Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Οι «Βάκχες» είναι το κύκνειο άσμα του Ευριπίδη. Γράφτηκαν ενώ ο ποιητής βρισκόταν στη Μακεδονία το 407 π.Χ. και παρουσιάστηκαν από το γιο του στην Αθήνα το 405 π.Χ., αφότου ο ίδιος είχε πεθάνει.

Στις «Βάκχες» κεντρικός ήρωας είναι ο θεός Διόνυσος. Αυτό είναι μοναδικό γεγονός για όλη την τραγική δημιουργία της εποχής εκείνης. Είναι η μοναδική τραγωδία, από όσες έχουν διασωθεί τουλάχιστον, στην οποία τραγικός ήρωας δεν είναι κάποιος θνητός. Αυτό υποσκάπτει τα ίδια τα θεμέλια της τραγικής φόρμας, καθώς σε ένα θεό τίποτα δεν μπορεί να φέρει οριστική τραγική κατάληξη. Ένας θεός δεν πεθαίνει, δεν νικιέται οριστικά, δεν μπορεί να υποφέρει όσα η ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι δεν μπορεί να οδηγήσει και το κοινό σε μια τραγική ταύτιση με τον ίδιο.

Είναι ίσως το μόνο έργο του Ευριπίδη στο οποίο το κέντρο της αφήγησης δεν είναι μια ιστορία, μια δράση, μια ενδιαφέρουσα πλοκή αλλά η διαρκής μεταμόρφωση κάθε ήρωα. Επιπλέον, ο Ευριπίδης, που ιστορικά ολοκληρώνει την τραγική ποίηση του 5ου αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της τραγικής φόρμας με το να επικεντρωθεί στη γραμμική αφήγηση των γεγονότων. Έτσι μετέθεσε το σκηνικό βάρος από την τραγικότητα των ηρώων στην «περιπέτεια».

Ίσως αυτό το στοιχείο να είχε ως βάση η σκηνοθετική ματιά του Έκτορα Λυγίζου που μας παρέδωσε μια παράσταση κατά βάση αφηγηματική, η οποία δεν στερούνταν πρωτοτυπίας, έμπνευσης και σκληρής δουλειάς συνόλου υποκριτών με σπάνιο σκηνικό τάλαντο.

Οι οκτώ ηθοποιοί ξετυλίγουν στο κοίλον της Επιδαύρου τρεις μοβ κυλίνδρους ‒ διόλου τυχαία η επιλογή του χρώματος, που στη συνέχεια με τους φωτισμούς (φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης) γίνεται καφέ, όταν με τα σώματα των ηθοποιών μοιάζει με τον κορμό του δέντρου, από όπου η Αγαύη θα κατασπαράξει σαν άλλη Μήδεια το γιο της Πενθέα. Τα κοστούμια τους σαν προβιές ζώων ή σύγχρονα ταγάρια αποκολλώνται από το σώμα μαζί με κάποια σιδερένια εξαρτήματα. Έτσι όποιος ήρωας πιστεύει στο θεό μεταμορφώνεται ακόμα και εξωτερικά, ντύνεται στα λευκά και τα μικρά σίδερα που κατρακυλούν στο υφασμάτινο δάπεδο μοιάζουν σαν ραβδάκια νεράιδας σύγχρονου παραμυθιού που τον ακούμπησαν και τον προσηλύτισαν στη νέα θρησκεία του Βάκχου (σκηνικό-κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη).

Ο Διόνυσος του Αργύρη Πανταζάρα έχει έντονη την ανθρώπινη διάσταση αποκρύπτοντας τη θεϊκή. Ο λόγος του είναι καθαρός, με μια φυσική ροή. Οι κινήσεις του ελάχιστες, κυρίως με τα χέρια, καθώς σαν ταχυδακτυλουργός προσπαθεί να μαγέψει το κοινό του. Δεν μοιάζει να πέφτει βαρύς πάνω στους ανθρώπους και να τους συνθλίβει. Περισσότερο η μορφή του θυμίζει πνεύμα.

Οι Ανέζα Παπαδοπούλου και Χρήστος Στέργιογλου είναι ένα εκπληκτικό δίδυμο ως Κάδμος και Τειρεσίας. Η σκηνική εμπειρία τους αλλά και η χημεία που έχουν χαρίζει ένα απολαυστικό αποτέλεσμα με κωμικές πινελιές.

Η Μαρία Πρωτόπαππα παρουσιάζει έναν αποφασιστικό Πενθέα, με τη δυναμική της παρουσία να γεμίζει την Επίδαυρο που παλεύει να οχυρώσει την πόλη απέναντι στην έλευση της νέας θρησκείας. Τον ίδιο ρόλο θα ερμηνεύσει στη συνέχεια και ο Βασίλης Μαγουλιώτης με μια αφοπλιστική απόγνωση που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, όταν η κατάσταση με τις Βακχίδες θα έχει πια ξεφύγει από τον έλεγχο, αλλά και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Εντυπωσιακοί επίσης η Ανθή Ευστρατιάδου και ο Άρης Μπαλής ως αγγελιαφόροι που περιγράφουν τα γεγονότα με ένα σώμα και μια φωνή και πραγματικά συνεπαίρνουν.

Αυτό που ξένισε στην παράσταση ήταν η παντελής έλλειψη μουσικής. Ένα από τα βασικά ἡδύσματα («καρυκεύματα») που έλεγε και ο Αριστοτέλης για το αρχαίο δράμα (ο λόγος στη τραγωδία να έχει «ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν καὶ μέλος»), που κατά τη γνώμη μου θα τροφοδοτούσε σε αρκετά σημεία την αφήγηση.

Η παράσταση του Έκτορα Λυγίζου μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και μου άρεσε, αλλά θα την εκτιμούσα περισσότερο αν ο σκηνοθέτης ξεκαθάριζε εξαρχής τις προθέσεις του, δηλαδή αν διευκρίνιζε ότι ήταν «βασισμένη στις ‘‘Βάκχες’’ του Ευριπίδη», αφού απουσίαζαν πολλά μέρη της τραγωδίας αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά της.

Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να βιώσει κανείς το μέγεθος της αποτρόπαιης πράξης της Αγαύης αν δεν ακούσει το θρήνο της. Δεν ξέρω πώς μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει «βακχίζομαι», τη μέθη και την ένθεη μανία του Διονύσου, αν δεν δει τις ίδιες τις Βάκχες, το χορό των μαινάδων γυναικών. Δεν ξέρω αν αρκεί απλώς η περιγραφή των ηθοποιών. Αυτά σε ένα πρώτο επίπεδο.

Γιατί από εκεί και πέρα μπορούν να τεθούν πολλά ερωτήματα για το πόσα ουσιαστικά κομμάτια χάνει ο θεατής από έναν ακρωτηριασμένο Ευριπίδη. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Το τραγικό στοιχείο στις «Βάκχες» δεν αφορά τα πάθη του Πενθέα, αφορά το θάνατο και την ανάσταση του Διονύσου. Ένας θνητός μπορεί μόνο να πεθάνει. Ο θεός Διόνυσος μπορεί και να αναστηθεί μέσα από τα σκορπισμένα του μέλη. Η υπέρβαση της ίδιας της θνησιγενούς ύπαρξης καθιστά εφικτή την τραγική ενόραση, δηλαδή, ενώ όλοι οι άνθρωποι ποθούν την ολοκληρωτική υπέρβαση, μόνο ένας θεός το καταφέρνει και αυτός πληρώνοντας το στιγμιαίο θάνατό του.

Στην παράσταση του Έκτορα Λυγίζου ο θεός Διόνυσος είχε μια τόσο guest διακριτική παρουσία, που, αλίμονο, αν κανείς μπορέσει έστω και να υποψιαστεί αυτό το στοιχείο.