Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Μια Γερμανίδα γραμματέας», σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου Κύριο

Από τον Κώστα Ζήση

Κριτική / «Μια Γερμανίδα γραμματέας» από τον Γιάννη Μόσχο: μια φιλήσυχη υπάλληλος που κοιτούσε τη δουλειά της

«Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς (εκτός αν είναι πάρα πολύ μεγάλοι που τον γεννούν), ούτε για προλετάριους» Βασίλης Ραφαηλίδης – Ιστορία(κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1074

Το 2016, λίγο πριν φύγει από τη ζωή σε ηλικία 105 χρονών η Γερμανίδα Brunhilde Pomsel, γραμματέας του σκληροπυρηνικού αρχιναζί Joseph Goebels, δίνει τριαντάωρη συνέντευξη σε Αυστριακούς κινηματογραφιστές, η οποία παρουσιάζεται με μορφή ντοκιμαντέρ με τον τίτλο A German Life (Μια γερμανική ζωή). Η συνεργάτης του ηγετικού στελέχους των ναζί και προϊσταμένου του Υπουργείου Προπαγάνδας του καθεστώτος, αυτοσκιαγραφείται προβάλλοντας τη ζωή της ως μια κοινή ζωή του μέσου γερμανού πολίτη την περίοδο εκείνη. Ο Βρεττανός Christopher Hampton (περισσότερο γνωστός για τις Επικίνδυνες Σχέσεις (1988), μετατρέπει αυτό το ντοκιμαντέρ σε ένα θεατρικό μονόλογο και τοποθετεί την υπέργηρη πλέον Brunhilde στη σκηνή να αφηγείται όχι τόσο με την μορφή απολογισμού αλλά περισσότερο με τη μορφή μιας εξιστόρησης, - έτσι, για να περάσει η ώρα μοιάζει, τη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια και την εξέλιξή της μέσα στο ναζιστικό καθεστώς.

Η γηραιά γραμματέας απλά κάθεται ήρεμη και γαλήνια, προβάλλοντας την κανονικότητά της: εκείνη αυτό που έκανε είναι να εργάζεται σκληρά ως μια συνεπής και ευσυνείδητη υπάλληλος, έκανε αυτό που λέμε «απλά τη δουλειά της». Με ύφος στα όρια της αφέλειας, με την κάθε ευκαιρία που της δίνεται εν τη ρύμη της σκέψης και του λόγου της, δηλώνει την άγνοια της για όσα φρικαλέα συνέβαιναν από τους ναζί, την αποστασιοποίηση της από την πολιτική, και την προσήλωσή της στην καριέρα της. Και για να είμαστε και ακριβείς, άθελά της, δίνει το ακριβές στίγμα του «νοικοκύρη» και «φιλήσυχου», του «απολίτικου», του τύπου δηλαδή που αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τη σπορά και καλλιέργεια του φασισμού (και αυτό δεν είναι απλά μια άποψη, αλλά μια επιστημονική και ιστορικά αποδεδειγμένη αλήθεια). Η σκέψη και ο λόγος της Γερμανίδας Γραμματέως, είναι διαχρονικός και φτάνει πρόσφορος έως τις ημέρες μας ακόμα και μέσα στην ίδια την καθημερινότητά μας.

pitaki mosxos

Η αλήθεια είναι, ότι το έργο ως κείμενο, ακολουθεί ένα μονότονο και ίσως επαναλαμβανόμενο μοτίβο και η προσαρμογή και συμπύκνωσή του από τον Γιάννη Μόσχο λειτουργεί ευεργετικά στην παράσταση. Είναι επίσης έκδηλο ότι ο ίδιος ο συγγραφέας αποφεύγει να πάρει θέση σε όσα ξεστομίζει με πραότητα και γλυκύτητα η ηρωίδα. Την αφήνει μέσα στην «αφοπλιστική ειλικρίνεια» της ή την «επιτηδευμένη υποκρισία της», να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της και να θυμάται τα πάντα και με ακρίβεια έχοντας δηλώσει εξ αρχής «Έχω ξεχάσει…!» και φέρνοντας επί σκηνής όλους αυτούς που επιτρέπουν το γιγάντωμα και την άνθηση μιας ιδεολογίας που μόνο διαστρέβλωση και καταστροφή φέρνει στην έννοια Άνθρωπος. Και παρόλο που προσωπικά, προτιμώ ο συγγραφέας να παίρνει θέση και να τοποθετείται απέναντι στα ζητήματα που ο ίδιος θέτει στα έργα του (διαφορετικά δεν υπάρχει και λόγος να καταπιαστεί με αυτά), στη συγκεκριμένη περίπτωση προτιμά να αφήνει την Γραμματέα του Γκαίμπελς να εκτίθεται από μόνη της.

Και ευτυχώς, στην παράσταση του Ιλίσια-Βολανάκη, ο Γιάννης Μόσχος, δεν παρακολουθεί αυτήν την αποστασιοποίηση του συγγραφέα. Μέσα από τη σκηνοθεσία του «παρεμβαίνει» καίρια και επικεντρωμένα, χωρίς να παραλλάσει το Λόγο και το Ύφος , αλλά εκθέτοντας Εικόνα και Ατμόσφαιρα. Σε μια σοφή επιλογή και με πολύ έξυπνο κινηματογραφικό εφέ, τοποθετεί δίπλα στην καθήμενη και λαλίστατη γραμματέα, το alter ego της, τον ίδιο της τον εαυτό. Και είναι αυτός, ο ίδιος της ο εαυτός, που τη σαρκάζει, την ειρωνεύεται και την αποκαλύπτει, πάντα βουβά αλλά με την εκκωφαντικότητα της εικόνας, με παράλληλες κινηματογραφημένες προβολές από τα γεγονότα της εποχής στο background της σκηνής. Τα λιγοστά σκηνικά αντικείμενα, απλά και καθημερινά, που η συγγραφέας καθήμενη στην αστική πολυθρόνα της χρησιμοποιεί (φλυτζάνι καφέ, κουταλάκι, μαντήλι, δαχτυλίδι, ταμπακιέρα, ένα αχλάδι κλπ) αποκτούν μια άλλη διαφορετική και εφιαλτική διάσταση στο alter ego της. Ακριβώς όπως η φρίκη. Φρίκη που αφηγείται σαν ευχάριστο παραμυθάκι, και που στιγμές-στιγμές δείχνει να την αναπολεί με νοσταλγία. Γιατί, ακριβώς φρίκη είναι η δήλωση Άγνοιας. Και βεβαίως, ασυγχώρητη.

Η Ρένη Πιττακή, έχει μελετήσει και εμβαθύνει την γραμματέα της. Και καταθέτει ένα υποκριτικό κρεσέντο σε αυτόν τον δισυπόστατο ρόλο της. Γιατί, θέλει βασάνισμα ψυχής (και όχι μόνο), για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις και να αποτυπώσεις σκηνικά από τη μια την φαινομενική ελαφρότητα και αθωότητα και από την άλλη την καλά κρυμμένη διάβρωση και σαπίλα. Να είσαι ένοχη δηλώνοντας αθώα. Και καλοκάγαθη, ούσα πανούργα. Και είναι ακριβώς αυτή η ιδιαίτερα προσεγμένη εκφορά του λόγου της (κάποτε χειμαρρώδης και αυθόρμητη, κάποτε με λαλίστατες παύσεις, κάποτε με φυσική απλοϊκότητα) και η απαλλαγμένη από κάθε θεατρινισμό σκηνική υπόστασή της, που επιτρέπει στον θεατή να αντιληφθεί ότι ουσιαστικά έχει απέναντί του, ένα πλάσμα που πάντα σκέπτονταν μόνο τον εαυτό του, ξεπερνώντας κάθε συναισθηματικό η συνειδησιακό σκόπελο (αν ποτέ είχε).

Η Τίνα Τζόκα, έχει επενδύσει τη σκηνή και ντύσει την ηρωίδα, με διακριτική κομψότητα και σκηνική οικονομία, κρατώντας ό,τι προσδίδει χαρακτήρα και ατμόσφαιρα, ενώ και οι φωτισμοί του Μιχάλη Κλουκίνα είναι απαλλαγμένοι από σκηνική φλυαρία.

Ο συγγραφέας επιμένει στην ελεύθερη επιλογή του θεατή να αποφασίσει για ποια ακριβώς υπήρξε η Brunhilde Pomsel. Βγαίνοντας από την παράσταση του Γιάννη Μόσχου, ο θεατής έχει ήδη φέρει συνειρμικά στο μυαλό του τις Brunhilde του σήμερα. Που είναι από τον καλόκαρδο γείτονα που συμβουλεύει: «Μην ανακατεύεσαι», την φιλήσυχη νοικοκυρά που «Εγώ κοιτάω το σπίτι μου και τα παιδιά μου», τον καλό επαγγελματία που θεωρεί ότι έχει δικαίωμα στο όνομα της περιουσίας του να σκοτώνει με κλωτσιές μέχρι τις οργανωμένες νεοναζιστικές συμμορίες που σκοτώνουν στο όνομα ενός έθνους και ενός λαού.

Όλους αυτούς που δηλώνουν «Μα δεν ήξερα». Όλους αυτούς που έχουν ξεχάσει όσα πολύ καλά θυμούνται.

 

Διαβάστε επίσης:

Ρένη Πιττακή: «Δεν Υπάρχουν Πόλοι, Κέντρα Που Να «Συγκρατούν» Τους Ηθοποιούς»