Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

«Όσο πιο άθλιοι είμαστε, τόσο καλύτερα θέλουμε να φαινόμαστε»

Η σκηνή του Θεάτρου Τέχνης στη Φρυνίχου, πριν ακόμη ξεκινήσει η παράσταση, σε προετοιμάζει για την οπτική της σκηνοθεσίας, που ανεβάζει το έργο σαν :«Ένα θρησκευτικό-υπαρξιακό μελόδραμα υπό μορφήν ιταλικής κωμωδίας».

Ψηλά στον εξώστη δεσπόζει το κεντρικό μέρος από τον τρίπτυχο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων», το πιο γνωστό και φημισμένο έργο του ζωγράφου, το οποίο, λόγω της πολυπλοκότητας των συμβολισμών του, έχει οδηγήσει σε ποικίλου εύρους ερμηνείες.

na ntusoyme gumnous kritiki

Οι ιστορικοί τέχνης του 20ού αιώνα είναι διχασμένοι ανάμεσα στο αν το κεντρικό πάνελ αποτελεί ηθική προειδοποίηση ή πανόραμα του απωλεσθέντος παραδείσου. Γεγονός που ταιριάζει απόλυτα και σ’ όλη τη φιλοσοφία του Πιραντέλο: «Είμαστε ένας και παράλληλα είμαστε τόσα πρόσωπα, όσα μας βλέπουν οι άλλοι. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιοι είμαστε πραγματικά». Η αιώνια σύγκρουση μεταξύ μορφής και ζωής την οποία συναντάμε και στο «Να ντύσουμε τους γυμνούς».

Ενδιαφέρον έχουν κι οι ψυχαναλυτικές διαστάσεις του έργου του, αφού τα απόκοσμα πλάσματα κι οι παραληρηματικές εικόνες του πίνακα «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων», αποδίδονται σε οράματα του υποσυνείδητου ή του ασυνείδητου.

Σχετικές έρευνες έχουν παρουσιάσει ακρογωνιαίοι λίθοι της ψυχανάλυσης και ψυχιατρικής, όπως οι Ζακ Λακάν (Το στάδιο του καθρέφτη) και Μισέλ Φουκό (Η ιστορία της τρέλας). Είναι αμέτρητα τα αποτυπώματα κι οι επιρροές του Ιερώνυμου Μπος σε κινηματογραφικές ταινίες σπουδαίων δημιουργών, όπως οι Τζορτζ Λούκας, Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο και Ρίντλεϊ Σκοτ.

Το εξαιρετικής αισθητικής σκηνικό της Γεωργίας Μπούρα, συμπληρώνουν και τα επτά μεγάλα επίπεδα, σαφής αναφορά στα επτά πιο σοβαρά ανθρώπινα αμαρτήματα σύμφωνα με την Καθολική εκκλησία, όπως τα εισήγαγε ο Πάπας Γρηγόριος Α ( Magna Moralia). Καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Μπος έχει φιλοτεχνήσει πίνακα με το ανάλογο θέμα.

Ένα μεγάλο μαύρο κοράκι, δεξιά της σκηνής, προοικονομεί το τραγικό φινάλε.

na ntusoumetous gumnous texnes plus

Σύμφωνα με την ιστορία, η οποία για τον σημερινό θεατή δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι θυμίζει σαπουνόπερα, η Ερσίλια Ντρέι, η γκουβερνάντα της μικρής κορούλας του Πρόξενου της Ιταλίας στην Σμύρνη, αποπειράται να αυτοκτονήσει. Το τραγικό δυστύχημα της μικρούλας, αποκαλύπτει τη μυστική σχέση της Ερσίλια με το αφεντικό της με αποτέλεσμα η μητέρα του κοριτσιού να την διώξει από το σπίτι. Μέσα στην απελπισία της μαθαίνει ότι κι ο αρραβωνιαστικός ετοιμάζεται να παντρευτεί άλλη.

Η ιστορία της δημοσιεύεται στην εφημερίδα κι ένας σπουδαίος συγγραφέας, ο Λουντοβίκο Νότα, ενθουσιασμένος με τον ρόλο που διαδραματίζει η δυστυχισμένη Ερσίλια σε αυτό το δράμα, την παίρνει υπό την προστασία του, όταν εκείνη βγαίνει από το νοσοκομείο, αφού προηγουμένως κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή μετά το απονενοημένο διάβημά της.

Όλα αυτά, βέβαια, σε ένα πρώτο επίπεδο, καθώς η μια αποκάλυψη θα φέρει την άλλη και μέχρι το φινάλε, η αριστοτεχνική δομή του έργου και το χτίσιμο των χαρακτήρων δεν επιτρέπουν στον θεατή να βγάλει σίγουρα συμπεράσματα για την αλήθεια των γεγονότων.

Η μεγάλη τέχνη του Πιραντέλο έγκειται στο γεγονός ότι είναι βαθύτατα ανθρώπινη. Τα πρόσωπά του μπορεί να φαίνεται ότι χάνονται σε ακατανόητες συζητήσεις, αλλά, πάνω απ’ όλα, συγκινούν τον θεατή οδηγώντας τον εύκολα σε αντιστοιχίες ζωής.

Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όλη τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννου Περλέγκα, η οποία μας χάρισε ένα διαφορετικό πιραντελικό ανέβασμα,πιο εγκεφαλικό,όπως μας έχει συνηθίσει, άλλωστε, και στις προηγούμενες σκηνοθεσίες του.

Στην παράσταση του Τέχνης, μοιάζει να βάζει στο μικροσκόπιο τόσο τη σύγκρουση μορφής-ζωής, όσο και την περιπέτεια του καλλιτεχνικού νου αναζητώντας ερεθίσματα από τον καθημερινό βίο. «Η ιστορία σου με άγγιξε πιο πολύ όχι για να τη ζήσω, αλλά για να τη γράψω», θα πει ο Νότα στην Εσρίλια.

Στιγμές - στιγμές, όμως, μερικά ευρήματα έμοιαζαν να μην λειτουργούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εμβόλιμο ηχητικό απόσπασμα από την «Μπαλάντα των μανάδων» του Πιερ Παολο Παζολίνι ή η σκηνή με την αναποδογυρισμένη μπανιέρα.

Παράλληλα, σε κάποιες σκηνές η μετάφραση (της Ελένη Γεωργίου και του Γιάννου Περλέγκα) δεν κατάφερε να αφαιρέσει τη φλυαρία κάποιων χαρακτήρων.

Επιπλέον, σε κάποιες σκηνές, έχω την αίσθηση ότι έγινε κατάχρηση της μουσικής του Κορνήλιου Σελαμσή, η οποία μαζί με τις ιταλικές φράσεις που κρατήθηκαν σ’ έβαζε σ’ ένα ναπολιτάνικο κλίμα, το οποίο εξελισσόταν, ταυτόχρονα, με το άχρονο σκηνικό των εφτά επιπέδων προσδίδοντας μια άλλη διάσταση στη συνολική οπτική, χαρίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, στην παράσταση και τις πιο κωμικές στιγμές της.

Από τις ερμηνείες των εκλεκτών ηθοποιών μόνο ενθουσιασμένος μπορεί να μείνει ο θεατής.

Ευχαριστήθηκα πολύ την Εύη Σαουλίδου, δεν θυμάμαι να την έχω ξαναδεί σ’ ένα τόσο μπριόζικο ρόλο, κι ήταν και εδώ απολαυστική ως κουτσομπόλα σπιτονοικοκυρά.

Η Ερσίλια της Μαρίας Πρωτόπαππα κατάφερε να μεταδώσει την απόγνωση της ηρωίδας, «Η ζωή που θέλησα να τερματίσω με έχει αρπάξει με τα δόντια της», χωρίς να πέσει στην παγίδα του μελό,αφού η ερμηνεία της είχε μια εντυπωσιακή εσωτερικότητα.

Λίγο αμήχανος σε μερικές σκηνές, αλλά γενικότερα καλός, ο Φράνκο Λασπίγκα του Θάνου Τοκάκη.

Απόλυτα πειστικός ο Λουντοβίκο Νότα του Θανάση Δήμου.

Μεστός και δυναμικός, χωρίς να χάνει την τραγικότητά του ο πρόξενος Γκόττι του Γιάννου Περλέγκα. Μοναδικής δυναμικής το σκηνικό του ντουέτο με την Μαρία Πρωτόπαππα, λίγο πριν το φινάλε.

Ενδιαφέρουσες ερμηνείες κι από τους δύο νεότερους του θιάσου, τον Στέργιο Κοντακιώτη και τη Μάγδα Καυκούλα.

Το άρτιο εικαστικό αποτέλεσμα της παράστασης συμπληρώνουν τα κουστούμια της Λουκίας Χουλαρά κι οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου.

Μια παράσταση που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν θεατρόφιλο και που αν η διάρκειά της ήταν μικρότερη θα φλέρταρε με την τελειότητα.

*Φωτογραφίες Σταύρος Χαμπάκης

 

Διαβάστε επίσης:

Είδα Το «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε», Σε Σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου