Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Δέσποινα Μπεμπεδέλη:«Πάντα παραλληλίζω την τέχνη του ηθοποιού με τον πρωταθλητισμό»

Η σημερινή πρόβα αργεί πολύ ακόμη, αλλά εκείνη είναι ήδη στο καμαρίνι της στο Θέατρο Βεάκη. Χτυπάω την πόρτα διστακτικά. Η κυρία Δέσποινα Μπεμπεδέλη με υποδέχεται σαν να την έχω επισκεφτεί σπίτι της και με μια θέρμη γλυκιά, σπάνια, σαν της Φιλιώς Χαϊδεμένου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι γι’ αυτόν το ρόλο επιστρέφει στις αθηναϊκές σκηνές έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια.

 «Πώς είστε;» τη ρωτάω. «Αγχωμένη», μου απαντάει. «Είναι δυνατόν; Εσείς, με τέτοια εμπειρία;» «Θέλω να αντεπεξέλθω στις προσδοκίες του κοινού. Περιμένουν από εμένα…»

Τα επόμενα λεπτά, από τη στιγμή που το δάχτυλο θα πατήσει το Rec στο μαγνητοφωνάκι, οι αφηγήσεις της, τα πρόσωπα που θα μας συντροφέψουν σε αυτή τη συνάντηση, ο Κάρολος Κουν, ο Μάνος Κατράκης, ο «κύριος» Θανάσης Βέγγος, η Ελένη Χατζηαργύρη, ο «Γιαννάκης» ο Φέρτης, ο Νίκος Γαρυφάλλου με την Κάκια του, η Αντιγόνη Βαλάκου και οι ιστορίες με τα κρυμμένα ραβασάκια στα λεξικά των αγγλικών, το γαμήλιο δώρο του Κουν, τα αξέχαστα γυρίσματα στην Κέρκυρα και στη Χαλκίδα, μα πάνω από όλα αυτό το «κατάλαβες, παιδί μου;» που έκλεινε σχεδόν κάθε απάντηση και συνοδευόταν από ένα άγγιγμα και μια ματιά…

 

 

mpempedeli-texnes-plus.jpg

 

Έπειτα από δέκα χρόνια απουσίας από τις αθηναϊκές αίθουσες τι σας έκανε να πείτε το ναι σε αυτή την παράσταση και να αφήσετε το όμορφο νησί σας;

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου. Όταν μου έγινε η πρόταση από τον Ζαχαρία Καρούνη, τον Βασίλη Ευταξόπουλο και την Άνδρη Θεοδότου, με τους οποίους έχω συνεργαστεί και πάλι, είπα αμέσως ναι. Κάτι με προσέλκυσε. Ίσως και για λόγους συναισθηματικούς, επειδή και εγώ έχω ρίζες στην  Ανατολή. Οι γονείς μου ήταν Κωνσταντινουπολίτες. Γαλουχήθηκα με τον τρόπο ζωής που είχαν μεταφέρει από εκεί. Όταν λοιπόν διάβασα το βιβλίο, διαπίστωσα κάποια συγγένεια και αυτό με συγκίνησε πάρα πολύ. Αν και αφορούσε το συνταρακτικό βίο μιας Σμυρνιάς, δεν είχε διαφορές, τουλάχιστον ως προς το θέμα της Καταστροφής –γιατί και οι Κωνσταντινουπολίτες καταστράφηκαν από τους Τούρκους δύο φορές, βανδάλισαν και σκότωσαν και βίασαν και όλα αυτά–, αλλά και ως προς τις ευτυχισμένες μέρες και τη γενικότερη στάση ζωής εν γένει. Δέχτηκα, θεώρησα ότι αξίζει τον κόπο. Μάλιστα όταν το διάβασα και δεύτερη και τρίτη φορά για να αφομοιώσω τις λεπτομέρειες, συνειδητοποίησα τη δύναμη της συγκεκριμένης γυναίκας, τη θέλησή της να ζήσει. Ήταν θαρραλέα, ριψοκίνδυνη και γοητευτική μέχρι το τέλος. Ενώ ήταν αυστηρή και δυναμική γυναίκα, ξαφνικά, στα εκατό της, στα εκατόν δύο της, θυμόταν ότι ήταν θηλυκό. Αυτό με γοήτευσε. Χόρευε χασάπικο, φορούσε τα καπελάκια της και απέπνεε θηλυκότητα.

 

Το βιβλίο όμως δεν το έγραψε η ίδια. Προήλθε από απομαγνητοφώνηση κασετών από την εγγονή της.

Ναι, της είπε ότι όσα έλεγε ήταν ωραία και πρότεινε να τα γράψουν. Έτσι κάθισε και της τα διηγήθηκε.

 

Λέει η εγγονή της στον πρόλογο ότι δεν μπορείς εύκολα να αποτυπώσεις στο χαρτί τον ήχο, το σπάσιμο και τη χροιά της φωνής, την τελευταία ματιά της, όταν είχε φτάσει η ώρα
να ανέβουν στο πλοίο για την Ελλάδα. Εσείς πώς τα αποτυπώσατε όλα αυτά μέσα σας ώστε να τα μεταφέρετε
στη σκηνή;

Η αφήγηση, σε ό,τι αφορά το ύφος, είναι πάρα πολύ ιδιαίτερη, πάρα πολύ προσωπική. Ο πατέρας της τη σταμάτησε από το σχολείο, πήγε μέχρι τα μισά της τετάρτης δημοτικού, και είχε μεγάλο καημό, γιατί ήθελε να μάθει γράμματα. Αυτός ο καημός της έμεινε. Στην πορεία διάβαζε κιόλας. Κι εγώ μέχρι αυτή την ηλικία διαβάζω, αγαπάω τα γράμματα. Το ύφος της στο βιβλίο δεν είναι καθόλου φιλολογικό. Ο λόγος είναι πηγαίος, ενώ υπάρχουν ορισμένα κλισέ και κάποιες φράσεις τις οποίες επαναλαμβάνει συχνά. Για παράδειγμα, λέει κάτι και στο τέλος συμπληρώνει: «Εγώ έτσι το καταλαβαίνω» ή «Αυτό είναι». Επίσης δεν αφηγείται σε πλάγιο λόγο, αλλά κάνει διάλογο, θέατρο. Έχει αμεσότητα και χιούμορ εν μέσω τραγικών στιγμών. Αναφέρει κάπου ότι και στις χειρότερες συγκυρίες, και στο θάνατο και στην καταστροφή, υπάρχουν στιγμές χαράς. Ζωγραφίζει η γυναίκα. Είναι ένα ταλέντο μοναδικό. Αυτό προσπάθησα να κάνω, να ακούσω τον ήχο της, όχι να τον μιμηθώ, τη συμπεριφορά της, τη σκέψη της, το δυναμισμό της ψυχής και του πνεύματός της. Αυτές είναι οι λειτουργίες του ηθοποιού. Αυτά αναζητά.

 

mpempedeli-texnes-plus2.jpg

Είναι διαφορετικό να υποδύεται κάποιος ένα υπαρκτό πρόσωπο και διαφορετικό να ερμηνεύει χαρακτήρες ανάλογους με αυτούς που έχετε παίξει τόσα χρόνια;
Υπάρχει διαφορά γιατί η ηρωίδα ενός συγγραφέα είναι γεννημένη από τη φαντασία του και μπορεί, ας πούμε, σε πέντε διαφορετικές παραστάσεις ο κάθε σκηνοθέτης και η κάθε ηθοποιός να δώσει ένα άλλο στίγμα, χωρίς να απομακρυνθεί από τον άξονα του ρόλου. Αν όμως έχεις να κάνεις με ένα υπαρκτό πρόσωπο, το ζητούμενο αλλάζει. Η ουσία είναι να διεισδύσεις στο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος σκηνοθέτης, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Φιλιώς να αναδείξει μόνο το δυναμισμό της, αυτό όμως θα είναι ένα φάουλ. Άλλος ίσως διαλέξει να τονίσει τις ευτυχισμένες της στιγμές. Ούτε έτσι ολοκληρώνεται ο χαρακτήρας. Όταν έχεις ένα βιβλίο και μέσα από αυτό παρακολουθείς την πορεία της από μικρή, όταν έχεις να κάνεις με ένα υπαρκτό πρόσωπο, πρέπει να καλύψεις όλες τις πτυχές της ζωής, του χαρακτήρα του, των συμπεριφορών του, των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους.

 

Μπορεί να απουσιάζατε από την αθηναϊκή σκηνή, αλλά όχι και από την Ελλάδα, γιατί το καλοκαίρι ήσασταν στη Δήλο και στο Αγρίνιο και παίξατε στην παράσταση «Εκάβη, μια πρόσφυγας» . Η Εκάβη είναι επίσης μια προσφυγοπούλα, σε ένα διαφορετικό χρονικό πλαίσιο από αυτό της Φιλιώς. Τώρα ζούμε μια μεγάλη τραγωδία, με χιλιάδες παιδιά να πνίγονται στο Αιγαίο. Οι άνθρωποι τελικά δεν διδάσκονται τίποτε από την ιστορία; Η δραματουργία θα συνεχίσει να επινοεί τραγικούς ήρωες;


Πρέπει να επισημάνω ότι ήταν μια μοναδική εμπειρία στη Δήλο, αλλά και στο Αγρίνιο ήταν επίσης συγκλονιστικό. Αναφορικά με την ερώτηση, πιστεύω πως η τέχνη επιβάλλεται να δείχνει αυτό που πραγματικά συμβαίνει, γιατί, αν δείξει την καλή πλευρά, ο κόσμος θα θεωρήσει ότι κάποια στιγμή θα τελειώσουν οι περιπέτειες, ο κόσμος θα γίνει και πάλι ειρηνικός. Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο ένα όνειρο. Αλλά τα όνειρα πλέον του απλού πολίτη δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εύκολα και αυτό φοβάμαι πως είναι ένας τρόπος να ισοπεδωθεί η εργατική τάξη και να θεριέψει –όπως θεριεύει– η μεγαλοαστική, καθώς και οι άρχοντες της οικονομίας και οι άρχοντες του πολέμου. Αυτοί πια διοικούν τον κόσμο, σε διεθνές επίπεδο. Η τέχνη λοιπόν δεν μπορεί να μείνει σιωπηλή σε όλα αυτά. Ναι, πρέπει να δείχνει τι σημαίνει να διώχνεις έναν άνθρωπο από την πατρίδα του και να τον στέλνεις να σκυλοπνιγεί. Τι σημαίνει να πνίγουν αυτούς τους ανθρώπους αφού πρώτα τους πάρουν τα λεφτά τους. Γιατί δεν αφήνουν τους πρόσφυγες να φύγουν από την κανονική οδό; Δίνουν πάρα πολλά χρήματα σε αυτούς τους εγκληματίες που τους μεταφέρουν. Το γνωρίζουν αυτό, ξέρουν ότι έχουν χρήματα και τα μαζεύουν για να τα δώσουν σε όλους αυτούς που τους μπαρκάρουν μέσα σε φουσκωτά. Γιατί δεν τους επιτρέπουν με αυτά τα λεφτά που μάζεψαν αξιοπρεπώς να μπουν σε ένα πλοίο ή σε ένα αεροπλάνο; Γιατί; Πόσες χιλιάδες κόσμος, πόσα μωρά πνίγηκαν;

Διδάσκετε πολλά χρόνια στο Σατιρικό Θέατρο στην Κύπρο και οι μαθητές σας λένε τα καλύτερα για σας, αν και φέτος θα τους αποχωριστείτε για λίγο. Από την εμπειρία σας τόσα χρόνια στη διδασκαλία πιστεύετε πως υπάρχει ταλέντο και τι είναι τελικά το ταλέντο;

Το ταλέντο είναι ένα χάρισμα, κάτι που συμβαίνει μέσα σου. Και αυτό ισχύει και για τον ηθοποιό και για το ζωγράφο, για κάθε  επάγγελμα.

 

mpempedeli-texnes-plus3.jpg

Ξεχωρίζουν δηλαδή κάποια παιδιά; Μόλις τα βλέπετε αντιλαμβάνεστε ότι έχουν ταλέντο;
Ναι, αλλά παράλληλα διακρίνω και τα ελαττώματά τους. Γιατί το ταλέντο, δηλαδή η συγκίνηση, η ευαισθησία, ο αυθορμητισμός, είναι στοιχεία που έχουν όλοι οι άνθρωποι. Όλοι έχουν ευαισθησίες, όλοι συγκινούνται, όλοι μπορούν να μιμηθούν, μεταξύ αστείου και σοβαρού, αλλά η υποκριτική δεν είναι εύκολο πράγμα. Είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Η σχολή είναι πάρα πολύ σκληρή, αν θέλεις να γίνεις ηθοποιός. Εγώ πάντα παραλληλίζω την τέχνη του ηθοποιού με τον πρωταθλητισμό και αναφέρω χαρακτηριστικά: Ένα παιδί στο σχολείο τρέχει και το βλέπει ο καθηγητής της γυμναστικής και λέει ότι θα γίνει αθλητής. Το παίρνει, το στέλνει σε μια σχολή, όμως, αν δεν ασκηθεί, αν δεν ματώσει, αν δεν γυμναστεί, πώς θα πετύχει το στόχο του; Ανάλογες θυσίες απαιτεί και η τέχνη του ηθοποιού. Το όργανο του ηθοποιού, το βασικό του όργανο, είναι η φωνή και το σώμα του. Αν δεν έχεις φωνή, είναι σαν να θέλεις να γίνεις βιολιστής ή πιανίστας και να σου λείπουν δύο δάχτυλα. Έτσι και στην υποκριτική, αν δεν διαθέτεις φωνή την οποία θα καλλιεργήσεις, αν δεν έχεις σωστή άρθρωση, δεν γίνεται τίποτα. Κάθε ρόλος, κάθε χαρακτήρας δεν έχει μία φωνή, κάθε χαρακτήρας δεν περπατά με το δικό του τρόπο, αλλά με τον τρόπο του ηθοποιού. Πρέπει να δεις και αυτά τα στοιχεία, πρέπει να έχεις αντοχές για να αντεπεξέλθεις σε έναν ή δύο ρόλους, να μιλάς, να περπατάς, να ακούς τον άλλον, κάτι απαραίτητο, αφού δεν παίζεις μόνος. Οι αντιδράσεις πώς θα προκληθούν αν δεν ακούσεις; Κάποιοι ηθοποιοί δεν ακούν. Φωνή, σώμα, άρθρωση, διάβασμα. Ανέφερα τελευταίο το διάβασμα, αλλά είναι πρώτο. Δεν γίνεται δηλαδή να μην ξέρεις ιστορία. Για παράδειγμα, αν δεν ήξερα τι πέρασε αυτός ο λαός και ποιο είναι το background της Καταστροφής, την πολιτική ιστορία, τις συμπεριφορές των μεγάλων, των Ευρωπαίων, των Γάλλων, των Ιταλών, των Άγγλων, των Αμερικανών, πώς θα ανταποκρινόμουν στις ανάγκες του ρόλου; Πρέπει να ξέρω ιστορία.   

 

Από όσα αναφέρατε ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα των παιδιών; Τι τους λείπει πιο πολύ;

Τα διάβασμα. Η τηλεόραση έχει κάνει ζημιά στα παιδιά. Τα περισσότερα παιδιά έχω την εντύπωση ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί για να παίξουν στην τηλεόραση. Βέβαια στη σχολή μας είναι καθορισμένο εκ των προτέρων. Απαγορεύεται να παίξουν στην τηλεόραση ώσπου να τελειώσουν τη σχολή. Μέσα στην τριετία τούς δίνουμε μια ύλη για να διαβάσουν. Όταν φεύγουν, να έχουν διαβάσει θέατρο, ιστορία θεάτρου, αισθητική.

 

15065128_10210457619974295_517938367_o.jpg

Με το σύζυγό σας, Στέλιο Καυκαρίδη, ήσασταν κι εσείς σε μια πολύ αυστηρή σχολή, σε αυτή του Θεάτρου Τέχνης, στην οποία επίσης υπήρχαν κάποιες απαγορεύσεις. Είναι αλήθεια ότι εκεί ο έρωτάς σας ήταν απαγορευμένος;

Εμείς, όταν βλέπουμε στη σχολή νεαρά παιδιά να ερωτεύονται, χαιρόμαστε πάρα πολύ. Αλλάζουν οι καιροί. Στο Θέατρο Τέχνης λοιπόν τότε τα καμαρίνια δεν ήταν με τοίχους, υπήρχε ένα πολύ ευτελές διαχωριστικό που δεν έφτανε μέχρι το ταβάνι. Από τη μια μεριά ήταν οι γυναίκες και από την άλλη οι άντρες. Ο Στέλιος ήταν από πίσω με τον Χαραλάμπους και εγώ από την άλλη πλευρά με την Τζένη Γαϊτανοπούλου. Η Τζένη μάθαινε αγγλικά και είχε ένα αγγλικό λεξικό. Έγραφα λοιπόν ένα σημείωμα, το έβαζα μέσα στο λεξικό και η Τζένη φώναζε: «Στέλιο, έλα πάρε το λεξικό, έχω βρει τη λέξη που θέλεις». Το έπαιρνε ο Στέλιος, απαντούσε και έλεγε: «Εντάξει, Τζενούλα, σε ευχαριστώ. Αύριο πάλι, τώρα δεν μπορώ». Το έμαθαν όμως. Ωστόσο δεν κρυβόμασταν. Αυτή τη σχέση άντρα και γυναίκας, που δεν είναι κατ’ ανάγκη ερωτική, δεν μπορούσαν να την καταλάβουν στο Θέατρο Τέχνης. Δεν κρυφτήκαμε ποτέ. Από κάποια στιγμή και μετά με έπαιρνε από το χέρι και φεύγαμε. Στην Αγγλία που πήγαμε με την παράσταση «Όρνιθες» βγαίναμε έξω για να το χωνέψουν. Το χώνεψαν, αλλά μου έδωσαν να καταλάβω ότι δεν είχα θέση στο εν λόγω θέατρο και έφυγα. Ωστόσο δεν κρατάω ποτέ κακία, σε κανέναν. Ήταν τόσο πολλά τα αγαθά που μας έδωσε ο Κουν, ως δάσκαλος, οπότε δεν πειράζει. Αν μας χώριζε, δεν θα του το συγχωρούσα. Αλλά παντρευτήκαμε με τον Στέλιο και ήρθε στο γάμο και μας έφερε ένα σπουδαίο δώρο.

Τι δώρο σας έφερε;

Κρύσταλλα. Μου έσπασε ένα ποτήρι και δεν το πέταξα, το έκανα ρεσό.

Εκτός από τον Κουν στην Ελλάδα είχατε και άλλη μια μεγάλη εμπειρία, με το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη.

Αυτή ήταν η πρώτη μου εμφάνιση, πριν ακόμη τελειώσω τη σχολή. Επειδή τη σκηνοθεσία την έκανε ο δάσκαλος, ο Πέλος Κατσέλης, με πήρε στο θίασο και είχα έναν πολύ ενδιαφέροντα ρόλο, ένα ιντερμέδιο μέσα σε όλη αυτή την ιστορία που αφορούσε τον Εμφύλιο, «Το Τραγούδι του νεκρού αδερφού» – κάτι παρόμοιο έκανε και ο Βούλγαρης νομίζω. Εγώ υποδυόμουν μια μάνα που είχε χάσει το παιδί της και έκλαιγα και έλεγα και το νανούρισμα. Πριν φύγω από τη σχολή λοιπόν είχα την τύχη να έχω σκηνοθέτη το δάσκαλό μου, θιασάρχη τον Μάνο Κατράκη –μεγάλη μορφή του θεάτρου, η φωνή του, ο λόγος του, το παράστημά του– και συναδέλφους τη Βέρα Ζαβιτσιάνου – πολύ μεγάλη ηθοποιός που στο Θέατρο Τέχνης είχε κάνει μαγικά πράγματα – και άλλους πολλούς. Και στο Θέατρο Τέχνης φυσικά στη συνέχεια γνώρισα ορισμένους σπουδαίους δασκάλους.

 

Με κάποιους μεγάλους, αγαπημένους ηθοποιούς παίξατε και στην τηλεόραση, σε σίριαλ με τα οποία ορισμένοι έχουμε μεγαλώσει. Για παράδειγμα, με το «Περί ανέμων και υδάτων».

Θυμάστε κάτι από τα γυρίσματα από τον Θανάση Βέγγο, την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Νίκο Γαρουφάλλου και την Αντιγόνη Βαλάκου;

Θα αρχίσω με τον κύριο Βέγγο. Το έχω πει πολλές φορές, όταν έφυγε, στην Κύπρο με καλούσαν στα κανάλια να μιλήσω γι’ αυτόν και έλεγα το εξής: Όταν βλέπεις γενικά έναν ηθοποιό ή ηθοποιούς να παίζουν στη σκηνή διαφορετικούς ρόλους κάθε φορά και να είναι οι ίδιοι, χωρίς διαφοροποίηση στο χαρακτήρα από τον εαυτό τους, νευριάζεις. Αυτό σε κάνει να πλήττεις ή σε απωθεί. Ο κύριος Βέγγος όπως ήταν στις ταινίες, ένας άνθρωπος που έτρεχε, που ήταν αεικίνητος, που ήταν μέσα στη χαρά, στο συναισθηματισμό, στον ερωτισμό, στη συμπόνια, έτσι ήταν και στη ζωή. Έτρεχε, δεν καθόταν ποτέ, ακόμη και όταν κάναμε διάλειμμα. Αυτό όμως ήταν μοναδικό και το αποζητούσες από τον κύριο Βέγγο. Τον χαιρόσουν, ήθελες να τον βλέπεις να παίζει, να παίζεις μαζί του. Ήταν ευγενής, διακριτικός, σπάνιος συνεργάτης.

Σε ό,τι αφορά την Ελένη Χατζηαργύρη, εγώ την πρωτογνώρισα στο ραδιόφωνο, όπου την άκουγα στο Θέατρο στο Ραδιόφωνο, όταν ήμουν μικρή και δεν υπήρχε τηλεόραση. Μετά την είδα στο θέατρο και κάποια στιγμή συναντηθήκαμε, έπειτα από τόσα χρόνια. Μόλις έμαθα ότι στο «Περί ανέμων και υδάτων» θα συμμετείχε και εκείνη, τρελάθηκα. Κάναμε τόσο καλή παρέα. Όταν τη γνώρισα, την προσφώνησα «κυρία Χατζηαργύρη». Μου είπε: «Εγώ θα σε λέω Δεσποινάκι, εσύ όμως θα με λες Ελένη, όχι Ελενάκι». Ύστερα από τρία χρόνια τη ρώτησα: «Να σε πω και λίγο Ελενάκι;» Μου απάντησε: «Να με λες». Είχε κόψει το τσιγάρο, ενώ εγώ τότε κάπνιζα, και μου έλεγε: «Έλα, βρε Δεσποινάκι, κάνε μου ένα πουφ μέσα στα μούτρα να εισπνεύσω λίγο καπνό».

Με την Αντιγόνη, παρόλο που είχαμε γνωριστεί και στην Κύπρο, όπου συμμετείχε σε δύο παραστάσεις, δεν είχα πολλά μαζί της, δεν δέσαμε. Ήταν λίγο της απόστασης.

Όσο για τον Νίκο, ο χαμός του ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν τόσο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, χυμώδης, όπως και η Κάτια η γυναίκα του, η σεναριογράφος της σειράς. Όταν κάναμε το «Βίος ανθόσπαρτος», στη Χαλκίδα, τη ωραία που περνούσαμε και με τον Μπέζο και τον Φέρτη, τη λατρεία μου. Με τον Νίκο περνούσαμε τόσο όμορφα. Στην Κέρκυρα που πηγαίναμε για τα γυρίσματα στον κύριο Βέγγο άρεσε το ταβερνάκι. Στο σπίτι του τσαγάκι το βράδυ και κασέρι, αλλά στην Κέρκυρα ταβερνούλα. Επειδή έπαιζε ως γκεστ και ο Στέλιος, ο άντρας μου, όποτε ερχόταν στην Κέρκυρα, κάναμε παρέα με την Ελένη, τον κύριο Βέγγο και τη γυναίκα του την Ασημίνα πάντα και τον Νίκο. Όταν ήταν και η Κάτια, ερχόταν με την Κάτια, γιατί δεν μας ακολουθούσε πάντα, και πίναμε τα κρασάκια μας και το τι γινόταν! Κόσμος πίσω ενοχλούσε τον καημένο τον Θανάση, όμως ποτέ δεν έλεγε τίποτα.

 

assets_LARGE_t_420_53469753.JPG

Εσάς τι σας λένε στο δρόμο;

Αυτά δεν λέγονται… όπως λέει και η Φιλιώ!  

 

οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Γιώργου Σπανού.

 συνέντευξη Γιώτα Δημητριάδη

15171155_1730032670657494_4419747410001794913_n.jpg

 Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη είναι η  "Φιλιώ Χαϊδεμένου" από  23 Νοεμβρίου

στο Θέατρο Βεάκη   Στουρνάρη 32 Εξάρχεια  Τηλ. 2105223522

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ