Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τους «Όρνιθες» σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα στην Επίδαυρο Κύριο

Από τον Κώστα Ζήση

Κριτική/ «Όρνιθες» από τον Γιάννη Ρήγα: μπορεί να δικαιωθεί η ουτοπία;

Ο Αριστοφάνης γράφει τους Όρνιθες εν μέσω Πελοποννησιακού πολέμου το 414 π.Χ. και με εμφανή τα πρώτα αρνητικά σημάδια για την έκβασή του για τους Αθηναίους, , πραγματευόμενος τη δραπέτευση από τη σκληρή πραγματικότητα που έχει περιέλθει η Πολιτεία και την προσγείωση με τα φτερά της φαντασίας σε μια άλλη παραμυθένια, απαλλαγμένη από όλα τα δεινά που έχουν πια συσσωρευτεί: κόλακες. ιερατείο, συκοφάντες, πολιτικάντηδες, δημαγωγοί, καλοθελητές και μεσάζοντες.

Με τους Όρνιθες, ο Αριστοφάνης συστήνει το «θέατρο φυγής» και γίνεται ο προάγγελος και ο εισηγητής του «θέατρου του παραλόγου», που έχει γίνει η βάση για το σύγχρονο θέατρο σε ότι αφορά τόσο τις τεχνικές, όσο και τις θεματικές του στη διατύπωση προβληματισμών σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη και τη σχέση της με την κοινωνία και την εξέλιξή της. Ένα Αριστοφανικό ντουέτο είναι και εδώ οι πρωταγωνιστές (αυτά τα αρχετυπικά πλέον θεατρικά ντουέτα που θα γίνουν η βάση για αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας μέχρι και τις μέρες μας), σε έναν κόσμο έξω από τα ανθρώπινα, στην καρδιά του παραμυθιού και του ονείρου, στον (όχι τυχαία επιλεγμένο από το ζωικό βασίλειο) κόσμο των πουλιών. Η κοινωνία των πουλιών φαίνεται ότι μπορεί να συγκεράσει ιδανικά την αίσθηση τόσο της ελευθερίας όσο και της πειθαρχημένης οργάνωσης και μέσα από αυτήν ο Αριστοφάνης να μιλήσει στοχευμένα.

ornithes aristofani6678

Η Νεφελοκοκκυγία, ενώ σε μια πρώτη ανάγνωση φαντάζει η ιδανική πολιτεία, μια πιο προσεχτική και ιδιαίτερη μελέτη του έργου (που ίσως ακούγεται και ρηξικέλευθη) μπορεί τελικά να αμφισβητήσει αυτήν την συνθήκη. Λαμβάνοντας υπόψη το ταπεραμέντο του ίδιου του συγγραφέα (άνθρωπος με βαθιά πολιτική σκέψη, με ξεχωριστή ευστροφία και λεξιπλαστική δεινότητα, που αντιστρέφει με ειρωνική αλλά εξίσου πικρή πανουργία όλα όσα κολακεύουν το λαό και τον καθιστούν αδύναμο να εκτιμήσει την πραγματική διάσταση του ιστορικού παρόντος), η Νεφελοκοκκυγία ως πόλη μπορεί να ξεκινάει απαλλαγμένη από τα προηγούμενα δεινά, δείχνει όμως να βασίζεται σε κάτι παλιό, που επανέρχεται με τη μορφή του νέου. Αποκωδικοποιώντας ακόμα και τα ονόματα των ηρώων (πόσο το Πεισθέτερος παραπέμπει σε παραφθορά του ονόματος του τυράννου Πεισίστρατου!), που εκφράζουν την ελπίδα και την προσμονή του κόσμου να πεισθεί σε κάτι νέο, φτάνοντας στο φινάλε του γάμου του ήρωα με την Βασιλεία (με τις ευλογίες της καθεστηκυίας τάξης των Θεών, στην οποία προηγουμένως αντιτάχθηκε) και επομένως της επίσημης ανάδειξης του ως τυράννου, ο Αριστοφάνης κρούει τον κώδωνα στους Αθηναίους ότι μια εκφυλισμένη δημοκρατία αναπόφευκτα θα μετατραπεί σε τυραννία.

Σε μια επικαιροποιημένη προσαρμογή στα σημερινά ιδεολογικά δεδομένα, σε ένα σύγχρονο στοχασμό πάνω στο έργο, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στο πρόσωπο του Πεισθέταιρου, τον ρομαντικό εκείνο εκφραστή μιας οπορτουνίστικης αντίληψης, ο οποίος ακριβώς επειδή δρα ορμώμενος από προσωπικά και όχι κοινωνικά κίνητρα, επιτρέπει ακούσια και εκούσια, στο οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο να καρπωθεί τα ευγενή οράματα του, και έτσι να συνεχίσει απρόσκοπτα την εξουσία του. Ο Πεισθέτερος «επαναστατεί» για να διαλεχθεί τελικά με τους Θεούς, και να «εξαγορασθεί» από αυτούς με δέλεαρ την εξουσία. Δε χρειάζεται νομίζω να αναφερθούμε με παραδείγματα, μιας και είναι γύρω μας φανερό, ότι ακόμα και σήμερα όλοι οι πόλεμοι, οι καταστροφές, οι στοχοποιήσεις και οι δικτατορίες στο όνομα μιας «Δημοκρατίας» γίνονται. Η αισιόδοξη προσμονή μιας διαφορετικής πολιτείας καταπνίγεται και διαψεύδεται κάτω από το βάρος μιας δικτατορικής αντιδημοκρατικής διακυβέρνησης η οποία τελικά υψώνει τείχη και κλουβιά στα πουλιά. Έτσι ο γάμος Πεισθέταιρου-Βασιλείας, με τον οποίο κλείνει το έργο, αποτελεί περισσότερο ένα πικρό σχόλιο για την κατάληξη οπορτουνίστικων εγχειρημάτων, παρά πανηγυρική δικαίωση της επιδίωξης της ουτοπικής πολιτείας. Θα ήταν άξιο να αναφέρουμε πως μια τέτοια προσέγγιση του έργου είχε επιχειρήσει ο Αλέξης Σολομός το 1979 με το Εθνικό Θέατρο.

Η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Γιάννη Ρήγα, δεν εξώκειλε από το γενικό πλαίσιο μιας παραδεδειγμένης ανάγνωσης του έργου, πάνω στην επιδίωξη και το όραμα για μια άλλη ιδανική πολιτεία. Μια καλοστημένη σε γενικές γραμμές παράσταση, πιστή στην παράδοση Αριστοφανικών παραστάσεων, δεν επιχείρησε ρηξικέλευθες αναγνώσεις και επικίνδυνα μονοπάτια, προτιμώντας την ασφαλή διάβαση επικοινωνίας με το κοινό , μέσα και από επικαιροποιημένα μηνύματα.

Κλείνοντας πονηρά και με γλυκιά αναπόληση το μάτι, όχι τόσο στο κείμενο του Αριστοφάνη και την θαυμάσια μετάφραση του Κ.Χ.Μύρη, αλλά στην υψηλής αισθητικής ιστορική παράσταση των Κουν-Τσαρούχη-Χατζιδάκι, επιχείρησε να προσεγγίσει το λυρισμό και την ποίηση εκείνων των θεατρικών στιγμών που πρόσφεραν οι δάσκαλοι, καταθέτοντας μια παράσταση στο απόλυτο παρόν. Αυτό ακριβώς το σκοπό υπηρέτησε η χρήση λαϊκών στοιχείων λατρευτικών τελετών της Ανατολής και του Βυζαντίου (η εμφάνιση του λαϊκού τοτέμ της Αηδόνας, τα εξαπτέρυγα του ιερατείου κλπ) αλλά και το ίδιο το χτίσιμο των χαρακτηριστικών των ηρώων που υιοθέτησαν απλοϊκές ανεπητίδευτες συμπεριφορές, θυμίζοντας ανθρώπινους τύπους της καθημερινότητας.

Κάποιες στιγμές, οι αναχρονισμοί μιας εμμονικής επικαιροποίησης της παράστασης, έγειραν την πλάστιγγα σε μια επανάληψη αχρείαστη και απρόσφορη. Η σκηνική ενσάρκωση του ιού της επιδημίας δεν πρόσφερε τίποτα παραπάνω αισθητικά εκτός από έναν επιδερμικό κατανασκασμό αυτοεπιβεβαίωσης σύγχρονου θεάτρου.

Οι ερμηνείες στο σύνολο τους, στάθηκαν στο ύψος του εγχειρήματος και της σκηνοθετικής μετρημένης, παραδοσιακής άποψης. Ο Πεισθέτερος του Ταξιάρχη Χάνου, σχηματίστηκε με το καλόκαρδο χαρακτήρα λαΐκού ανθρώπου (κάποιες στιγμές εις βάρος της πονηριάς του ήρωα, είναι η αλήθεια) ενώ δίπλα του ο Γιάννης Σαμψαλάκης, εντρυφεί στα βάθη του ήρωά του, χαρίζοντας στο κοινό μια απολαυστική ερμηνεία που χειροκροτείται. Ιδανική η επιλογή για τον Έποπα του Χρήστου Στέργιογλου ο οποίος θέτει με παραστατικό και ζωντανό τρόπο τις εξαιρετικές φωνητικές του ικανότητες στην υπηρεσία του ρόλου. Πολυπληθής ο θίασος, (Ελευθερία Αγγελίτσα, Λίλα Βλαχοπούλου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δημήτρης Διακοσάββας, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Χριστίνα Ζαχάρωφ, Στεφανία Ζώρα, Ήριννα Κεραμίδα, Μαριάννα Κιμούλη, Γιώργος Κολοβός, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μάρα Μαλγαρινού, Τατιάνα Μελίδου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Θανάσης Ρέστας, Γιάννης Σαμψαλάκης, Περικλής Σιούντας, Κατερίνα Σισίννι, Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου) ενσαρκώνει την κοινωνία των πουλιών και των ανθρώπων και την μεταξύ τους επαφή ανταποκρινόμενοι σε σύγχρονες επιταγές της αριστοφάνειας κωμωδίας.

Η κίνηση του Χορού (χορογραφία από τον Δημήτρη Σωτηρίου), υπήρξε σε σημεία στατική, και έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα (όπως αντιληφθήκαμε και από την διάταξη και μετακίνησή του στην ορχήστρα) στο αίσθημα της φυσικής ελευθερίας των πουλιών, παρά στους συντεταγμένους και με χειρουργική ακρίβεια σχηματισμούς τους. Το σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν, περισσότερο φωτογραφικό παρά λειτουργικό, βασίστηκε αρκετά στην ζωγραφική απεικόνιση της εναέριας πολιτείας ενώ σε συνδυασμό με τα μάλλον «σκοτωμένα» χρώματα των κοστουμιών του Χορού της Δέσποινας Ντάνη (σε αντίθεση με τα μεταμοντέρνα και άξια απορίας για την επιλογή τους των λοιπών υποκριτών όπως πχ της Βασιλείας, του Ηρακλή, του Προμηθέα, του Κινησία κλπ), απέδωσαν έναν μουντό, συννεφιασμένο καιρό στα ήθη της κωμωδίας. Τα φώτα του Στέλιου Τζολόπουλου, προσπάθησαν να εξισσοροπήσουν αυτό το κάπως θολό τοπίο και να αναδείξουν με πιο ξεκάθαρο τρόπο τις σκηνές κατά τόπους.

Η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη είναι το μεγάλο όπλο της παράστασης και ένας από τους πολύ βασικούς λόγους να την παρακολουθήσει κανείς. Με λίγες νότες από τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στην εισαγωγή της (όπου παρουσιάζεται και το κοστούμι του Γιάννη Τσαρούχη), θέτει ο ίδιος πολύ ψηλά τον πήχη. Μουσική γεμάτη λυρισμό, επικοινωνία, μουσικοί δρόμοι που οδηγούν σε ερμηνευτικές κορυφώσεις τους ηθοποιούς του Χορού, μουσική που καταφέρνει να αγκαλιάσει και να εξυψώσει την πολυμορφία, την ποίηση και την σκηνική συγκρότηση του έργου, καταφέρνει να σε συνεπάρει μέσα από την ποικιλία ύφων και αμόσφαιρας πετυχαίνοντας να υπερβεί την αναπόφευκτη σύγκριση της κλασικής πια μουσικής του Χατζιδάκι, και να σταθεί ισάξια, αυτόνομη και μεγαλοπρεπής στη θεατρική πράξη.

Ένα γοητευτικό παραμύθι, ήταν η παράσταση του ΚΘΒΕ, στην Επίδαυρο. Ένα παραμύθι, από αυτά που γοητεύουν, όσες φορές και αν τα ακούσουμε. Και αν δεν κόμισε κάτι εξαιρετικά ανατρεπτικό, και αν δεν προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα τη θεατρική ανάγνωση του πονηρού Αριστοφάνη, στάθηκε άξια της ιστορίας και της παράδοσης του θεάτρου της Βορείου Ελλάδας που φέρει τη σφραγίδα του.

Πολυμέσα