Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα την «Επανένωση της Βόρειας και της Νότιας Κορέας» του Joël Pommerat στο Θέατρο Τεχνης

Μία συναρπαστική παράσταση – στοχασμός πάνω στην έννοια της αγάπης.

Ο Joël Pommerat είναι μία από τις σπουδαιότερες μορφές της σύγχρονης γαλλικής δραματουργίας. Πολυγραφότατος συγγραφέας και σκηνοθέτης, βραβευμένος με βραβείο Moliere και άλλες σημαντικές διακρίσεις, έχει χαιρετηθεί από τον ίδιο τον Πίτερ Μπρουκ ως άξιος διάδοχος του. Το έργο του «Η επανένωση της Βόρειας και της Νότιας Κορέας», που παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, γράφτηκε το 2013 για λογαριασμό του περίφημου γαλλικού θεάτρου Odeon και είναι ουσιαστικά ένα σχόλιο του Pommerat πάνω στην έννοια της αγάπης.

«Δεν έχω ιδέα τι είναι η αγάπη» ομολογεί μία από τις ηρωίδες του Pommerat, η οποία ζητά διαζύγιο από τον άντρα της μετά από 30 χρόνια γάμου με το παράδοξο επιχείρημα ότι της λείπει η αγάπη. Αδυνατεί ωστόσο να τη νοηματοδοτήσει. Αυτός είναι και ο πυρήνας του έργου του Pommerat, που αποτελείται από μικρές, καθημερινές ιστορίες ανθρώπων που αντί να λυτρωθούν από την αγάπη οδηγούνται σε συνεχή αδιέξοδα. Η ανάγκη του καθενός να νοηματοδοτήσει την αγάπη με έναν εντελώς διαφορετικό και αυστηρά προσωπικό τρόπο καθιστά την ίδια την έννοια της αγάπης αίολη. 

Οι ήρωες του Pommerat, όπως όλοι μας άλλωστε, μεταφράζουν το «σ’ αγαπώ» όπως ο καθένας επιθυμεί. Αδυνατούν να συντονιστούν, να συνεννοηθούν πάνω στην έννοια της αγάπης. Ο καθένας τη διυλίζει μέσα από το δικό του προσωπικό πρίσμα και με έναν αλλόκοτο τρόπο την επιστρέφει πάντα στον εαυτό του. Όλοι οι ήρωες του έργου, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, αναγνωρίζουν στην αγάπη ένα ανταλλακτικό πρόσημο, ένα προσωπικό όφελος. Για να αγαπήσεις πρέπει πάντα κάτι να πάρεις. Κανείς δεν αγαπάει τζάμπα. Καμία αγάπη δεν είναι τόσο γενναιόδωρη και ανιδιοτελής.

Τι είναι αυτό λοιπόν που το λέμε αγάπη; Ένα συναίσθημα ή μήπως μία έμμονη ιδέα; Ένστικτο που μας χάρισε η ίδια η φύση ή μία ανθρώπινη κατασκευή για να αισθανθούμε πλήρεις και ασφαλείς; Ποιον αγαπάμε όταν αγαπάμε, τον άλλον ή κατά βάση τους εαυτούς μας; Κι αφού δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε – ούτε καν να εξηγήσουμε – τι είναι αγάπη, μήπως η ίδια η έννοια δεν υπάρχει; Μήπως απλά στην καλύτερη περίπτωση είναι μία συμφωνία δύο ανθρώπων πάνω στο πώς θα νοηματοδοτήσουν αυτή τη λέξη, προκειμένου να συμβιώσουν αρμονικά καλύπτοντας ο καθένας τους προσωπικά τους κενά; Πόσο αληθινό είναι όλο αυτό; «Έχετε ανάγκη να υποκρίνεστε» λέει μία από τις ηρωίδες του έργου σε ένα «αγαπημένο» ζευγάρι που έχει βασίσει την ευτυχία του στα παιδιά του.

Με μία βιαστική ματιά το έργο του Pommerat κινδυνεύει να θεωρηθεί από κάποιον απλοϊκό. Πίσω όμως από τους απλούς, καθημερινούς διαλόγους, την καθόλου εξεζητημένη γλώσσα, τη γνώριμη συνθήκη και το οξύ χιούμορ υπάρχει ένα απύθμενο βάθος και ένας ουσιαστικός στοχασμός. Η κάθε λέξη στο κείμενο του Pommerat είναι μελετημένη. Τίποτα δεν λέγεται και δεν γίνεται τυχαία στο έργο του. Τέτοια ακρίβεια από τη δομή μέχρι τη φόρμα και τον λόγο έχω να δω προσωπικά σε έργο από το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι. 

Φυσικά στο θέατρο τα κείμενα από μόνα τους δεν φτιάχνουν παράσταση. Μία λάθος ανάγνωση από τον σκηνοθέτη μπορεί να τινάξει στον αέρα ακόμα και το πιο αριστοτεχνικά φτιαγμένο συγγραφικό οικοδόμημα. Νομίζω ότι ο Pommerat πρέπει να αισθάνεται ευτυχής που το έργο του βρέθηκε στα χέρια του Νίκου Μαστοράκη. Ως έμπειρος και ικανότατος σκηνοθέτης ο Μαστοράκης χάρισε στο έργο τον ζωτικό χώρο που του επιτρέπει να αναπνέει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Από τη μία το κράτησε μακριά από τον νατουραλισμό, που θα μείωνε τη δυναμική του, κι από την άλλη δεν του φόρεσε και μία επιτηδευμένη φόρμα που θα του στερούσε την επαφή του με έναν λειτουργικό ρεαλισμό, όσον αφορά τουλάχιστον το υποκριτικό σκέλος της παράστασης. Καθοδήγησε σοφά τους ηθοποιούς του σε μία συγκρατημένη φόρμα, που ακροβατεί ανάμεσα στην αφαίρεση και το συναίσθημα. Η σκηνοθεσία του απογειώνει το έργο.

Μέσα σε ένα λαβύρινθο από κιγκλιδώματα, που επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Λαγόπουλος, οι ηθοποιοί της παράστασης, φορώντας τα εξαιρετικής κομψότητας μαύρα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, κινούνται σαν χαμένοι, σχεδόν μηχανικά (πολύ καλή η δουλειά της Βάλιας Παπαχρήστου στην κίνηση) πέφτοντας συνεχώς σε αδιέξοδα που τους δημιουργεί η αγάπη. Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο λαμβάνουν χώρα όλες οι ιστορίες με τους ηθοποιούς του Μαστοράκη να μην δίνουν απλά τον καλύτερο τους εαυτό, αλλά να πετυχαίνουν – οι περισσότεροι τουλάχιστον – την υπέρβαση.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου είναι μία ηθοποιός που έχει πάντα τον τρόπο να σε δονεί. Το καταφέρνει και εδώ με τρόπο ζηλευτό σε όλες τις διαφορετικές ηρωίδες που υποδύεται. Ο Κλέων Γρηγοριάδης είναι πολύ καλός σε όλες τις ιστορίες που συμμετέχει, αλλά είναι πραγματικά συναρπαστικός στη σκηνή με την Ιωάννα Μαυρέα, ως σύζυγος μιας γυναίκας που κάποτε αγαπήθηκε πολύ, αλλά τώρα πια είναι κλεισμένη σε ίδρυμα έχοντας τα χαμένα. Το ίδιο συγκλονιστική είναι και η Ιωάννα Μαυρέα στην επίμαχη σκηνή και όχι μόνο. Νομίζω ότι αυτή η παράσταση δίνει στη Μαυρέα την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το πολύπλευρο ταλέντο της έξω από τη φόρμα που την έχουμε συνηθίσει. Ο Χάρης Φραγκούλης αποδεικνύει και εδώ, γιατί είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, ενώ ο Δημήτρης Πασσάς είναι εξαιρετικός κυρίως στη σκηνή που υποδύεται τον δάσκαλο ενός παιδιού, που ο γονείς του τον κατηγορούν ότι το παρενόχλησε σεξουαλικά. Η Κατερίνα Λυπηρίδου είναι απολαυστική στους περισσότερους ρόλους της, ενώ εξίσου καλές και πιστές στο πνεύμα της σκηνοθεσίας είναι οι νεότερες  Χριστίνα Παπατριανταφύλλου και Ανθή Σαββάκη. Κράτησα για το τέλος τη Μαρία Καλλιμάνη, γιατί νομίζω ότι αυτή η παράσταση είναι η πιο δυνατή ερμηνευτική της στιγμή μέχρι σήμερα. Καταφέρνει να βιώσει όλες τις ηρωίδες της με τρόπο συναρπαστικό. Δεν είχα ποτέ καμία αμφιβολία για το ταλέντο της, αλλά νομίζω ότι εδώ πραγματικά σκαρφάλωσε ένα σκαλί πιο ψηλά.

Η παράσταση του Νίκου Μαστοράκη πάνω σε αυτό το εξαιρετικό από κάθε άποψη έργο του Pommerat είναι μία παράσταση για την οποία μπορείς να συζητάς με τις ώρες. Μην την χάσετε!