Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

«Όλα αυτά τα χρόνια που τραγουδούσα, κάνοντας τέλεια τη φωνή μου για να μπορεί να εκφράσει ό,τι αισθανόμουν, ήταν για σένα....έναν άνθρωπο που δεν του αρέσει καν η όπερα».

Το έργο του ΜακΝάλι μας σύστησε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα πριν περίπου μια δεκαετία, η Κάτια Δανδουλάκη στο θέατρό της, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη.  Έτσι, το πρώτο ανέβασμα έγινε, ουσιαστικά, ένα χρόνο μετά την απονομή του βραβείου Tony για το καλύτερο θεατρικό έργο (1996).

Θα μπορούσε να έχει κανείς αντιρρήσεις για τον τρόπο, που παρουσιάζει ο συγγραφέας την απόλυτη ντίβα του λυρικού θεάτρου. Όχι μόνο ψυχικά και σωματικά καταρρακωμένη, αλλά σνομπ, κακότροπη και με μια τεράστια εγωπάθεια, γεγονός, που αυτόματα κάνει πολύ δύσκολο το στοίχημα τόσο για την ηθοποιό, που θα την ερμηνεύσει, όσο και για τον σκηνοθέτη. Καθώς η ηρωίδα μπορεί, εύκολα, να γίνει ένα κακό αντίγραφο της μυθικής ντίβας, ακόμα και καρικατούρα αυτής, ενώ η σκηνοθεσία να φλερτάρει μέχρι εσχάτως με το μελό.

Στην παράσταση, όμως, του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με την καλοδουλεμένη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, που απολαύσαμε στο Μικρό Χόρν (πρώην Αμιράλ) αποδείχθηκε, εμπράκτως, πως μια σπουδαία ηθοποιός, όπως η Μαρία Ναυπλιώτου μπορεί να ερμηνεύσει με απόλυτη εσωτερικότητα και να καθηλώσει το κοινό μετατρέποντας τη δραματική ιστορία απώλειας τόσο της φωνής, όσο και της αγάπης μιας ντίβας σε μια ιστορία, που μας αφορά όλους.

Από την πρώτη στιγμή, όταν κυκλοφόρησαν οι promo φωτογραφίες  της παράστασης, όλοι εντυπωσιάστηκαν από την «ομοιότητα» της ηθοποιού με τη Μαρία Κάλλας. Αυτό, όμως, ας μου επιτραπεί να πω, ότι είναι το λιγότερο. Μπορεί να το επιτύχει κανείς ακόμα και σε κυριακάτικο show. Η μεγάλη επιτυχία, ο υποκριτικός άθλος της Ναυπλιώτου στηρίζεται αποκλειστικά στην τόσο δομημένη και  χτισμένη στις λεπτομέρειες ερμηνεία της, σε μια τεχνική που δεν φαίνεται, αλλά υπάρχει και μπολιάζει άρτια με το συναίσθημα.

Ακόμα και με ξανθιά περούκα να την βλέπαμε θα μας έπειθε ότι είναι η Κάλλας. Γιατί, ουσιαστικά, δεν μιμήθηκε την υψίφωνο, αλλά έδωσε λόγο κι υπόσταση στο μεγαλύτερο δράμα που κάθε άνθρωπος τρέμει στη ζωή: την απώλεια.

Ότι η Μαρία Ναυπλιώτου είναι σπουδαία ηθοποιός, δεν μας είναι άγνωστο. Αυτή της η ερμηνεία, όμως, υπερβαίνει κατά πολύ κάθε τι που γνωρίζαμε και περιμέναμε. Ανήκει στις ερμηνείες εκείνες, οι οποίες δίνουν το μέτρο της αξίας, όχι απλώς ενός ηθοποιού, αλλά της ίδιας της υποκριτικής τέχνης.

Η ίδια δίνει ένα masterclass,γι’ αυτό που ονομάζουμε θεατρική κορύφωση!

Ο ΜακΝάλι, ξεκινώντας από μια σειρά μαθημάτων που παρέδωσε η σπουδαία σοπράνο σε σπουδαστές λυρικού θεάτρου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, βγάζει στην επιφάνεια κάποια από τα πιο επώδυνα περιστατικά της ζωής της. Είναι, εξάλλου, η εποχή όπου το ιερό τέρας της όπερας έχει χάσει τη φωνή του, έχει εγκαταλειφθεί από τον Ωνάση και, προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με την ήττα του, διδάσκει στην περίφημη σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης (1971).

Η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, αποφεύγει να βιογραφήσει ή να μιμηθεί την Κάλλας. Πληροφορίες, εξάλλου, μπορεί να βρει κανείς από πάρα πολλές πηγές. Αντίθετα, μπαίνει μέσα στον κόσμο της γυναίκας. Επιπλέον, με κωμικά στοιχεία ελαφραίνει το κατά καιρούς βαρύ κλίμα αναδεικνύοντας ακόμα καλύτερα το αδιέξοδο της ηρωίδας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Μεγάλη επιτυχία της σκηνοθεσίας είναι το βήμα που δίνει στις ταλαντούχες σοπράνο, στον πιανίστα και στον τενόρο, ώστε πέρα από τις φωνητικές τους ικανότητες να αναδείξουν και την υποκριτική τους δεινότητα*.

masterclass texnes plus

Αλέξανδρος Αβδελιώδης δεν παίζει μονάχα υπέροχα με τα πλήκτρα του επί σκηνής, αλλά και με τις εκφράσεις του απέναντι στην πρωταγωνίστρια.

Η Βάσια Ζαχαροπούλου, πέρα από την υπέροχη φωνή της, πείθει απόλυτα κι ως ψαρωμένη μαθήτρια.

Η Λητώ Μεσσήνη έχει εντάξει στον ρόλο μια σωματικότητα τόσο άρτια δουλεμένη, ώστε να μοιάζει με κούκλα κουκλοθεάτρου, έτοιμη να ραγίσει ανά πάσα στιγμή.

Ο Νικόλας Μαραζιώτης, με τη μαγική φωνή του, χαρίζει στην παράσταση μια από τις πιο τρυφερές στιγμές της, όταν κάθεται μαζί με τη Μαρία Ναυπλιώτου κι εκείνος τραγουδά. Ήταν σαν να γινόταν το αγόρι που κάποτε αγάπησε και την αγάπησε, ο Μενεγκίνι, ο Ωνάσης… ο θαυμαστής, που πήδηξε για εκείνην από το θεωρείο.

Συμπαθητική η εμφάνιση του Βαγγέλη Δαούση, ως  Stage Hand. Εξαιρετικό και το inside joke για τον Βυσσινόκηπο!

Στην παράσταση ερμηνεύονται ζωντανά άριες των Μπελίνι, Βέρντι, Πουτσίνι, τις οποίες τραγουδούν θαυμάσια οι τρεις ηθοποιοί/μαθητές της χωρίς να υπάρχει κάτι ηχογραφημένο. Τη φωνή της Κάλλας ακούμε μόνο μετά το χειροκρότημα (Μουσική επιμέλεια: Πέτρος Μπούρας).

Ξέχωρα, όμως, από τους σπουδαίους μαθητές της η Μαρία Ναυπλιώτου έχει συμπρωταγωνιστή της και τους άρτιους φωτισμούς του Νίκου Βλασσόπουλου. Λιτό αλλά ουσιαστικό το σκηνικό της  Όλγας Μπρούμα. Εξαιρετικό το κουστούμι του Βασίλη Ζούλια κι ενδιαφέρουσα η λεπτομέρεια με τον φιόγκο-φθόνο πίσω από την πλάτη των καλλιτεχνών.

Η παράσταση, όπως είναι φυσικό, είναι sold-out! Αγοράστε, όμως, από τώρα τις θέσεις σας για τον Οκτώβρη! Αν κι είμαι σίγουρη ότι θα βλέπουμε για πολλά ακόμη χρόνια τη Μαρία στον ρόλο της Μαρίας.

*Στο σημείο αυτό να πούμε, ότι  οι τρεις αυτοί ρόλοι παίζονται σε διπλή διανομή: Σοπράνο Α' Βάσια Ζαχαροπούλου κι Εύα Γαλογαύρου, Σοπράνο Β' Λητώ Μεσσήνη και Δάφνη Δαυίδ, Τενόρος: Νικόλας Μαραζιώτης και Νίκος Ζιάζιαρης και στο πιάνο Πέτρος Μπούρας και Αλέξανδρος Αβδελιώδης. 

 

Διαβάστε επίσης: 

Είδα Το «Να Ντύσουμε Τους Γυμνούς» Σε Σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα

Πολυμέσα