Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
φωτογραφίες για το texnes-plus Χριστίνα Δενδρινού
Μπήκε στις ζωές μας μέσω ενός αντιπαθητικού εντόμου, όταν το 2005, έγινε ευρύτερα γνωστός με τη θρυλική «Κατσαρίδα» του, όπου πέρα από το κείμενο, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου υπόγραφε τη σκηνοθεσία και πρωταγωνιστούσε στην παράσταση.
Από τότε, ο Βασίλης δεν σταματάει να μας εκπλήσσει. Τα τελευταία έξι χρόνια, ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Skrow, έχει δώσει μια άλλη πνοή στη γειτονιά του Παγκρατίου. Στην Αρχελάου, με φόντο τον εκπληκτικό βράχο, έχουμε απολαύσει, εξαίσιες παραστάσεις, με τελευταία την «Αρχή του Αρχιμήδη».
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου είναι ένας αεικίνητος καλλιτέχνης, ο οποίος δουλεύει μεθοδικά ως συγγραφέας («Η τεράστια Έκρηξη»), ως σκηνοθέτης («Η αρχή του Αρχιμήδη», «Κατάδικος») ή συνεργάτης σκηνοθέτης («Δούλες», «Η Λίλα λέει» αμφότερα σε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρης στο Θέατρο Τέχνης), ως ηθοποιός («Χελιδόνι») αλλά κι ως καθηγητής στην Αρχή της Νέλλης Κάρρα. Μιλώντας μαζί του καταλαβαίνεις από το πρώτο λεπτό πως έχεις απέναντι σου έναν ολοκληρωμένο καλλιτέχνη και συνάμα έναν πολύ ζεστό άνθρωπο με άποψη για την κοινωνία, τους ανθρώπους και το θέατρο.
Συναντηθήκαμε, ένα ζεστό μεσημέρι στο Skrow κι αφορμή γι’ αυτή την κουβέντα μας, ήταν η νέα του παράσταση «Κόντρα στην Ελευθερία», που θα δούμε από τις 2 Ιουλίου στην Πειραιώς 260.
Τι είναι αυτό που σε τράβηξε στη δραματουργία του Καταλανού συγγραφέα Εστέβα Σολέρ;
Το κείμενο του Εστέβα Σολέρ το επέλεξα ανάμεσα σε μια λίστα από έργα που μου έδωσε να διαβάσω η Μαρία Χατζηεμμανουήλ, προτού καν σκεφτώ που και πως θ’ ανέβαινε. Αυτό που μου αρέσει σε έργα σαν αυτό είναι πως δημιουργούν ένα δικό τους σύμπαν με δικούς τους κανόνες. Ο τρόπος γραφής του έργου μου θύμισε την πολιτική χροιά που έχουν τα ευρωπαϊκά κόμιξ. Το έργο έχει μια «ραδιενέργεια».
Μιλάει για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα με έναν τρόπο πολύ προφανή, δεν μένει τίποτα κρυφό κι εκεί είναι το παράλογο. Νομίζω ότι ο Σολέρ δε θέλει να κάνει ένα διδακτικό θέατρο, αλλά να σαρκάσει όλα αυτά που συμβαίνουν και να τα δείξει στην υπερβολή τους. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι χαρακτήρες δεν βλέπουν σαν αστείο όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά τα βιώνουν ως πολύ τραγικά.
Ο τρόπος γραφής του έργου είναι πιο κοντά στον ρεαλισμό ή σε μια στρεβλή πραγματικότητα;
Ενώ μιλάει με πολλή αμεσότητα για όλα αυτά που συμβαίνουν, κουνάει λίγο την πραγματικότητα στο σύμπαν που πλάθει. Σε μια σκηνή του έργου, ας πούμε, ο μεσίτης (Νίκος Νίκας) προσπαθεί να πουλήσει ένα σπίτι στην Σύρμω Κεκέ, όπου βρίσκεται ένας κρεμασμένος για τον οποίο δε γίνεται καν λόγος. Παίρνει, δηλαδή, το θέμα των εξώσεων και των αυτοκτονιών, το γυρίζει και το κάνει συνθήκη. Σ’ ένα άλλο σημείο, λέει ένας χαρακτήρας «δεν αξίζει να χάνεις το τραμ για έναν πατημένο σκύλο». Η ζωή είναι ακόμα τραγικότερη. Θυμόμαστε όλοι για τη γυναίκα, που εγκατέλειψε αιμόφυρτη ο ταξιτζής. Ο Σολέρ έγραψε το έργο του με μια ψυχραιμία σαν να έγραψε για την εποχή του μετά την εποχή του.
Το «Κόντρα στην Ελευθερία» ανήκει σε μια τριλογία, την οποία είχε ανεβάσει κι ο Άρης Τρουπάκης το 2010. Έχεις διαβάσει και τα υπόλοιπα έργα της τριλογίας; Υπάρχει κάποια σκέψη για να δουλέψεις στο μέλλον και μ’ εκείνα;
Ο Άρης Τρουπάκης μαζί με άλλους σκηνοθέτες είχαν ανεβάσει το «Κόντρα στην πρόοδο», ενώ τα υπόλοιπα έργα της τριλογίας ήταν τα «Κόντρα στον έρωτα» και «Κόντρα στη δημοκρατία». Όπως εκείνα τα έργα, έτσι και τα τωρινά, είναι σπονδυλωτά έργα αποτελούμενα από 7 μικρά μονόπρακτα.
Το «Κόντρα στην ελευθερία» είναι το πρώτο έργο της τριλογίας της Επανάστασης, που γράφτηκε το 2017 και κάθε έργο έχει να κάνει με ένα από τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης. Έχουμε οπότε και το «Κόντρα στην αδελφοσύνη» και το «Κόντρα στη δικαιοσύνη», τα οποία μεταφράζει αυτή τη στιγμή η Μαρία Χατζηεμμανουήλ. Θα ήθελα πολύ να επιστρέψω κάποια στιγμή στη δραματουργία του Σολέρ. Τα θέματα του έργου είναι πάρα πολλά: το καλωσόρισμα των μεταναστών στην Ευρώπη, τα δικαιώματα κι θέση της γυναίκας, τα κοινωνικά δίκτυα, ο πολιτισμός σήμερα που θέλει ν’ αγοράζει, η εγκατάλειψη της ανάγνωσης μεταξύ άλλων.
Νιώθω πως στις μέρες μας, ό,τι κι αν ακούσουμε, όσο σκληρό κι αν είναι, έχει αποκτήσει μια κανονικότητα μέσα μας και πως έχουμε γίνει απαθείς. Το θέατρο τι μπορεί να πει στο θεατή σήμερα όταν όλα έχουν κανονικοποιηθεί;
Όπως κι οι χαρακτήρες του έργου, αισθάνομαι πως οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα έχουν καλλιεργήσει μια αδιαφορία. Το θέατρο, νομίζω, δουλεύει σε αντιδιαστολή με αυτό που κάνει η τηλεόραση.
Όλα αυτά τα άγρια πράγματα που συμβαίνουν, η τηλεόραση φροντίζει να τα συνηθίζουμε ανακυκλώνοντάς τα, σε βαθμό που παύουν να είναι άξια λόγου. Πέφτει κάποιος από ένα μπαλκόνι και λες «οκ, έπεσε κι ένας άλλος πριν από τρεις μέρες». Το θέατρο κάνει την ανάποδη δουλειά, δε θέλει να συνηθίσεις αυτά που συμβαίνουν, θέλει να πατήσει φρένο σε όλα αυτά και να σε κάνει να συζητήσεις μαζί τους. Κάνοντας θέατρο θέλουμε να κάνουμε τον θεατή να παραξενευτεί, να κολλήσει, να θυμώσει και στη συνέχεια βγαίνοντας από την παράσταση να θέλει να το συζητήσει. Ο Σολέρ έχει μια φοβερά προβοκατόρικη διάθεση πάνω στα πράγματα.
Δεν είναι τραγικό το γεγονός, ότι βλέπουμε να επανέρχονται στην εξουσία κόμματα και ιδεολογίες που νομίζαμε πως είχαν κάνει τον κύκλο τους;
Δυστυχώς, ακροδεξιά κόμματα ανεβαίνουν στην εξουσία σε πολλές χώρες κι ιδεολογίες που νομίζαμε πως είχαν κάνει στον κύκλο τους, αναπηδούν ακόμα και σε νέους ανθρώπους.
Βέβαια, πέρα από τα εκλογικά αποτελέσματα, παρατηρείς πως ο φαλλοκρατισμός είναι βαθιά εδραιωμένος στην νοοτροπία των ανθρώπων ακόμα και στον δικό σου μικρόκοσμο, παρατηρώντας πως μιλούν για τους «κακούς» μετανάστες στη γειτονιά ή το τρένο, πως συμπεριφέρεται ο πατέρας στη μητέρα σου, πως διαχειρίζεται ένας «καλός» άντρας την κοπέλα του.
Είναι τόσο βαθιά ριζωμένα όλα αυτά στο dna μας που, ίσως, χρειαστούν αιώνες για να ξεπεραστούν. Το θέατρο, όμως, είναι εκεί για να τα συζητάει αυτά. Δεν μπορώ να διαχειριστώ πως μπορούν άνθρωποι να κλωτσούν μέχρι θανάτου έναν άνθρωπο –μου έρχεται στο μυαλό ο Ζακ- μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας.
Η (ακρο)δεξιά βέβαια προτάσσει σε όλα αυτά την «εθνική περηφάνια»…
Εγώ διαφωνώ καταρχήν στο να μπαίνει δίπλα από τη λέξη «περηφάνια» το επίθετο «εθνική». Θα καταλάβαινα, ίσως, περισσότερο το «εθνική χαρά». Γενικά η λέξη «περηφάνια» δε μου αρέσει. Για ποιο λόγο να είμαι περήφανος για κάτι που δεν δημιούργησα ο ίδιος; Προτιμώ να είμαι περήφανος για κάτι που πέτυχα.
Από την άλλη, είχαμε πρόσφατα και την Εβδομάδα Υπερηφάνειας…
Το Pride είναι μια διαφορετική περίπτωση. Εκεί χρειάζεται η περηφάνια για να προτάξει μια ταυτότητα, που στην κοινωνία δεν έχει περηφάνια και διεκδικεί την κατάκτηση μιας ταυτότητας. Με τον όρο κατάκτηση δεν εννοώ πως δεν προϋπάρχει αυτή η ταυτότητα, αλλά πως πρέπει να αναγνωριστεί πολιτικά από την κοινωνία, όπως έγινε με το Σύμφωνο Συμβίωσης, ή όπως μπορεί να συμβεί με την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Ισότητα σημαίνει ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο απέναντι στο νόμο. Ζούμε και σε μία κοινωνία που μας έχει μάθει να ντρεπόμαστε για ένα σωρό πράγματα, που η περηφάνια είναι μια νίκη απέναντι στο φασισμό.
Είναι το τρίτο ισπανικό έργο για το οποίο δουλεύεις μέσα σε δύο χρόνια, με το Χελιδόνι (σκηνοθεσία: Ελένη Γκασούκα) και την Αρχή του Αρχιμήδη (σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου). Πως αποτιμάς τη σύγχρονη ισπανική δραματουργία και πόσο κοντά είναι στην ελληνική δραματουργία και νοοτροπία;
Στο Χελιδόνι γνώρισα την υπέροχη Μαρία Χατζηεμμανουήλ, η οποία έχει δώσει όλο το μεράκι της στο ισπανικό θέατρο προσφέροντας απλόχερα στους σκηνοθέτες μια βιβλιοθήκη έργων. Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση έργων χωρίς να έχει προπληρωθεί γι’ αυτά όπως γίνεται συνήθως. Μακάρι αυτό που έχει καταφέρει η Μαρία να το είχαμε και για άλλα έργα που προέρχονται από τη Γερμανία, τη Δανία, την Ολλανδία. Ένα πολύ κοινό γνώρισμα με το ισπανικό θέατρο, είναι πως κι εκείνοι γράφουν έργα για μικρές παραγωγές με δύο ή τρία πρόσωπα, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα. Ένα άλλο εξαιρετικό γνώρισμα, είναι πως οι Ισπανοί συγγραφείς μιλούν για το τώρα, χωρίς να τους ενδιαφέρει να γίνουν διαχρονικοί. Κάνουν πολιτικό θέατρο που είναι πάρα πολύ σημαντικό σήμερα.
Αντίστοιχα έχεις Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, τους οποίους θαυμάζεις πολύ αυτή την περίοδο;
Είναι πάρα πολλοί. Αγαπώ σίγουρα τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, ο οποίος είναι μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα και κάνει επίσης πολιτικό θέατρο. Πέρα από συγγραφέας είναι κι ένας πολύ καλός άνθρωπος με βαθιά αντίληψη του τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία. Μου αρέσει πολύ κι ο Δημητριάδης, αν και φοβάμαι να καταπιαστώ ως σκηνοθέτης με τα έργα του. Ν’ αναφέρω φυσικά τον Σάκη Σερέφα, τον Βασίλη Κατσικονούρη και τον Γιάννη Μαυριτσάκη. Γίνονται πολύ μεγάλα πράγματα αυτή τη στιγμή στο ελληνικό θέατρο κι ήρθε η στιγμή να τα εξάγουμε έξω.
Έχω την αίσθηση, ότι οι Έλληνες συγγραφείς φοβούνται να μιλήσουν για το σήμερα...
Ισχύει αυτό. Μας νοιάζει περισσότερο να κάνουμε κάτι που θα γίνει διαχρονικό και θα έχει πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Αντίθετα στην ισπανική δραματουργία, δίνεται περισσότερη έμφαση στις σχέσεις των χαρακτήρων, την κοινωνική τους διάσταση και σε στοιχεία τους χαρακτήρα τους, τα οποία θα φωτίσουν περισσότερο την ιστορία που θέλουν ν’ αφηγηθούν. Στην «Αρχή του Αρχιμήδη», γνωρίζουμε για τον Τζόρντι μόνο όσα πράγματα χρειάζονται για να μπούμε στην ιστορία. Όλα τα υπόλοιπα μπορούμε, απλώς, να τα φανταστούμε.
Ως οργανωτικό μέλος της ομάδας του Skrow, ποια είναι τα κριτήρια που έχει ο προγραμματισμός του ρεπερτορίου του θεάτρου σας;
Θέλουμε να ανεβάζουμε έργα που να είναι όσο το δυνατόν πιο καινούργια. Καινούργια έργα, καινούργιοι συγγραφείς, σκηνοθέτες που σκηνοθετούν για πρώτη φορά ή οι ηθοποιοί που θέλουν να σκηνοθετήσουν για πρώτη φορά όπως ήταν η περίπτωση του Θανάση Δόβρη, ο οποίος έκανε το Γκιάκ. Μας αρέσει, αφενός, να ανοίγουμε τον χώρο μας σε νέα πράγματα κι, αφετέρου, να φέρνουμε έργα από το εξωτερικό για πρώτη φορά. Αποφεύγουμε όσο γίνεται την ανακύκλωση των κλασσικών έργων. Κάναμε βέβαια τον «Επιθεωρητή» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, αλλά είχαμε να κάνουμε μ’ έναν πολύ ξεχωριστό καλλιτέχνη, που φώτισε και το πώς είναι το θέατρο σήμερα.
Θα έλεγες πως η τάση του κοινού είναι προς το νέο ή ότι προτιμά κάτι πιο γνωστό-κλασικό έργο;
Είναι αδύνατο να συλλάβεις την τάση του κοινού και νομίζω πως δεν έχει και το νόημα να το κάνεις, γιατί αυτή είναι πολύ απρόβλεπτη. Νομίζω πως όταν μπαίνεις στη διαδικασία να συγκριθείς με το τι κάνουν οι άλλοι, χάνεις τη μπάλα. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει τη δική του γλώσσα και πρέπει ν’ αναμετράται με τους δικούς του στόχους.
Βρισκόμαστε έξω από το Skrow, αλλά εσύ δεν σταματάς να κάνεις δουλείες κι αλλού. Ποια είναι τα κέρδη σου ως καλλιτέχνη όταν δουλεύεις εκτός της έδρας σου και πως τα βιώνεις όταν επιστρέφεις σε αυτήν;
Το πρώτο μου μεγάλο κέρδος ήταν η γνωριμία μου με τη Μαρία Χατζηεμμανουήλ και το άνοιγμά μου σ’ ένα άγνωστο, για εμένα, ρεπερτόριο. Μπήκα και σε μια διαδικασία να κάνω κάτι που είχα σταματήσει να κάνω, να αναζητώ και να διαβάζω κείμενα από το εξωτερικό. Από την Ελένη Γκασούκα έμαθα εκ νέου πως το θέατρο είναι ο ηθοποιός και πρέπει να τον φροντίζεις και να τον ακούς. Επίσης, είναι λίγο διαφορετικά τα κριτήρια όταν κάνεις κάτι έξω κι όταν κάνεις κάτι στον χώρο σου. Στον δικό σου χώρο κι ιδιαίτερα όταν έχεις μια σταθερή ομάδα παρασύρεσαι και δρας πιο «οικεία», ενώ όταν συμμετέχεις σε μια ξένη δουλειά, γίνεσαι αυτόματα πιο επαγγελματίας. Νομίζω πως ήταν πολύ καλό για εμένα, ότι έκανα κάποιες δουλειές έξω και μετά έκανα την «Αρχή του Αρχιμήδη». Αν παγιδεύεσαι σε πάγιες τακτικές, δεν εξελίσσεσαι χρόνο τον χρόνο. Είναι πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη ν’ αλλάζει χώρους, να μαθαίνει νέα πρόσωπα και να ταξιδεύει. Μακάρι να είχαμε και τη δυνατότητα του ταξιδιού πιο συχνά
φωτογραφία από την παράσταση: Πάτροκλος Σκαφιδάς
"Κόντρα στην Ελευθερία", του Εστέβα Σολέρ
Η καινούρια σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου
Πειραιώς 260 (Ε) 02/07-05/07 στις 21:00
Εισιτήρια εδώ ➡️ https://bit.ly/2ZtWOQu
Παίζουν: Κάτια Γέρου, Σύρμω Κεκέ, Νίκος Νίκας, Γιώργος Παπανδρέου, Σεραφείμ Ράδης