Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας

Από τη Μαρία Κακαλή

Σκεπτόμενη το θέμα του τελευταίου μου κειμένου για το texnes-plus, επιθυμία μου ήταν να γράψω κάτι ευχάριστο. Τα τελευταία γεγονότα, όμως, δεν μπόρεσαν παρά να με οδηγήσουν στο διήγημα του Παπαδιαμάντη που μέρες τώρα έχει ανασυρθεί από τη βιβλιοθήκη μου. Αναμένοντας τη σύλληψη της σύγχρονης «Φραγκογιαννούς», διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα γεγραμμένα του συγγραφέα, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως η «θεια-Χαδούλα» δεν μπορεί παρά να παραμείνει ένα φανταστικό πρόσωπο.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συνέγραψε το 1903 τη «Φόνισσα», ένα μνημειώδες και συνάμα διαχρονικό έργο της ελληνικής Λογοτεχνίας, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες. Η θεια-Χαδούλα ή Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που παραστέκεται στη λεχώνα κόρη της και στο νεογέννητο μωρό αυτής. Ξενυχτά δίπλα τους, αναλογιζόμενη τα βάσανα που έχουν υποστεί αλλά και το δυσοίωνο μέλλον που επίκειται για τα νέα μέλη της οικογένειας.

Πρόκειται για μια γυναίκα που «ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρέτη τους άλλους», τους γονείς, τον αδερφό, τον άντρα, τα παιδιά, τα εγγόνια της. Η ζωή της ασήμαντη και απαξιωμένη. Η απογοήτευση κάθε φορά και μεγαλύτερη… κάποτε ο αδερφός που τη μαχαίρωσε και οι γονείς που επέλεξαν έναν «απλοϊκόν, ολιγαρκή και μετριόφρονα» σύζυγο που δεν θα ζητούσε μεγάλη προίκα, άλλοτε οι γιοι που έφυγαν στην ξενιτιά και τη λησμόνησαν.

fonissa

Η εποχή που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης είναι καταδηκτική της κοινωνικής καταπίεσης των γυναικών. Ο ίδιος επιλέγει τη Φραγκογιαννού, για να τη μετατρέψει από θύμα σε ανίερο θύτη που επιδίδεται σε παιδοκτονίες. Η ηρωίδα ανέκαθεν, όπως αναφέρει ο αφηγητής, είχε αρνητική προδιάθεση απέναντι στα κορίτσια, καθώς θεωρούσε πως αφενός επιβάρυναν τις φτωχές οικογένειες και αφετέρου ήταν αναπόφευκτο να ζήσουν θλιβερά.

Ουσιαστικά, η θεια-Χαδούλα προσπαθεί να εκλογικεύσει τους φόνους που διαπράττει, σκεπτόμενη πως απαλλάσσει τα κορίτσια από το ζοφερό μέλλον που προοιωνίζεται γι’ αυτά. Παράλληλα, αν και φαίνεται πως στο πρώτο έγκλημα, εκείνο της εγγονής της, η φόνισσα βρίσκεται σε μια κατάσταση ημισυνειδησίας, στα δύο επόμενα έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών της.

Η ίδια θεωρεί πως με αυτό τον τρόπο βοηθά τη φτωχή οικογένεια να απαλλαγεί από το πρόσθετο βάρος που τους επιφέρουν τα παιδιά τους ως κορίτσια, αδιαφορώντας για την οδύνη που θα προκαλέσει. Μάλιστα, η «γραία» δεν διστάζει ακόμη και να κατηγορήσει τους γονείς για ολιγωρία, προκειμένου να καθυστερήσει τη δύσμοιρη μάνα που αναζητά τις κόρες της και να διασφαλίσει την επίτευξη του θανάτου τους.

Έστω κι έτσι όμως, ψήγματα ενοχής την οδηγούν τον Άι-Σώστην για εξομολόγηση, ενόσω οι αρχές ξεκινούν την καταδίωξή της, έχοντας πειστεί για την ενοχή της. Ωστόσο, «η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Όπως αναφέρει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον πρόλογο του βιβλίου, «το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. […] Πεθαίνει μεταξύ δύο αδιατύπωτων κρίσεων, της δικαστικής που δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνει και της θεϊκής που δεν έγινε ακόμη και που πρόκειται να γίνει εν εκείνη τη μέρα. […] Το θέμα της Φόνισσας άλλωστε δεν είναι η δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού, αλλά ο φόνος ως ακραία υπαρκτική δυνατότητα του ανθρώπου, ως έσχατος πειρασμός».

Τα λόγια αυτά του Σταύρου Ζουμπουλάκη αντηχούν από χθες στις καρδιές όλων μας. Η παιδοκτονία αποτελεί μια ανίερη και ασυγχώρητη πράξη, πόσω μάλλον όταν θύτης είναι η «μητέρα». Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει ποια τιμωρία μπορεί να είναι αρκετή. Η δικαιοσύνη καλείται να αποφασίσει γι’ αυτήν. Ωστόσο… η λαϊκή ετυμηγορία, καιρό τώρα, έχει αποφανθεί πως ακόμη και η κόλαση είναι λίγη για τέτοια τέρατα….