Εκτύπωση αυτής της σελίδας


Ο 79χρονος Μάρτιν Σκορτσέζε γυρνάει στα παλιά του γκανγκστερικά λημέρια, και με τον «Ιρλανδό» πλάθει ένα χαρακτήρα-προσωποποίηση της κατάρρευσης του αμερικάνικου ονείρου. Κινούμενος ανάμεσα σε μυθοπλασία και πραγματικότητα, πιάνει στα χέρια του τον Φρανκ Σίραν, τον «Ιρλανδό», άρτι αφιχθέντα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και νυν φτωχοδιάβολο πλην με κλίση και χαρακτηριστική άνεση στην αφαίρεση ανθρώπινων ζωών. Με μερικά στόματα να θρέψει , ο πάτερ φαμίλιας αποφασίζει να θέσει τα ταλέντα του στην υπηρεσία της μαφίας. Η άνοδος του θα είναι ,φυσικά, θεαματική και η πτώση του αναπόδραστη σε μια ιστορία για τη φιλία, την προδοσία, την οικογένεια και το αναπόφευκτο γήρας.  

Ο Σκορτσέζε επιστρέφοντας μεν στις προσφιλείς του μαφιόζικες στιγμές, απεκδύεται δε την παλιά του σκοτεινιά για χάρη μιας feel good ελαφρότητας, μοιάζοντας να σκηνοθετεί πρωτίστως ένα πάρτι κινηματογραφικής αυτοϊκανοποίησης. Όσο, όμως, και αν η ταινία θυμίζει κινηματογραφικό αυνανισμό, ο Σκορτσέζε καταφέρνει να βρει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο μεγαλεπήβολο έπος, την καταγραφή της ιστορίας και το ανθρώπινο ψυχογράφημα, αποδεικνύοντας πως ο κινηματογράφος θέλει (και) πάθος.

irishman texnes plus 2
Ο σκηνοθέτης διαθέτει, μάλιστα, ως όπλο στη φαρέτρα του το σενάριο του Steve Zaillian, που αφηγείται μια ιστορία περασμένων μεγαλείων χωρίς γλυκερούς μελοδραματισμούς αλλά με την αίσθηση της διαρκούς επικείμενης απειλής και της αναπόφευκτης έκρηξης, χαρίζοντας στην ιστορία του το μοιραίο της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Ένα σενάριο που δεν αναλώνεται σε ανθρωποκυνηγητά και στη ευκολία του αιματοκυλίσματος, αλλά στη δυσκολία του ψυχογραφήματος ενός εκτελεστή βετεράνου πολέμου και στην αποτύπωση μιας κοινωνίας σε πλουσιοπάροχη μεν, σήψη δε.


Κι αν στο ξεκίνημα της, η ταινία θυμίζει πάρτυ γερόντων ή τραπέζι καφενείου με τσίπουρα και συνταξιούχους θαμώνες, γρήγορα χάνει το χαρακτήρα της απεγνωσμένης προσπάθειας για αναβίωση αλλοτινών ευτυχιών, διαθέτοντας για πανάξιους συμμάχους τους ηλικιωμένους, πλην –ακόμα- αφόρητα cool Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζόε Πεσί και Χάρβει Κειτέλ σε δαιμονισμένα κέφια.
Κι αν ο Σκορτσέζε μας έχει καλομάθει στα γκανγκστερικά έπη, κι αν οι Ντε Νίρο και Πατσίνο δίνουν τα υποκριτικά τους φώτα σε ρόλους διακόπτες που αναβοσβήνουν ανά τις δεκαετίες, η ταινία διαθέτει τη φρεσκάδα, τη σπιρτάδα και την ορμή ενός τεράστιους δημιουργού. Και ακυρώνει σχεδόν ολοκληρωτικά με τη ζωντάνια της τα όποια «κάπου σε είδα, κάπου σε ξέρω» πάνε δειλά να ξεμυτίσουν.

3,5/5

Πολυμέσα