Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τη «Φιλουμένα» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή

Ο μεγάλος Ιταλός δραματουργός Εντουάρντο ντε Φιλίππο γεννήθηκε στη Νάπολη το Μάιο του 1900. Η Νάπολη λοιπόν, με τα προβλήματα, τις ομορφιές της και τους κατοίκους της, είναι σταθερά πρωταγωνίστρια στα έργα του. Το 1946, χρονιά κατά την οποία γράφει τη «Φιλουμένα», η Ιταλία έχει βγει από τον πόλεμο και μετρά τις πληγές της. Στο νότο τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, καθώς επικρατούν φτώχεια, πείνα και εξαθλίωση.

 

Ο νομπελίστας θεατρικός συγγραφέας Ντάρο Φοαναφερόμενος στο Ντε Φιλίππο είπε ότι «ήταν ο συγγραφέας που ήξερε να κάνει να πάλλονται τα συναισθήματα ακόμα και των πιο απλών ανθρώπων, χωρίς να τους παρουσιάζει δύσκολα υπαρξιακά νοήματα, αλλά μέσω απλών καταστάσεων, τόσο υπέροχων όσο και ανεπανάληπτων. Στη βάση του θεάτρου του Ντε Φιλίππο υπάρχει η σύγκρουση του ατόμου και της κοινωνίας και ο συγγραφέας αγωνίζεται να την εξαλείψει. Παρουσιάζει πάνω στη σκηνή την καθημερινή ζωή λαϊκών ανθρώπων χρησιμοποιώντας τον απλό τους λόγο. Αναλύει τα παθήματα της ανθρωπότητας ξεκινώντας από την οικογένεια, αδιαφορώντας όμως για το νομικό πλαίσιο του δεσμού αυτού. Για τον δραματουργό Ντε Φιλίππο ο δεσμός του γάμου πρέπει να υφίσταται μόνο αν στη βάση του εδρεύουν η αληθινή αγάπη και ο αμοιβαίος σεβασμός. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει και ο δρόμος του διαζυγίου (τον οποίο διαλέγει και η Φιλουμένα). Επιπλέον, μέσω του έργου του στηλιτεύει και την κοινωνία που δέχτηκε ως μοναδική της αξία το χρήμα (η κοινωνία του Σοριάνο) κατακρημνίζοντας όλες τις υπόλοιπες αξίες. Σύμφωνα με τον Ντε Φιλίππο, η ανατροπή της κατάστασης αυτής εναπόκειται στους νέους (Μικέλε, Ρικάρντο και Ουμπέρτο, οι γιοι της Φιλουμένα). Οι ιδέες του πρώτα γεννιούνται στην καρδιά και έπειτα στο μυαλό του. Όπου κι αν βρισκόταν παρατηρούσε τους ανθρώπους και επιχειρούσε να τους ψυχογραφήσει. Τη «Φιλουμένα» του λοιπόν την είχε «συλλάβει» κάπου στα δρομάκια της Νάπολης πολύ πριν την κάνει ηρωίδα του ομώνυμου έργου του, που έμελλε εκτός από σύμβολο μητρότητας να γίνει και σήμα κατατεθέν της τέχνης του, αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι αποτελεί το αριστούργημά του.

 

Η ιστορία της δεν είναι η απλή ιστορία μιας πόρνης, αλλά η ιστορία του κοινωνικού αποκλεισμού αυτής της γυναίκας και η λήψη μέτρων από την ίδια για την αντιμετώπιση της αδικίας. Η Φιλουμένα Μαρτουράνο και ο Ντομένικο Σοριάνο γνωρίζονται κάτω από περίεργες συνθήκες, στον οίκο ανοχής που δουλεύει αυτή και εκείνος, ο πλούσιος επιχειρηματίας, είναι πελάτης. Γι’ αυτό και στο έργο, όταν επιχειρεί να την ταπεινώσει για πολλοστή φορά, θα του πει: «Και οι δυο του λιμανιού είμαστε, Ντουμί». Η Φιλουμένα τον ερωτεύεται: «Εσύ είσαι ο άντρας μου. Οι άλλοι δεν μετράνε». Ο Σοριάνο επιστρέφει πάντα σ’ εκείνη έπειτα από τα ταξίδια του. «Γύρισα, Φιλουμένα». Έτσι παραμένει μαζί του 25 χρόνια. Του είναι τυφλά αφοσιωμένη, ανέχεται τα πάντα χωρίς να παραπονιέται, ενώ κρατά και τις επιχειρήσεις του με επιτυχία για να μπορεί εκείνος να ξοδεύει τα λεφτά του σε ταξίδια, γυναίκες, στον ιππόδρομο και φυσικά σε παπούτσια. Έρχεται όμως η στιγμή που ο Ντομένικο επιθυμεί να απαλλαγεί οριστικά από την παρουσία της, εκτοπίζοντάς τη από τη ζωή του. Θέλει να παντρευτεί κάποια κατά πολύ νεότερη, γεγονός που αναγκάζει τη Φιλουμένα να μεταχειριστεί ένα τέχνασμα προκειμένου να παντρευτεί εκείνη. Προσποιείται ότι είναι ετοιμοθάνατη και, ενώ όλοι θεωρούν πως μετά το μυστήριο θα αποβιώσει, ανακάμπτει πλήρως και διεκδικεί τη θέση που της ανήκει καθώς και ένα όνομα για τα τρία νόθα παιδιά της. «Να ζήσεις, να γεράσεις, να με χαίρεσαι. Εγώ είμαι τώρα η νυφούλα σου». Και αυτός της απαντά: «Θα σε καταστρέψω. Θα σε πατήσω κάτω σαν σκουλήκι. Πόρνη ήσουν και πόρνη παρέμεινες». Από εκείνη τη στιγμή αρχίζουν οι περιπέτειες για τον Ντομένικο, που καλείται να γνωρίσει τη γυναίκα που είχε δίπλα του 25 χρόνια και που ποτέ δεν είχε εκτιμήσει και αισθανθεί αντάξιά του. «Δεν έχω ιδέα ποια είσαι. Αρχίζω να φοβάμαι. Μάγισσα είσαι;» Φέρνει δικηγόρο και ακυρώνει το γάμο τους. Η περήφανη Φιλουμένα τον εγκαταλείπει, αφού πρώτα του «πετά στα μούτρα» την αλήθεια της. «Έχω τρία παιδιά, τρεις γιους, και ο ένας είναι δικός σου». Κάποιο βράδυ που ο Ντομένικο ασφαλώς δεν θυμάται οι υπηρεσίες της ήταν δωρεάν. «Τα παιδιά δεν πληρώνονται», του λέει και φεύγει.

 

Το έργο αποτελεί ένα σαφέστατο δείγμα ρεαλισμού, αφού ο συγγραφέας βάζει στη σκηνική αρένα δύο στρατόπεδα. Από τη μια, την ταπεινωμένη ερωμένη που δεν κατάφερε να γίνει σύζυγος, τη μάνα που θέλει να αποκαταστήσει στην κοινωνία το όνομα των παιδιών της. Από την άλλη, τον πλούσιο άντρα που νομίζει αφελώς ότι τα πάντα εξαγοράζονται με το χρήμα. Το αίσθημα της πατρότητας είναι εκείνο που θα τον κάνει να ξεχάσει τα παντρολογήματα και να προσπαθήσει να ανακαλύψει ποιος είναι ο γιος του, το αίμα του, η συνέχειά του. Και ενώ για τη Φιλουμένα «Τα παιδιά είναι παιδιά», όπως της είπε και η Παναγιά των Ρόδων, για τον Ντομένικο ένας είναι ο γιος του. Γι’ αυτό του λέει: «Πάψε να είσαι τόσο εγωιστής, πάψε να σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου. Τι έχεις να χάσεις αν αγαπήσεις και τους τρεις; Σου δίνεται μια ευκαιρία να αγαπήσεις».Στο Θέατρο Διάνα η Φιλουμένα ανεβαίνει δύο χρόνια μετά την παράσταση του Εθνικού που σημείωσε τρομερή επιτυχία για να μας υπενθυμίσει πόσο πολύ η Ελένη Ράντου αγάπησε την ηρωίδα του Ντε Φιλίπποκαι πόσο η ηρωίδα του συγγραφέα αγάπησε την Ελένη Ράντου. Η Φιλουμένα της είναι συγκλονιστική, σε όλα τα σημεία. Στην αρχή που μας συστήνεται: «Είμαι η Φιλουμένα Μαρτουράνο. Γεννήθηκα στη Νάπολη, στις γειτονιές του Σαν Λιμπόριο, σε στενά σοκάκια που ούτε ο ήλιος δεν τα καταδέχεται». Στη συνέχεια όταν δίνει τον όρκο στην Παναγία των Ρόδων ή όταν φορά το συμβατικό ταγιέρ για να πει στα παιδιά της: «Είμαι η Φιλουμένα και είμαι η μάνα σας» ή «Είστε τα παιδιά μου». Όταν απευθύνεται στον Σοριάνο: «Ξέρεις τόσο καλά να ταπεινώνεις. Για σένα ήμουν μόνο η ντροπή». Όταν μιλά για τους γονείς της: «Τους ξέγραψα, με ξεγράψανε». Όταν παραβαίνει τον ένα νόμο που έμαθε και στο τέλος κλαίει από ευτυχία.

 

Ο Γιάννης Βούρος ως Ντομένικο Σοριάνο είναι σε μεγάλα κέφια. Πριν δω τον Σοριάνο του αναρωτιόμουν αν πράγματι του ταιριάζει ο συγκεκριμένος ρόλος. Για άλλη μια φορά μού απέδειξε ότι τους ρόλους του τους παίρνει και τους κάνει δικούς του. Αποδίδει εξ ολοκλήρου το προφίλ του εγωιστή, του άκαρδου Σοριάνο, που καταλήγει να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Είναι σκληρός, ταπεινωτικός αλλά και τρυφερός. Η χημεία του με τη Ράντου είναι πασιφανής. Χάρη στην ευαίσθητη ματιά του και στην εμπειρία του προκύπτει ένας Ντομένικο ιδιαίτερος, ολότελα αληθινός, συγκινητικός και συνάμα διασκεδαστικός. Ατάκες του στιλ «Θα σε καταγγείλω για διαφυγόντα κέρδη» ή «Δηλαδή εγώ το βράδυ κοιμήθηκα γαμπρός και ξύπνησα παππούς» θα μείνουν στη μνήμη του θεατή. Ο Σοριάνο-Βούρος δίνει όντως την εντύπωση του ανθρώπου που σαν άλογο κούρσας έτρεχε μια ζωή, πέταγε κάτω τους αναβάτες, αλλά δεν έφτασε πουθενά.

 

Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω στη Ροζαλία Σολιμέντο, κατά κόσμον Βίλμα Τσακίρη, που γεμάτη πάθος, χιούμορ και αυτοσαρκασμό έδωσε τον καλύτερό της εαυτό. Η πιστή υπηρέτρια είναι η μόνη που αποκαλεί τη Φιλουμένα ,Donna, τη σέβεται και την αγαπά πολύ πριν αποκατασταθεί στα μάτια του κόσμου.

Η Ντίνα Αβαγιανού ως Ματρόνα και Κυρία Σοριάνο κάνει αίσθηση με την παρουσία της. Ο Τάσος Γιαννόπουλος ως Αλφρέντο Αμορόζο πείθει για την πίστη και τη συγκατάβασή του στο αφεντικό. Υπάρχει γι’ αυτόν μετρώντας τα ψίχουλα που του πετά. Δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφερθώ στους τρεις γιους της Φιλουμένα, τον Παναγιώτη Καρμάτη (Μικέλε), τον Γιώργο Αλεβυζάκη (Ρικάρντο) και τον Νεκτάριο Φαρμάκη (Ουμπέρτο), που είναι απολαυστικοί, κυρίως όταν προσπαθούν να αποδείξουν στον Ντομένικο τις τραγουδιστικές τους ικανότητες με το «Quando vedrai la mia ragazza» του Λιτλ Τόνι ‒ μεταγενέστερο μεν, ευφυέστατο δε.

Όσο για τη σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, είναι κέντημα. Βρισκόμαστε όλοι στη Νάπολη του 1946.

Κλείνοντας δεν θα ήθελα να μειώσω σε κάτι την προσπάθεια του Μανόλη Παντελιδάκη να μεταφέρει τα εξαιρετικά σκηνικά της παράστασης του Εθνικού, με την τεράστια σκηνή και το budget στη σκηνή του Διάνα που είναι σαφώς μικρότερη.

Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη είναι πολύ προσεγμένα, ειδικά το κόκκινο πουά φόρεμα της Φιλουμένα και το πλουμιστό φόρεμα της Ντιάνας.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση που συγκινεί, προβληματίζει, σε κάνει να γελάς και να κλαις, όπως είναι και η ζωή, γεμάτη γέλιο και δάκρυ. Αυτός είναι ο νεορεαλισμός, αυτός είναι ο μεγάλος Ντε Φιλίππο, αυτή είναι η Ελένη Ράντου. Η δική μας Φιλουμένα.

 Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη