Στον «Ξένο», στη σκηνή του 104, κάνει βουτιές από βράχια, ερωτικές εξομολογήσεις, δικάζει σε δικαστήριο, χορεύει στον ήλιο, μπλέκει τα χέρια της στα κάγκελα της φυλακής με στόχο τα ακροδάχτυλα να φτάσουν στον αγαπημένο της, μεταμορφώνεται σε γιαγιά με μασέλα που τρίζει και κάνει σβούρες όπως οι δερβίσηδες. Η φωνή της πάλλεται με μοναδικό τρόπο και τα μάτια της βουρκώνουν, γυαλίζοντας ταυτόχρονα με τους βράχους του σκηνικού όταν τους λούζει το φως.
Η Κλεοπάτρα Μάρκου δίνει μια σπάνιας ευαισθησίας και δυναμικής ερμηνείας στο Θέατρο 104, πλάι στους εξίσου εξαιρετικούς Γεράσιμο Μιχελή και Μιχάλη Οικονόμου.
Τη συνάντησα σε ένα καφέ στα στενά του Κεραμεικού λίγο πριν από την παράσταση. Απολαμβάνοντας τον παγωμένο φρέντο μας, μου μίλησε για τον Μερσώ και τη Μαρί, τους πρωταγωνιστές του έργου του Καμί και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας. Αβίαστα μέσα από τον κόσμο του Γάλλου Νομπελίστα η συζήτηση κύλησε στη ζωή της Κλεοπάτρας και τα ζητήματά της γενιάς μας.
Τι σε γοήτευσε σε αυτό το κείμενο όταν το πρωτοδιάβασες;
Όταν το διάβασα για πρώτη φορά, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία γιατί ήμουν πολύ μικρή. Όταν το πήρα όμως και πάλι στα χέρια μου, αισθάνθηκα ότι έπρεπε κάτι να «ξεκλειδώσω». Η γραφή του είναι τόσο δημοσιογραφική που είναι πολύ εύκολο να βγάλεις λανθασμένα συμπεράσματα, όπως έβγαλε και ο κόσμος του Μερσώ για τον ίδιο. Νομίζω ότι αυτό που με γοήτευσε περισσότερο είναι ότι για να εμβαθύνεις σε μια ανθρώπινη ψυχή πρέπει να σκύψεις πάνω της, να της δώσεις χρόνο και να την αποδεχτείς όπως είναι. Στην αρχή λοιπόν και εγώ προβληματιζόμουν με τον Μερσώ, αδυνατούσα να τον κατανοήσω. Ωστόσο έπειτα από πολλή δουλειά ‒κάναμε πρόβες συνολικά πάνω από ένα πεντάμηνο‒ πιστεύω πως όλοι φτάσαμε στην ουσία. Γιατί ο Μερσώ είναι πάνω από όλα μια ιδέα.
Μια ιδέα που θυσιάστηκε για χάρη της αλήθειας;
Ακολούθησε τον δικό του δρόμο μέχρι το τέλος. Κινούνταν πάντα με γνώμονα την αλήθεια, ήταν πολύ ειλικρινής, τόσο που οι άλλοι δεν μπορούσαν να το αντέξουν, τους παραξένευε. Δεν ζούσε σύμφωνα με τις νόρμες τις κοινωνίας. Ως αποτέλεσμα, πλήρωσε τη διαφορετικότητά του. Όμως προσπάθησε να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο και νομίζω πως υπερέβη τα όριά του.
Τιμωρούνται πιστεύεις ακόμα και σήμερα οι «διαφορετικοί» άνθρωποι;
Θεωρώ ότι, παρά τους αγώνες που έχουν γίνει ανά τους αιώνες, τα πράγματα δεν αλλάζουν. Επί της ουσίας πρόκειται για μια κοινωνική παθογένεια που οφείλεται στην προσωπική μας παθογένεια. Ακόμα και ο Μερσώ ήταν ξένος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, απέναντι στην ίδια του στην ύπαρξη, και αντιστοίχως αυτό ίσχυε για όλη την κοινωνία. Εξάλλου δεν εστιάζουμε πρωτίστως στον εαυτό μας. Αφού λοιπόν δεν βλέπουμε πρώτα μέσα μας, πώς θα δούμε τον άλλο; Πώς θα τον αποδεχτούμε; Το πρώτο που θα κάνουμε θα είναι να τον κρίνουμε. Πάνω από όλα χτυπάμε ανελέητα τους εαυτούς μας. Υπάρχουν επίσης και όλα αυτά τα κλισέ και τα στερεότυπα που μας δηλητηριάζουν ως κοινωνίες. Κρίνουμε κάποιον από το πώς είναι ντυμένος σε μια εκδήλωση, μια γυναίκα από το αν είναι παντρεμένη στα σαράντα κ.λπ. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην μπορούμε να συναντηθούμε με το συνάνθρωπό μας. Αντί να συνειδητοποιήσουμε ότι σε αυτό συνίσταται η δύναμη των πραγμάτων, εμείς ευνουχιζόμαστε. Καταρχήν οι ίδιοι και κατ’ επέκταση από τους άλλους.
Η Μαρί, ένας από τους βασικούς ρόλους που υποδύεσαι στην παράσταση, ούσα ερωτευμένη με τον Μερσώ του κάνει πρόταση γάμου και δέχεται την εξής απάντηση: «Είτε παντρευτούμε είτε όχι, δεν έχει καμία σημασία». Πόσο σκληρό είναι αυτό για μια γυναίκα;
Εσύ θα μου πεις… (Γέλια!) Είναι δύο κόσμοι παράλληλοι και, επειδή στο έργο δεν παίζω, όπως ανέφερες, μόνο τη Μαρί, χρειάζεται να υπερασπιστώ και τον Μερσώ, χρειάζεται να κάνω δύο διαδρομές παράλληλα. Αρχικά αυτό μου προκαλούσε μεγάλη αμηχανία. Η Μαρί αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο «Ναι» σε όλα, στη ζωή, στο πάθος, στον έρωτα, στο γάμο, στην ομορφιά. Είναι ένα χαμόγελο. Είναι φως. Αυτό το φως, και ό,τι αυτό συνεπάγεται, σαγηνεύει τον Μερσώ. Εντούτοις τη δεδομένη στιγμή δεν συναντήθηκαν. Είναι τρομερό, γιατί βάλαμε και μια φράση από τα σημειωματάρια του Καμί που λέει: «Όποιος αγαπά την αλήθεια θα πρέπει να αναζητήσει τον έρωτα στο γάμο». Είναι φοβερό που το λέει αυτό ο συγγραφέας, γιατί ο Μερσώ είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την αλήθεια, όμως, παρ’ όλα αυτά, στο γάμο λέει «όχι» επειδή θεωρεί ότι δεν έχει καμία σημασία. Οπότε προσπαθούσα να σκεφτώ πώς ο συγγραφέας γράφει κάτι τέτοιο και ο Μερσώ, ο οποίος είναι ουσιαστικά η προέκτασή του, είναι αντίθετος. Έπρεπε λοιπόν να διανύσω μια διαδρομή για να το αποδεχτώ αυτό και, επειδή χρειάστηκε να εμπλακώ και προσωπικά και επειδή υπήρξε και κάποια στιγμή στη ζωή μου που χρειάστηκε να αντιμετωπίσω μια παρόμοια κατάσταση, μου ήταν πολύ δύσκολο.
Λειτουργεί και θεραπευτικά το θέατρο σε αυτές τις περιπτώσεις;
Ναι, σε υπερβαίνει και λειτουργεί θεραπευτικά. Έτσι και εγώ μπόρεσα εκείνη τη στιγμή από το παρελθόν που είχα βρεθεί και εγώ σε παρόμοια θέση να την δω αποστασιοποιημένα.
Θέση απόρριψης;
Θέση διαφορετικής στάσης ζωής. Δύο στάσεις ζωής που δεν συναντιούνται για να κάνεις το επόμενο βήμα, δεν αναφέρομαι απαραίτητα στο γάμο. Επειδή λοιπόν το θέατρο λειτουργεί θεραπευτικά, επειδή χρειάζεται να δεις και τη θέση του άλλου από απόσταση, μπαίνεις στη θέση του παρατηρητή. Εγώ εκείνη τη στιγμή μπήκα στη θέση του παρατηρητή της ζωής μου, ταυτόχρονα όμως επιχείρησα να καταλάβω τι είναι αυτό το «όχι» του Μερσώ στο γάμο, αυτό το «ίδιο μου κάνει» που της λέει. Το πιο εύκολο θα ήταν να τον χαρακτηρίσω κάπως, να του βάλω μια ταμπέλα, αλλά μελετώντας τον συνειδητοποίησα ότι έχει μια διαφορετική φιλοσοφία. Οπότε εκείνη τη στιγμή, πάλι από τη θέση του παρατηρητή, είδα τα δύο αυτά άτομα σαν δύο κόσμους, που συναντιούνται και δεν συναντιούνται. Αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό, γιατί και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος είναι ευχής έργο να μπορείς να βλέπεις την πραγματικότητα με άλλο μάτι και να μην πέφτεις στην παγίδα των εύκολων συμπερασμάτων, τοποθετώντας τους ανθρώπους σε κουτάκια.
Πιστεύεις πως η δυσκολία να συναντηθεί κανείς με τον άλλο είναι πιο έντονη στη δική μας γενιά;
Σήμερα έχω την αίσθηση ότι δεν μας αρκεί ο εαυτός μας, ότι δεν μπορούμε να δούμε την ομορφιά μέσα μας και την ομορφιά έξω από μας. Αν μάλιστα δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τίποτα, γινόμαστε δυστυχισμένοι. Πώς λοιπόν να τοποθετηθούμε απέναντι στον άλλον αν δεν μας ικανοποιεί τίποτα; Ακόμα και αν βρεθεί κάποιος απέναντί μας, μπορεί να λέμε συνεχώς ότι μας ενοχλούν διάφορα πράγματα.
Σε τι πιστεύεις πως οφείλεται αυτό;
Στη δομή της κοινωνίας. Καθώς πλέον υπάρχει μια υπερπληθώρα πραγμάτων, έχει χαθεί η αξία τους. Έχουμε την αίσθηση ότι η ευτυχία είναι κάπου αλλού, μακριά από μας. Αναζητάμε την αρμονία και την ευτυχία κάπου αλλού, στη δόξα, στα πολλά αγαθά, στην επιτυχία, στα χρήματα, και, καθώς οι ρυθμοί της ζωής μας είναι καταιγιστικοί, έχουμε χάσει την επαφή μας με τη σιωπή, με τη δική μας σιωπή. Σχεδόν δεν αναπνέουμε ή δεν ξέρουμε πώς να αναπνεύσουμε, δεν παρατηρούμε καν την αναπνοή μας. Νομίζω πως η σιωπή είναι το κλειδί για να φτάσουμε στα μύχια του εαυτού μας. Εννοείται πως και εγώ δεν έχω βρει τη λύση, αλλά, όταν σιωπώ, μου αρκούν όλα. Αυτό είναι σπουδαίο, γιατί μπορώ μέσω της ηρεμίας να δω τον άλλο αλλιώς, και αυτό είναι σπουδαίο.
Το ότι γνωρίζεις τόσο καλά τη γερμανική γλώσσα, αφού μεγάλωσες στη Γερμανία, είναι κάτι πολύ σημαντικό για σένα, ιδιαίτερα σήμερα που βιώνουμε όλοι την κρίση, γιατί έχεις τη δυνατότητα να κινηθείς σε μια ευρύτερη αγορά.
Είμαι ερωτευμένη με αυτή τη γλώσσα. Είναι μια απύθμενη γλώσσα, όπως η ελληνική, και θέλω να την ανακαλύπτω συνέχεια. Ακριβώς επειδή τα γερμανικά τα έμαθα παράλληλα με τα ελληνικά, όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, προσπάθησα να εξαλείψω το κομμάτι που αφορούσε τη Γερμανία. Έπρεπε να κάνω ένα μεγάλο άλμα και να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι είχα και αυτό το κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας που ήθελα να απορρίψω. Οπότε, όταν το αποδέχτηκα, προχώρησα και με τη γλώσσα και με τη δουλειά και έκανα πράγματα και στο θέατρο.
Γιατί ήθελες να το εξαλείψεις αυτό το κομμάτι; Δεν πέρασες καλά στη Γερμανία;
Ήταν δύσκολα όταν ήμουν εκεί. Ουσιαστικά ήμουν μια ξένη. Οπότε το βίωσα έντονα αυτό, με τα θετικά και τα αρνητικά του. Ένιωθα ότι δεν ανήκα πουθενά, γιατί, όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, τα παιδιά στο σχολείο έλεγαν «το κορίτσι από τη Γερμανία». Έτσι επικρατούσε μια σύγχυση μέσα μου. Όταν αποφάσισα να αναμετρηθώ με αυτό, «ξεκλειδώθηκε» μέσα μου και η γλώσσα. Μετά έγινα δεκτή στο Φεστιβάλ Theatertreffen στο Βερολίνο και από εκεί και πέρα άνοιξαν οι πόρτες και έκανα και αυτές τις δουλειές στο εξωτερικό.
Πόσο διαφορετικές είναι οι συνθήκες εργασίας για έναν ηθοποιό εκεί;
Είναι τα αυτονόητα που εμείς δεν έχουμε. Είχα την τύχη να συμμετέχω σε δύο παραγωγές. Η μια παραγωγή ήταν ελβετογερμανική και παρουσιάστηκε και στο Βερολίνο και στην Ελβετία, και στη συνέχεια κάναμε και περιοδεία. Εκεί το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ασχοληθείς με τη δουλειά σου, κάτι πολύ ανακουφιστικό. Δεν σε απασχολεί τίποτε άλλο, ούτε η πληρωμή ούτε η ασφάλεια ούτε η διαφήμιση της παράστασης ούτε αν θα έχει κόσμο ούτε ποιοι θα γράψουν και ποιοι θα έρθουν κ.λπ. Είναι όλα οργανωμένα! Δουλέψαμε μόνο ενάμιση μήνα, αλλά πάρα πολύ οργανωμένα, με απίστευτη ακρίβεια. Μια φορά άργησα δύο λεπτά και μου είπαν: «Καλά, εσύ είσαι πάντα αργοπορημένη! Αργείς δύο λεπτά στην πρόβα!» Ο μισθός επίσης έχει τεράστια διαφορά.
Όσον αφορά την ιδιοσυγκρασία των καλλιτεχνών, ποια είναι η εμπειρία σου;
Εκεί είναι ένας άλλος κόσμος, που πρέπει να τον ανακαλύψεις. Στο Φεστιβάλ του Μονάχου, για παράδειγμα, που μας έκαναν δεκτούς συνεργάστηκα με μια Ουγγαρέζα, μια Σέρβα και μια Γερμανίδα. Έπρεπε να παλέψω με τα στερεότυπα. Με αντιμετώπιζαν σαν ένα άτομο που αντιπροσώπευε την κρίση που βίωνε η χώρα του. Ήμουν η Ελληνίδα που πεινούσε, η οποία προερχόταν από μια χώρα που δεν είχε να ζήσει. Αργούσα δύο λεπτά; Λογικό ήταν, αφού ήμουν Ελληνίδα. Καταρχήν έπρεπε να ξεπεράσω τα κλισέ, να ανατρέψω την εικόνα που πρόβαλλαν τα ΜΜΕ και το ίντερνετ.
Με βάση την εμπειρία σου, είναι εχθρικό το κλίμα απέναντι στους Έλληνες;
Όχι από όλους, αλλά, ακόμα και αν λένε κάτι εν είδει αστείου, καταλαβαίνεις ότι έχει και μια δόση αλήθειας, ότι «αυτή την εικόνα έχουν για μας». Οπότε απαιτείται υπομονή, ώστε να μας γνωρίσουν και να γίνουμε αποδεκτοί. Αυτό συνέβη και με μένα. Άλλωστε και εγώ σκεφτόμουν κάτι ανάλογο: «Γερμανοελβετοί, εντάξει! Τι να πείτε και εσείς που τα έχετε όλα λυμένα! Στην Ελβετία που ζείτε σε μια μπαμπουλόφουσκα και δεν έχετε ποτέ πολεμήσει και μιλάτε για μας και θέλετε να κάνετε και θέατρο!» Και μου έβγαινε και μένος. Οπότε καθίσαμε όλοι μαζί, ανταλλάξαμε απόψεις και μέσα από το διάλογο ενωθήκαμε και δημιουργήσαμε. Συνειδητοποιήσαμε ότι, παρ’ όλο που είμαστε καλλιτέχνες και θεωρητικά θα έπρεπε να μας χαρακτηρίζει η ελευθερία του πνεύματος, έχουμε στερεότυπα.
Θα επιστρέψεις στη Γερμανία;
Θα πάω στην Ελβετία όμως όχι άμεσα. Έχω κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς και με τη Γερμανία. Αυτό που κάναμε στο Φεστιβάλ του Μονάχου ίσως παρουσιαστεί και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, ωστόσο είναι κάτι πολύ μελλοντικό. Επειδή οι συμμετέχοντες προέρχονται από διαφορετικές πόλεις και χώρες, απαιτείται πολύ καλή οργάνωση.
Το καλοκαίρι θα σε δούμε στο 60ό Φεστιβάλ Φιλίππων με την «Ιώ»;
Ναι, θα είμαι εκεί με μια Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα, τη Λόρα Τέσμαν, και θα αναμετρηθούμε με το πρότυπο της Ιούς. Δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμη πρόβες. Την περιμένουμε να έρθει από τη Νέα Υόρκη.
Η Κλεοπάτρα Μάρκου πρωταγωνιστεί στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμί στο Θέατρο 104, στην κεντρική σκηνή (Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ.: 210 3455020), σε σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία Δημήτρη Τσιάμη.
Παίζουν: Γεράσιμος Μιχελής, Μιχάλης Οικονόμου, Κλεοπάτρα Μάρκου.
Οι παραστάσεις (Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή 21.00) διαρκούν μέχρι 11 Ιουνίου.