγουρα έχει αισθητική ταυτότητα και δυναμική που θα κρατήσει καλή συντροφιά στο θεατρικό κοινό. Ο Κοραής Δαμάτης φαίνεται πως ήξερε τι έκανε επιλέγοντας ν’ ανεβάσει τη Δολοφονία του Μαρά, κι ομολογώ πως παρόλο που είχα δει παλαιότερα άλλες του δουλειές πάνω σε νεοελληνικά έργα, είναι σκηνοθέτης που μπορεί να υποστηρίξει παραστάσεις μεγάλου βεληνεκούς όπως αυτή, που στην Αθήνα θα την βλέπαμε σε θέατρο όπως το Εθνικό ή το Παλλάς.
*Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από το πρόγραμμα της παράστασης σ’ επιμέλεια της Στέλλας Παπαδημητρίου (Δραματολόγος του Κρατικού).
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Λίγο προτού κλείσει το 2021, προλάβαμε να δούμε την περίφημη δουλειά του Τερζόπουλου «Νόρα» βασισμένη στο ομώνυμο κλασσικό έργο του Ίψεν.
Η παράσταση Νόρα παίζεται για 3η επιτυχημένη σεζόν στο Θέατρο Άττις έχοντας λάβει επαινετικές κριτικές από ξένους κι έλληνες κριτικούς. Το Άττις λειτουργεί ως αμιγώς covid free χώρος, μόνο για εμβολιασμένους και νοσήσαντες με πιστοποιητικό σε ισχύ (180 ημέρες μετά τον πρώτο θετικό έλεγχο) και με πληρότητα 70%, ώστε να υπάρχουν κενές θέσεις ακόμη και ανάμεσα στους εμβολιασμένους θεατές. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι σταθεροί συνεργάτες του Τερζόπουλου Σοφία Χιλλ, Αντώνης Μυριαγκός και Τάσος Δήμας.
Υπόθεση
Το παιχνίδι στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν παίζεται μεταξύ του φοβισμένου, κατασκευασμένου Εγώ και του καταχωνιασμένου, αληθινού εαυτού που αγωνίζεται να πάρει ανάσα. Την στιγμή που παίρνει ανάσα, όμως, αντιμετωπίζει ένα κενό. Αυτό είναι το τίμημα της αυτογνωσίας. Και αυτό είναι το κίνητρο του θεάτρου. Η Νόρα προσπερνάει το συμβατικό κοινωνικό σύστημα αξιών. Και φεύγει για το άγνωστο. Πρόκειται για μια μορφή αυτοκτονίας που, ωστόσο, μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη γέννηση ενός αυθεντικού Εγώ.
Η παράσταση
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επέλεξε τους τρεις βασικούς ήρωες του ιψενικού έργου: τη Νόρα, τον Κρόγκσταντ και τον Τόρβαλντ. Με αυτούς τους ήρωες δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικά και σκηνικά τρίγωνο με τη Νόρα στο επίκεντρο και με στοχευμένη προβληματική γύρω από τα (κοινωνικά) φύλα και την εσωτερική κι εξωτερική σύγκρουση που συμβαίνει στον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας. Στη δραματουργία της παράστασης είναι γλαφυρά παραστημένο πως η Νόρα παλεύει να προσαρμοστεί στα κοινωνικά πρότυπα που της έχουν επιβάλει άλλοι –ο πατέρας, ο σύζυγός της, ο κοινωνικός περίγυρος, ο Κρόγκσταντ- αλλά όσο αναζητά την ευτυχία σε υλικά αγαθά και κοινωνικές συναναστροφές τόσο αντιδρά το Εγώ της, που δρα ως αντίρροπη δύναμη. Σταδιακά, η θαλπωρή ενός «σπιτικού» με άντρα και παιδιά, μοιάζει με φυλακή κι η Νόρα πασχίζει να δραπετεύσει και να βρει τον πραγματικό της εαυτό.
Η έννοια της αυτοπραγμάτωσης και της ανεξαρτησίας της γυναίκας σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που το 1879 είχε σοκάρει το νορβηγικό κοινό, σήμερα γίνεται ξανά επίκαιρο με τις 17 Γυναικοκτονίες και τις δεκάδες καταγγελίες για κακοποιητικές συμπεριφορές από άντρες προς γυναίκες. Για να μην αναφερθούμε στο απαράδεκτο διαφημιστικό σποτ για το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γονιμότητας τον περασμένο Ιούνιο. Ο εναγκαλισμός της Νόρα από το σύζυγό της και ο χειριστικός τρόπος που εκείνος συνομιλεί μαζί της, παραπέμπουν σε εικόνες που σήμερα τις αποκαλούμε «ενδοοικογενειακή βία», «χειριστικότητα», «κακοποιητική συμπεριφορά» ή «επέμβαση στην αυτοδιάθεση του εαυτού». Παράλληλα, ο Κρόγκσταντ με την άλλοτε παρεμβατική και την άλλοτε σιωπηλή/διακριτική του παρουσία δείχνει πως η Νόρα δεν είναι εγκλωβισμένη μόνο από το νόμιμο άντρα της, αλλά κι απ’ άλλους, ουσιαστικά από όσους μοιράζονται τον ίδιο κοινωνικό ρόλο. Επίσης, φέρει το φορτίο της μητρότητας, που την βάζει σε μια συγκεκριμένη θέση με πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά καθήκοντα. Συνεπώς, ως γυναίκα φαίνεται πως δεν μπορεί ν’ αυτενεργήσει και ν’ αντισταθεί σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία και τρόπο ζωής.
Στην σκηνική απόδοση της δραματουργίας, πρωτεύουσας σημασίας είναι η σκηνική εγκατάσταση (Θ. Τερζόπουλος | εκτέλεση σκηνικής εγκατάστασης: Χαράλαμπος Τερζόπουλος), όπου μοιάζει μ’ έναν τεράστιο περιστρεφόμενο τοίχο, χωρισμένο σε 14 ισομερείς σανίδες. Ο τοίχος αυτός εξυπηρετεί τις δράσεις των ηθοποιών παίζοντας με τα δίπολα σκοτάδι-φως, εσωτερικό/απόκρυφο- εξωστρεφές, εσωτερικό-εξωτερικού του σπιτιού, κοινωνικές συμβάσεις – αυθεντικό Εγώ, άντρες ως κυρίαρχη κοινωνική φιγούρα – γυναίκα ως «βιτρίνα» του σπιτιού. Το σκηνικό αναδεικνύεται από τους αριστοτεχνικούς φωτισμούς (Θ. Τερζόπουλος – Κ.Μπεθάνης) που αναδεικνύουν την εύστοχη λιτότητα και τον τελετουργικό μινιμαλισμό του σκηνικού, καδράροντας τους χαρακτήρες και ειδικότερα δίνοντας βάρος στον ψυχισμό της Νόρας και τις συγκρούσεις με τα κοινωνικά πρέπει.
Οι ερμηνείες
Στον ομώνυμο ρόλο, η Σοφία Χιλλ αποδεικνύεται η ιδανική ερμηνεύτρια (ειδικά για όσους θεατές έχουν παρακολουθήσει τις παραστάσεις Alarme, Ανκόρ), δίνοντας ένα πραγματικό ρεσιτάλ. Στην αρχή της παράστασης, η Νόρα της παραπέμπει σε διαφημιστικά σποτ και κινηματογραφικές ταινίες μιας άλλης δεκαετίας, όπου η γυναίκα αναπαρασταινόταν ως καταναλωτικό αγαθό, συνεχώς χαμογελαστό, καλοφτιαγμένο κι ευχάριστο. Δεν είναι τυχαία η επανάληψη του επιθέτου «happy», για να τονίσει τη χαρά που «διαφημιζόταν» ως άμεσο αποτέλεσμα μιας συζυγικής ζωής, που την ίδια στιγμή την αποδομεί και τη σαρκάζει. Στη συνέχεια, η σύγκρουση με τον Κρόγκσταντ δείχνουν μια γυναίκα φοβισμένη να μην «πέσει» στα μάτια του συζύγου της αλλά και να μην αναμετρηθεί με την αλήθεια, ενώ στο τέλος σπάει τα δεσμά της και φαίνεται παραδομένη στην επιθυμία της να συγκρουστεί με τον κοινωνικό «θάνατο» της. Με την άριστα μετρημένη ερμηνεία της γίνεται αισθητή η ευαίσθητη ισορροπία στην οποία ακροβατεί η Νόρα παλεύοντας από τη μία να είναι σε συνέπεια με τους κοινωνικούς της ρόλους κι από την άλλη να εντοπίσει και να αποδεχτεί το αυθεντικό της Εγώ.
Στους αντρικούς ρόλους συναντάμε τον Αντώνη Μυριαγκό και τον Τάσο Δήμα. Ο Μυριαγκός ως Τόρβαλντ φαίνεται ιδιαίτερα κυριαρχικός ως Male Alpha, που έχει υπό του τη σύζυγό του και παρά την αγάπη που εξωτερικεύει λεκτικά, φαίνεται να ασκεί σωματική και σεξουαλική βία επάνω της. Αντίστοιχα, ο Τάσος Δήμας ως Κρόγκσταντ με την εκλεκτική του όψη είναι πανταχού παρών και επιμένει να λάβει τα χρήματά του αλλά και να ταπεινώσει τη Νόρα στα μάτια του συζύγου της. Με διαφορετική αφετηρία, έχει κοινή ψυχολογική και κοινωνική δράση επάνω στην ηρωίδα πιέζοντας προς τη φυγή της από την τακτοποιημένη gender bias κοινωνία.
Την στίξη της σωματικότητας και της αισθητικής ατμόσφαιρας που διαμορφώνουν το σκηνικό, οι φωτισμοί κι οι ηθοποιοί, ολοκληρώνει η μουσική του Παναγιώτη Βελιαντίτη με πυρήνα την κλασική μουσική. Τα κοστούμια του Yiorgos Eleftheriades είναι εξαιρετικής αισθητικής και κομψότητας και συνάδουν με το δραματουργικό σύμπαν του Ίψεν.
Με δύο λόγια, η παράσταση Νόρα του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι μια παράσταση που μόλις σε 70 λεπτά καταφέρνει να συνομιλήσει με το ιψενικό πρότυπο και ταυτόχρονα να κάνει μια συζήτηση γύρω από τα κοινωνικά φύλα διαχρονικά. Μες το μινιμαλισμό και τη συμβολικότητα του σώματος, πρόκειται για μια παράσταση-διαμαντάκι, που μπορεί να φωτίσει ακόμη και στους μη μυημένους στον Τερζόπουλο θεατές.
Συνέντευξη: Αναστάσης Πινακουλάκης
Ο Λαρισαίος Θέμης Θεοχάρογλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στη σκηνοθεσία και την υποκριτική. Έχει ασχοληθεί κυρίως με την υποκριτική, ενώ από το 2016 κατέβηκε στην Αθήνα. Είναι ευρέως γνωστός με την drag persona του, τη Holly Grace. Ως Holly Grace έχει δώσει μια σειρά από τηλεοπτικές συνεντεύξεις, ενώ την περασμένη άνοιξη διαγωνίστηκε στο House of Fame με παρουσιάστρια την Ελένη Φουρέιρα.
Ο Θέμης είναι ένας καλλιτέχνης –ή (drag) artista όπως αυτοπροσδιορίζεται- που δεν σταματάει να εργάζεται και να δοκιμάζεται καλλιτεχνικά, από τη σκηνοθεσία στην υποκριτική κι από εκεί στο drag performance. Τα Δευτερότριτα κρατάει τον ρόλο της Κυρίας στις «Δούλες» που σκηνοθετεί η Βάσια Χρονοπούλου στο Θέατρο Άλμα (διαβάστε την κριτική μας εδώ), ενώ από Τετάρτη ως Κυριακή παίζει στην παράσταση «Συμφορά από το πολύ μυαλό» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού –η πρώτη παράσταση του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη μετά την λήξη της θητείας του ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό- στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Ταυτόχρονα, τα Σαββατόβραδα εμφανίζεται ως Holly Grace σε διάφορα events, με σταθερότερη βάση το Shamone.
Κάτω από το μακιγιάζ, τις περούκες, και την επιβλητική του κορμοστασιά, ο Θέμης είναι ένας γλυκύτατος άντρας, που έχει να πει πολλά για το θέατρο, την ερμηνεία γυναικείων ρόλων, για ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχολογία των ανθρώπων αλλά και για την επόμενη μέρα.
Πόσο διαφέρει η δουλειά που κάνεις ως ηθοποιός από τις εμφανίσεις σου ως Holly Grace;
Η διαδικασία είναι παρόμοια, δεν έχει πολύ μεγάλη διαφορά, ενσαρκώνεις έναν ρόλο. Απλώς στο θέατρο, ενσαρκώνεις έναν ρόλο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ας πούμε για 2-3 παραστάσεις (σ.σ. όπως το Εθνικό Ντεφιλέ), ή για μερικούς μήνες, ενώ με την Holly είναι μια δυναμική διαδικασία που εξελίσσεται παράλληλα με τη ζωή μου, δεν σταματάει ποτέ. Μπορεί να ερμηνεύω γυναικείους ρόλους στο θέατρο, αλλά πάντα η βάση είναι η Holly, η περσόνα που έχω δημιουργήσει. Η Holly είναι ταξίδι ζωής.
Κάνοντας μια επίσκεψη στα κοινωνικά σου δίκτυα, διαπιστώνει κανείς πως η Holly δεν είναι μια περσόνα που περιορίζεται στην σκηνή, αντιθέτως έχει κάνει φωτογραφίσεις, διαφημιστικά και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Πόσο δυνατή πιστεύεις είναι η drag κοινότητα αυτή τη στιγμή στη χώρα μας;
Θα έλεγα πως είναι οκ σ’ έναν βαθμό, αλλά έχει αρκετά βήματα να κάνει ακόμα. Ο κόσμος γνωρίζει μόνο μια επιφάνεια του drag και νομίζω μια επιφάνεια που είναι πολύ παλιά. Χρειάζεται να μάθει τι είναι η drag τέχνη, ποια καλλιτεχνικά υποκείμενα την απαρτίζουν και τι εκφράζει στο σήμερα. Σημαντικό είναι επίσης να διακρίνουμε τον όρο «drag queen» από τον «drag performer». Οι δύο όροι αν και έχουν κοινά χαρακτηριστικά, διαφέρουν ως προς την αισθητική και την εμφάνιση. Μια drag queen στοχεύει στη θηλυκή ψευδαίσθηση, σε μια έντονη θηλυκότητα, ενώ ένας drag artist/performer μπορεί να παίξει περισσότερο με την εικόνα του, να την αποδομήσει όπως και τα φύλα, να διευρύνει τα όρια. Γι’ αυτό κι εγώ, αυτοπροσδιορίζομαι ως drag artista, μια θηλυκή drag καλλιτέχνης.
Αυτή είναι η βασική σου καλλιτεχνική ταυτότητα;
Όχι, η βασική μου καλλιτεχνική ταυτότητα είναι ο Θέμης, γιατί δουλεύω κι ως ηθοποιός.
Πρωταγωνιστείς στην παράσταση «Δούλες» στο Θέατρο Άλμα, όπου σε βλέπουμε ως Θέμη να μεταμφιέζεσαι σε Holly και στη συνέχεια να γίνεσαι η Κυρία. Εξήγησέ μας αυτή την επιλογή…
Ήταν μια επιλογή της σκηνοθέτιδος να έχει μια drag performer στο ρόλο της Κυρίας για να βρεθεί κάπου στη μέση με τον συγγραφέα. Κλείνει το μάτι στον θεατή γιατί ο Ζενέ έχει γράψει το έργο με την οδηγία να παιχτεί από νεαρούς άντρες που ενδύονται γυναικείους ρόλους. Σε αυτό συμπίπτει η φύση του drag performance όπου υποδύεσαι συνήθως έναν ρόλο του αντίθετου φύλου. Η σκηνοθέτης επέλεξε να δείξει αυτή τη μεταμόρφωση, που ταιριάζει με το περιβάλλον του Ζενέ.
Στα δικά μου μάτια, η Κυρία είναι άμεσα εξαρτημένη από τον Κύριο, σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κυρία χωρίς τον Κύριο δεν υπάρχει, με άλλα λόγια έχουμε ενός είδους ταυτοπροσωπία. Για μένα, η μεταμόρφωση επί σκηνής, δείχνει ταυτόχρονα και τον Κύριο που υπάρχει μέσα της.
Ταυτόχρονα, δείχνεις στο κοινό ένα μέρος της προπαρασκευής μιας drag εμφάνισης…
Το κοινό βλέπει αυτή τη διαδικασία –μπορούμε να πούμε- μεταξύ φως και σκοταδιού, δεν το βλέπει άμεσα. Στέκομαι με γυρισμένη μου την πλάτη προς το κοινό.
Πόσο σε απασχολεί η απόδοση των φύλων μέσα από τις εμφανίσεις σου;
Με τα χρόνια έχει πάψει να με απασχολεί πώς θ’ αποδοθούν τα φύλα. Η drag persona συνδέεται και με τις αναζητήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη και εξελίσσεται δυναμικά μέσα στον χρόνο. Προσωπικά, δε με απασχολούν τόσο τα φύλα, ίσως ακόμη και να μ’ ενδιέφερε να καταργηθούν μέσω του drag. Συνεπώς, προσπαθώ όταν μεταμορφώνομαι από Θέμης σε Holly, να μην αλλάζω τρομαχτικά. Το ζητούμενο είναι να εκπροσωπείς με θηλυκότητα στη σκηνή, χωρίς αναγκαστικά να πρέπει να εκπληρώσεις όλα αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα που θεωρητικά δημιουργούν μια γυναικεία φιγούρα, χωρίς αναγκαστικά να λεπταίνεις τη φωνή σου, την κίνησή σου, τη φιγούρα σου, μπορείς να τα δεις όλα παντού. Προσπαθώ όταν ερμηνεύω την Holly, να μην ακούς μια ψεύτικη φωνή, να μην βλέπεις μια ψεύτικη φιγούρα, κάτι φτιαχτό, αλλά να πατάω σε χαρακτηριστικά που έχω ως Θέμης από τη φύση μου. Όποιος θέλει να το ονομάσει θηλυκότητα, ας το ονομάσει.
Πώς ολοκληρώνεται όλο αυτό που συζητάμε για τα φύλα, από τις άλλες δύο ηθοποιούς με την οποία μοιράζεσαι την σκηνή;
Οι «Δούλες» είναι ένα μεταθεατρικό έργο, με εγκιβωτισμένο θέατρο και διαδοχικές μεταμφιέσεις. Οι δούλες μεταμφιέζονται σε Κυρία με παρόμοιο τρόπο που μεταμφιέζομαι εγώ. Συμφωνήσαμε με την σκηνοθέτιδα να μην βάλω προσθετικά για να «δείξω γυναίκα», αλλά να χειριστούμε τα ίδια μέσα με τις δούλες. Απλώς, η δική μου μεταμφίεση ολοκληρώνεται, ενώ των δούλων διακόπτεται από την έλευση της Κυρίας.
Παράλληλα παίζεις στην παράσταση «Συμφορά από το πολύ μυαλό» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Πες μας δυο λόγια για εκείνη τη δουλειά…
Είναι μια παράσταση με κυρίως νέους ηθοποιούς. Μιλάει για τον θρίαμβο της μετριότητας έναντι της αφοσίωσης. Είναι ένα κλασσικό ρωσικό έργο του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ, και η παράσταση αυτή είναι η εναρκτήρια παραγωγή μιας καινούριας εποχής για το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή και γι’ αυτό επιλέχτηκε το συγκεκριμένο έργο. Είχε πρωτοπαιχτεί το 1986 στα ξεκινήματα του θεάτρου και τον ρόλο που ερμηνεύω τον είχε ερμηνεύσει ένας αγαπημένος μου καθηγητής, ο Κωστής Φειρικίδης. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο πρώτος που με ξεκλείδωσε, γιατί μου είπε ν’ αγαπήσω τη διαφορετικότητά μου.
Την τελευταία χρονιά, είχαμε έναν θλιβερό αριθμό γυναικοκτονιών στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο, δολοφονίες τρανς ατόμων αλλά και διαδηλώσεις για το θέμα των αμβλώσεων και της γυναικείας αυτοδιάθεσης. Πόσο σημαντικό θα θεωρούσες να περιλαμβάνεται η Σεξουαλική Αγωγή στα σχολικά προγράμματα;
Παρά πολύ σημαντικό. Βασικά, θεωρώ πιο απαραίτητη τη Σεξουαλική Αγωγή από τα Θρησκευτικά ας πούμε. Δεν μπορώ να καταλαμβάνω γιατί δεν το αντιλαμβάνονται. Η Ελλάδα είναι ακόμη πολύ συντηρητική σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, αλλά δεν δέχομαι καμία χώρα να είναι πλέον συντηρητική σε αυτά τα θέματα, όταν ο κόσμος φιμώνει ανθρώπους και μυαλά. Είναι και πολύ σημαντικό αυτό το μάθημα γιατί, δυστυχώς, δεν συναντάς πολύ συχνά γονείς να συζητούν αυτά τα θέματα με τα παιδιά τους. Είναι καιρός να μπει αυτό το μάθημα στα σχολεία και να διδάσκεται από ειδικούς σε θέματα Ψυχολογίας. Η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα φύλου, περιλαμβάνουν θέματα ψυχολογίας, αφού χρειάζεται να νιώσεις ασφάλεια για να εκφράσεις την ταυτότητά σου και ν’ αλληλεπιδράσεις με τους άλλους ανθρώπους, ώστε να επαναπροσδιοριστείς.
Για χρόνια βλέπαμε γκέι χαρακτήρες να εμφανίζονται ως καρικατούρες στην ελληνική τηλεόραση. Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται τώρα;
Ελευθερία λόγου κι ορατότητα. Να υπάρχει ορατότητα κι εντός κοινότητας, καθώς υπάρχει εσωτερικευμένη ομοφοβία ακόμη κι από γκέι άτομα. Χρειάζεται να προσλαμβάνουμε τις εικόνες χωρίς σχόλια και στερεότυπα. Δε χρειάζεται ούτε πουριτανισμός ούτε ν’ αποκρύπτουμε πράγματα.
Να χαλαρώσουμε τη συζήτηση. Ως ηθοποιός, ποιον αντρικό και ποιον γυναικείο ρόλο θα ήθελες να είχες ερμηνεύσει στην ελληνική τηλεόραση;
Ο ρόλος που με είχε σημαδεύσει κι έχει αποτελέσει υλικό στη δημιουργία της Holly είναι ο ρόλος που υποδύθηκε η αγαπημένη μου Μαρία Λεκάκη στους Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη, η Καίτη Κολεσίδου- Γκιούμπαλμπα. Η Μαρία Λεκάκη είναι και μια ηθοποιός που συνδεόμουν, βλέποντας τους τηλεοπτικούς της ρόλους, είναι υπέροχη σε ό,τι έκανε. Τώρα για αντρικό ρόλο, θα έλεγα αυτόν που έκανε ο Κωνσταντίνος Κάππας στη σειρά «Κλείσε τα μάτια» του Παπακαλιάτη, γιατί έδωσε το πρώτο γκέι φιλί στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης και μάλιστα με τον Χρήστο Λούλη.
Πες μου έναν συγγραφέα με τον οποίο συνδέεσαι…
Συνδέομαι περισσότερο μ’ έργα κι όχι με συγγραφείς. Με συγκινεί βαθύτατα η Σάρα Κέιν, γιατί εμπεριέχει έναν βασανισμό ψυχής πολύ κοντά σε αυτό που μπορεί να νιώσει ένα γκέι παιδί που μεγαλώνει στην επαρχία. Ένα έργο με το οποίο συνδέθηκα ήταν το «Shopping and Fucking» του Μαρκ Ρέβενχιλ, που ήταν και η διπλωματική μου στη σκηνοθεσία. Επίσης, το έργο «Άγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ, θεωρώ ότι ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας. Θυμάμαι συχνά μια ατάκα του έργου που λέει μια ζητιάνα, «Τώρα σου φαίνομαι εγώ τρελή, αλλά σε λίγο καιρό θα είναι όλοι τρελοί». Αυτή την ατάκα την βλέπω να βγαίνει στην πράξη, ιδίως σήμερα.
Τι πιστεύεις έχει φέρει η πανδημία στον ανθρώπινο παράγοντα;
Ο διχασμός είναι μια αισθητή συνέπεια της πανδημίας και νομίζω θα μείνει και μετά. Πιστεύω θ’ αποξενωθούμε ακόμη περισσότερο. Μπορεί να έχουμε κοντή μνήμη, αλλά το σώμα θυμάται περισσότερο από το μυαλό. Θα ήθελα η πανδημία να μας υπενθυμίσει ότι ήρθε να μας σταματήσει από κάτι που θέλουμε πολύ και να το διεκδικήσουμε μετά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
Εσύ τι είναι αυτό που θες να ζήσεις με λαχτάρα;
Να πάω στα Όσκαρ! (σ.σ. γελάει). Θα σου πω, θα ήθελα να συμμετέχω σε μια δουλειά, π.χ. σε μια ταινία που θ’ ακουστεί για βραβείο σε κάποιο σημαντικό θεσμό. Αυτό είναι μια καλλιτεχνική φιλοδοξία που ελπίζω να γίνει πράξη. Σε προσωπικό επίπεδο, θα ήθελα πολύ να κάνω ένα παιδί και ν’ αφοσιωθώ σε αυτό.
Το θέατρο κατά πόσο έχει επηρεαστεί από την πανδημία;
Το θέατρο έχει επηρεαστεί ήδη από την πανδημία. Το κοινό βολεύτηκε στον καναπέ του και στην τηλεόραση και δε θα πάει εύκολα στο θέατρο. Όλοι μας βολευτήκαμε στην καραντίνα. Πιστεύω, όμως, ότι αν βγει και πάει να δει θέατρο, κι αν καταφέρει να συνδεθεί με μια παράσταση ή ένα έργο, θα του συμβεί κάτι μαγικό. Θυμάμαι μια παράσταση για τη διαφορετικότητα που κάναμε σε σχολεία. Σε όσα σχολεία πηγαίναμε και είχαν θεατρική αγωγή, τα παιδιά ήταν αλλιώς, είχαν πιο αναπτυγμένη ενσυναίσθηση. Πιστεύω πολύ στην αξία του θεάτρου ήδη από μικρή ηλικία, και τα οφέλη είναι πολλά και για το ενήλικο θεατρικό κοινό. Ας ξεβολευτούμε κι ας δούμε τον κόσμο διαφορετικά, γιατί έτσι θα δούμε και πράγματα για τον εαυτό μας που μπορεί να μην γνωρίζουμε.
Info:
Η παράσταση «Δούλες» του Ζενέ σε σκηνοθεσία Βάσιας Χρονοπούλου, παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο Άλμα, για έξι ακόμη παραστάσεις.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Το κλασσικό έργο της αμερικανικής δραματουργίας Οι μάγισσες του Σάλεμ του Άρθουρ Μίλλερ ανεβάζουν η καλλιτεχνική εταιρεία ΜΥΘΩΔΙΑ σε συνεργασία με τα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΘΕΑΤΡΑ και την People Entertainment σε μια παράσταση αξιώσεων. Πρωταγωνιστές της παράστασης είναι οι Νικήτας Τσακίρογλου, Άκης Σακελλαρίου, Ρένια Λουιζίδου, Ιωάννα Παππά, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μελίνα Βαμβακά και Γεράσιμος Σκαφίδας. Ένα έργο για το φανατισμό, τις προκαταλήψεις, τις ψευδείς διαδόσεις –που σήμερα θα μπορούσαμε να τα μεταφράσουμε ως fake news- και τα πάθη των απαίδευτων ανθρώπων. Πρόκειται για μια ιστορία φαινομενικά ξένη μα μπορεί να λειτουργήσει ως μεταφορά των όσων δούμε τα τελευταία χρόνια, όπου ο φανατισμός, η στρεβλή δικαιοσύνη, η μισαλλοδοξία και η αγανάκτηση του κόσμου από κοινωνικά ανισότιμες πολιτικές δίνουν και παίρνουν.
«Η Δοκιμασία» ή «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» αποτελούν μια διαχρονική καταγγελία των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και του φανατισμού. Ο Μίλερ μέσα από το έργο του κατακρίνει την καταπάτηση πολιτικών ελευθεριών και εισάγει τον όρο «κυνήγι μαγισσών» στον 20ο αιώνα. Ο ίδιος εξηγεί: «Όταν η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη ο φόβος παίρνει υπόσταση. Οι άνθρωποι του Σάλεμ έβλεπαν τον εαυτό τους σαν κάτοχο μιας ανώτερης αλήθειας. Αν το φως αυτής της αλήθειας έσβηνε, πίστευαν πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Όταν έχετε έναν ιδεολογικό κόσμο που θεωρεί τον εαυτό του τόσο αγνό, είναι φυσικό να τείνετε προς τα άκρα». Ο Μίλερ ανέβασε το 1953 στο Μπρόντγουεϊ το έργο «The Crucible», κερδίζοντας βραβείο Tony. Στόχο είχε να καταγγείλει την αντικομμουνιστική υστερία που επικράτησε στις ΗΠΑ την εποχή του μακαρθισμού και οδήγησε στην φυσική και ηθική εξόντωση απλών πολιτών, ιδεολόγων και εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου. Το κείμενο αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία: στην δίκη των μαγισσών που έγινε στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692. Πρόκειται ένα περιστατικό που οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση 20 κατοίκων με την κατηγορία της μαγείας. Ο κεντρικός ήρωας Τζον Πρόκτορ, με αφορμή ένα προσωπικό σφάλμα – μια συζυγική απιστία – καθίσταται ύποπτος σ’ έναν κόσμο δογματικών. Υπόθεση: Το 1692 στο Σάλεμ, η Άμπιγκεϊλ, ερωτεύεται παράφορα έναν μεγαλύτερό της παντρεμένο άνδρα, τον Τζον Πρόκτορ. Εκείνος όμως την απορρίπτει και διαλέγει να μείνει στο πλάι της συζύγου του. Έτσι, εκείνη μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού του κάνουν μάγια για να τον φέρουν πίσω. Οι κάτοικοι του Σάλεμ τις ανακαλύπτουν και οι γυναίκες κινδυνεύουν να θανατωθούν ως μάγισσες. Η Άμπιγκεϊλ κατηγορεί την σύζυγο του αγαπημένου της ως υποκινήτρια των μεταφυσικών πράξεων, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία δίκη με καταστροφικές συνέπειες για όλους.
Η παράσταση
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης μετράει ήδη στη φαρέτρα του μια σειρά από παραστάσεις που αγαπήθηκαν από το κοινό. Με τις Μάγισσες του Σάλεμ, νομίζω «ανεβαίνει επίπεδο», δουλεύοντας πάνω σ’ ένα πολύ απαιτητικό επίπεδο με προσοχή, σκηνοθετική καθαρότητα και χοροθεατρική μαεστρία. Ήδη από τις πρώτες σκηνές της παράστασης δίνεται το στίγμα της παράστασης, με τις «μάγισσες» να κάνουν την τελετή τους για να κερδίσουν την αγάπη των αντρών που επιθυμούν αλλά και να βλάψουν τις ερωτικές τους αντίζηλους. Άψογη η κίνηση της Αντιγόνης Γύρα, που αναπαριστά το νεανικό δαιμονισμό των τελετών στο δάσος, για τον οποίο θα κατηγορηθούν στη συνέχεια οι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου.
Με το άνοιγμα της αυλαίας, δεσπόζει το υπερυψωμένο σταυροειδές σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, που λειτουργεί άλλοτε ως δάπεδο, άλλοτε ως δικαστήριο κι άλλοτε ως τραπεζαρία. Εκτιμώ πάντα όταν το σκηνικό συνομιλεί δημιουργικά με τη δραματουργία και αποτελεί τη βάση της σκηνοθεσίας. Εντυπωσιακά και τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου, με φανερή την κυριαρχία του μαύρου, δηλωτικού του ζοφερού σκότους που περιγράφεται στο έργο αλλά και της σκοτεινής θρησκευτικότητας που εκδηλώνεται. Περίτεχνα τα φορέματα που φοράει η πρωταγωνίστρια Ρένια Λουιζίδου, ενώ σε συνδυασμό με τα κεριά, τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλας και τη μουσική του Γιάννη Μαθέ, δημιουργείται μια επιβλητική ατμόσφαιρα.
Ο θίασος της παράστασης δεν αργεί να «μαγεύσει» το κοινό, με την φιγούρα του Δικαστή Ντάνφορθ (Νικήτας Τσακίρογλου) και την Άμπιγκεϊλ να πρωτοστατούν. Η επιβλητική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου στο φόντο της σκηνής, από το πρώτο λεπτό της παράστασης μέχρι το τέλος ως αφηγητή και με το μακρόχρονο δικαστήριο όπου δικάζει κι άρα έχει τον κυριότερο λόγο, είναι το μεγάλο ατού της παράστασης. Παρά τα επώνυμα ονόματα της διανομής, το βάρος της δραματουργίας, πέφτει πάνω στην Ιωάννα Παππά και τις νεαρές ηθοποιούς που υποδύονται τις «μάγισσες»: Κατερίνα Νικολοπούλου, Ισιδώρα Δωροπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Αντουανέτα Παπαδοπούλου και Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθ. Με την έντονη και παραφυσικά φορτισμένη κίνηση, τον συντονισμό των σωμάτων τους σ’ ένα μεγαλύτερο πλέγμα, τη σύνδεσή τους με πρόσωπα σε θέση ισχύος και τις καθοριστικής σημασίας ομολογίες τους, αποτελούν τον πυρήνα του έργου. Η Ιωάννα Παππά με την πλούσια και πολυσυλλεκτική θεατρική της καριέρα, αποτελεί την ιδανική πρωταγωνίστρια για τις Μάγισσες του Σάλεμ, με τη χαρισματική κίνηση και τα εκφραστικά της μέσα. Ανακαλούμε δύο από τις σημαντικές της ερμηνείες σε προηγούμενες παραστάσεις, Οδός Πολυδούρη και Μιράντα, όπου η τεχνική ερμηνεία ήταν πιο έντονη. Ο ρόλος της Άμπιγκεϊλ ακροβατεί ανάμεσα στην ηθική και την ανηθικότητα, στο φως και το σκοτάδι, στον αγνό έρωτα και το ζοφερό σκοτάδι της ζήλιας.
Αξιοπρόσεκτη η ερμηνεία του Άκη Σακελλαρίου ως Τζον Πρόκτορ και η σκηνική του χημεία με την Παππά (Άμπιγκεϊλ), με την οποία είχαν συνεργαστεί και στις Βάκχες το καλοκαίρι που μας πέρασε (εκεί ως Διόνυσος και Τειρεσίας). Στις πρώτες του σκηνές ο Άκης Σακελλαρίου φαίνεται ιδιαίτερα δυνατός και κυριαρχικός, ενώ στην εξέλιξη της πλοκής κλονίζεται, αλλά δεν παραιτείται παρά την επικείμενη καταδίκη του. Τη σύζυγό του, Ελισάβετ Πρόκτορ, υποδύεται η Ρένια Λουιζίδου, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι περισσότερο συναισθηματική και μονοδιάστατη από όσο απαιτεί ρόλος. Τον δικαστικό κύκλο συμπληρώνουν επιτυχώς ο Γιάννης Καλατζόπουλος, ο Γεράσιμος Σκαφίδας, η Μελίνα Βαμβακά κι ο Θώμας Γκάγκας.
Με δυο λόγια, η παράσταση Οι μάγισσες του Σάλεμ είναι μια εμπορική δουλειά που έχει να δώσει πολλά περισσότερο από τα «ονόματα» που πρωταγωνιστούν: μια μεγάλη δραματουργία και μια δυνατή αισθητική απόδοση αυτής. Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, αυτή τη φορά κερδίζει το στοίχημα και σηκώνει το βάρος του έργου που ανέλαβε με αισθητική και σκηνοθετική σχολαστικότητα.
Υ.Γ. Παρά τα μέτρα του Covid, στη συγκεκριμένη παράσταση θα ήταν απαραίτητο το διάλειμμα τόσο για υποβοήθηση της δραματουργίας όσο και για αποσυμφόρηση του θιάσου και του κοινού. Είναι τόσο πυκνογραμμένο έργο που στέκεται αν όχι αδύνατο, πολύ δύσκολο να το παρακολουθήσεις για 2 ώρες και 15 λεπτά αδιάλειπτα.
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Εδώ και μερικές εβδομάδες παρουσιάζεται το πρώτο θεατρικό έργο της αναγνωρισμένης ηθοποιού Ηρώς Μπέζου.
Η ηθοποιός που το καλοκαίρι ξεχώρισε ως Ιώ στην sold-out παράσταση Προμηθέας Δεσμώτης σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη συστήνει μια νέα της ιδιότητα στο θεατρόφιλο κοινό, αυτή της συγγραφέως και σκηνοθέτιδος. Την παράσταση Ναυαγοί συνσκηνοθετεί με τον Γιάννη Παπαδόπουλο, ενώ βρίσκει ιδανικό «σπίτι» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, χώρο με ιστορική ταυτότητα ανάδειξης νεοελληνικών έργων. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Γιάννος Περλέγκας, Μιχάλης Τιτόπουλος και Σοφία Κόκκαλη.
Υπόθεση: Ένας νεαρός δημοσιογράφος επισκέπτεται το απομονωμένο σπίτι ενός καταξιωμένου συγγραφέα με σκοπό να του πάρει συνέντευξη. Σύντομα οι δύο άνδρες αντιλαμβάνονται ότι έχουν ασκήσει καθοριστική επίδραση ο ένας στην ζωή του άλλου. Στο σπίτι όμως δεν είναι μόνοι. Μαζί με τον οικοδεσπότη ζει και η ανήλικη κόρη του. Ο έρωτας ανάμεσα στον νέο και το κορίτσι γεννήθηκε πολύ πριν γνωριστούν και οι τρεις ήρωες θα βρεθούν σε ένα χρωματιστό λούνα παρκ με τις ίδιες τους τις λέξεις για παιχνίδια. Σημείωμα της Ηρώς Μπέζου: «Γράφουμε ένα έργο για τα λόγια, που δεν αρκούν, κι όμως μόνο τα λόγια έχουμε. Λέξεις πάνω σε χαρτί, λέξεις στον αέρα. Τρεις άνθρωποι-άλλωστε πάντα τρεις είναι οι άνθρωποι-παλεύουν να κοιταχτούν, να αγαπήσουν, να «βγουν στην ζωή». Η μοναξιά τους είναι η γέφυρα που τους ενώνει. Τι άλλο; Ένα παιχνίδι με χαρτιά, ένα ποτήρι κρασί. Μια παιδική ζωγραφιά.» .
Οι Ναυαγοί είναι ένα σύγχρονο μονόπρακτο έργο τριών χαρακτήρων που διαδραματίζεται σ’ ένα απομονωμένο σπίτι. Μια συνέντευξη που τελικά δε γίνεται, γίνεται η αφορμή για μια σειρά από αποκαλύψεις, που δίνουν τον χαρακτήρα του έργου. Το πρώτο μέρος του είχε μια τρόπον τινά πιντερική γραφή, ενώ με την είσοδο της κόρης, αλλάζει η δυναμική των χαρακτήρων και γίνεται πιο συγκινησιακό. Ως πρωτόλειο είναι μια πολύ δυνατή και ενδιαφέρουσα πρώτη, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες και πυκνογραμμένη πλοκή. Ως θεατή με κέρδισε το σκηνικό αποτέλεσμα, ως δραματολόγος θα ήθελα λίγη παραπάνω επιμέλεια στις μεταβάσεις των σκηνών, ώστε να ρέει περισσότερο, και από ένα σημείο και μετά δεν είναι καθαρό το ύφος της γραφής. Ας πούμε, το τέλος του έργου θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο σύντομα ώστε ν’ αφήνεται ανοιχτό στο θεατή και να τονώσει τον συναισθηματισμό που ήταν διάχυτος από τη μέση του έργου. Άψογη δουλειά έγινε στην κατασκευή των χαρακτήρων και με μαεστρία ξεδιπλωνόνται πτυχές τους που δίνουν βάθος στις μεταξύ τους σχέσεις.
Η παράσταση
Η Ηρώ Μπέζου κι ο Γιάννης Παπαδόπουλος δημιούργησαν μια φαινομενικά απλή παράσταση που αναδεικνύει το κείμενο και βασίζεται πάνω στους ταλαντούχους ηθοποιούς της. Είναι αισθητό πως η παράσταση είναι προϊόν μιας επιτυχημένης και δεμένης θεατρικής ομάδας. Η χημεία των ηθοποιών επί σκηνής είναι εμφανέστατη κι απολαυστική. Ο Γιάννος Περλέγκας κι ο Μιχάλης Τιτόπουλος το καλοκαίρι έπαιξαν μαζί στο Γάλα, αίμα που είχαμε ξεχωρίσει στη Μικρή Επίδαυρο κι είχε σκηνοθετήσει ο Περλέγκας. Η Σοφία Κόκκαλη είχε δώσει μια εξαιρετική ερμηνεία στο Σχολείο Γυναικών του Μολιέρου, παράσταση που σκηνοθέτησε ο Έκτορας Λυγίζος στην Πειραιώς 260. Οι τρεις τους είναι η χαρά του θεατή, τρεις πολύ δυνατά ερμηνευτικά ηθοποιοί που μπορούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το παράλογο, στο δραματικό και το κωμικό. Υποδύονται τρεις ήρωες που είναι βαθιά μόνοι, αισθανόμενοι ένα κοινωνικό άγχος και με την εκκεντρικότητά τους ζητούν την προσοχή, την αποδοχή και την αγάπη των άλλων.
Το Υπόγειο του Τέχνης, μετατρέπεται σ’ ένα «κουνημένα» ρεαλιστικό σκηνικό (κοστούμια – σκηνικά: Εύα Γουλάκου), που φωτίζεται εξαιρετικά από τον Τάσο Παλαιορούτα. Ξαφνιάζει η ηχητική επιλογή ν’ απουσιάζει η μουσική από την παράσταση, αλλά είναι κι αυτό ένα στοιχείο της ταυτότητάς της. Σε αυτό το σκηνικό περιβάλλον με το τραπέζι τους καναπέδες, την πολυθρόνα, το ζωγραφιστό πορτραίτο –αναπαριστά μια γυναικεία φυσιογνωμία, ενδεχομένως της νεκρής συζύγου του συγγραφέα- την κουζίνα και τον επιλεκτικά στρωμένου δαπέδου, οι ηθοποιοί δρουν.
Οι ηθοποιοί της παράστασης παίρνουν πάνω τους το έργο και αναδεικνύουν τους πολυεπίπεδους χαρακτήρες με τις δεινές ερμηνείες τους. Ο Γιάννος Περλέγκας στον κεντρικό ρόλο του συγγραφέα δίνει μια πολυσχιδή ερμηνεία με φλεγματώδες χιούμορ και διακυμάνσεις. Ο Μιχάλης Τιτόπουλος υποδύεται τον δημοσιογράφο που δρα ως καταλύτης στο έργο, αφού η δική του άφιξη πυροδοτεί την έκρηξη πατέρα-κόρης, φωτίζει πτυχές των χαρακτήρων που δε θα γινόντουσαν αλλιώς αντιληπτές και συνδέεται με την σεξουαλική αφύπνισης της έφηβης (σχεδόν ενήλικης) κόρης. Είναι πολύ συγκινητικός και νομίζω δίνει την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη ερμηνεία της ως τώρα καριέρας του.
Θα σταθούμε όμως στη Σοφία Κόκκαλη, που ξεχωρίζει άμα τη εμφανίσει με το μπρίο, την σκηνική της ενέργεια, την ερμηνευτική της τεχνική που θυμίζει Θέατρο του Παραλόγου. Ο τρόπος που εκφέρει το κείμενο αρχικά φαίνεται ως καρικατούρα και περισσότερο τεχνική ερμηνεία, όμως σύντομα κερδίζει το θεατή και δίνει μια σπάνια ερμηνεία ταυτόχρονα συναισθηματική και τεχνικά δουλεμένη, που κατορθώνει ν’ αναδείξει όλα τα επίπεδα του αντικειμενικά δύσκολου ρόλου της. Αναλογιζόμενος την καριέρα της Κόκκαλη, τόσο την κινηματογραφική (Μικρά Αγγλία, Electra του Πέτρου Σεβαστίκογλου, το Digger που θα είναι η φετινή μας εκπροσώπηση στα Όσκαρ αλλά και τη Σελήνη, 66 ερωτήσεις που είδαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου) όσο και τη θεατρική (Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, Αντιγόνη της Κιτσοπούλου, Σώσε, Σχολείο Γυναικών σε σκηνοθεσία Ε. Λυγίζου, κ.ά.), σκέφτομαι πως έχει αποδείξει πως δεν είναι καθόλου τυχαία η πορεία της και η προτίμησή της από σπουδαίους καλλιτέχνες. Μπορεί άνετα να είναι η επόμενη μεγάλη μας πρωταγωνίστρια σε όποιο μέσο επιλέξει και το άστρο είναι ικανό να υπερβεί τα σύνορα της Ελλάδας. Δώστε της χώρο και θα λάμψει, δώστε της ρόλους και θα κεντήσει.
Συμπερασματικά, η παράσταση Ναυαγοί της Ηρώς Μπέζου είναι μια παράσταση-πρόταση από το Θέατρο Τέχνης που αξίζει να της δώσουμε προσοχή τόσο για την δημιουργό του όσο και για την ομάδα των συγκεκριμένων ηθοποιών. Θα περάσετε καλά και θ’ αγαπήσετε ξανά την καθαρότητα και την απλότητα του καλού θεάτρου.
Info:
Η παράσταση Ναυαγοί σε σκηνοθεσία Ηρώς Μπέζου και Γιάννη Παπαδόπουλου παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και διαρκεί σχεδόν 2 ώρες.