Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τον «Οιδίποδα», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Από τον Κώστα Ζήση

 

Ήταν το 1967, όταν ο Παζολίνι πήρε τον μύθο του Οιδίποδα για να μεταφέρει στο πανί, μια προσωπική κατάθεση, βασισμένη σε ίδια βιώματα, της ομώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή. Μεταθέτοντας χρονικά την πλοκή της ιστορίας στην φασιστική Ιταλία πριν τον πόλεμο και τοποθετώντας τους ήρωες σε άνυδρο, ξερό περιβάλλον της ερήμου, επιχείρησε να ενσαρκώσει και να αποτυπώσει στην τέχνη κυρίως με την δύναμη της εικόνας και με τον σχεδόν απόντα λόγο, την φροϋδική τοποθέτηση πάνω στα μεγάλα ζητήματα που ανοίγονται για όποιον μελετήσει την «τραγωδία των τραγωδιών» όπως έχει χαρακτηριστεί. Από το 1900, που δημοσιεύτηκε «Η ερμηνεία των ονείρων» του Φρόυντ, έχει ανοίξει ένας τεράστιος διάλογος, για τις υπαρξιακές αναζητήσεις του έργου, αναζητήσεις που ακόμα και σήμερα παραμένουν ως άλλα αινίγματα προς λύση ακριβώς σαν αυτό της Σφίγγας, που έλυσε –σύμφωνα με τον μύθο- ο Οιδίποδας.

Γιατί αυτή η τραγωδία, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, μπορεί να είναι μια τραγωδία για την Μοίρα και το Πεπρωμένο, μπορεί να είναι μια τραγωδία για τον Άνθρωπο, που επιχειρεί να γίνει ρυθμιστής και καταλύτης της ζωής (ο Οιδίπους, ο ίδιος κρίνει, αναζητά, αποφασίζει), μπορεί να είναι μια τραγωδία για την αγωνιώδη κατάκτηση της Γνώσης και την ανάδυση από την Άγνοια, είναι όμως και μια τραγωδία οικογενειακή, βασισμένη εξ ολοκλήρου στις σχέσεις που διαμείβονται ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και την ψυχοσωματική αλληλοεξάρτηση τους. Και αν το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό, είναι το περίφημο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, που ανέλυσε ο Αυστριακός αναλυτής, θα αρκούσε να αναλογιστούμε ακριβώς τους ρόλους που ο Οιδίποδας έχει αξιωθεί στην ίδια την οικογένειά του, για να ισχυροποιήσουμε αυτήν την τοποθέτηση: είναι ταυτόχρονα γιός και αντεραστής, γιός και σύζυγος, πατέρας και αδερφός, ανεψιός και γαμπρός ένας άνθρωπος για όλους τους ρόλους μέσα στον στενό πυρήνα της κοινωνίας (έχει και άλλους ρόλους στην κοινωνία –τύραννος, ηγέτης, ήρωας- αλλά είναι προφανές ότι αυτή η διάσταση δεν αφορά τόσο την ψυχαναλυτική προσέγγιση).

 

avrakiotis

Ο Δημήτρης Καραντζάς, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του, μια άλλη «διαφορετική» ματιά της «Μήδειας», προσέγγιση που στέφθηκε με επιτυχία τόσο για την ίδια τη σύγχρονη διάσταση που έδωσε στο Ευριπίδειο κείμενο, αξιοποιώντας στο έπακρο το ανθρώπινο δυναμικό της παράστασης, όσο και για το υψηλό αισθητικά σκηνικό αποτέλεσμα που χάρισε στο κοινό, επιχείρησε και εδώ να ρίξει ένα άλλο βλέμμα στον μύθο του Οιδίποδα, βασισμένος τόσο στην αυτή καθεαυτή τραγωδία του Σοφοκλή, όσο και στην ταινία του Παζολίνι. Και εδώ τα όπλα του, τρεις γερά «διαβασμένοι» και με γερό σκηνικό «σώμα» ηθοποιοί, επιμένοντας στην θεμελιώδη για την τραγωδία «αρχή των τριών υποκριτών». Κάτι όμως δε λειτούργησε σωστά, αυτήν τη φορά, και η παράσταση δείχνει να αγωνίζεται να «φτάσει» το κοινό και να περάσει στην κερκίδα.

Μέσα σε ένα σκηνικό περιβάλλον, που ναι μεν εμπεριέχει τους πολλαπλούς συμβολισμούς που εξυφαίνονται στο έργο αλλά, εκ του αποτελέσματος αποκαλύπτεται δυσλειτουργικό (μπλουζάκια περασμένα σε μεταλλικές μαγνητικές κρεμάστρες δαπέδου-ο λαός της Θήβας, οι σκέψεις και ο δαίδαλος του ανθρώπινου νου, ο λαβύρινθος προς την γνώση αλλά και η παιδική αθωότητα της αλήθειας), οι τρεις ηθοποιοί γίνονται ταυτόχρονα υποκριτές, αφηγητές και αναλυτές των δρώμενων. Αυτή, η αποστασιοποίηση δημιουργεί κενά και στην ατμόσφαιρα της παράστασης αλλά και στην εξέλιξη και κορύφωση του τραγικού στοιχείου. Οι σκηνικοί δρόμοι που επέλεξε ο σκηνοθέτης κινούνται στον χάρτη του πειραματικού και ερευνητικού θεάτρου, απεκδύοντας από κάθε αρχαιοπρέπεια τους ήρωες και τοποθετώντας τους στο σήμερα. Η παράσταση, τεχνικά είναι αυτόφωτη, με τους ίδιους τους ηθοποιούς να χρησιμοποιούν τους προβολείς να φωτίζουν και να φωτίζονται. Είναι αισθητικά έντεχνα υποφωτισμένη, σε επίπεδο λόγου είναι έντεχνα «ψιθυριστή», καταγράφοντας με σαφήνεια τον υφέρποντα αισθησιασμό, που θέλει να αποδώσει ο σκηνοθέτης στις σχέσεις των ηρώων. Οι μεγάλες συγκρούσεις υπολείπονται, όλα τελούνται σχεδόν ήρεμα, σε στάση καθίσματος, οι αντιθέσεις των προσώπων χάνουν τον τραγικό προσδιορισμό τους και αρκετές στιγμές η σκηνική δράση δείχνει παγωμένη και αμήχανη. Η μουσική του Γιώργου Πούλιου, σηματοδοτεί και τονίζει τις καίριες στιγμές, καλύπτοντας σε μεγάλο ποσοστό την συναισθηματική απόσταση με το κοινό. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, παρόλο που επιχειρούν να συμπυκνώσουν τις ιδιότητες των ηρώων (άνθρωποι και άρχοντες) και το βάρος που φέρουν ως υπάρξεις με τα βαρύτιμα περιλαίμια, δεν εναρμονίζονται με την ουσία της, αλλά φρονώ πως ούτε και ταυτίζονται με την φροϋδική αντίληψή της.

Το μεγάλο ενδιαφέρον της παράστασης είναι οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών, οι οποίες παρόλο που είναι ενταγμένες σε αυτήν την χαμηλόφωνη σκηνοθετική οπτική και σε μια βραδυκίνητη φόρμα καταφέρνουν να δώσουν στίγμα στους εναλλασσόμενους ρόλους τους. Ο Μιχάλης Σαράντης, είναι διαβασμένος και έτοιμος, να μπει στο πετσί τέτοιων μεγάλων ρόλων και στέκεται ισάξια απέναντι στην εμπειρία της Μαρίας Κεχαγιόγλου και στην ερμηνευτική καθαρότητα του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη. Ανθρώπινος περισσότερο, παρά ημίθεος και ηγέτης, συμπράττει ίσως στην καλύτερη στιγμή της παράστασης, στην σκηνή με τον Τειρεσία-Μαρία Κεχαγιόγλου, η οποία έχει αναλάβει και τον ρόλο της Ιοκάστης διατρανώνοντας εμφαντικά την εκούσα Άγνοια της ηρωίδας της. Λίγο αργότερα θα έχει και μια εκ νέου σκηνική συνεύρεση μαζί της στην συζυγική «κάμαρα», στην οποία η λέξη «γυναίκα» με την οποία επαναλαμβανόμενα την αποκαλεί αποκτά σχεδόν ηδονική βαρύτητα. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, αναπτύσσει τους ρόλους του Κρέοντα, του Άγγελου, του Θεράποντα και του Εξάγγέλου, ελισσόμενος ερμηνευτικά σε αυτούς με διαφοροποίηση και προωθώντας την ίδια την εξέλιξη της υπόθεσης.

Συνοπτικά, η παράσταση αναμφισβήτητα είναι μια σπουδή πάνω στον Οιδίποδα Τύραννο, αυτήν την σημαντικότερη ίσως αρχαία τραγωδία. Και αυτό, ως εγχείρημα, αποκτά από μόνο του μια ιδιαίτερη βαρύτητα και ενδιαφέρον για τις πολύ δύσκολες θεατρικά ημέρες που διάγουμε. Διέκρινα, ωστόσο και μια δυσκολία επικοινωνίας των στόχων και των προθέσεων στο ευρύ κοινό, χάριν μιας δυνατής σκηνικής φόρμας, που έχει επιβληθεί του κειμένου και της μελέτης του. Και θεωρώ, πως αυτό είναι και το τρωτό σημείο της, κάτι που ο αναμφίβολα ταλαντούχος Δημήτρης Καραντζάς, θα πρέπει να «δουλέψει». Γιατί, πλέον η ωριμότητα είναι ήδη εδώ, ο ίδιος έχει βάλει τον πήχη ψηλά και οι προσδοκίες μας είναι εξίσου υψηλές.

 

 

Διαβάστε επίσης: 

Είδα Τη «Μήδεια» Στο Μικρό Θέατρο Της Αρχαίας Επιδαύρου