Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Η παράσταση είναι μια παραγωγή της Εταιρείας Τέχνης «Αrs Aeterna» και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων.

Η παράσταση Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη ξεκίνησε το ταξίδι της από το θέατρο Ορέστης Μακρής στη Χαλκίδα και μετά από μια μεγάλη περιοδεία έκανε την εμφάνιση της στην Επίδαυρο το σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστο. Αυτή την περίοδο η παράσταση σταθμεύει στα θέατρα της Αττικής και το αθηναϊκό κοινό έχει την ευκαιρία να δει την παράσταση. Παρουσιάζεται στην ελεύθερη ποιητική απόδοση του Γιώργου Χειμωνά και πανκ μουσική των Θραξ-Πανκc. Στους κεντρικούς ρόλους έχουμε μια all-star διανομή που αποτελείται από τους Άκη Σακελλαρίου, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιωάννα Παππά, Κωνσταντίνο Ασπιώτη και Δημήτρη Πετρόπουλο.

 

 vakxes pappa ioanna photo elina giounanli

Το έργο

Πρόκειται για την τελευταία σωζόμενη τραγωδία του Ευριπίδη που παίχτηκε, ενώ μυθολογικά περιγράφεται η καθιέρωση της λατρείας του Διονύσου που προηγείται του συνόλου των τραγωδιών. Γράφτηκε το 407 π.Χ., όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκε από το γιο του ή τον εγγονό του το 405 π.Χ. στην Αθήνα, ενώ παραστάθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, το 406 π.Χ κερδίζοντας το Πρώτο Βραβείο. Αποτελούσε τριλογία μαζί με τα έργα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Αλκμαίων ο δια Κορίνθου». Το έργο έχει γνήσια Διονυσιακή υπόθεση, εξιστορεί δηλαδή την έλευση του Βάκχου (Διονύσου) στη Θήβα κατά την οποία ο Πενθέας φονεύεται από την μητέρα του Αγαύη, διότι αντιστάθηκε στη λατρεία του νέου θεού.

Η υπόθεση: Ο Διόνυσος καταφθάνει στη Θήβα, την πατρίδα της μητέρας του, έχοντας μαζί του τις πιστές του ακολούθους, για να επιβάλει τη δική του Θρησκεία και να τιμωρήσει όλους όσοι είναι εμπόδιο στο δρόμο του , τολμώντας να τον αμφισβητήσουν. Διαβρώνει ακόμα και την ιερή σχέση μάννας-γιού , εμφυσώντας τη θεϊκή του Μανία στις γυναίκες της Θήβας. Με την βίαιη επιβολή της νέας θρησκείας, επιφέρεται η ισοπέδωση του Βασιλικού Οίκου της πόλης των Θηβών . Οι εναπομείναντες ήρωες της τραγωδίας αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της εξορίας.

BAKXES ASPIOTIS2.jpg

Η παράσταση

Παρακολουθήσαμε την παράσταση της Κυριακής στο Θέατρο Πέτρας, σ’ ένα ανήσυχο κλίμα με οχλαγωγία από τις παρέες πλησίον του θεάτρου. Μας έκανε δυσάρεστη εντύπωση πως ενώ ήταν πολύ τυπικοί οι εργαζόμενοι του θεάτρου στην είσοδο των θεατών, δεν ήταν εντός του θεάτρου. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν η επιθυμητή με θεατές να τρώνε, να μιλάνε ή ακόμη και να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Η Νικαίτη Κοντούρη πάντρεψε στην παράστασή της την ποιητική μετάφραση του Χειμωνά με μια δυνατή πανκ μουσική και σε μια ανάλογη αισθητική κινήθηκε σε γενικές γραμμές η ενδυματολογία, ενώ ανιχνεύονται και ανατολίτικες επιρροές. Βασικά στοιχεία της παράστασης ήταν μια εγκατάσταση που παρέπεμπε στην κορφή του Κιθαιρώνα και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως παρασκήνιο, το χώμα και το αίμα. Οι ηθοποιοί ήταν σε διαρκή σύνθεση με την γη, με εξέχουσα μορφή αυτή του Τειρεσία που αλειφόταν με χώμα.

Η σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή της μερικούς από τους καλύτερους και εμπειρότερους ηθοποιούς του θεάτρου μας και δούλεψαν κατά περίπτωση τις ερμηνείες των ρόλων, αλλά κάπου αυτό δεν έδενε σε μια κοινή ερμηνεία του έργου. Καταρχάς, ο Χορός ήταν αρκετά ασυντόνιστος και με αδυναμίες στα φωνητικά, ενώ η σκηνή με τους μπαλτάδες ήταν αρκετά περιγραφική και δεν είχα τόσο βακχική διάθεση. Μου έκανε δυσάρεστη εντύπωση το πόσο συχνά γελούσε το κοινό κι ας υπήρχαν ψήγματα μαύρης κωμωδίας στην αισθητική, γιατί νιώθω πως δεν ήταν η πρόθεση της παράστασης.

Ερμηνευτικά, ξεχωρίζουμε τον Αγγελιοφόρο του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και την Αγαύη της Κωνσταντίνας Τάκαλου. Ο Ασπιώτης έφερε την αλήθεια, την αγωνία και τον πόνο ενός Αγγέλου του Αρχαίου Δράματος. Ειδικά η δεύτερη ρήση του ήταν ιδιαιτέρως συγκινητική και ενίσχυσε την αποκάλυψη της παιδοκτονίας αμέσως μετά. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ερμήνευσε την Αγαύη, την τραγική μητέρα που σκότωσε τον γιο της νομίζοντας πως ήταν λιοντάρι και συνειδητοποιεί το γεγονός όταν της το λέει ο πατέρας της, ο Κάδμος. Κρατούσε το κεφάλι του Πενθέα μέσα σε πλαστική σακούλα, συνήθης λύση στις παραστάσεις των Βακχών του 21ου αιώνα.

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ ΒΑΚΧΕΣ 18 1

Από εκεί και πέρα, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί μεμονωμένα κάπως δεν λειτούργησαν σε σύνδεση μεταξύ τους κυρίως ως προς την απόδοση και στην δημιουργία μιας συνολικής αισθητικής. Από τη μία είχαμε έναν Διόνυσο υπερβολικά ντυμένο, σαν Αρλεκίνο της Commedia dell Arte, με σαρδόνια ερμηνεία και έντονο μακιγιάζ. Κάτι δεν λειτούργησε στην δυναμική του με τον Πενθέα (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), ο οποίος πολύ εύκολα πέρασε από την κυριαρχική όψη σε μια ευάλωτη μάζα.

Να σταθούμε λιγάκι στον Τειρεσία της Ιωάννας Παππά. Η σκηνοθέτης είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα ν’ αποδώσει τον Τειρεσία ως άφυλο και απροσδιορίστου ηλικίας πλάσμα, τυλιγμένο σε γάζες και με αισθητή την τυφλότητά του. Να θυμίσουμε πως ο μάντης Τειρεσίας είναι το μοναδικό πρόσωπο της σωζόμενης τραγωδίας που έχει περάσει και από τα δύο φύλα, και στο πρόσωπο έχουμε και υπέρβαση φύλου και ηλικίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά ο ρόλος ερμηνεύεται από γυναίκες ηθοποιούς: Μ. Κίτσου (Βάκχες, Μπρούσκου), Μ. Βακαλίδου (Οιδίπους Τύραννος, Σουγάρης), Λ. Φωτοπούλου (Αντιγόνη, Ν. Τριανταφυλλίδη), Μπ. Αρβανίτη (Αντιγόνη, Λιβαθινός). Εδώ όμως, περνάει από το θηλυκό στο άφυλο, αφού με δυσκολία θα διέκρινες είτε την αρσενικότητα είτε τη θηλυκότητας της περσόνας που κατασκεύασε η Ιωάννα Παππά. Με ξένισε ωστόσο η διαχείριση του σώματος, με τις έντονες χειρονομίες και την ευλυγισία ενός δραματικού προσώπου που έχει συνδεθεί με την δυσκολία στο περπάτημα και την υποστήριξη από παιδιά-δούλους.

Μεγάλη ασυνεχεία συναντούμε στην ενδυματολογία της παράστασης (Λουκία Μινέτου). Οι Βάκχες είναι η τραγωδία που κατεξοχήν αγαπά και επιδεικνύει το σώμα, ενώ εδώ ήταν τόσο πολύ το ύφασμα, που σχεδόν κάλυπτε τη σιλουέτα των ηθοποιών. Ο Διόνυσος δεν είχε τη χάρη που συνήθως συναντούμε, αλλά έμοιαζε με επαίτη. Ο Χορός ήταν ενδεδυμένος με μαύρα ρούχα που το δίχως άλλως πλησίαζαν στην πανκ αισθητική που ήθελε να έχει η παράσταση αλλά δεν έφτασε εκεί. Περισσότερο ταιριαστός σε αυτό που μάλλον πρέσβευε η σκηνοθεσία ήταν ο Αγγελιοφόρος, με μαύρο παντελόνι, γιλέκο από διάφανο πλαστικό και έντονο βάψιμο, το οποίο είχε πολύ ενδιαφέρον όταν λερώθηκε με το αίμα του Πενθέα. Σε ανάλογα επίπεδα θα μπορούσα να φανταστώ την Αγαύη και μάλιστα με πιο ταλαιπωρημένο κοστούμι, μιας και η βακχεία κι ακόμη περισσότερο το φονικό του γιου της, ήταν μια πολύ έντονη διαδικασία. Δε θα έπρεπε να περιοριστεί η ενδυματολόγος, μπορούσε να πάει ακόμη παραπέρα και να είναι πιο τολμηρή.

Όσον αφορά τη μουσική, είναι κατανοητή η σύνδεση του beat της punk και ταιριάζει με το κλίμα των Βακχών –είχαμε δει μια ανάλογη δουλειά από τον Μπινιάρη πριν 3 χρόνια- αλλά ήταν απότομες οι εισαγωγές κι οι έξοδοι της κι αυτό κλωτσούσε σε αρκετά σημεία το κείμενο.

Συνολικά, αυτό μου έλειψε από την παράσταση Βακχών της Ν. Κοντούρη ήταν η συνοχή στην ερμηνεία και την αισθητική και το να νιώσω το δράμα των ηρώων. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ενώ υπάρχουν πολύ καλές ύλες, δε φτάνει εκεί που μπορεί το τελικό αποτέλεσμα.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Κωνσταντίνα Τάκαλου:«Το Θέατρο Έχει Γίνει Πιο Αληθινό Από Τη Ζωή»