Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τις «Δούλες» σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη

Το καταραμένο παιδί (l’enfant maudit) της γαλλικής δραματουργίας Ζαν Ζενέ (1910 – 1986), κατάφερε τελικά να γίνει αποδεκτό στο ευρύ κοινό, μέσω του έργου του «Les Bonnes», του οποίου η ακριβής μετάφραση στα ελληνικά είναι οι Υπηρέτριες, αλλά και οι Καλές. Ο Ελύτης, 50 χρόνια πριν, στην πρώτη παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα και μάλιστα για το Θέατρο Τέχνης πάλι, το μετέφρασε με τον όρο «Οι Δούλες» και έκτοτε στις αμέτρητες φορές που το έργο έχει παρασταθεί στη χώρα μας, ο όρος διατηρήθηκε από όλους τους μεταφραστές που το άγγιξαν και από την Ολυμπία Καράγιωργα εν προκειμένω, στη φετινή παράσταση της επιστροφής του στο Υπόγειο του Κουν. Ο Ζενέ, ένας περιθωριακός, εκδιδόμενος ομοφυλόφιλος, κατάδικος, εγκαταλελειμμένος από τη μητέρα του από νωρίς, περνάει στα χέρια της πρόνοιας, αναμορφωτηρίων και φυλακών, ενώ βρίσκει τον εαυτό του στη συγγραφή, (ενώ βρισκόταν στη φυλακή, όπου και γράφει τα περισσότερα έργα του). Καταλυτικό ρόλο στη ζωή και το έργο του διαδραμάτισε η γνωριμία του με τον Σαρτρ, για να μπορούμε σήμερα να πούμε πως ο Ζενέ υπήρξε σημαντικό κομμάτι της γαλλικής διανόησης και όχι μόνο, καθώς και ένας ιδιαίτερος εκπρόσωπος του θεάτρου του παραλόγου.
 
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα το έργο δεν γράφτηκε για να δικαιώσει την τάξη των υπηρετών και να ασχοληθεί με τα ζητήματα τους, αλλά πρόκειται για μια αλληγορία. «Οι Δούλες» είμαστε όλοι εμείς, με τα όνειρα μας, τις ψευδαισθήσεις μας, τις αρρωστημένες φαντασιώσεις μας, τις ανάγκες διαφυγής μας από την πραγματικότητα. «Οι Δούλες» είναι ο αντικατοπτρισμός όλων εκείνων που φοβόμαστε, που αγαπάμε να μισούμε, συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας, που στο έργο απεικονίζεται με την παρουσία της Κυρίας, η οποία με τη σειρά της ναι μεν εξουσιάζει τις δούλες της και ορίζει το παρόν και το μέλλον τους, από την άλλη δε, είναι ‘’δούλα’’ του κυρίου που δεν εμφανίζεται στο έργο, αλλά η δυναμή του την παραλύει και εξάλλου δούλα της εμφάνισης της.
 
Το 1933 οι αδερφές Λεά και Κριστίν Παπέν, υπηρέτριες σε πλούσιο σπίτι στο Λε Μαν διαπράττουν ένα διπλό φόνο. Σκοτώνουν την κυρία τους και την κόρη της. Στο δικαστήριο φάνηκαν αμετανόητες, δεν ζήτησαν κανένα ελαφρυντικό και η μόνη τους επιθυμία ήταν να μοιραστούν τις ευθύνες της αποτρόπαιας πράξης τους. Ο Ζενέ διάβασε για το έγκλημα στις εφημερίδες και δέκα χρόνια μετά δίνει ζωή στις ηρωίδες του έργου του, Κλαιρ και Σολάνζ, δύο αδερφές που περνούν τη ζωή τους μισώντας την Κυρία τους και αγαπώντας την, «η κυρία είναι καλή» ακούγεται από το στόμα της Κλαιρ αρκετές φορές, για να πάρει την απάντηση της Σολάνζ «Βλάκα, μας αγαπάει όπως αγαπάει τον μπιντέ της».
 
Οι αδερφές Κλαιρ και Σολάνζ δουλεύουν ως υπηρέτριες σε ένα πλούσιο σπίτι και περνούν τη ζωή τους ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, το θαυμασμό και το φθόνο για την Κυρία τους. Όταν εκείνη λείπει επιδίδονται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι μεταμορφώσεων και εναλλαγής ρόλων. Ποιά είναι Κυρία και ποιά η υπηρέτρια;  Πότε η Κλαιρ είναι η Κλαιρ και πότε η Σολάνζ είναι η Σολάνζ. Το παιχνίδι είναι η διαφυγή από τον εγκλεισμό τους, από την τάση απελευθέρωσης που τις διακατέχει.  Στα πλαίσια του παιχνιδιού τους συμβάλλουν στη φυλάκιση του κυρίου. Στην προσπάθεια τους να διαφύγουν την τιμωρία αποφασίζουν να σκοτώσουν την Κυρία τους. Αποπειρώνται να την δηλητηριάσουν, αλλά αποδεικνύονται ανεπαρκείς και σ’αυτό.
 
Το έργο για πρώτη φορά ανέβηκε στο Παρίσι το 1947 σε σκηνοθεσία Λουί Ζουβέ. Φέτος στο Υπόγειο του Κουν σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Ο υποψιασμένος θεατής στο έργο του Ζενέ «Οι Δούλες» περιμένει να δει τις αδερφές Κλαιρ και Σολάνζ στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού που δουλεύουν, όπου εκτυλίσσεται όλο το έργο. Στην εν λόγω παράσταση έρχεται αντιμέτωπος με κάτι και νούργιο που αρχικά ξενίζει, αλλά τελικά είναι πολύ επιτυχημένο και πρωτότυπο. Μπροστά στα μάτια των θεατών ένα τραπέζι «ντύνεται» κρεβάτι με μαύρο σεντόνι, ενώ στρώνονται επιδαπέδιοι καθρέπτες που αντικατοπτρίζουν τις ψυχές των ηρωίδων και αντανακλούν και τις διαθέσεις των θεατών. Ευρηματικό τέχνασμα μια και μιλάμε για αλληγορική ιστορία. Στο ξεκίνημα του έργου το παιχνίδι που παίζουν η Κλαιρ και η Σολάνζ, είναι αυτό της δούλας και της κυρίας. Η Σολάνζ γίνεται Κλαιρ και η Κλαιρ, Κυρία. Της πετάει λουλούδια «θέλω η Κυρία να είναι όμορφη». «Δεν αντέχω άλλο να με αντιμετωπίζετε σαν αντικείμενο. Η Κλαιρ μέσα της κλαίει, αλλά τολμά και σας το λέει, άντε γαμηθείτε». Ή ακόμα και τα πορτοκαλί γάντια της Σολάνζ Κλαιρ όταν πάει να ολοκληρώσει την αποστολή της, είναι εύρυμα σκηνοθετικό που κεντρίζει το ενδιαφέρον. Η σκηνοθετική άποψη λοιπόν της Κάλμπαρη μας εντυπωσίασε.
 
Τα κοστούμια της παράστασης(Χριστίνα Κάλμπαρη) λιτά και μαύρα, όπως και οι ψυχές των ηρωίδων, λειτουργικά μια και αλλάζουν και μορφή κατά τη διάρκεια της παράστασης για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της, πετυχαίνουν άλλο ένα στοίχημα.
 
Η Χριστίνα Κάλμπαρη που έχει επιμεληθεί και το σκηνικό, με τη δουλειά της αναδεικνύει την ουσιά του έργου.
 
Οι φωτισμοί (Στέλλα Κάλτσου) τονίζουν τη δυναμική των χαρακτήρων και προκαλούν ένταση ή ανακούφιση.
 
Η μουσική επιμέλεια του Νέστωρα Κοψιδά μας βάζει από τη αρχή στην ατμόσφαιρα της εποχής, όταν ξεκινά με το «Anna la Bonne» του Ζαν Κοκτό, που γράφτηκε για το έργο του Ζενέ, και τελειώνει με το πιο πρόσφατο «Voyage Voyage».
 
Οι πρωταγωνίστριες Κάτια Γέρου (Σολάνζ) και Κωνσταντίνα Τάκαλου(Κλαιρ) μας καθηλώνουν με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους και τη χημεία τους επί σκηνής. Πιο συγκεκριμένα η έμπειρη Κάτια Γέρου ως Σολάνζ, όνομα που στα γαλλικά κάνει συνειρμό με το insolence, ξεδιαντροπιά, μας παρουσιάζει μια ξεδιάντροπη υπηρέτρια που στο τέλος και αυτή δειλιάζει και δείχνει αυτοθυσία για την αδερφή της.
 
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ως Κλαιρ είναι απλά συγκινητική. Παίζει με όλες τις τις αισθήσεις, με το σώμα και το πνεύμα της. Αδιαμφισβήτητα είναι το παρόν και το μέλλον του ελληνικού θεάτρου. Αποτυπώνει όλη τη γλύκα και τη σκληράδα της Κλαιρ της.
 
Η Μαριάννα Κάλμπαρη ως Κυρία μπαίνει δυναμικά στη σκηνή και παίζει επιτηδευμένα σκόπιμα για να ταυτιστεί με την κενότητα και τη ματαιοδοξία της σημερινής εποχής.
 
Η παράσταση αφήνει στα χείλη μια γλυκιά πίκρα και έναν προβληματισμό που τον έχουμε ανάγκη. 
 
Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη