Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τις «Επαναστατικές μεθόδους για τον καθαρισμό της πισίνας σας», σε σκηνοθεσία Σαράντου - Γεώργιου Ζερβουλάκου

Ένα έργο που διαπραγματεύεται την αγία ελληνική οικογένεια, το συναίσθημα «της επένδυσης που απέτυχε», την κόντρα μεταξύ της «παλιάς» γενιάς με τη νέα, την «κακομαθημένη», μπορεί να ακούγεται ακόμα και τετριμμένο.

Αν, όμως, αυτό έχει γραφτεί με πολύ χιούμορ, έξυπνες ατάκες, σασπένς, δομημένους χαρακτήρες έχοντας ένα στιβαρό υπόβαθρο πολιτικοινωνικού σχολιασμού, τότε μιλάμε για ένα σημαντικό σύγχρονο νεοελληνικό έργο, από αυτά που έχει ανάγκη η ελληνική δραματουργία.

Η Αλεξάνδρα Κ* με τις «Επαναστατικές μεθόδους για τον καθαρισμό της πισίνας σας» εμπνεόμενη από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά κι από ένα αληθινό περιστατικό, που συνέβη το Νοέμβριο του 1977, με πρωταγωνιστή τον γιατρό Βασίλη Τσιρώνη, ο οποίος κήρυξε το διαμέρισμά του ανεξάρτητο κράτος, όπως κι ο Αντώνης Τάδε στο έργο, δημιούργησε μια ιστορία με τέσσερις ήρωες, οι οποίοι επικοινωνούν τη δική τους προσωπική αλήθεια και γίνονται αποδεκτοί ακριβώς γι’ αυτή.

Ήρωες που αγαπιούνται για την τρέλα τους, ίσως γιατί το κοινό ταυτίζεται, εν μέρει, μαζί τους. Είναι τόσο «οικεία» τα κακά που διαδραματίζονται επί σκηνής, ώστε δύσκολα κανείς δεν θα κάνει, έστω κι ασυνείδητα τη σύνδεση με προσωπικά του βιώματα.

Ο πατέρας, αφού κανένα από τα δύο παιδιά του δεν ευθυγραμμίζεται με τις προσδοκίες του για την ενοικίαση της σομόν «Βίλλας Λένας», ουσιαστικά του αυθαίρετου κακόγουστου εξοχικού του, στο βορειότερο μέρος του βορειότερου σημείου της χώρας, σε ξένους τουρίστες, αντίθετα συμμερίζονται, ως καλύτερη λύση, την πώλησή της στο ξένο κεφάλαιο, ώστε να επωφεληθούν από τα χρήματα, οδηγείται σε μια φαινομενικά ακραία λύση. Κηρύττει ανεξάρτητο κράτος τη γη του, κρατά ομήρους το γιο, την κόρη και τη φιλοξενούμενη Γερμανίδα φίλη της και στέφεται λαϊκός ήρωας για μια μέρα.

Στο έργο πέρα από το ψυχαναλυτικού τύπου πλαίσιο της μέσης ελληνικής οικογένειας, η οποία βιώνει παθογένειες, θίγονται παράλληλα πολλαπλά ζητήματα από την οικολογία και την επιβίωση των υδροβιότοπων μέχρι τη σχέση του σύγχρονου ατόμου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Σαράντος – Γεώργιος Ζερβουλάκος, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά δουλειά του στην Αθήνα φαίνεται να αφουγκράζεται το κείμενο στην ολότητά του, κατανοώντας την πολυσημία του, χωρίς όμως να το επιβαρύνει σκηνοθετικά.

Αξιοποιεί για παράδειγμα τους αγγλικούς διαλόγους που υπάρχουν στο έργο, λόγω της παρουσίας της Γερμανίδας φιλοξενούμενης, άλλοτε για να προσδώσει χιούμορ στην παράσταση, άλλοτε για να κλιμακώσει την ένταση. Δουλεύει εξαιρετικά με το πίσω κείμενο τοποθετώντας τους ηθοποιούς να δρουν είτε σαν υποσυνείδητοι κόσμοι είτε ως μελλούμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή όπου γιος και πατέρας συγκρούονται, ενώ η κόρη, η οποία δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή της, χτυπά στο έδαφος το σφυρί.

Ο σκηνοθέτης συνυπογράφει τα σκηνικά με την Ηλένια Δουλαρίδη. Οι δύο τους εκμεταλλεύονται ιδανικά το υπόγειο της Πειραματικής με σκηνικά αντικείμενα απόλυτα ταιριαστά με τον κόσμο της ιστορίας, τα οποία συμβάλλουν καθοριστικά και στη δράση. Εξίσου λειτουργικά και τα κουστούμια της Ηλένιας Δουαρίδη κι οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, οι οποίοι συμβάλλουν στην αίσθηση ενός, ενίοτε σουρεαλιστικού, σύμπαντος.

Τίποτα, όμως, δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την εξαιρετική ομάδα των ηθοποιών. Πρωτοστατούντος του Μανώλη Μαυροματάκη, ο οποίος δίνει ρεσιτάλ σε σκηνές, όπως στην αφήγηση με «ολίγα» αγγλικά της σχέσης του με την μπεκάτσα και στο διάγγελμά του μέσω live streaming στην πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας.

Αντάξιος γιος του ο Δημήτρης Πασσάς σε μια ερμηνεία, η οποία πείθει απόλυτα για όλα όσα φέρει επί σκηνής. Εξίσου ενδιαφέρουσες σκηνικά η Ρόζα Προδρόμου στον ρόλο της κόρης κι η Εύα - Μαρία Σόμερσμπεργκ ως Γερμανίδα τουρίστρια.

Στο φινάλε, όλοι τους θα γίνουν ατραξιόν για τους τουρίστες με μουσική υπόκρουση μια νέα εκδοχή του εθνικού μας ύμνου, που συνέθεσε ειδικά για την παράσταση ο Κορνήλιος Σελαμσής.

Η παράσταση θα παίζεται μέχρι τις 17 Ιουνίου αποτελώντας το καλύτερο φινάλε για την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε μια σεζόν στην οποία ήταν, νομίζω, ό,τι καλύτερο είχε να παρουσιάσει μαζί με το εξαιρετικό «Lasciatemi Morire» των Καμαράτου- Κουτσολέλου.

Από τη Γιώτα Δημητριάδη