Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Στην αρχαιότητα το σατυρικό δράμα ήταν το τελευταίο έργο μιας δραματικής τετραλογίας, εκείνο που ακολουθούσε μετά από τρεις τραγωδίες, με σκοπό να ελαφρύνει το κλίμα στις κερκίδες μετά τη συσσώρευση της τραγικής έντασης από τις τρεις προγενέστερες τραγωδίες. Πιστεύεται ότι και αυτό ξεκίνησε από το διθύραμβο, όπως και η τραγωδία, όπου ο χορός μεταμφιεσμένος σε Σατύρους γλεντούσε πίνοντας κρασί – όλα δηλαδή ταυτισμένα με το πνεύμα της διονυσιακής λατρείας. Εισηγητής του στην Αθήνα θεωρείται ο Πρατίνας ο Φλ(ε)ιάσιος. Συνεχιστές του ο γιος του Aριστίας, ο Aχαιός (484-401 π.X.) και ο Αισχύλος.

Στις μέρες μας το μόνο ολοκληρωμένο σωζόμενο σατυρικό δράμα είναι ο «Κύκλωπας» του Ευριπίδη – σώζονται και στίχοι από τα έργα «Δικτυουλκοί» και «Ισθμιασταί» του Αισχύλου, και πολύ περισσότεροι στίχοι από το έργο «Ιχνευταί» του Σοφοκλή.

Ο Παντελής Δεντάκης ανέβασε το έργο του Ευριπίδη έχοντας ως βάση μόνο κάποια κύρια χαρακτηριστικά του σατυρικού δράματος, χωρίς να εγκλωβιστεί σε αυτά, αποφεύγοντας σκοπέλους, όπως, για παράδειγμα, οι βωμολοχίες, το κιτς και οι υπερβολικές επιδεικτικές ορχήσεις. Αντίθετα, παρέδωσε στο κοινό 100 λεπτά ενός θεατρικού δρώμενου με άποψη, άρτιου εικαστικά, χάρη και στην ευφάνταστη δουλειά της Γεωργίας Μπούρδας στα σκηνικά και στα κοστούμια και του Λευτέρη Βενιάδη στη μουσική, δικαιολόγησε πλήρως την επιλογή του να παρουσιάσει τον «Κύκλωπα» με γυναικείο θίασο, τολμώντας ακόμα και να παραβεί τυπικούς νόμους του σατυρικού δράματος, όπως, για παράδειγμα, την παντελή απουσία πολιτικοκοινωνικής σάτιρας, αφού ενέταξε επιτυχώς λίγα αλλά καίρια νεωτερικά σχόλια. Στη θυμέλη της Μικρής Επιδαύρου καυτηριάστηκαν απόψεις για τους ξένους που «μας παίρνουν τις γυναίκες και τα παιδιά», το international-theater, ενώ η φωνή του Καζατζίδη για τον πόνο της ξενιτιάς αντηχούσε από τα σπλάχνα του σπηλαίου του Πολύφημου. Επιπλέον, πρόσθεσε στην παράσταση, χαρίζοντάς της ένα ξεχωριστό φινάλε, στίχους από το ποίημα του Θεόκριτου «Κύκλωψ», το ενδέκατο από τα 31 ποιήματα που του αποδίδονται, τα επονομαζόμενα ειδύλλια, και αυτοί όπως και το έργο σε μια σύγχρονη και με έξυπνες λύσεις μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα.

Οι γυναίκες του θιάσου δεν καμώνονταν τους άντρες, ήταν οι ρόλοι της ιστορίας. Μιας ιστορίας που το φύλο μοιάζει να έχει τη μικρότερη σημασία στο παιχνίδι της επιβίωσης. Όπου η ανθρωποφαγία κατασπαράσσει τα πάντα και ακόμα και τα παιδιά των θεών δεν μπορούν να γλιτώσουν από το μένος της εκδίκησης.

Επιπλέον, μια γυναικεία φιγούρα του Κύκλωπα στη σκηνή του πόνου και στη συνέχεια κατατροπωμένου και αλυσοδεμένου μέσα στα αίματα να υποφέρει και να αναζητά την αγάπη μιας γυναίκας, ενθυμούμενος την άδικη μητέρα του, δίνει και μια ικανότητα βαθύτερης ενσυναίσθησης του ήρωα, επιβεβαιώνοντας το σωκρατικό «ουδείς εκών κακός».

Ο χορός των Σατύρων μέσα στην έκταση του διονυσιακού παραληρήματος θα εμφανίσει από φελλούς μέχρι γυναικείους μαστούς. Θα μιλήσει με αντρικό κυνισμό για την Ελένη στην Τροία και την τιμωρία της, αλλά θα φανεί και ευθυνόφοβος και δειλός όταν χρειαστεί να πάρει αποφάσεις. Κρατώντας από τη γυναικεία παρουσία ένα ναζιάρικό-σκανταλιάρικο πολύ ταιριαστό χαρακτηριστικό.

Η Νεφέλη Μαϊστράλη, η Μαρία Μοσχούρη, η Αμαλία Νίνου, η Μυρτώ Πανάγου και η Ελένη Τσιμπρικίδου λειτουργούν σαν ένα εξαιρετικό σύνολο, απόλυτα συντονισμένες, καταφέρνοντας παράλληλα να ξεχωρίσουν και ως μονάδες. Αδυναμίες φαίνονται να υπάρχουν στα χορικά, μάλλον λόγω τεχνικών θεμάτων ή τοποθέτησής τους, δεν κατάφεραν να ακουστούν ξεκάθαρα.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη κατάφερε να αναμετρηθεί επιτυχώς με γέροντα Σιληνό, έχοντας όλα τα ερμηνευτικά της μέσα σε εγρήγορση και με εντυπωσιακή σκηνική ενέργεια. Η αδύναμη φωνή της εδώ ταιριάζει με το ρόλο και δεν ενοχλεί.

Η Άννα Καλαϊτζίδου, έχοντας να αντιμετωπίσει ίσως το δυσκολότερο ρόλο της παράστασης, αυτόν του Οδυσσέα, από την άποψη ότι ο ήρωας, πέρα από το γεγονός ότι είναι κατά κάποιο τρόπο καταγεγραμμένος στη συνείδηση του καθενός μας, είναι και η πιο ανθρώπινη μορφή της παράστασης. Έχει το στιβαρό ερμηνευτικό υπόβαθρο για να τα καταφέρει. Έτσι, πέρα από την κάπως αμήχανη πρώτη σκηνή, στη συνέχεια φαίνεται να φωτίζει εξαιρετικά τις ποιότητες του ήρωα. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που κινείται όταν πια έχει γίνει κυρίαρχος του παιχνιδιού. Εντυπωσιακή η σκηνή του λιθοβολισμού του αλυσοδεμένου Κύκλωπα, με την τελευταία βολή, όταν εκείνος προφητεύει για τους συντρόφους το θάνατο, να είναι η πιο αδυσώπητη από όλες.

Ο υποκριτικός άθλος της παράστασης όμως έρχεται από τη Στεφανία Γουλιώτη, που δεν καμώνεται τον Κύκλωπα, είναι ο Κύκλωπας! Άμα τη εμφανίσει, με το που πέφτει το φως πάνω της (φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης), η παρουσία της στη σκηνή είναι καθηλωτική. Ένας Κύκλωπας ειρωνικός, σαρκαστικός, παιγνιώδης, καιροσκόπος, εγωιστής, σκληρός, αφιλόξενος, που, όπως δηλώνει, «η αφεντιά μου δεν θα πάψει ποτέ να νοιάζεται για την καλοπέραση». Δεν πτοείται με τίποτα: «Όταν ο Δίας στέλνει βροχές, το δικό μου το σπίτι δεν το βρέχει» ή με σχεδόν τίποτα, γιατί και εκείνος, όπως θα μας αποκαλύψει τη στιγμή του μαρτυρίου, έχει την αχίλλειο πτέρνα του, τον έρωτά του για τη Νηρηίδα Γαλάτεια.

Η παράσταση με αυτό το φινάλε πρόσφερε στο θεατή και ένα κομμάτι γνώριμο από τις τραγωδίες. Μια αριστοτελική «κάθαρση» τόσο από την άποψη της δικαίωσης του Οδυσσέα όσο και από ένα είδος «συγκλονισμού» που βίωνε παρακολουθώντας τον εκπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, απόλυτα ψυχαναλυτικό, μονόλογο της Στεφανίας Γουλιώτη, από το ποίημα του Θεόκριτου, που οδηγούσε ακαριαία σε μια ψυχική μετατόπιση.

Έναν αδέξιο ύμνο στον έρωτα από κάποιον που δεν τον γνώρισε ποτέ και επομένως δεν έχει τα συνήθη ποιητικά λόγια και τις ρομαντικές εκφράσεις. Αλλά και όσοι τον νιώσαμε πόσο συναισθηματικά ανάπηροι δεν είμαστε πολλές φορές ή τυφλοί σαν άλλοι Πολύφημοι για να βουτήξουμε στο πέλαγος και να αρπάξουμε τη δική μας Γαλάτεια;