Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τον «Άνθρωπο Ελέφαντα»,σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη Κύριο

της Μυρτώς Παπαϊωάννου
 
Στο θέατρο Vault, ανεβαίνει ο «άνθρωπος ελέφαντας», ένα πασίγνωστο έργο του Μπερνάντ Πομεράνς, σε μετάφραση της Μαρλένας Γεωργιάδη
Είναι μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά εκτυλίχθησαν στην Αγγλία τον 19ο αιώνα. Η ιστορία αυτή του Τζών Μέρρυκ, του «ανθρώπου ελέφαντα» όπως τον  αποκαλούσαν στην εποχή του, ενέπνευσε τον συγγραφέα Μπερνάντ Πομεράνς να γράψει ένα κείμενο με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο αυτόν, που στη συνέχεια γνώρισε τεράστια επιτυχία σε ποικίλες θεατρικές σκηνές αλλά και στην κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Λίντς. 
 
 
 
Υπόθεση
 
Στην του 19ου αιώνα, όπου ακόμη τα freaks shows αποτελούσαν τρόπο διασκέδασης και ικανοποίησης της περιέργειας των πολιτών, εργαζόταν ο Τζων Μέρρυκ, καθώς έπασχε από μια σπάνια ασθένεια που του παραμόρφωνε το σώμα και το πρόσωπό του, τον καθιστούσε δυσλειτουργικό και κυρίως δημιουργούσε την εικόνα του εκτρώματος στους υπόλοιπους. Ο Τζων, ή άνθρωπος ελέφαντας όπως τον αποκαλούσαν δούλευε εκεί, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως έκθεμα- τέρας της φύσης. Συχνά ταξίδευε με το τσίρκο αυτό σε διπλανές ή μακρινές πόλεις, μέχρι που απαγορεύτηκαν βάσει νόμου τα freak shows. Τότε είναι που ο «θιασάρχης» του τσίρκου και μάνατζέρ του για χρόνια,  συμπεριφέρθηκε οικτρά, κλέβοντάς τον και πετώντας τον στον δρόμο. Ο Τζων Μέρρυκ στη συνέχεια θα συναντήσει τον γιατρό Τριβς, ο οποίος δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την σπάνια περίπτωση του Μέρρυκ. Τον περιθάλπει και τον παίρνει υπό την προστασία του σε ένα από τα ακριβότερα νοσοκομεία της εποχής, διεκδικώντας μια μόνιμη θέση για τον ασθενή του. Στην προσπάθειά του να βελτιώσει τη ζωή του Μέρρυκ, τον εμψυχώνει να μιλήσει, να συζητήσει και να μορφωθεί ενώ παράλληλα ο Μέρρυκ αποτελεί και αντικείμενο ενδιαφέροντος και παρακολούθησης, μιας μεγάλης μερίδας καλλιτεχνών, πολιτικών και γενικότερα επιφανών ανθρώπων της εποχής οι οποίοι τον επισκέπτονται συχνά. Ο Τζων αποκαλύπτει μέσα σε αυτό το διάστημα έναν υπέροχο χαρακτήρα, γεμάτο δικαιοσύνη και αγνότητα, μια ψυχή που θέλει να ζήσει, να βιώσει όμορφα και ανθρώπινα συναισθήματα, όπως την οικειότητα, την συντροφιά, τον έρωτα. Έχει ανάγκη να ζει σαν όλους τους υπόλοιπους καθημερινούς ανθρώπους, κι όχι να αποτελεί για ακόμα μια φορά έκθεμα. Ο γιατρός του επιβάλει τα όρια του τι μπορεί να κάνει και τι όχι, μέχρι που στο τέλος, ο «άνθρωπος ελέφαντας», ενώ φαινομενικά έχει βελτιώσει τη ζωή του, επιλέγει να την τερματίσει, ξαπλώνοντας το κεφάλι του τόσο, που κοιμήθηκε για πάντα. 
Οφείλω να ομολογήσω ότι είχα μια έντονη περιέργεια σχετικά με την απόδοση του αγαπημένου αυτού έργου, καθώς η ιστορία αυτή έχει αποτυπωθεί σε πολλές εικόνες στο μυαλό μου. Αναρωτιόμουν αν θα προσεγγίζει τα προηγούμενα θεατρικά ανεβάσματα, ή την ταινία του Λιντς. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα να προβλέψω. 
 
Ο Κοραής Δαμάτης, που ανέλαβε εκτός της σκηνοθεσίας, την διασκευή του έργου και την δραματουργική επεξεργασία, μας προσέφερε ένα άρτιο και φίνο αποτέλεσμα, από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό της παράστασης. Η σκηνή του Vault άνοιγε με το freak show, μεταφέροντας τους θεατές στο κλίμα της εποχής. Ένα κλίμα θαυμασμού και τρόμου, το αίσθημα μιας εποχής σκοτεινής όπου ο «άνθρωπος ελέφαντας» , αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας, αποκαλύφθηκε στα  μάτια μας όπως ακριβώς του άρμοζε. Όχι ένα τέρας, όπως θα προέβλεπε κανείς.  Ένας άνθρωπος άτυχος από τη φύση, όμορφος μέσα στην αγνότητά του και τρομακτικός στο καθρέφτισμά του στα μάτια των άλλων. Η εικόνα του Μέρρυκ δημιουργούσε ανάμεικτα συναισθήματα, ακριβώς επειδή η σκηνοθεσία στόχευε στην εμβάθυνση, κι όχι στον εντυπωσιασμό. Για μένα αυτό αποτέλεσε το κομβικό σημείο σε όλο το έργο, σε κάθε του αλληλεπίδραση με τα ερεθίσματα και τους ανθρώπους γύρω του, καθώς μπορούσε ο καθένας να δει μέσα από τον άνθρωπο ελέφαντα όχι μόνο μια ιστορία, αλλά κομμάτια του εαυτού του. Ο τρόπος που επιλέγει κανείς να παρουσιάσει μια ιστορία, δεν έχει να κάνει μόνο με ένα άρτιο κείμενο, αλλά με οτιδήποτε μπορεί να πλαισιώσει και να αναδειχθεί μέσα από αυτό. Η πρόσληψη της ιδέας του «ανθρώπου ελέφαντα», του φαινομενικά «μη κανονικού» αποτυπώθηκε ιδανικά σε όλο το έργο, με σεβασμό, ευαισθησία αλλά και ρεαλισμό. Δεν επιχειρήθηκε η επίκληση στο συναίσθημα, ουδεμία γκροτέσκα εικόνα ή υπερβολή.  Προφανώς η σκηνοθετική ματιά περνάει και μέσα από τα σκηνικά, τον φωτισμό και τα κοστούμια για τα οποία είναι επίσης υπεύθυνος ο Δαμάτης. 
Στο ρόλο του Τζων Μέρρυκ, ο Δημήτρης Καρατζιάς, ο οποίος εκτός των εξαιρετικών σκηνοθεσιών που είδαμε τα τελευταία χρόνια, κερδίζει το στοίχημα και υποκριτικά. Ερμηνεύει τον ρόλο του Μέρρυκ με απόλυτη φυσικότητα, προσθέτοντας στο ρόλο μια λυρικότητα ανεξήγητα ταιριαστή. Ο πόνος, η αγωνία, οι δυσκολίες, όλη η πορεία ενός ανθρώπου που έψαχνε μια διέξοδο ζωής, αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο στην ερμηνεία του Καρατζιά. Ήταν φανερό ότι ο χαρακτήρας του Μέρρυκ μελετήθηκε με σεβασμό και διεξοδικότητα, μέχρι που έγιναν ένα με τον ερμηνευτή. 
Ο Περικλής Μοσχολιδάκης που υποδύεται τον γιατρό Τριβς ανέδειξε πολύ σωστά τον ρόλο, ξεδιπλώνοντας όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του: την ευαίσθητη και καλή, ανθρώπινη πλευρά του αλλά κι αυτή που κρύβει αυστηρότητα, σκληρότητα και σκέψεις εγωιστικές. Ο ρόλος του Τριβς για μένα ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός, γιατί έπρεπε να ισορροπήσει στα μάτια του θεατή όλες τις συνισταμένες του χαρακτήρα του γιατρού, του οποίου η παρουσία ήταν καταλυτικής σημασίας, με πολλές ερμηνευτικές προεκτάσεις. 
Τον ρόλο της κυρίας Νένταλ η οποία ξυπνά το ερωτικό συναίσθημα στον Μέρρυκ, ενσαρκώνει η Μαρία Καβουκίδη, τονίζοντας τη ζεστασιά, την φινέτσα και τον γυναικείο ερωτισμό σε κάθε της εμφάνιση. 
Ο Στέλιος Καλαϊτζής, ο Αντώνης Καραθανασόπουλος αναλαμβάνουν τρεις μικρότερους ρόλους ο καθένας τους και πλαισιώνουν άψογα το περιβάλλον του ανθρώπου ελέφαντα, όπως επίσης οι Μιχάλης Καλιότσος και Σοφία Ρούβα έχουν καλές ερμηνείες, εξαιρετικά δεμένες με των υπολοίπων. 
Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη απολύτως ταιριαστή με το κλίμα του έργου, και η κινησιολογία των ηθοποιών υπό την Μαρίζα Τσίγκα συνέβαλαν στο καλαίσθητο αποτέλεσμα.
Τέλος, θεωρώ ότι οφείλω να κάνω μια ιδιαίτερη μνεία, στον Σωκράτη Παπαδόπουλο για την κατασκευή της σιδερένιας μάσκας και του χεριού του ανθρώπου ελέφαντα, όπως επίσης και στην ταλαντούχα Ελένη Σουμή για τις περίτεχνες μάσκες της, πραγματικά έργα τέχνης. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν εκθέματα- στολίδια εικαστικών εκθέσεων. Μετά το τέλος της παράστασης, πολλοί από τους θεατές μείναμε στη σκηνή θαυμάζοντας ένα προς ένα τα κομψοτεχνήματα αυτά των δημιουργών. 
Το ήθος, οι ερμηνείες και η αισθητική της παράστασης αυτής είναι στοιχεία που ανεβάζουν πολύ τον πήχη της θεατρικής δημιουργίας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, ένα έργο που κρύβει παγίδες, λόγω του θέματός του αλλά και της  προηγούμενης ανάδειξής του από σπουδαίους καλλιτέχνες. Ένα μεγάλο μπράβο στην ομάδα για αυτό το αποτέλεσμα.