Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Αγορίτσα Οικονόμου: «Πίστευα πως, αν είσαι πάρα πολύ καλός, θα σε πάρουν από ακρόαση»

Έχει παίξει ίσως την καλύτερη Κλυταιμνήστρα που έχω δει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» που σκηνοθέτησε η Μαρία Πρωτόπαππα για το Φεστιβάλ Αθηνών το 2013. Σε κάθε παράταση καταφέρνει να ξεχωρίζει.

Φέτος στην πρώτη της συνεργασία με την ομάδα ΝΑΜΑ και την Ελένη Σκότη πετυχαίνει για μια ακόμα φορά μια εκπληκτική ερμηνεία ως Ματριόνα, μια αδίστακτη χωριάτισσα που σπρώχνει το γιο της μεταξύ άλλων μέχρι το έγκλημα για το χρήμα.

Μετά το τέλος της δίωρης και ιδιαίτερα εξαντλητικής παράστασης μοιάζει τόσο ενθουσιασμένη και χαρούμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας που ξεχνάς ότι η Αγορίτσα Οικονόμου ήταν η γυναίκα η οποία κινούσε τα νήματα στη «Δύναμη του σκότους» του Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι. Η αδυσώπητη Ματριόνα έχει μεταμορφωθεί σε φωτεινό άγγελο και μου μιλά για τον «ελεήμονα θεό του θεάτρου»

 

agorisaoikonoumou.jpg

Μετά την ενασχόλησή σου με το συγκεκριμένο έργο ποια νομίζεις πως είναι τα συμπεράσματα του Τολστόι για την ανθρώπινη φύση;

Καταρχήν το έργο το έγραψε γύρω στο 1886, προς το τέλος της ζωής του. Ήταν απογοητευμένος και πηγή έμπνευσης για το εν λόγω κείμενο ήταν ένα πραγματικό γεγονός. Το 1880 κάποιος στο γάμο της πρόγονής του αποκάλυψε μπροστά σε όλους ότι μαζί της έκανε παιδί, το σκότωσε και είχε σκοτώσει και ένα άλλο παιδί του. Αυτό τον τάραξε, γιατί μέχρι τότε στη Ρωσία επικρατούσε η άποψη ότι κακοί και διεφθαρμένοι ήταν οι αριστοκράτες, οι βασιλιάδες, ενώ οι μουζίκοι, οι αμόρφωτοι, οι οποίοι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ και πίστευαν στον Θεό, ήταν καλοί και αγνοί. Έπειτα από το συγκεκριμένο συμβάν ο Τολστόι κλονίστηκε, αν και δεν ζούσε στον κόσμο του. Έγραψε λοιπόν ένα έργο η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται σε μια ρωσική επαρχία, σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, που το μαστίζει η φτώχεια και στο οποίο γίνονται απίστευτα εγκλήματα που όλοι γνωρίζουν αλλά κανένας δεν αναφέρεται σε αυτά. Θεωρώ πως ο Τολστόι ήταν βαθύτατα απογοητευμένος, όμως, επειδή έτρεφε τεράστια αγάπη και θαυμασμό για το ανθρώπινο είδος που είναι ελαττωματικό, υποστήριζε ότι όλοι είναι εν δυνάμει ικανοί για τα πάντα, από τους πολύ πλούσιους μέχρι τους πιο φτωχούς, από τους πολύ θρησκευόμενους μέχρι τους άθεους.

Γι’ αυτό κατά κάποιο τρόπο δικαιολογεί τους ήρωες;

Νομίζω πως ναι. Άλλωστε και οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες, όταν είναι αντιμέτωποι με αρνητικούς ρόλους, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ελαφρυντικά. Και στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο κατά την άποψή μου είναι ένα αριστούργημα, ο Τολστόι τους δικαιολογεί όλους, ακόμα και εμένα. Αναφέρεται συνέχεια ότι στην περίπτωσή της δεν γίνεται αλλιώς, ότι επιβάλλεται να σκοτωθεί το νεογέννητο.

Υπάρχει πάντως μια τάση η μάνα να δικαιολογείται, με το πρόσχημα ότι τα κάνει όλα για το παιδί της. Αυτό το ελαφρυντικό τής δίνεις και εσύ;

Ναι, αλλά η Ματριόνα φτάνει στο έγκλημα. Και αυτό δεν έχει σχέση μόνο με το μωρό. Το πρώτο της έγκλημα αφορά τα χρήματα. Θεωρώ πως όλα τα κάνει για την επιβίωσή της. Μπορεί να μη συμφωνούμε, μπορεί να μη μας αρέσει, αλλά συμβαίνει και αυτό.

Πώς δικαιολογείς μέσα σου τη Ματριόνα;

Είναι παντρεμένη με έναν άνθρωπο που δεν αγάπησε ποτέ, είναι βαθύτατα ερωτευμένη με το γιο της, ζει μέσα στην ανέχεια και προσπαθεί με οποιονδήποτε τρόπο να βελτιώσει τη ζωή της.

Το έργο δεν το έχουμε ξαναδεί στην Αθήνα. Έχει ανέβει μόνο μία φορά στη Θεσσαλονίκη. Εσύ γνώριζες το κείμενο;

Όχι.

Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν το διάβασες;

Τρελάθηκα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο Τολστόι έγραψε αυτό το έργο το 1886 με τόσο χιούμορ. Όταν το διάβαζα, γελούσα πάρα πολύ. Είναι η γραφή του τέτοια. Πιστεύω πως πολλοί σημαντικοί συγγραφείς έχουν πάρα πολύ χιούμορ, γιατί είναι διάνοιες, τόσο απλά. Τώρα, αν εμείς το αντιληφθούμε, θελήσουμε να το ενστερνιστούμε και να το προβάλουμε και στο κοινό, είναι θέμα απόφασης. Θεωρώ πως όλα τα σπουδαία έργα έχουν χιούμορ. Η «Ορέστεια», για παράδειγμα, έχει πάρα πολύ χιούμορ. Ο Ευριπίδης έχει πάρα πολύ χιούμορ. Όλοι οι τραγικοί, οι μεγάλοι συγγραφείς. Και ο Τολστόι είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας. Γι’ αυτό έπαθα πλάκα, επειδή δεν το περίμενα. Είναι ιδιαίτερα σκληρός, βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο, αλλά έχει και πάρα πολύ χιούμορ.

Η συνεργασία σου με την Ελένη Σκότη και την ομάδα ΝΑΜΑ πώς ήταν;

Αριστούργημα. Είναι πολύ ανοιχτά μυαλά, διαβάζουν, μελετούν, ψάχνουν, κάνουν έρευνα. Δεν είναι τυχαίοι άνθρωποι. Γι’ αυτό εξάλλου είναι στο χώρο τόσα χρόνια και πάει καλά το θέατρό τους. Δεν είναι τυχαία η επιτυχία που σημείωσε, για παράδειγμα, το «Αγαπητή Ελένα». Είχα έναν ενδοιασμό γιατί καμιά φορά, όταν ακούς Τολστόι, σκέφτεσαι ότι το κείμενο θα είναι πολύ σοβαρό. Όμως, όταν το διάβασα, εξεπλάγην με το χιούμορ του και είχα μια φοβία μήπως το προτείνω και δεν υπάρχει ανταπόκριση. Ωστόσο η πορεία ήταν κοινή. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, διότι με την πάροδο των προβών διαπιστώσαμε ότι συμβαδίζουμε.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας;

Γι’ αυτό ευθύνονται η Πέγκυ Τρικαλιώτη και ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Είπαν στην Ελένη (Σκότη) ότι ήξεραν μια ηθοποιό που πίστευαν πως θα έκανε για το ρόλο και άξιζε να με δει.

Σε ποια συνθήκη νιώθεις πιο δημιουργική, στις πρόβες ή στην παράσταση;

Και στις πρόβες και στην παράσταση. Στις πρόβες έχεις το πλεονέκτημα ότι, αν ο μη γένοιτο συμβεί κάτι, σταματάς και ξαναρχίζεις. Στην παράσταση δεν έχεις αυτή την πολυτέλεια. Πρέπει να μπαλώσεις το οτιδήποτε άρον άρον. Ο θεός του θεάτρου όμως είναι μεγάλος και ελεήμων, είναι δίπλα μας.

Έχεις αναφέρει ότι δεν θέλεις να έρχονται οι δικοί σου στις πρεμιέρες. Γιατί;

Ναι, αυτό ίσχυε πιο παλιά. Δεν το έχω ξεπεράσει εκατό τοις εκατό, αλλά το δουλεύω. Είναι λίγο δύσκολο. Στην πρεμιέρα έχεις μεγάλη αγωνία, να πάνε όλα καλά, να πεις σωστά τα λόγια. Μια μητέρα, για παράδειγμα, πώς να την πείσεις; Αφού βλέπει το παιδί της. Υπάρχει και ένα δεύτερο, τρίτο επίπεδο. Μια αγωνία να είσαι καλή, να τα καταφέρεις, να στηρίξεις. Δεν είναι εύκολο. Αν έρθουν και οι δικοί μου, αυτό ενισχύεται.

Έχεις ασχοληθεί με πολλά και διαφορετικά είδη. Σε έχουμε δει από μιούζικαλ, παιδική παράσταση, μέχρι αρχαία τραγωδία. Εσύ πού αισθάνεσαι καλύτερα;

Μου αρέσουν όλα. Προσπαθώ και έχω κάνει πάρα πολλά είδη και με διαφορετικούς συνεργάτες. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο αρχαίο δράμα. Για κάποιον ανεξήγητο ρόλο νιώθω οικεία. Αγαπώ ιδιαίτερα το συγκεκριμένο είδος και έχω παίξει σε αρκετές παραστάσεις. Ξεκίνησα με τις «Τρωάδες», στις οποίες γνώρισα και την Πέγκυ. Εκεί με είδε και ο Δημήτρης Λιγνάδης και με πήρε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο αγαπώ και άλλα είδη. Το μιούζικαλ, για παράδειγμα, το αγαπώ πάρα πολύ και, όταν μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία πέρυσι, ξετρελάθηκα.

Αν και πολλά χρόνια στο θέατρο, στην τηλεόραση σε έχουμε δει μόνο στο «Κάτω Παρτάλι». Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Πολύ ωραία, διότι οι πιο πολλοί ήμασταν γνωστοί. Με τους περισσότερους είχαμε ξαναδουλέψει στο θέατρο, οπότε το θέμα της επικοινωνίας είχε λυθεί. Είχαμε κατά κάποιο τρόπο προϋπηρεσία.

Απογοητεύτηκες που έληξε έτσι άδοξα η σειρά;

Δεν μου άρεσε. Θέλω να πω, όταν γίνεται μια δουλειά με τόση αγάπη, τόσο ταλέντο και τέτοια αφοσίωση από όλους, σημειώνει τόση επιτυχία και καταλήγει έτσι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι θλιβερό. Αντιλαμβάνομαι την κατάσταση, αλλά είναι στενόχωρο.

 

cover_1745.jpg

 Ποιος προσωπικός ή επαγγελματικός σου μύθος έχει καταρριφθεί; Τι πίστευες και περίμενες από αυτή τη δουλειά και απογοητεύτηκες;

Πίστευα πως, αν είσαι πάρα πολύ καλός, θα σε πάρουν, για παράδειγμα, μέσα από κάποια ακρόαση. Με την πάροδο των χρόνων συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ισχύει, γιατί πολύ απλά ίσως να μην είσαι αυτό που θέλει ο άλλος. Μπορεί να περάσεις από ακρόαση και να είσαι αριστούργημα, έτοιμος, πάρα πολύ καλός, αλλά όχι αυτό που αναζητά ο σκηνοθέτης. Για παράδειγμα, βλέπει ένας σκηνοθέτης σε μια ακρόαση μια κοπέλα ένα και ογδόντα, μελαχρινή, πάρα πολύ καλή, όμως για το συγκεκριμένο ρόλο αναζητά κάποια ξανθωπή, πιο αδύνατη και πιο κοντή. Γιατί έτσι την έχει φανταστεί. Μια ενδεχόμενη απόρριψη δεν έχει πάντα σχέση με την αμφισβήτηση της αξίας ή του ταλέντου του ηθοποιού. Αυτή λοιπόν ήταν μια αλήθεια που ανακάλυψα, καθώς ήμουν πεπεισμένη ότι, αν είσαι πολύ καλός, σε προτιμούν. Βεβαίως ενδέχεται να σε δει κάποιος, να ξετρελαθεί και να σε επιλέξει μεμιάς. Και αυτό συμβαίνει. Όλα αυτά τα κατάλαβα στη διάρκεια της δουλειάς. Κατά τα άλλα δεν έχει καταρριφθεί κάτι. Άλλωστε εγώ δεν ήμουν ποτέ αιθεροβάμων. Μπήκα και μεγάλη στη σχολή, όχι στα δεκαεπτά, στα δεκαοκτώ, όπως μπαίνουν πολλά παιδιά. Ήμουν απόλυτα συνειδητοποιημένη και ήξερα ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι έπρεπε να προχωρήσω βήμα βήμα. Ότι απαιτείται πάρα πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά.

Ακούγεται κάποια στιγμή στην παράσταση ότι «του αθώου τα δάκρυα πέφτουν σαν μπόρα πάνω στον ένοχο». Αυτό τη συγκεκριμένη περίοδο τι συνειρμούς σού δημιουργεί;

Είμαι λίγο απαισιόδοξη. Αυτή λοιπόν η φράση μού φέρνει στο μυαλό όλον αυτό τον κόσμο, όλα αυτά τα παιδιά που έχουν έρθει σε μας και έχουν πάει και σε άλλες χώρες. Όλοι αυτοί διά της βίας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, τη ζωή τους για να σωθούν. Αυτή η αγριότητα με συγκλονίζει. Με ταράζει το γεγονός ότι οι υψηλά ιστάμενοι δεν ενδιαφέρονται και φοβάμαι ότι καμία χώρα δεν θα νοιαστεί γι’ αυτούς. Μόνο οι απλοί άνθρωποι βοηθούν, δίνουν από το υστέρημά τους, φιλοξενούν, προσφέρουν ό,τι μπορούν. Δεν ξέρω αν το είχατε ακούσει, αλλά πριν από πολλά χρόνια στο πλαίσιο μιας έρευνας σε διάφορες χώρες έβαλαν κάποιον να λιποθυμήσει για να διαπιστώσουν αν ο κόσμος ευαισθητοποιείται μπροστά σε ένα τέτοιο συμβάν. Όπως προέκυψε, μόνο στην Ελλάδα έτρεξαν. Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά το έχω ακούσει. Είμαστε ένας πονεμένος λαός. Έχουμε περάσει πάρα πολλά και περνάμε και δυστυχώς θα περνάμε. Οπότε μόνο ο ένας με τον άλλο. Καμία συμπόνια από τους κρατούντες.

Η Αγορίτσα Οικονόμου πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Η δύναμη του σκότους» του Λέοντα Τολστόι στο Σύγχρονο Θέατρο, σε σκηνοθεσία-καλλιτεχνική επιμέλεια Ελένης Σκότη-Γιώργου Χατζηνικολάου.