Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Αναστάσης Πινακουλάκης

Αναστάσης Πινακουλάκης

Ο Αναστάσης Πινακουλάκης ζει στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Θεατρικών Σπουδών και φοιτητής του τμήματος Πολιτική Επιστήμη και Δημοσία Διοίκηση του ΕΚΠΑ. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και παραμυθιών, τη θεατρική κριτική και την αρθρογραφία, ενώ εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Το τελευταίο έργο του Μάρτιν Σέρμαν, ένα θεατρικό δωματίου σκηνοθετεί ο έμπειρος Γ. Λεοντάρης στο Θέατρο Σταθμός.

Η παράσταση Όπως πάει το ποτάμι επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρούφους συναντάμε τον Μάνο Καρατζογιάννη, την ψυχή του Θεάτρου Σταθμού, ενώ τον Μπο υποδύεται ο μεγάλος ηθοποιός Περικλής Μουστάκης. Το αθηναϊκό κοινό είναι εξοικειωμένο με τη δραματουργία του Σέρμαν, αφού τις σεζόν 2012-2014 ο Δημήτρης Καρατζιάς παρουσίασε το Bent στο Vault, στο οποίο πρωταγωνιστούσε κιόλας, ενώ το 2020 ο Νίκος Καραγέωργος σκηνοθέτησε την υπέροχη Δέσποινα Μπεμπεδέλη στο Ρόουζ.

Ο Σέρμαν είναι ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος Εβραίος και πολλά από τα έργα του ασχολούνται με τις διακρίσεις και την περιθωριοποίηση των μειονοτήτων είτε είναι ομοφυλόφιλοι, γυναίκες, ξένοι, ανάπηροι, διαφορετικοί ως προς τη θρησκεία, την τάξη ή το χρώμα. Το Gently down the stream γράφτηκε το 2014 και είναι το τελευταίο του έργο.

opos paei to potami 2a c nikos pantazaras

Το έργο

Υπόθεση: O Μπο, ένας Αμερικανός πιανίστας που ζει στο Λονδίνο και πιστεύει ακράδαντα πως όλες οι ερωτικές σχέσεις έχουν ημερομηνία λήξης, συναντάει στα 62 του μέσω διαδικτύου τον Ρούφους, έναν 29χρονο διπολικό δικηγόρο ο οποίος γοητεύεται από το παρελθόν που ο Μπο αντιπροσωπεύει. Γίνονται ζευγάρι και ζουν μαζί για δεκατρία χρόνια. Η σχέση τους φωτίζεται από αφηγήσεις για όλη την ιστορία του gay κινήματος, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και σήμερα. Βαθαίνει, δυναμώνει και βρίσκεται μπροστά στα μεγάλα διλήμματα της ερωτικής συμβίωσης: αντισυμβατικότητα ή «κανονικότητα»; Κίνδυνος ή ασφάλεια; Εξέγερση ή ενσωμάτωση; Στο τέλος, το τρίτο πρόσωπο, ο νεαρός drag performer Χάρυ, θα επιδράσει καταλυτικά στο ζευγάρι… Στο μικροσκόπιο του βραβευμένου συγγραφέα, οι ανασφάλειες, οι εγωισμοί, τα όνειρα, το γήρας, η φθορά, η αναζήτηση ταυτότητας, η αφοσίωση, ο γάμος, η υιοθεσία και βέβαια η αποδοχή.

Ο Σέρμαν στο «Όπως πάει το ποτάμι» καταθέτει μια μεγάλη παρακαταθήκη, μια «εποποιία της διαφορετικότητας» καταφέρνοντας, με αφετηρία τον ομόφυλο έρωτα, να μιλήσει με τόλμη για όλα τα ζευγάρια, όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλική ταυτότητα που επιλέγει ο καθένας. Η παράσταση αξιοποιώντας τόσο τη θεατρική, όσο και την κινηματογραφική φόρμα, θέτει στην πραγματικότητα τα αμείλικτα και δύσκολα ερωτήματα που αφορούν όλες και όλους τους ερωτευμένους.

Η πλοκή εξελίσσεται σε διάστημα 12 χρόνων από το 2002 ως το 2013 περιγράφοντας τη γνωριμία του Μπο με τον Ρούφους μέσω εφαρμογής γνωριμιών. Ανάμεσα στις διαλογικές σκηνές παρεμβάλλονται μονόλογοι του Μπο που περιγράφουν τη Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του 1950 και του 1960, με τις εγκληματικές ομοφοβικές επιθέσεις, το καρναβάλι διαφορετικότητας, τις διαδηλώσεις της ΛΟΑΤ κοινότητας, τον ρατσισμό και το κοινωνικό στίγμα της ομοφυλοφιλίας και φυσικά τη μουσική της εποχής. Μέσω του Ρούφους, έχουμε μια ανάγλυφη περιγραφή της διπολικής συναισθηματικής διαταραχής και της μανιοκατάθλιψης. Η μεταξύ τους σχέση εξερευνά και μια όχι τόσο συχνή θεματική των γκέι έργων, αυτό του ηλικιακού ρατσισμού και την αδυναμία συμβιβασμού με το γήρας. Ο Μπο είναι ένας 62χρονος άντρας που παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες, έχει χάσει αρκετούς συντρόφους, ενώ πλέον αποδέχεται τον χαρακτηρισμό «daddy», ζώντας μια νέα εποχή στην ερωτική του ζωή.

Opos paei to potami 15 new Nikos Pantazaras

Η παράσταση

Ο Γιάννης Λεοντάρης έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στην προσέγγιση του έργου και των ιδιαίτερων θεμάτων του. Επέλεξε μια ρεαλιστική υποκριτική γραμμή, αξιοποιώντας το πολύ καλό ερμηνευτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του, τον Μ. Καρατζογιάννη και τον Π. Μουστάκη. Ανάμεσα στις δραματουργικές σκηνές, παρεμβάλλονται βιντεοσκοπημένοι μονόλογοι του Μπο, που αναφέρονται στο παρελθόν και τη μακρά ερωτική του ζωή (σχεδιασμός βίντεο: Μικαέλα Λιακατά) Στη σκηνή βλέπουμε το εσωτερικό του σπιτιού του Μπο, μ’ έναν μεγάλο καναπέ, μια γιγαντοοθόνη, μια βιβλιοθήκη κι ένα σκεπασμένο πιάνο (σκηνικά-κοστούμια: Μ. Λιακατά). Ωραία και η ρετρό μουσική που ακούγεται στο πρώτο μέρος της παράστασης, αν και θα ήταν προτιμότερο να απουσίαζαν οι ελληνικοί υπότιτλοι.

Το έργο δίνει ορατότητα σε μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερες γνωστές πτυχές της ΛΟΑΤ κοινότητας, που μπορεί να φαίνονται ξένες από τα ελληνικά δεδομένα, αλλά σίγουρα κάθε γκέι ή μη άτομο μπορεί να κάνει προβολές από τη δική του ζωή. Χρόνια μετά το Bent, ο Σέρμαν δίνει ένα έργο ωριμότητας που έχει πολλά να πει στο θεατρικό κοινό. Οι χαρακτήρες του με τα καλά και τις ρωγμές τους, είναι ολοζώντανοι και βγαλμένοι από την πραγματικότητα. Ο λόγος ρέει και έχουμε ένα ύφος «κλασσικά» θεατρικό.

Το μεγάλο ατού της παράστασης είναι σίγουρα η σκηνική συνάντηση του Περικλή Μουστάκη με τον Μάνο Καρατζογιάννη. Από τη μία έχουμε έναν κορυφαίο ερμηνευτή, τον Μουστάκη –που όλοι θαυμάσαμε στον Φαέθοντα και σε πολλές άλλες παραστάσεις- να υποδύεται έναν μεσήλικα ομοφυλόφιλο με ψυχική γενναιοδωρία κι από την άλλη έναν Μάνο Καρατζογιάννη σε μια από τις ωριμότερες και πιο έμμετρες τεχνικά ερμηνείες της καριέρας τους. Είναι συγκινητικό πως όσο αταίριαστοι φαίνονται οι ρόλοι που υποδύονται, άλλο τόσο ταιριαστοί φαίνονται στην σκηνή που μοιράζονται και στη σχέση που περιγράφουν.

Δυσκολεύομαι να θυμηθώ άλλο queer θεατρικό έργο με υπερήλικα χαρακτήρα, κι ο Μουστάκης δίνει έναν γοητευτικότατο Μπο, με τα πάθη και τις αδυναμίες του, με κάθε βλέμμα του -ιδίως τα κοντινά στο φακό- να λέει περισσότερα ακόμη κι από τους πυκνογραμμένους μονολόγους του. Αντίστοιχα, ο Καρατζογιάννης μας έχει συνηθίσει σε διαφορετικούς «κουνημένους» χαρακτήρες, όπως τον Κρίστοφερ στο Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα ή τις Φυλές, που σκηνοθέτησε ο Τάκης Τζαμαργιάς, έτσι κι εδώ. Ο Ρούφους του φέρει την αστείρευτη ενέργεια και την ακραία έκφραση συναισθημάτων ενός διπολικού ατόμου, τον ερωτισμό και την ανάγκη για συντροφικότητα, ξεδιπλώνοντας μια ζηλευτή ερμηνευτική γκάμα.

Στο τελευταίο μέρος του έργου, βλέπουμε και τον Δημήτρη Ροΐδη, στο ρόλο του Χάρυ, το νεώτερο σύντροφο του Ρούφους. Ο Ροΐδης δίνει ίσως την πιο κουίρ ερμηνεία της παράστασης, αφού έχει ένα στιγμιότυπο ως drag queen, ενώ γενικότερα η γλώσσα του σώματος του θυμίζει πιο στερεοτυπικά έναν γκέι (ευδιάθετο) άντρα. Μέσω αυτού, ο Ρούφους θα καταφέρει να συνάψει την συντροφική σχέση που ονειρευόταν αλλά και να υιοθετήσει ένα παιδί. Στην Ελλάδα αυτό ακόμη δεν έχει θεσμοθετηθεί, πέραν από λίγες φωτεινές εξαιρέσεις που δίνουν την ελπίδα σε πολλά ομόφυλα ζευγάρια να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια στο μέλλον.

Με λίγα λόγια, το Όπως πάει το ποτάμι που παρουσιάζει ο Γιάννης Λεοντάρης στο Θέατρο Σταθμός είναι μια παράσταση που μου μίλησε πολύ, και νιώθω ότι θα μιλήσει και σε όποιον θεατή επιλέξει να την δει ακόμη κι αν νιώθει ότι δεν τον αφορά. Είναι πάντα συγκινητικό όταν ένα έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας κι ερμηνεύεται από φωτεινά ταλέντα όπως ο Μουστάκης κι ο Καρατζογιάννης.

 

Διαβάστε επίσης: 

Μάρτιν Σέρμαν:«Η Ελλάδα Πάντα Κάτι Μου Επιστρέφει»

 

Από τις 14 Ιανουαρίου παίζεται στον κάτω χώρο της Μονής Λαζαριστών η νέα παράσταση του Γρηγόρη Μήτα.

Ο αναγνωρισμένος ηθοποιός του ΚΘΒΕ, Γρηγόρης Μήτας, με μεγάλο σκηνοθετικό και καθηγητικό βιογραφικό και δημιουργό του Θεάτρου και της Σχολής Φλέμινγκ υπογράφει συγγραφικά και σκηνοθετικά τη νέα παράσταση Ο εφιάλτης του κυρίου Κάκου. Το έργο εφορμάται από το κίνημα #metoo, το έμφυλο ζήτημα και τα δύο τελευταία χρόνια των καταγγελιών για σεξουαλική ή λεκτική βία και κατάχρηση εξουσίας στον χώρο του θεάματος. Ένα έργο που όπως σχολιάζεται και στο δελτίο τύπου έχει αποκτήσει γιγαντώδεις διαστάσεις κι έχει ανεξέλεγκτη πορεία, κακοποιώντας ανθρώπινες ψυχές.

Υπόθεση

Το έργο διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας οντισιόν του Μάκι Κάκου, ενός επηρμένου, σνομπ, διαστροφικού δυνάστη που εξαπατά και κακοποιεί με πρόσχημα την Τέχνη. Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε έξι σκηνές, στο «στρατηγείο- στούντιο» του σκηνοθέτη κυρίου Κάκου- μια ιδιότυπη «φυλακή» δημιούργημα του αρρωστημένου ψυχισμού του-. Εκεί παρακολουθούμε την αγωνία, το άγχος, το φόβο των κοριτσιών που προσέρχονται για μία οντισιόν αλλά, τελικά, υφίστανται την κακοποιητική συμπεριφορά του. Όλα αυτά μέχρις ότου αλλάξουν οι ρόλοι και από θύτης γίνεται θύμα ο ίδιος. Τότε καλείται να βιώσει την υπέρτατη τιμωρία μέσα από έναν τρομερό και ανίκητο εφιάλτη…

Ένας φαύλος κύκλος που διαιωνίζεται από νοοτροπίες, συμπεριφορές, πρακτικές. Ένας φαύλος κύκλος βίας που δεν κλείνει ποτέ: «Μια μέρα ο Βίος/ βίαιος έγινε/ και βίασε τη Βία/ Κι η Βία γέννησε κι αυτή/ πάλι μιαν άλλη Βία/ που, όμως, έγιν’ εφιάλτης».

efialitis kakou2

Η παράσταση

Καταρχάς, είναι μια πολύ σημαντική και καίρια πρωτοβουλία του ΚΘΒΕ που αντί να πάρει ένα έτοιμο έργο από το εξωτερικό ή ένα παλιότερο αναγνωρισμένο έργο, επέλεξε να δώσει χώρο και φωνή σ’ ένα καινούργιο έργο που ασχολείται μ’ ένα τόσο φλέγον θέμα όπως η κατάχρηση εξουσίας από τον άντρα σκηνοθέτη, προς τη νεαρή ηθοποιό. Από εκεί και πέρα, ο Γρηγόρης Μήτας φαίνεται πως παρασύρθηκε από το θέμα κι έγραψε ένα έργο με αυτοματισμούς και τσιτάτα που δεν του επιτρέπουν να έχει μια καλή και πολυδιάστατη δραματουργία. Ενώ λοιπόν περιγράφεται αρχικά ρεαλιστικά ο χώρος όπου ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου κάνει τα δοκιμαστικά του, οι συνθήκες μέσα από τις οποίες δουλεύει, μεταβαίνει πολύ ξαφνικά στην αποδόμησή του, υπεραπλουστεύοντας το θέμα και στερώντας από το κείμενό του τη δυναμική. Οι χαρακτήρες είναι διάφανοι, περισσότερο φορείς αυτού που εκπροσωπούν κι όχι αυτό που είναι, ενώ η στιχομυθία είναι έντονα τηλεοπτική. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ έργα όπως το Αφροδίτη με γούνα του David Ives ή την Ολεάννα του Mamet, όπου έπαιξαν με λεπτότερες και σοφότερες ισορροπίες των σχέσεων των δύο φύλων σε αντίστοιχη σχέση εξουσίας.

Για παράδειγμα, η Μαρία, η αδερφή του θύματος του σκηνοθέτη Κάκου, εμφανίζεται απρόσκλητη στο στούντιο και επιμένει να περάσει από ακρόαση. Υπερπαίζει την αφελή, κάνοντας αμέσως αντιληπτό πως κρύβει κάτι και πως θα φέρει την ανατροπή. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υποτίθεται ότι η αδερφή της κακοποιήθηκε μόλις την προηγούμενη ημέρα. Γεννιούνται λοιπόν διάφορα παράδοξα: α)πότε πρόλαβε να συνέλθει από το γεγονός και να το ομολογήσει στην αδερφή της, β) πως μπόρεσε η Μαρία μέσα σε λίγες ώρες να συλλέξει στοιχεία για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη και να συγκεντρώσει κι άλλα θύματά του γ)να επεξεργαστεί στοιχεία του στούντιο του δ)να προετοιμαστεί και να πείσει ως ηθοποιός ε)να υλοποιήσει μόνη της ένα σχέδιο εκδίκησης και να τον δέσει με χειροπέδες. Είναι πολύ ωραίο και πολιτικά ορθό να θέλει ν’ αντιδράσει μια κοπέλα για την κακοποίηση της αδερφής της, αλλά ο τρόπος εκτέλεσης θυμίζει τηλεοπτικό επεισόδιο προηγούμενης δεκαετίας.

Το κείμενο λοιπόν δε βοήθησε και την σκηνοθεσία της παράστασης, παρόλο που εκεί υπήρξε λίγο περισσότερο ενδιαφέρον. Ο Γιάννης Χαρίσης ως Μάκι Κάκος παρουσιάζεται στην αρχή σε μισοσκόταδο, μ’ ένα φωτιστικό πλέγμα που παραπέμπει σε κελί φυλακής να πέφτει πάνω του. Ο έμπειρος ηθοποιός ανταπεξήλθε άξια στον ρόλο, φέροντας τον δύσκολο ρόλο του «κακού» που υποτιμά λεκτικά και με τη γλώσσα του σώματος τις υποψήφιες για τον ρόλο ηθοποιούς. Από το πρώτο δοκιμαστικό που έκανε με την ηθοποιό Lecoq, ήταν εύκολα αντιληπτή η σύνδεση με καταγγελίες προς γνωστούς Έλληνες σκηνοθέτες. Αντίθετα, το παίξιμο της Ελευθερίας Τέτουλα ήταν πιο στυλιζαρισμένο ώστε να μπορέσει ν’ ανατραπεί στη συνέχεια. Στο δεύτερο μισό της παράστασης, γίνεται πιο δυναμική και σε σημεία αμετροεπής παρασυρμένη από το κείμενο που έπρεπε να εκφέρει.

Όσον αφορά το εικαστικό κομμάτι, το σκηνικό περιελάμβανε μια πλατφόρμα σαν πασαρέλα, μανεκέν με κοστούμια, ένα βεστιάριο, κάμερες, καρέκλα του σκηνοθέτη κι έντονα φώτα. Τα κοστούμια ήταν παραπάνω θεατρικά από ότι χρειαζόταν για τη συγκεκριμένη μυθοπλασία, ενώ τα γυναικεία δεν είναι τόσο καλή εφαρμογή (σκηνικά-κοστούμια Γρ. Μήτας). Ιδιαίτερα λειτουργικοί για τη συνθήκη οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου. Στην αρχή της παράστασης ακούγονται με ηχητικό μήνυμα φωνές θαυμαστριών του Κάκου, από τις ηθοποιούς: Νατάσσα Δαλιάκα, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Μαριάννα Αβραμάκη, Μαριάννα Πουρέγκα.

Με δύο λόγια, ο Γρηγόρης Μήτας καταπιάστηκε μ’ ένα συγκλονιστικά επίκαιρο θέμα, χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει μια εξίσου συγκλονιστική παράσταση. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι επιτακτικότερη η ανάγκη ενός δραματολόγου που θα μπορούσε να επιμεληθεί το τελικό κείμενο.

Ο Γ. Καλαβριανός κι η Εταιρεία Θεάτρου Sforaris παρουσιάζουν τη νέα τους παράσταση στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.

Μετά από την επιτυχημένη παράσταση Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου που παρουσίασε στη Μικρή Επίδαυρο τον Ιούλιο που μας πέρασε, ο Γιάννης Καλαβριανός προτείνει μια νέα δραματουργία πάνω στο «Μίχαελ Κόλχαας» του Χ. Φ. Κλάιστ. Ο τίτλος της παράστασης είναι «Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα» κι αφορά την ασυγκράτητη αυτοδικία του Κόλχαας, όταν διαπίστωσε την αδικία που έγινε εις βάρος του σχετικά με τ’ άλογά του. Παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.

Αφετηρία του νέου έργου του Γιάννη Καλαβριανού, αποτέλεσε η ιστορία του «Μίχαελ Κόλχαας», του Χ. Φ. Κλάιστ, ένα από τα σημαντικότερα έργα της γερμανικής γλώσσας. Πρότυπο για τον Κόλχαας ήταν η αληθινή ιστορία του ληστή Χανς Κολχάζε, ο οποίος έδρασε στην περιοχή της Σαξονίας, από το 1534 έως το 1540.

Υπόθεση: Ένας φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης, ο Μίχαελ Κόλχαας, καλός οικογενειάρχης και θεοσεβούμενος άνθρωπος, αδικείται από τον Άρχοντα της Σαξονίας, ο οποίος του παρακρατά δύο μαύρα άλογα και τα υποχρεώνει σε εξαντλητικές εργασίες. Ο Κόλχαας ζητά να αποζημιωθεί. Ο Άρχοντας τον ταπεινώνει, τον διώχνει και σκοτώνει τη γυναίκα του. Ο Κόλχαας προσπαθεί με κάθε έννομο τρόπο να δικαιωθεί. Το Κράτος, ο Νόμος και η Εκκλησία δεν τον προστατεύουν. Παίρνει λοιπόν, τον Νόμο στα χέρια του, μετατρέπεται σε ανάλγητο ληστή και πυρπολεί τη Βιτεμβέργη. Το μέτρο και η λογική γρήγορα καταλύονται και διάφοροι άνθρωποι, απογοητευμένοι από την αδικία που βιώνουν καθημερινά, συντάσσονται δίπλα του και φτιάχνουν έναν μικρό στρατό που καίει, δολοφονεί και λεηλατεί. Ο Κόλχαας, εξαιτίας της φανατισμένης εμμονής του για δικαιοσύνη, μετατρέπεται στον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για όλους και η υπόθεση δύο αλόγων απειλεί πλέον, να καταστρέψει τη χώρα.

mikroipurovolismoi2 texnes plus

Η παράσταση

Η παράσταση Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα δεν ακολουθεί το μοτίβο του αναγνωρισμένου δημιουργού, γνωστού κυρίως για τα έργα που συνθέτει και σκηνοθετεί (Γιοι και Κόρες, Γρανάδα, Hotel Eternite), αλλά είναι μια δευτερογενής δραματουργία με βάση ένα κλασικό ανάγνωσμα. Η παράσταση επιμένει με μια αφηγηματικότητα άρτια εκτελεσμένη από τους ηθοποιούς της και μ’ εύστοχα δουλεμένη κίνηση από την Αλεξία Μπεζίκη. Εδώ ο Καλαβριανός καταθέτει μια πρόταση που μας ξενίζει αν λάβουμε υπόψη την έως τώρα παραστασιογραφία του, αφού είναι έντονα σωματική κι αφηγηματική, ενώ διαφέρει και σαν κατασκευή η δραματουργία του, η οποία φαίνεται ξένη. Σε αρκετά σημεία δινόταν η αίσθηση μιας παράστασης θεατρικής ομάδας σε κάποιο blackbox. Προκύπτουν λοιπόν θέματα ταυτότητας κι ύφους, σε μια παράσταση που κυλάει λέγοντας μια ιστορία, αλλά σε σημεία φαίνεται επιδερμική, αρκετά στυλιζαρισμένη κι επιτηδευμένη.

Τα βασικά θέματα της παράστασης είναι το δίπολο δίκαιο-αδικία, οι μηχανισμοί που λειτουργούν για την απόδοση της δικαιοσύνης, η σχέση εξουσίας κι αλήθειας που εκφράζονται στο πρόσωπο το Μίχαελ Κόλχαας.

Οι τέσσερις ηθοποιοί της διανομής συνεργάστηκαν άριστα σε μια τεχνική παρτιτούρα, ερμηνεύοντας τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, με κεντρική φιγούρα τον Γιώργο Γλάστρα ως Μίχαελ Κόλχαας. Ο εμπειρότατος ηθοποιός δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία, που έχει πολλαπλά στάδια, από τον φιλήσυχο κτηνοτρόφο μέχρι τον μανιασμένο άντρα που τα βάζει με τους πάντες και τα πάντα. Εξαιρετική –όπως πάντα- η Χριστίνα Μαξούρη, που υποδύεται τη γυναίκα του, ιδίως στον ένθετο μονόλογό της λίγο προτού πεθάνει (εδώ φαίνεται η δυνατή πένα του Καλαβριανού). Τους υπόλοιπους ρόλους της διανομής εναλλάσσουν επαρκέστατα ο Μάνος Πετράκης κι ο Γιώργος Σαββίδης.

Τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα με την κυριαρχία του μαύρου, είναι άρτια φτιαγμένα και δίνουν μια κομψή πινελιά πάνω σε «φορεσιές ιππασίας». Εκφράζουν ανάγλυφα το ζοφερό περιβάλλον του έργου, που δεν απεικονίζεται στον σκηνικό χώρο αφού έχουμε απουσία σκηνικών. Αυτή η σκηνική ένδεια υποκαθίσταται από την έντονη κινησιολογία και την εξαιρετικής ποιότητας μουσική του Θοδωρή Οικονόμου που ερμηνεύεται ζωντανά με πιάνο.

Με δύο λόγια, η παράσταση Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα δεν είναι μια δουλειά που έχουμε συνηθίσει από τον Καλαβριανό, αλλά έχει μια καλή πρώτη βάση, που με λίγο μεγαλύτερη τριβή, μπορεί να γίνει μια ενδιαφέρουσα παράσταση.

Μετά από συνεχείς αναβολές λόγω της πανδημίας, η πολυαναμενόμενη ταινία του Steven Spielberg κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2021.

Πρόκειται για το θρυλικό μιούζικαλ West Side Story του 1957 των J. Robbins, L. Bernstein, Stephen Sondheim και A. Laurents που έγινε μια επιτυχημένη ταινία –για πολλούς το πιο επιτυχημένο μιούζικαλ όλων των εποχών- το 1961 από τους Robert Wise και Jerome Robbins. Το έργο είναι μια διασκευή του κλασικού σαιξπηρικού έργου Ρωμαίος κι Ιουλιέτα μεταφερμένο στη Νέα Υόρκη του ’50 όπου συμμορίες νέων βρίσκονταν σε σύγκρουση κυριαρχίας. Από τη μία έχουμε τους Jets μια ομάδα λευκών Αμερικανών κι από την άλλη έχουμε τους Sharks μια ομάδα Πορτορικανών. Ενώ μαίνεται η έχθρα ανάμεσα στις δύο συμμορίες, ο (λευκός) Tony ερωτεύεται την πορτορικανή Maria και προσπαθούν να ονειρευτούν μια ζωή γεμάτη έρωτα και καθόλου μίσος. Η πραγματικότητα όμως τους συνθλίβει.

Η κλασσική ταινία του 1961

Στις 18 Οκτωβρίου του 1961 έκανε πρεμιέρα το West Side Story κερδίζοντας αμέσως κριτικούς και κοινό, αποτελώντας την πιο επιτυχημένη εισπρακτική ταινία για το 1961 αλλά και το μεγάλο νικητή των Oscars την επόμενη χρονιά, κερδίζοντας 10 από τα 11 βραβεία για τα οποία προτάθηκε, αριθμός-ρεκόρ για ταινία μιούζικαλ. Μεταξύ των βραβείων που πήρε: Καλύτερη Ταινία, Καλύτερη Σκηνοθεσία, Καλύτερη Ερμηνεία Β Αντρικού (George Tsakiris) και Β Γυναικείου (Rita Monero) και Καλύτερης Μουσικής σε Μιούζικαλ. Να σημειώσουμε εδώ ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 40 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80 το είδος του κινηματογραφικού μιούζικαλ μεσουρανούσε στο Χόλυγουντ, ενώ σήμερα δεν ακούγονται πάνω από 1-2 ταινίες τον χρόνο από αυτό το είδος.

West Side Story 725153351 large

Η ταινία του Steven Spielberg

Το φθινόπωρο του 2021, δηλαδή 60 ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη ταινία, κυκλοφόρησε η πολύ ηχηρή πρόταση από την Disney –μέσω της εξαγορασμένης 20th Century Studios- σε μια υψηλού προϋπολογισμού παραγωγή από τον Steven Spielberg. Η ταινία κόστισε στην κινηματογραφικό κολοσσό 100 εκατομμύρια δολάρια (έναντι των σχεδόν 5 εκατομμυρίων που είχε κοστίσει η κλασσική του ’61), αποσπώντας τελικά λίγο παραπάνω από τα μισά, δηλαδή 54 εκατομμύρια, θεωρούμενη ως εισπρακτική αποτυχία. Γιατί συνέβη αυτό; Δεν θα το αποδώσουμε στην πανδημία και την επιφύλαξη του κοινού να δει μια ταινία σε κλειστή αίθουσα, αφού η ταινία Spider-Man: No Way Home ξεπέρασε το 1.547 δισεκατομμύριο εισπράξεις παγκοσμίως το ίδιο ακριβώς διάστημα. Ούτε στο γεγονός ότι είναι remake παλιότερης επιτυχίας μπορούμε να εξηγήσουμε το χλιαρό ταμείο, αφού το A Star is born πριν μερικά χρόνια ήταν μεγάλη επιτυχία. Νομίζω πως αυτό οφείλεται στα μη γνωστά ονόματα στη διαμονή και στο ότι η ιστορία του έργου δύσκολα περνάει στο σημερινό κοινό, όπου οι περισσότερες χώρες είναι πολυπολιτισμικές.

Να πούμε, ωστόσο, παρά το χαμηλό ταμείο, η ταινία είναι άρτια εκτελεσμένη, με πολύ δυνατή διαμονή, ένα υπέροχο μουσικό score, ισοδύναμο αν όχι καλύτερα ερμηνευμένο από το παλιό. Οι κριτικοί κινηματογράφου όπως φάνηκε από τις Χρυσές Σφαίρες αναγνώρισαν την αξία της ταινίας, δίνοντάς της τα βραβεία για Καλύτερη Ταινία – Κωμωδία ή Μιούζικαλ, Α’ Γυναικείος Ρόλος για την Rachel Zegler, Β’ Γυναικείος Ρόλος για Ariana DeBose. Συγκεκριμένα, για τη διάκριση της Rachel Zegler που είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Maria να πούμε πως πρόκειται για την πρώτη Λατίνα ηθοποιό που διακρίνεται στη συγκεκριμένη κατηγορία και μάλιστα τη νεώτερη νικήτρια στην Ιστορία του θεσμού αφού είναι μόλις 20 ετών. Επίσης, η ταινία έχει βαθμολογία 8.30/10 (92% των κριτικών) στο Rotten Tomatoes και σχεδόν 8 στο IMDB.

Γιατί πιστεύουμε ότι η ταινία West Side Story αξίζει να ξαναπάρει Oscar;

Η ταινία του Steven Spielberg μας άρεσε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους που θα παραθέσουμε εδώ.

1)Καταρχάς, στην παλιά ταινία –όπως συνηθιζόταν τότε- δεν τραγουδούσαν οι πρωταγωνιστές, αλλά έπαιζαν από πάνω από τις φωνές τους, άλλες φωνές, ενώ στην καινούργια ταινία τραγουδούν –και κατά τη γνώμη μου καλύτερα- οι ηθοποιοί.

2)Οι ηθοποιοί που παίζουν είναι πραγματικά χαρισματικοί, δίνοντας την αίσθηση ενός θεατρικού ensemble με πιο πιθανή τη διάκριση της Ariana DeBose που υποδύεται την Anita. Η συγκεκριμένη ηθοποιός μάλιστα δηλώνει περήφανη Afro-latina και queer, που δίνει μια έξτρα σημασία σε μια ενδεχομένη διάκριση.

3)Και μιας κι αναφερθήκαμε στην Anita, τον ρόλο που είχε ερμηνεύσει με επιτυχία η Rita Monero στην ταινία του 1961, να μιλήσουμε και για την επιστροφή της Moreno στον κόσμο του West Side Story 60 χρόνια μετά. Η Moreno υποδύεται –σε ηλικία 90χρονών!- έναν καινούργιο πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα, αυτόν της Valentina και μάλιστα ερμηνεύει το Somewhere, τραγούδι που κανονικά ερμήνευαν οι πρωταγωνιστές.

4)Το σενάριο της ταινίας (Tony Kushner) δεν ακολουθεί τα συγγραφικά στερεότυπα της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ, αλλά δίνει πολλές πτυχές του θέματος και συναισθηματικές αμφιταλαντεύσεις στους χαρακτήρες. Τέτοια παραδείγματα είναι ο ρόλος της Valentina που συμβουλεύει και αποτελεί πρότυπο και για τον Tony κι ο βοηθητικός ρόλος που υποδύεται το Iris Menas, ένα non-binary ηθοποιός στο ρόλο ενός trans άντρα που θέλει ενταχθεί στη συμμορία. Έτσι ταυτόχρονα, με την εκπροσώπηση των πορτορικανών, έχουμε και θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, ηλικία που ανοίγουν την θεματική βεντάλια.

5)Είναι ξεκάθαρο πως έχουμε μια πρώτης τάξεως παραγωγή ακόμη κι αν δεν ξέρουμε (όχι πως γίνεται) ποιος είναι ο Steven Spielberg ή η Disney, από τους τίτλους έναρξης ως τις κομμώσεις, κι από τη φωτογραφία στα πλάνα με τα χορευτικά νούμερα ως το δραματικό φινάλε.

Από κάθε άποψη, το West Side Story είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε και πιστεύουμε ότι μπορεί να πάρει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ρόλου και μερικά βραβεία σε τεχνικές κατηγορίες όπως Κοστούμια, Κομμώσεις και Φωτογραφία.

Στο Ρεξ παρουσιάζεται το εμβληματικό μυθιστόρημα «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά.

Ο Σάββας Κυριακίδης (εμβληματική φιγούρα στο δραματολόγιο του Εθνικού για χρόνια, στη συνέχεια υπηρέτησε στον ΘΟΚ) και ο Δημήτρης Χαλιώτης υπογράφουν τη θεατρική διασκευή του κειμένου, που συμπίπτει με τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το μυθιστόρημα Αιολική Γη κυκλοφόρησε το 1943 από τις εκδόσεις Άλφα και θεωρείται από πολλούς ως το σημαντικότερο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη. Ο συγγραφέας καταγράφει με νοσταλγία τις παιδικές του αναμνήσεις από τις Κυδωνίες της Μικρασίας, βάζοντας ως πρωταγωνιστές δύο αδέρφια, τον Πέτρο και την Άρτεμη. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το μυθιστόρημα στην εφηβική λογοτεχνία –όχι με τα σημερινά εμπορικά κριτήρια-, ενώ ν’ αναφέρουμε πως απόσπασμα του έργου αποτελεί αυτή την στιγμή διδακτική ύλη της ΣΤ’ Δημοτικού.

Υπόθεση: Η Αιολική Γη ξεπηδάει από τις ρίζες των δέντρων της Ανατολής, από τα βουνά της Μικρασίας που τα λένε Κιμιντένια και ταξιδεύει από το κτήμα του παππού και της γιαγιάς στα κύματα του Αιγαίου. Έτσι όπως ταξιδεύει και η ψυχή του μικρού Πέτρου, που παρέα με την αγαπημένη αδελφή του, ακούει τις μυστικές φωνές της φύσης, τα καλέσματα των σπηλιών και των φαραγγιών και αφουγκράζεται τους ήχους της γης και του νερού. Κοντά στα τσακάλια, τα αγριογούρουνα, τις αρκούδες και τους αετούς ο Πέτρος θα γνωρίσει μαζί με τα παραμύθια της γιαγιάς, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Θα γνωρίσει την τραχιά και άγρια φύση του τόπου και των ανθρώπων και θα μάθει για τους προγόνους του, που ξεχέρσωσαν την άγονη γη κάνοντάς τη ζωή και πεπρωμένο τους.

Το υποστατικό του παππού είναι ανοιχτό και φιλόξενο. Σαν ομηρικός βασιλιάς, φιλοξενεί τους περαστικούς κι εκείνοι σαν αντάλλαγμα για τη φιλοξενία αφηγούνται στην οικογένεια ιστορίες και παραμύθια από τον μαγικό κόσμο της Ανατολής. Αυτά τα παραμύθια, ντυμένα με ήχους, χρώματα και μυρωδιές θα είναι οι ανεξίτηλες μνήμες που θα συνοδεύουν τον νεαρό ήρωα για πάντα.

aioliki gi2 texnes plus

Η παράσταση

Ο Τάκης Τζαμαργιάς φέτος έχει μια από τις πιο δραστήριες χρονιές του αφού παίζονται ταυτόχρονα τρεις σκηνοθεσίες του: Το Μινόρε της Αυγής (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου), Αιολική Γη (Ρεξ). Όλες οι δουλειές του φέρουν έναν αέρα νοσταλγίας και ιστορικής συνείδησης. Απ’ ό,τι φαίνεται το είδος του πηγαίνει πολύ κι ο ίδιος το υποστηρίζει. Στην Αιολική Γη έχει στη διάθεσή του μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Μ. Συριόπουλο, Γ. Χατζηπασχάλη, Α. Αλεξανδράκη, Θ. Κατσαφάδο, Δ. Παπαδόπουλο, Μ. Μουμούρη, Γ. Κηλαηδόνη και Κ. Μάρκου.

Το σκηνικό περιβάλλον της παράστασης (Παντελής Μάκκας) είναι ιδιαίτερα λιτό μα ανάγλυφο του περιβάλλοντος του έργου με δυσανάλογα μικρές βουνοκορφές που εξυπηρετούν τις δράσεις των ηθοποιών, δωρικού τύπου σανίδες στους τοίχους, δίνοντας την αίσθηση σπιτιών. Πάνω σε αυτές προβάλλονταν οπτικά εφέ όπως δάση, δέντρα, θάλασσα ακολουθώντας τη δραματουργία και (υπερ)περιγράφοντας την. Στα κοστούμια δεν είχαμε τόσο καλαίσθητο και δουλεμένο αποτέλεσμα με μικρές εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, για να δούμε ότι η Αγάπη είναι «επιμελής», φορούσε γυαλιά μυωπίας, κρατούσε ένα τεφτέρι και μολύβι. Πολύ σημαντική η παρουσία της μουσικής του Λευτέρη Βενιάδη που εκτελείται ζωντανά επί σκηνής από διάφορα παραδοσιακά όργανα, μεταφέροντας αμέσως στην Αιολία, τη Μικρασία και την παράδοση των προσφύγων. Στη συνολική αισθητική της παράστασης συμβάλλουν κι οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου.

aioliki gi3 texnes plus

Η διανομή της παράστασης είναι πολύ δυνατή, με τους ηθοποιούς να είναι στα λόγια...και στην πράξη ένας κι ένας. Δηλαδή, απολαύσαμε τον κάθε ηθοποιό ως μονάδα, αλλά κάπου δεν έδενε το αποτέλεσμα. Εξαιρετικοί πρωταγωνιστές ο Μιχάλης Συριόπουλος ως Πέτρος κι η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως Άρτεμη, δυο ηθοποιοί με αρκετά διαφορετική διαδρομή, που συναντιούνται ωραία σε αυτή την παράσταση. Ο βραβευμένος με Χορν ηθοποιός απουσίασε για ένα μεγάλο διάστημα από τις παραστάσεις λόγω ενός θέματος υγείας που είχε στο πόδι του, κι επέστρεψε πριν μερικές μέρες. Από αυτή την ατυχή συγκυρία για τον ίδιο, για εμένα είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική απόδοση, αφού ο νάρθηκας στο πόδι του, δίνει μια έξτρα «ιδιαιτερότητα» στο ρόλο και συνάδει και με το ατύχημα που παθαίνει κάποια στιγμή στην πλοκή. Ο ηθοποιός δίνει μια πολύ συγκινητική και γνήσια ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο που είναι και διαρκώς παρών, μπαινοβγαίνοντας στις ένθετες ιστορίες του έργου. Έχω μια μικρή ένσταση μόνο για τα γένια του που δε συνάδουν με την ηλικία του ρόλου, αλλά φαντάζομαι ήταν επιλογή για τον τηλεοπτικό του ρόλο στη Σκοτεινή Θάλασσα (όπου είναι εξαιρετικός, όπως κι η σειρά).

Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη δεν είναι καθόλου άγνωστη για το Εθνικό, αφού είχε ξεχωρίσει στις παραστάσεις του Καραθάνου (Δεκαήμερο, Οπερέτα). Εδώ, υποδύεται ένα μικρό κορίτσι, παρορμητικό και με έντονο χαρακτήρα, που είναι ό,τι πιο δροσερό στη διανομή. Αντίστοιχα, ξεχώρισε για το τραγούδι της η Κλεοπάτρα Μάρκου και ηΧαρά- Μάτα Γιαννάτου για τον ρόλο της Σκωτσέζας Ντόρις. Πολύ συγκινητικό και το ντουέτο των παππούδων, η Αλίκη Αλεξανδράκη κι ο Θοδωρής Κατσαφάδος, που εκπροσωπούν τη νοσταλγία των παππούδων της Μικρασίας, που πολλοί μπορεί να έχουν στο γενεαλογικό τους δέντρο.

Συνολικά όμως η παράσταση, παρά ήταν γραφική, συγκινησιακή και παλαιική ως λογική ερμηνείας που θυμίζει το Εθνικό παλιότερης δεκαετίας. Ίσως με ξένισε τόσο η παράσταση μετά από τις πολύ καλαίσθητες δουλειές Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου) και Ο Κοτζάμπασης του καστρόπυργου (σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου) που είδαμε πέρσι, που έδωσαν μια πιο φρέσκα και δημιουργική ερμηνεία δημοφιλών λογοτεχνικών έργων. Με έργα τέτοιου βεληνεκούς που συνδέονται με συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ενέχεται πάντα ο κίνδυνος να κάνεις μια γραφική, άνευρη παράσταση που υπηρετώντας το νοσταλγικό εθνικό συναίσθημα, χάνει το πιο άμεσο, θεατρικό, ανοίγοντας μια συζήτηση με τον σημερινό θεατή. Σαν θεατής είχα απολαύσει το Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, που απευθύνεται σε ανήλικο κοινό, αλλά δυσκολεύτηκα να συνδεθώ με την Αιολική Γη. Η σκηνοθεσία της παράστασης δεν απέφυγε τις γραφικές mises-en-scene, την ιλαροτραγικότητα, το μελό και τα «τυράκια» της νοσταλγίας. Όσο καλή κι αν ήταν η διανομή, δεν ήταν ικανή να προσφέρει μια ατμοσφαιρική παράσταση που θα μπορούσε να ήταν βάσει του υλικού της. Στη δική μου οπτική, τέτοια έργα χρειάζονται μια συναισθηματική απόσταση, περισσότερη αφαιρετικότητα και λιγότερο διδακτισμό.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Από το Νοέμβριο παρουσιάζεται στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΚΘΒΕ) η παράσταση «Η δολοφονία του Μαρά» σε σκηνοθεσία Κ. Δαμάτη.

Για πρώτη φορά παρουσιάζεται Η δολοφονία του Μαρά του Πέτερ Βάις στο Κ.Θ.Β.Ε, ενώ είναι η τρίτη φορά που παρουσιάζεται το έργο από κρατική σκηνή. Το έργο του Πέτερ Βάις Η καταδίωξη και η δολοφονία του Ζαν-Πωλ Μαρά όπως παίχτηκε από τον θεατρικό όμιλο του Ασύλου του Σαραντόν, με τη διεύθυνση του κυρίου Ντε Σαντ, ανέβηκε για πρώτη φορά το 1963. Η βασική σύγκρουση του έργου προκύπτει από το φιλοσοφικό διάλογο των προσώπων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα της Επανάστασης. Πρόκειται για ένα πολιτικό έργο διαχρονικής αξίας που εντάσσεται στο Επικό Θέατρο κι εφαρμόζει την μπρεχτική τεχνική της αποστασιοποίησης.

Το έργο Μαρά/Σαντ

Η πρώτη παράσταση της Δολοφονίας του Μαρά στην Ελλάδα δόθηκε από το Θέατρο Τέχνης το 1966. Στο Εθνικό Θέατρο έχει ανέβει δύο φορές, μια το 1989 (επετειακή για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση) και μία το 2010. Στο Κρατικό ανεβαίνει τη φετινή χρονιά για πρώτη φορά – αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κανένα άλλο έργο του συγγραφέα δεν έχει παρουσιαστεί στο ΚΘΒΕ. Στη Θεσσαλονίκη πρώτη φορά ανέβηκε από θίασο της πόλης το 1980-1981 και συγκεκριμένα από το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης και άλλη μία το 2005 από την ομάδα Νέμεση*. Να κάνουμε δύο σημαντικές επισημάνσεις. Πρώτον, η παράσταση ανεβαίνει σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, σταθερού μεταφραστή των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης. Δεύτερον, ο Κοραής Δαμάτης είχε σκηνοθετήσει ξανά το έργο πριν από τρεις δεκαετίες στο πρώτο του ανέβασμα στο Εθνικό, συνεπώς είναι το πρόσωπο πίσω από τα πρώτα ανεβάσματα του έργου και στις δύο κρατικές μας σκηνές. Σημαντικό σταθμό στο σύγχρονο θέατρο, αποτελεί η προσέγγιση του Πήτερ Μπρουκ στο Royal Shakespeare Company του Λονδίνου, το 1964. Ο Μπρουκ στην παράσταση αυτή ωθεί τα πράγματα στα όριά τους και, αντλώντας στοιχεία από το θέατρο του Αρτώ ενδυναμώνει τον ρόλο της τρέλας μέσα στο επικίνδυνο και οριακό.

mara kvthe texnes plus

Η παράσταση του Δαμάτη

Ο Κοραής Δαμάτης πολύ συνειδητά και με καθαρή αισθητική άποψη ανέλαβε να σκηνοθετεί τη Δολοφονία του Μαρά στην κλασσική μετάφραση του Πλωρίτη, αναδεικνύοντας την ιδεολογία του έργου και δουλεύοντας με τεχνικές επικού θεάτρου. Έχοντας στη διάθεσή του έναν 40μελή θίασο δημιούργησε μια μεγαλειώδη παράσταση με στοιχεία θεάτρου του δρόμου, παντομίμας και κλόουν, θιάσου ensemble, με γκροτέσκο εμφανίσεις, στοιχεία μπουρλέσκ κι έντονο θεατρικό μακιγιάζ αλλά και με μουσικότητα με πρωτότυπη μουσική από τη Δήμητρα Γαλάνη. Όλα αυτά συμβαίνουν στο χώρο ενός ψυχιατρείου, με τους τρόφιμους να έχουν έντονη σκηνική προσωπικότητα, θεατρικό μακιγιάζ που παραπέμπει στον κινηματογραφικό Τζόκερ, φίμωτρα και δεσμά (σκηνικά και γλυπτικές μάσκες η Άννα Μαχαιριανάκη).

Στα δεξιά της σκηνής δεσπόζει ο «θρόνος» του διευθυντή Μαρκησίου Ντε Σαντ (Κώστας Σαντάς), όπου παραπέμπει σε βασιλιά, ενώ στη δραματουργία αναφέρεται ο δολοφόνος του Λουδοβίκου. Οι λευκότριχες περούκες και τα κοστούμια θυμίζουν το γαλλικό μπαρόκ, ενώ η ξεπεσμένη αριστοκρατία, προιδεάζει την ανάδειξη μιας νέας τάξης πραγμάτων. Σε πλήρη αντίθεση, ο Μαράς που βρίσκεται στα αριστερά σε μια μπανιέρα, σε ευθεία αναφορά με τους διάσημους πίνακες ζωγραφικής όπως αυτόν του Ζακ-Λουί Νταβίντ, φιλοτεχνημένος το 1793, δηλαδή 4 μόλις χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση. Εκεί μέσα ο Μαράς προσπαθεί να ολοκληρώσει το μανιφέστο του. Να θυμίσουμε πως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη έγινε την ίδια χρονιά. «Η ελευθερία είναι μια δύναμη που ανήκει στον άνθρωπο και που του επιτρέπει να ενεργεί χωρίς να βλάπτει τα δικαιώματα του άλλου. Για πηγή της έχει τη φύση, για κανόνα της τη δικαιοσύνη και για προστασία της τον νόμο.»

Στο φόντο, απ’ άκρη σε άκρη κάγκελα των κελιών του ψυχιατρείου, μπανιέρες σαν δεξαμενές που είναι μια αναφορά στην αναχρονιστική πρακτική της υδροθεραπείας ανάλογη των ψυχιατρικών ιδρυμάτων (τα είδαμε και στη σειρά Ratched) και τρόφιμοι που κάνουν διάφορες σκηνικές δράσεις. Στην παράσταση με έντονα τα στοιχεία δράματος μετ’ ασμάτων, όπου γίνεται μια απόπειρα αναβίωσης του είδους του Επικού θεάτρου, αλλά ταυτόχρονα με την φλυαρία των πολυπληθών παραστάσεων του ΚΘΒΕ, με την συγκινησιακή μουσική της Γαλάνη, για μένα ο πίσω «σιωπηλός» χώρος ζωγραφίζει καλύτερα την κατάσταση των ιδρυμάτων και λειτουργεί αντιστικτικά με τη ζωντάνια και το μπρίο των δρώντων προσώπων.

Η προσέγγιση του Δαμάτη σε πολλά σημεία καταφεύγει σε υπερβολές όπως η συνεχής έλευση κι αποχώριση προσώπων και γλαφυρών σκηνικών (σκηνικά ο Ανδρέας Βαρώτσος) όπως λαιμητόμο, το «αποκριατικό» κοστούμι του χάρου και τις μπανιέρες. Η μουσική επίσης παρόλο που ταιριάζει με το είδος που εκπροσωπεί το έργο, ενίοτε κάνει το έργο παραπάνω συγκινησιακό και «ψυχαγωγικό» κοντά στην παράδοση του ΚΘΒΕ, με τις παραστάσεις συνόλου που προσφέρουν θέαμα σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Όμως, εδώ έχουμε μια «βαριά» δραματουργία που ταυτόχρονα είναι σ’ ένα περιβάλλον ανάμεσα στη λογική και στην παραφροσύνη, την «αριστοκρατία» και τη λαϊκή κυριαρχία, κι όχι ένα έργο του Καμπανέλλη. Επειδή έχουμε κι ένα ιδεολογικό πλαίσιο πολύ συγκεκριμένο, όπως αυτό της Γαλλικής Επανάστασης, με πρόσωπα-ορόσημα και με σύμβολα που ίσως δεν είναι γνωστά στο μέσο θεατή, θεωρώ πως η μουσική και τα σκετς καπέλωναν το κείμενο σε ορισμένες σκηνές.

mara kvthe23

Με την ίδια ακριβώς αισθητική και σκηνοθετική γραμμή παράσταση, νομίζω πως η παράσταση θα είχε καλύτερη ροή και πιο πιστά στην ιδεολογία και στο ύφος του έργου, αν ήταν 2-3 σκάλες κάτω από αυτό που παρουσιάστηκε στην παράσταση του Δαμάτη. Από όλη την κλοουνερί/μπουρλέσκ ατμόσφαιρα, ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της Μαριάννας Πουρέγκα (Σαρλόττα Κορνταί) και του Δημήτρη Σιακάρα (Ζαν Πωλ Μαρά) που παλεύουν να «σταθούν» σ’ έναν κόσμο που ξεσηκώνεται και σε μια ιδεολογική επανάσταση που θέλει να πάει κόντρα στην κοινωνική και ταξική ανισότητα.

Γενικά, εκτιμάται ιδιαίτερα η επιλογή του έργου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κι η παράσταση σίγουρα έχει αισθητική ταυτότητα και δυναμική που θα κρατήσει καλή συντροφιά στο θεατρικό κοινό. Ο Κοραής Δαμάτης φαίνεται πως ήξερε τι έκανε επιλέγοντας ν’ ανεβάσει τη Δολοφονία του Μαρά, κι ομολογώ πως παρόλο που είχα δει παλαιότερα άλλες του δουλειές πάνω σε νεοελληνικά έργα, είναι σκηνοθέτης που μπορεί να υποστηρίξει παραστάσεις μεγάλου βεληνεκούς όπως αυτή, που στην Αθήνα θα την βλέπαμε σε θέατρο όπως το Εθνικό ή το Παλλάς.

*Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από το πρόγραμμα της παράστασης σ’ επιμέλεια της Στέλλας Παπαδημητρίου (Δραματολόγος του Κρατικού).

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Λίγο προτού κλείσει το 2021, προλάβαμε να δούμε την περίφημη δουλειά του Τερζόπουλου «Νόρα» βασισμένη στο ομώνυμο κλασσικό έργο του Ίψεν.

Η παράσταση Νόρα παίζεται για 3η επιτυχημένη σεζόν στο Θέατρο Άττις έχοντας λάβει επαινετικές κριτικές από ξένους κι έλληνες κριτικούς. Το Άττις λειτουργεί ως αμιγώς covid free χώρος, μόνο για εμβολιασμένους και νοσήσαντες με πιστοποιητικό σε ισχύ (180 ημέρες μετά τον πρώτο θετικό έλεγχο) και με πληρότητα 70%, ώστε να υπάρχουν κενές θέσεις ακόμη και ανάμεσα στους εμβολιασμένους θεατές. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι σταθεροί συνεργάτες του Τερζόπουλου Σοφία Χιλλ, Αντώνης Μυριαγκός και Τάσος Δήμας.

Υπόθεση

Το παιχνίδι στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν παίζεται μεταξύ του φοβισμένου, κατασκευασμένου Εγώ και του καταχωνιασμένου, αληθινού εαυτού που αγωνίζεται να πάρει ανάσα. Την στιγμή που παίρνει ανάσα, όμως, αντιμετωπίζει ένα κενό. Αυτό είναι το τίμημα της αυτογνωσίας. Και αυτό είναι το κίνητρο του θεάτρου. Η Νόρα προσπερνάει το συμβατικό κοινωνικό σύστημα αξιών. Και φεύγει για το άγνωστο. Πρόκειται για μια μορφή αυτοκτονίας που, ωστόσο, μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη γέννηση ενός αυθεντικού Εγώ.

 

nora 2texnes plus

Η παράσταση

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επέλεξε τους τρεις βασικούς ήρωες του ιψενικού έργου: τη Νόρα, τον Κρόγκσταντ και τον Τόρβαλντ. Με αυτούς τους ήρωες δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικά και σκηνικά τρίγωνο με τη Νόρα στο επίκεντρο και με στοχευμένη προβληματική γύρω από τα (κοινωνικά) φύλα και την εσωτερική κι εξωτερική σύγκρουση που συμβαίνει στον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας. Στη δραματουργία της παράστασης είναι γλαφυρά παραστημένο πως η Νόρα παλεύει να προσαρμοστεί στα κοινωνικά πρότυπα που της έχουν επιβάλει άλλοι –ο πατέρας, ο σύζυγός της, ο κοινωνικός περίγυρος, ο Κρόγκσταντ- αλλά όσο αναζητά την ευτυχία σε υλικά αγαθά και κοινωνικές συναναστροφές τόσο αντιδρά το Εγώ της, που δρα ως αντίρροπη δύναμη. Σταδιακά, η θαλπωρή ενός «σπιτικού» με άντρα και παιδιά, μοιάζει με φυλακή κι η Νόρα πασχίζει να δραπετεύσει και να βρει τον πραγματικό της εαυτό.

Η έννοια της αυτοπραγμάτωσης και της ανεξαρτησίας της γυναίκας σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που το 1879 είχε σοκάρει το νορβηγικό κοινό, σήμερα γίνεται ξανά επίκαιρο με τις 17 Γυναικοκτονίες και τις δεκάδες καταγγελίες για κακοποιητικές συμπεριφορές από άντρες προς γυναίκες. Για να μην αναφερθούμε στο απαράδεκτο διαφημιστικό σποτ για το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γονιμότητας τον περασμένο Ιούνιο. Ο εναγκαλισμός της Νόρα από το σύζυγό της και ο χειριστικός τρόπος που εκείνος συνομιλεί μαζί της, παραπέμπουν σε εικόνες που σήμερα τις αποκαλούμε «ενδοοικογενειακή βία», «χειριστικότητα», «κακοποιητική συμπεριφορά» ή «επέμβαση στην αυτοδιάθεση του εαυτού». Παράλληλα, ο Κρόγκσταντ με την άλλοτε παρεμβατική και την άλλοτε σιωπηλή/διακριτική του παρουσία δείχνει πως η Νόρα δεν είναι εγκλωβισμένη μόνο από το νόμιμο άντρα της, αλλά κι απ’ άλλους, ουσιαστικά από όσους μοιράζονται τον ίδιο κοινωνικό ρόλο. Επίσης, φέρει το φορτίο της μητρότητας, που την βάζει σε μια συγκεκριμένη θέση με πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά καθήκοντα. Συνεπώς, ως γυναίκα φαίνεται πως δεν μπορεί ν’ αυτενεργήσει και ν’ αντισταθεί σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία και τρόπο ζωής.

Στην σκηνική απόδοση της δραματουργίας, πρωτεύουσας σημασίας είναι η σκηνική εγκατάσταση (Θ. Τερζόπουλος | εκτέλεση σκηνικής εγκατάστασης: Χαράλαμπος Τερζόπουλος), όπου μοιάζει μ’ έναν τεράστιο περιστρεφόμενο τοίχο, χωρισμένο σε 14 ισομερείς σανίδες. Ο τοίχος αυτός εξυπηρετεί τις δράσεις των ηθοποιών παίζοντας με τα δίπολα σκοτάδι-φως, εσωτερικό/απόκρυφο- εξωστρεφές, εσωτερικό-εξωτερικού του σπιτιού, κοινωνικές συμβάσεις – αυθεντικό Εγώ, άντρες ως κυρίαρχη κοινωνική φιγούρα – γυναίκα ως «βιτρίνα» του σπιτιού. Το σκηνικό αναδεικνύεται από τους αριστοτεχνικούς φωτισμούς (Θ. Τερζόπουλος – Κ.Μπεθάνης) που αναδεικνύουν την εύστοχη λιτότητα και τον τελετουργικό μινιμαλισμό του σκηνικού, καδράροντας τους χαρακτήρες και ειδικότερα δίνοντας βάρος στον ψυχισμό της Νόρας και τις συγκρούσεις με τα κοινωνικά πρέπει.

 

nora 3texnes plus

Οι ερμηνείες

Στον ομώνυμο ρόλο, η Σοφία Χιλλ αποδεικνύεται η ιδανική ερμηνεύτρια (ειδικά για όσους θεατές έχουν παρακολουθήσει τις παραστάσεις Alarme, Ανκόρ), δίνοντας ένα πραγματικό ρεσιτάλ. Στην αρχή της παράστασης, η Νόρα της παραπέμπει σε διαφημιστικά σποτ και κινηματογραφικές ταινίες μιας άλλης δεκαετίας, όπου η γυναίκα αναπαρασταινόταν ως καταναλωτικό αγαθό, συνεχώς χαμογελαστό, καλοφτιαγμένο κι ευχάριστο. Δεν είναι τυχαία η επανάληψη του επιθέτου «happy», για να τονίσει τη χαρά που «διαφημιζόταν» ως άμεσο αποτέλεσμα μιας συζυγικής ζωής, που την ίδια στιγμή την αποδομεί και τη σαρκάζει. Στη συνέχεια, η σύγκρουση με τον Κρόγκσταντ δείχνουν μια γυναίκα φοβισμένη να μην «πέσει» στα μάτια του συζύγου της αλλά και να μην αναμετρηθεί με την αλήθεια, ενώ στο τέλος σπάει τα δεσμά της και φαίνεται παραδομένη στην επιθυμία της να συγκρουστεί με τον κοινωνικό «θάνατο» της. Με την άριστα μετρημένη ερμηνεία της γίνεται αισθητή η ευαίσθητη ισορροπία στην οποία ακροβατεί η Νόρα παλεύοντας από τη μία να είναι σε συνέπεια με τους κοινωνικούς της ρόλους κι από την άλλη να εντοπίσει και να αποδεχτεί το αυθεντικό της Εγώ.

Στους αντρικούς ρόλους συναντάμε τον Αντώνη Μυριαγκό και τον Τάσο Δήμα. Ο Μυριαγκός ως Τόρβαλντ φαίνεται ιδιαίτερα κυριαρχικός ως Male Alpha, που έχει υπό του τη σύζυγό του και παρά την αγάπη που εξωτερικεύει λεκτικά, φαίνεται να ασκεί σωματική και σεξουαλική βία επάνω της. Αντίστοιχα, ο Τάσος Δήμας ως Κρόγκσταντ με την εκλεκτική του όψη είναι πανταχού παρών και επιμένει να λάβει τα χρήματά του αλλά και να ταπεινώσει τη Νόρα στα μάτια του συζύγου της. Με διαφορετική αφετηρία, έχει κοινή ψυχολογική και κοινωνική δράση επάνω στην ηρωίδα πιέζοντας προς τη φυγή της από την τακτοποιημένη gender bias κοινωνία.

Την στίξη της σωματικότητας και της αισθητικής ατμόσφαιρας που διαμορφώνουν το σκηνικό, οι φωτισμοί κι οι ηθοποιοί, ολοκληρώνει η μουσική του Παναγιώτη Βελιαντίτη με πυρήνα την κλασική μουσική. Τα κοστούμια του Yiorgos Eleftheriades είναι εξαιρετικής αισθητικής και κομψότητας και συνάδουν με το δραματουργικό σύμπαν του Ίψεν.

Με δύο λόγια, η παράσταση Νόρα του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι μια παράσταση που μόλις σε 70 λεπτά καταφέρνει να συνομιλήσει με το ιψενικό πρότυπο και ταυτόχρονα να κάνει μια συζήτηση γύρω από τα κοινωνικά φύλα διαχρονικά. Μες το μινιμαλισμό και τη συμβολικότητα του σώματος, πρόκειται για μια παράσταση-διαμαντάκι, που μπορεί να φωτίσει ακόμη και στους μη μυημένους στον Τερζόπουλο θεατές.

Συνέντευξη: Αναστάσης Πινακουλάκης

Ο Λαρισαίος Θέμης Θεοχάρογλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στη σκηνοθεσία και την υποκριτική. Έχει ασχοληθεί κυρίως με την υποκριτική, ενώ από το 2016 κατέβηκε στην Αθήνα. Είναι ευρέως γνωστός με την drag persona του, τη Holly Grace. Ως Holly Grace έχει δώσει μια σειρά από τηλεοπτικές συνεντεύξεις, ενώ την περασμένη άνοιξη διαγωνίστηκε στο House of Fame με παρουσιάστρια την Ελένη Φουρέιρα.

Ο Θέμης είναι ένας καλλιτέχνης –ή (drag) artista όπως αυτοπροσδιορίζεται- που δεν σταματάει να εργάζεται και να δοκιμάζεται καλλιτεχνικά, από τη σκηνοθεσία στην υποκριτική κι από εκεί στο drag performance. Τα Δευτερότριτα κρατάει τον ρόλο της Κυρίας στις «Δούλες» που σκηνοθετεί η Βάσια Χρονοπούλου στο Θέατρο Άλμα (διαβάστε την κριτική μας εδώ), ενώ από Τετάρτη ως Κυριακή παίζει στην παράσταση «Συμφορά από το πολύ μυαλό» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού –η πρώτη παράσταση του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη μετά την λήξη της θητείας του ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό- στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Ταυτόχρονα, τα Σαββατόβραδα εμφανίζεται ως Holly Grace σε διάφορα events, με σταθερότερη βάση το Shamone.

Κάτω από το μακιγιάζ, τις περούκες, και την επιβλητική του κορμοστασιά, ο Θέμης είναι ένας γλυκύτατος άντρας, που έχει να πει πολλά για το θέατρο, την ερμηνεία γυναικείων ρόλων, για ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχολογία των ανθρώπων αλλά και για την επόμενη μέρα.

 doules themis

Πόσο διαφέρει η δουλειά που κάνεις ως ηθοποιός από τις εμφανίσεις σου ως Holly Grace;

Η διαδικασία είναι παρόμοια, δεν έχει πολύ μεγάλη διαφορά, ενσαρκώνεις έναν ρόλο. Απλώς στο θέατρο, ενσαρκώνεις έναν ρόλο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ας πούμε για 2-3 παραστάσεις (σ.σ. όπως το Εθνικό Ντεφιλέ), ή για μερικούς μήνες, ενώ με την Holly είναι μια δυναμική διαδικασία που εξελίσσεται παράλληλα με τη ζωή μου, δεν σταματάει ποτέ. Μπορεί να ερμηνεύω γυναικείους ρόλους στο θέατρο, αλλά πάντα η βάση είναι η Holly, η περσόνα που έχω δημιουργήσει. Η Holly είναι ταξίδι ζωής.

Κάνοντας μια επίσκεψη στα κοινωνικά σου δίκτυα, διαπιστώνει κανείς πως η Holly δεν είναι μια περσόνα που περιορίζεται στην σκηνή, αντιθέτως έχει κάνει φωτογραφίσεις, διαφημιστικά και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Πόσο δυνατή πιστεύεις είναι η drag κοινότητα αυτή τη στιγμή στη χώρα μας;

Θα έλεγα πως είναι οκ σ’ έναν βαθμό, αλλά έχει αρκετά βήματα να κάνει ακόμα. Ο κόσμος γνωρίζει μόνο μια επιφάνεια του drag και νομίζω μια επιφάνεια που είναι πολύ παλιά. Χρειάζεται να μάθει τι είναι η drag τέχνη, ποια καλλιτεχνικά υποκείμενα την απαρτίζουν και τι εκφράζει στο σήμερα. Σημαντικό είναι επίσης να διακρίνουμε τον όρο «drag queen» από τον «drag performer». Οι δύο όροι αν και έχουν κοινά χαρακτηριστικά, διαφέρουν ως προς την αισθητική και την εμφάνιση. Μια drag queen στοχεύει στη θηλυκή ψευδαίσθηση, σε μια έντονη θηλυκότητα, ενώ ένας drag artist/performer μπορεί να παίξει περισσότερο με την εικόνα του, να την αποδομήσει όπως και τα φύλα, να διευρύνει τα όρια. Γι’ αυτό κι εγώ, αυτοπροσδιορίζομαι ως drag artista, μια θηλυκή drag καλλιτέχνης.

Αυτή είναι η βασική σου καλλιτεχνική ταυτότητα;

Όχι, η βασική μου καλλιτεχνική ταυτότητα είναι ο Θέμης, γιατί δουλεύω κι ως ηθοποιός.

 themis thexaris. texnes plusjpg

Πρωταγωνιστείς στην παράσταση «Δούλες» στο Θέατρο Άλμα, όπου σε βλέπουμε ως Θέμη να μεταμφιέζεσαι σε Holly και στη συνέχεια να γίνεσαι η Κυρία. Εξήγησέ μας αυτή την επιλογή…

Ήταν μια επιλογή της σκηνοθέτιδος να έχει μια drag performer στο ρόλο της Κυρίας για να βρεθεί κάπου στη μέση με τον συγγραφέα. Κλείνει το μάτι στον θεατή γιατί ο Ζενέ έχει γράψει το έργο με την οδηγία να παιχτεί από νεαρούς άντρες που ενδύονται γυναικείους ρόλους. Σε αυτό συμπίπτει η φύση του drag performance όπου υποδύεσαι συνήθως έναν ρόλο του αντίθετου φύλου. Η σκηνοθέτης επέλεξε να δείξει αυτή τη μεταμόρφωση, που ταιριάζει με το περιβάλλον του Ζενέ.

Στα δικά μου μάτια, η Κυρία είναι άμεσα εξαρτημένη από τον Κύριο, σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κυρία χωρίς τον Κύριο δεν υπάρχει, με άλλα λόγια έχουμε ενός είδους ταυτοπροσωπία. Για μένα, η μεταμόρφωση επί σκηνής, δείχνει ταυτόχρονα και τον Κύριο που υπάρχει μέσα της.

Ταυτόχρονα, δείχνεις στο κοινό ένα μέρος της προπαρασκευής μιας drag εμφάνισης…

Το κοινό βλέπει αυτή τη διαδικασία –μπορούμε να πούμε- μεταξύ φως και σκοταδιού, δεν το βλέπει άμεσα. Στέκομαι με γυρισμένη μου την πλάτη προς το κοινό.

Πόσο σε απασχολεί η απόδοση των φύλων μέσα από τις εμφανίσεις σου;

Με τα χρόνια έχει πάψει να με απασχολεί πώς θ’ αποδοθούν τα φύλα. Η drag persona συνδέεται και με τις αναζητήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη και εξελίσσεται δυναμικά μέσα στον χρόνο. Προσωπικά, δε με απασχολούν τόσο τα φύλα, ίσως ακόμη και να μ’ ενδιέφερε να καταργηθούν μέσω του drag. Συνεπώς, προσπαθώ όταν μεταμορφώνομαι από Θέμης σε Holly, να μην αλλάζω τρομαχτικά. Το ζητούμενο είναι να εκπροσωπείς με θηλυκότητα στη σκηνή, χωρίς αναγκαστικά να πρέπει να εκπληρώσεις όλα αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα που θεωρητικά δημιουργούν μια γυναικεία φιγούρα, χωρίς αναγκαστικά να λεπταίνεις τη φωνή σου, την κίνησή σου, τη φιγούρα σου, μπορείς να τα δεις όλα παντού. Προσπαθώ όταν ερμηνεύω την Holly, να μην ακούς μια ψεύτικη φωνή, να μην βλέπεις μια ψεύτικη φιγούρα, κάτι φτιαχτό, αλλά να πατάω σε χαρακτηριστικά που έχω ως Θέμης από τη φύση μου. Όποιος θέλει να το ονομάσει θηλυκότητα, ας το ονομάσει.

Πώς ολοκληρώνεται όλο αυτό που συζητάμε για τα φύλα, από τις άλλες δύο ηθοποιούς με την οποία μοιράζεσαι την σκηνή;

Οι «Δούλες» είναι ένα μεταθεατρικό έργο, με εγκιβωτισμένο θέατρο και διαδοχικές μεταμφιέσεις. Οι δούλες μεταμφιέζονται σε Κυρία με παρόμοιο τρόπο που μεταμφιέζομαι εγώ. Συμφωνήσαμε με την σκηνοθέτιδα να μην βάλω προσθετικά για να «δείξω γυναίκα», αλλά να χειριστούμε τα ίδια μέσα με τις δούλες. Απλώς, η δική μου μεταμφίεση ολοκληρώνεται, ενώ των δούλων διακόπτεται από την έλευση της Κυρίας.

sumfora

Παράλληλα παίζεις στην παράσταση «Συμφορά από το πολύ μυαλό» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Πες μας δυο λόγια για εκείνη τη δουλειά…

Είναι μια παράσταση με κυρίως νέους ηθοποιούς. Μιλάει για τον θρίαμβο της μετριότητας έναντι της αφοσίωσης. Είναι ένα κλασσικό ρωσικό έργο του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ, και η παράσταση αυτή είναι η εναρκτήρια παραγωγή μιας καινούριας εποχής για το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή και γι’ αυτό επιλέχτηκε το συγκεκριμένο έργο. Είχε πρωτοπαιχτεί το 1986 στα ξεκινήματα του θεάτρου και τον ρόλο που ερμηνεύω τον είχε ερμηνεύσει ένας αγαπημένος μου καθηγητής, ο Κωστής Φειρικίδης. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο πρώτος που με ξεκλείδωσε, γιατί μου είπε ν’ αγαπήσω τη διαφορετικότητά μου.

Την τελευταία χρονιά, είχαμε έναν θλιβερό αριθμό γυναικοκτονιών στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο, δολοφονίες τρανς ατόμων αλλά και διαδηλώσεις για το θέμα των αμβλώσεων και της γυναικείας αυτοδιάθεσης. Πόσο σημαντικό θα θεωρούσες να περιλαμβάνεται η Σεξουαλική Αγωγή στα σχολικά προγράμματα;

Παρά πολύ σημαντικό. Βασικά, θεωρώ πιο απαραίτητη τη Σεξουαλική Αγωγή από τα Θρησκευτικά ας πούμε. Δεν μπορώ να καταλαμβάνω γιατί δεν το αντιλαμβάνονται. Η Ελλάδα είναι ακόμη πολύ συντηρητική σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, αλλά δεν δέχομαι καμία χώρα να είναι πλέον συντηρητική σε αυτά τα θέματα, όταν ο κόσμος φιμώνει ανθρώπους και μυαλά. Είναι και πολύ σημαντικό αυτό το μάθημα γιατί, δυστυχώς, δεν συναντάς πολύ συχνά γονείς να συζητούν αυτά τα θέματα με τα παιδιά τους. Είναι καιρός να μπει αυτό το μάθημα στα σχολεία και να διδάσκεται από ειδικούς σε θέματα Ψυχολογίας. Η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα φύλου, περιλαμβάνουν θέματα ψυχολογίας, αφού χρειάζεται να νιώσεις ασφάλεια για να εκφράσεις την ταυτότητά σου και ν’ αλληλεπιδράσεις με τους άλλους ανθρώπους, ώστε να επαναπροσδιοριστείς.

Για χρόνια βλέπαμε γκέι χαρακτήρες να εμφανίζονται ως καρικατούρες στην ελληνική τηλεόραση. Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται τώρα;

Ελευθερία λόγου κι ορατότητα. Να υπάρχει ορατότητα κι εντός κοινότητας, καθώς υπάρχει εσωτερικευμένη ομοφοβία ακόμη κι από γκέι άτομα. Χρειάζεται να προσλαμβάνουμε τις εικόνες χωρίς σχόλια και στερεότυπα. Δε χρειάζεται ούτε πουριτανισμός ούτε ν’ αποκρύπτουμε πράγματα.

Να χαλαρώσουμε τη συζήτηση. Ως ηθοποιός, ποιον αντρικό και ποιον γυναικείο ρόλο θα ήθελες να είχες ερμηνεύσει στην ελληνική τηλεόραση;

Ο ρόλος που με είχε σημαδεύσει κι έχει αποτελέσει υλικό στη δημιουργία της Holly είναι ο ρόλος που υποδύθηκε η αγαπημένη μου Μαρία Λεκάκη στους Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη, η Καίτη Κολεσίδου- Γκιούμπαλμπα. Η Μαρία Λεκάκη είναι και μια ηθοποιός που συνδεόμουν, βλέποντας τους τηλεοπτικούς της ρόλους, είναι υπέροχη σε ό,τι έκανε. Τώρα για αντρικό ρόλο, θα έλεγα αυτόν που έκανε ο Κωνσταντίνος Κάππας στη σειρά «Κλείσε τα μάτια» του Παπακαλιάτη, γιατί έδωσε το πρώτο γκέι φιλί στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης και μάλιστα με τον Χρήστο Λούλη.

Πες μου έναν συγγραφέα με τον οποίο συνδέεσαι…

Συνδέομαι περισσότερο μ’ έργα κι όχι με συγγραφείς. Με συγκινεί βαθύτατα η Σάρα Κέιν, γιατί εμπεριέχει έναν βασανισμό ψυχής πολύ κοντά σε αυτό που μπορεί να νιώσει ένα γκέι παιδί που μεγαλώνει στην επαρχία. Ένα έργο με το οποίο συνδέθηκα ήταν το «Shopping and Fucking» του Μαρκ Ρέβενχιλ, που ήταν και η διπλωματική μου στη σκηνοθεσία. Επίσης, το έργο «Άγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ, θεωρώ ότι ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας. Θυμάμαι συχνά μια ατάκα του έργου που λέει μια ζητιάνα, «Τώρα σου φαίνομαι εγώ τρελή, αλλά σε λίγο καιρό θα είναι όλοι τρελοί». Αυτή την ατάκα την βλέπω να βγαίνει στην πράξη, ιδίως σήμερα.

Τι πιστεύεις έχει φέρει η πανδημία στον ανθρώπινο παράγοντα;

Ο διχασμός είναι μια αισθητή συνέπεια της πανδημίας και νομίζω θα μείνει και μετά. Πιστεύω θ’ αποξενωθούμε ακόμη περισσότερο. Μπορεί να έχουμε κοντή μνήμη, αλλά το σώμα θυμάται περισσότερο από το μυαλό. Θα ήθελα η πανδημία να μας υπενθυμίσει ότι ήρθε να μας σταματήσει από κάτι που θέλουμε πολύ και να το διεκδικήσουμε μετά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

Εσύ τι είναι αυτό που θες να ζήσεις με λαχτάρα;

Να πάω στα Όσκαρ! (σ.σ. γελάει). Θα σου πω, θα ήθελα να συμμετέχω σε μια δουλειά, π.χ. σε μια ταινία που θ’ ακουστεί για βραβείο σε κάποιο σημαντικό θεσμό. Αυτό είναι μια καλλιτεχνική φιλοδοξία που ελπίζω να γίνει πράξη. Σε προσωπικό επίπεδο, θα ήθελα πολύ να κάνω ένα παιδί και ν’ αφοσιωθώ σε αυτό.

 doules themis

Το θέατρο κατά πόσο έχει επηρεαστεί από την πανδημία;

Το θέατρο έχει επηρεαστεί ήδη από την πανδημία. Το κοινό βολεύτηκε στον καναπέ του και στην τηλεόραση και δε θα πάει εύκολα στο θέατρο. Όλοι μας βολευτήκαμε στην καραντίνα. Πιστεύω, όμως, ότι αν βγει και πάει να δει θέατρο, κι αν καταφέρει να συνδεθεί με μια παράσταση ή ένα έργο, θα του συμβεί κάτι μαγικό. Θυμάμαι μια παράσταση για τη διαφορετικότητα που κάναμε σε σχολεία. Σε όσα σχολεία πηγαίναμε και είχαν θεατρική αγωγή, τα παιδιά ήταν αλλιώς, είχαν πιο αναπτυγμένη ενσυναίσθηση. Πιστεύω πολύ στην αξία του θεάτρου ήδη από μικρή ηλικία, και τα οφέλη είναι πολλά και για το ενήλικο θεατρικό κοινό. Ας ξεβολευτούμε κι ας δούμε τον κόσμο διαφορετικά, γιατί έτσι θα δούμε και πράγματα για τον εαυτό μας που μπορεί να μην γνωρίζουμε.

Info:

Η παράσταση «Δούλες» του Ζενέ σε σκηνοθεσία Βάσιας Χρονοπούλου, παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο Άλμα, για έξι ακόμη παραστάσεις. 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Το κλασσικό έργο της αμερικανικής δραματουργίας Οι μάγισσες του Σάλεμ του Άρθουρ Μίλλερ ανεβάζουν η καλλιτεχνική εταιρεία ΜΥΘΩΔΙΑ σε συνεργασία με τα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΘΕΑΤΡΑ και την People Entertainment σε μια παράσταση αξιώσεων. Πρωταγωνιστές της παράστασης είναι οι Νικήτας Τσακίρογλου, Άκης Σακελλαρίου, Ρένια Λουιζίδου, Ιωάννα Παππά, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μελίνα Βαμβακά και Γεράσιμος Σκαφίδας. Ένα έργο για το φανατισμό, τις προκαταλήψεις, τις ψευδείς διαδόσεις –που σήμερα θα μπορούσαμε να τα μεταφράσουμε ως fake news- και τα πάθη των απαίδευτων ανθρώπων. Πρόκειται για μια ιστορία φαινομενικά ξένη μα μπορεί να λειτουργήσει ως μεταφορά των όσων δούμε τα τελευταία χρόνια, όπου ο φανατισμός, η στρεβλή δικαιοσύνη, η μισαλλοδοξία και η αγανάκτηση του κόσμου από κοινωνικά ανισότιμες πολιτικές δίνουν και παίρνουν.

«Η Δοκιμασία» ή «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» αποτελούν μια διαχρονική καταγγελία των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και του φανατισμού. Ο Μίλερ μέσα από το έργο του κατακρίνει την καταπάτηση πολιτικών ελευθεριών και εισάγει τον όρο «κυνήγι μαγισσών» στον 20ο αιώνα. Ο ίδιος εξηγεί: «Όταν η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη ο φόβος παίρνει υπόσταση. Οι άνθρωποι του Σάλεμ έβλεπαν τον εαυτό τους σαν κάτοχο μιας ανώτερης αλήθειας. Αν το φως αυτής της αλήθειας έσβηνε, πίστευαν πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Όταν έχετε έναν ιδεολογικό κόσμο που θεωρεί τον εαυτό του τόσο αγνό, είναι φυσικό να τείνετε προς τα άκρα». Ο Μίλερ ανέβασε το 1953 στο Μπρόντγουεϊ το έργο «The Crucible», κερδίζοντας βραβείο Tony. Στόχο είχε να καταγγείλει την αντικομμουνιστική υστερία που επικράτησε στις ΗΠΑ την εποχή του μακαρθισμού και οδήγησε στην φυσική και ηθική εξόντωση απλών πολιτών, ιδεολόγων και εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου. Το κείμενο αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία: στην δίκη των μαγισσών που έγινε στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692. Πρόκειται ένα περιστατικό που οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση 20 κατοίκων με την κατηγορία της μαγείας. Ο κεντρικός ήρωας Τζον Πρόκτορ, με αφορμή ένα προσωπικό σφάλμα – μια συζυγική απιστία – καθίσταται ύποπτος σ’ έναν κόσμο δογματικών. Υπόθεση: Το 1692 στο Σάλεμ, η Άμπιγκεϊλ, ερωτεύεται παράφορα έναν μεγαλύτερό της παντρεμένο άνδρα, τον Τζον Πρόκτορ. Εκείνος όμως την απορρίπτει και διαλέγει να μείνει στο πλάι της συζύγου του. Έτσι, εκείνη μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού του κάνουν μάγια για να τον φέρουν πίσω. Οι κάτοικοι του Σάλεμ τις ανακαλύπτουν και οι γυναίκες κινδυνεύουν να θανατωθούν ως μάγισσες. Η Άμπιγκεϊλ κατηγορεί την σύζυγο του αγαπημένου της ως υποκινήτρια των μεταφυσικών πράξεων, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία δίκη με καταστροφικές συνέπειες για όλους.

 

magisses salem kritiki.2jpg

Η παράσταση

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης μετράει ήδη στη φαρέτρα του μια σειρά από παραστάσεις που αγαπήθηκαν από το κοινό. Με τις Μάγισσες του Σάλεμ, νομίζω «ανεβαίνει επίπεδο», δουλεύοντας πάνω σ’ ένα πολύ απαιτητικό επίπεδο με προσοχή, σκηνοθετική καθαρότητα και χοροθεατρική μαεστρία. Ήδη από τις πρώτες σκηνές της παράστασης δίνεται το στίγμα της παράστασης, με τις «μάγισσες» να κάνουν την τελετή τους για να κερδίσουν την αγάπη των αντρών που επιθυμούν αλλά και να βλάψουν τις ερωτικές τους αντίζηλους. Άψογη η κίνηση της Αντιγόνης Γύρα, που αναπαριστά το νεανικό δαιμονισμό των τελετών στο δάσος, για τον οποίο θα κατηγορηθούν στη συνέχεια οι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου.

Με το άνοιγμα της αυλαίας, δεσπόζει το υπερυψωμένο σταυροειδές σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, που λειτουργεί άλλοτε ως δάπεδο, άλλοτε ως δικαστήριο κι άλλοτε ως τραπεζαρία. Εκτιμώ πάντα όταν το σκηνικό συνομιλεί δημιουργικά με τη δραματουργία και αποτελεί τη βάση της σκηνοθεσίας. Εντυπωσιακά και τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου, με φανερή την κυριαρχία του μαύρου, δηλωτικού του ζοφερού σκότους που περιγράφεται στο έργο αλλά και της σκοτεινής θρησκευτικότητας που εκδηλώνεται. Περίτεχνα τα φορέματα που φοράει η πρωταγωνίστρια Ρένια Λουιζίδου, ενώ σε συνδυασμό με τα κεριά, τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλας και τη μουσική του Γιάννη Μαθέ, δημιουργείται μια επιβλητική ατμόσφαιρα.

louizidou

Ο θίασος της παράστασης δεν αργεί να «μαγεύσει» το κοινό, με την φιγούρα του Δικαστή Ντάνφορθ (Νικήτας Τσακίρογλου) και την Άμπιγκεϊλ να πρωτοστατούν. Η επιβλητική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου στο φόντο της σκηνής, από το πρώτο λεπτό της παράστασης μέχρι το τέλος ως αφηγητή και με το μακρόχρονο δικαστήριο όπου δικάζει κι άρα έχει τον κυριότερο λόγο, είναι το μεγάλο ατού της παράστασης. Παρά τα επώνυμα ονόματα της διανομής, το βάρος της δραματουργίας, πέφτει πάνω στην Ιωάννα Παππά και τις νεαρές ηθοποιούς που υποδύονται τις «μάγισσες»: Κατερίνα Νικολοπούλου, Ισιδώρα Δωροπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Αντουανέτα Παπαδοπούλου και Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθ. Με την έντονη και παραφυσικά φορτισμένη κίνηση, τον συντονισμό των σωμάτων τους σ’ ένα μεγαλύτερο πλέγμα, τη σύνδεσή τους με πρόσωπα σε θέση ισχύος και τις καθοριστικής σημασίας ομολογίες τους, αποτελούν τον πυρήνα του έργου. Η Ιωάννα Παππά με την πλούσια και πολυσυλλεκτική θεατρική της καριέρα, αποτελεί την ιδανική πρωταγωνίστρια για τις Μάγισσες του Σάλεμ, με τη χαρισματική κίνηση και τα εκφραστικά της μέσα. Ανακαλούμε δύο από τις σημαντικές της ερμηνείες σε προηγούμενες παραστάσεις, Οδός Πολυδούρη και Μιράντα, όπου η τεχνική ερμηνεία ήταν πιο έντονη. Ο ρόλος της Άμπιγκεϊλ ακροβατεί ανάμεσα στην ηθική και την ανηθικότητα, στο φως και το σκοτάδι, στον αγνό έρωτα και το ζοφερό σκοτάδι της ζήλιας.

Αξιοπρόσεκτη η ερμηνεία του Άκη Σακελλαρίου ως Τζον Πρόκτορ και η σκηνική του χημεία με την Παππά (Άμπιγκεϊλ), με την οποία είχαν συνεργαστεί και στις Βάκχες το καλοκαίρι που μας πέρασε (εκεί ως Διόνυσος και Τειρεσίας). Στις πρώτες του σκηνές ο Άκης Σακελλαρίου φαίνεται ιδιαίτερα δυνατός και κυριαρχικός, ενώ στην εξέλιξη της πλοκής κλονίζεται, αλλά δεν παραιτείται παρά την επικείμενη καταδίκη του. Τη σύζυγό του, Ελισάβετ Πρόκτορ, υποδύεται η Ρένια Λουιζίδου, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι περισσότερο συναισθηματική και μονοδιάστατη από όσο απαιτεί ρόλος. Τον δικαστικό κύκλο συμπληρώνουν επιτυχώς ο Γιάννης Καλατζόπουλος, ο Γεράσιμος Σκαφίδας, η Μελίνα Βαμβακά κι ο Θώμας Γκάγκας.

Με δυο λόγια, η παράσταση Οι μάγισσες του Σάλεμ είναι μια εμπορική δουλειά που έχει να δώσει πολλά περισσότερο από τα «ονόματα» που πρωταγωνιστούν: μια μεγάλη δραματουργία και μια δυνατή αισθητική απόδοση αυτής. Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, αυτή τη φορά κερδίζει το στοίχημα και σηκώνει το βάρος του έργου που ανέλαβε με αισθητική και σκηνοθετική σχολαστικότητα.

Υ.Γ. Παρά τα μέτρα του Covid, στη συγκεκριμένη παράσταση θα ήταν απαραίτητο το διάλειμμα τόσο για υποβοήθηση της δραματουργίας όσο και για αποσυμφόρηση του θιάσου και του κοινού. Είναι τόσο πυκνογραμμένο έργο που στέκεται αν όχι αδύνατο, πολύ δύσκολο να το παρακολουθήσεις για 2 ώρες και 15 λεπτά αδιάλειπτα.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

 

Εδώ και μερικές εβδομάδες παρουσιάζεται το πρώτο θεατρικό έργο της αναγνωρισμένης ηθοποιού Ηρώς Μπέζου.

Η ηθοποιός που το καλοκαίρι ξεχώρισε ως Ιώ στην sold-out παράσταση Προμηθέας Δεσμώτης σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη συστήνει μια νέα της ιδιότητα στο θεατρόφιλο κοινό, αυτή της συγγραφέως και σκηνοθέτιδος. Την παράσταση Ναυαγοί συνσκηνοθετεί με τον Γιάννη Παπαδόπουλο, ενώ βρίσκει ιδανικό «σπίτι» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, χώρο με ιστορική ταυτότητα ανάδειξης νεοελληνικών έργων. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Γιάννος Περλέγκας, Μιχάλης Τιτόπουλος και Σοφία Κόκκαλη.

Υπόθεση: Ένας νεαρός δημοσιογράφος επισκέπτεται το απομονωμένο σπίτι ενός καταξιωμένου συγγραφέα με σκοπό να του πάρει συνέντευξη. Σύντομα οι δύο άνδρες αντιλαμβάνονται ότι έχουν ασκήσει καθοριστική επίδραση ο ένας στην ζωή του άλλου. Στο σπίτι όμως δεν είναι μόνοι. Μαζί με τον οικοδεσπότη ζει και η ανήλικη κόρη του. Ο έρωτας ανάμεσα στον νέο και το κορίτσι γεννήθηκε πολύ πριν γνωριστούν και οι τρεις ήρωες θα βρεθούν σε ένα χρωματιστό λούνα παρκ με τις ίδιες τους τις λέξεις για παιχνίδια. Σημείωμα της Ηρώς Μπέζου: «Γράφουμε ένα έργο για τα λόγια, που δεν αρκούν, κι όμως μόνο τα λόγια έχουμε. Λέξεις πάνω σε χαρτί, λέξεις στον αέρα. Τρεις άνθρωποι-άλλωστε πάντα τρεις είναι οι άνθρωποι-παλεύουν να κοιταχτούν, να αγαπήσουν, να «βγουν στην ζωή». Η μοναξιά τους είναι η γέφυρα που τους ενώνει. Τι άλλο; Ένα παιχνίδι με χαρτιά, ένα ποτήρι κρασί. Μια παιδική ζωγραφιά.» .

Οι Ναυαγοί είναι ένα σύγχρονο μονόπρακτο έργο τριών χαρακτήρων που διαδραματίζεται σ’ ένα απομονωμένο σπίτι. Μια συνέντευξη που τελικά δε γίνεται, γίνεται η αφορμή για μια σειρά από αποκαλύψεις, που δίνουν τον χαρακτήρα του έργου. Το πρώτο μέρος του είχε μια τρόπον τινά πιντερική γραφή, ενώ με την είσοδο της κόρης, αλλάζει η δυναμική των χαρακτήρων και γίνεται πιο συγκινησιακό. Ως πρωτόλειο είναι μια πολύ δυνατή και ενδιαφέρουσα πρώτη, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες και πυκνογραμμένη πλοκή. Ως θεατή με κέρδισε το σκηνικό αποτέλεσμα, ως δραματολόγος θα ήθελα λίγη παραπάνω επιμέλεια στις μεταβάσεις των σκηνών, ώστε να ρέει περισσότερο, και από ένα σημείο και μετά δεν είναι καθαρό το ύφος της γραφής. Ας πούμε, το τέλος του έργου θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο σύντομα ώστε ν’ αφήνεται ανοιχτό στο θεατή και να τονώσει τον συναισθηματισμό που ήταν διάχυτος από τη μέση του έργου. Άψογη δουλειά έγινε στην κατασκευή των χαρακτήρων και με μαεστρία ξεδιπλωνόνται πτυχές τους που δίνουν βάθος στις μεταξύ τους σχέσεις.

Η παράσταση

Η Ηρώ Μπέζου κι ο Γιάννης Παπαδόπουλος δημιούργησαν μια φαινομενικά απλή παράσταση που αναδεικνύει το κείμενο και βασίζεται πάνω στους ταλαντούχους ηθοποιούς της. Είναι αισθητό πως η παράσταση είναι προϊόν μιας επιτυχημένης και δεμένης θεατρικής ομάδας. Η χημεία των ηθοποιών επί σκηνής είναι εμφανέστατη κι απολαυστική. Ο Γιάννος Περλέγκας κι ο Μιχάλης Τιτόπουλος το καλοκαίρι έπαιξαν μαζί στο Γάλα, αίμα που είχαμε ξεχωρίσει στη Μικρή Επίδαυρο κι είχε σκηνοθετήσει ο Περλέγκας. Η Σοφία Κόκκαλη είχε δώσει μια εξαιρετική ερμηνεία στο Σχολείο Γυναικών του Μολιέρου, παράσταση που σκηνοθέτησε ο Έκτορας Λυγίζος στην Πειραιώς 260. Οι τρεις τους είναι η χαρά του θεατή, τρεις πολύ δυνατά ερμηνευτικά ηθοποιοί που μπορούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το παράλογο, στο δραματικό και το κωμικό. Υποδύονται τρεις ήρωες που είναι βαθιά μόνοι, αισθανόμενοι ένα κοινωνικό άγχος και με την εκκεντρικότητά τους ζητούν την προσοχή, την αποδοχή και την αγάπη των άλλων.

Το Υπόγειο του Τέχνης, μετατρέπεται σ’ ένα «κουνημένα» ρεαλιστικό σκηνικό (κοστούμια – σκηνικά: Εύα Γουλάκου), που φωτίζεται εξαιρετικά από τον Τάσο Παλαιορούτα. Ξαφνιάζει η ηχητική επιλογή ν’ απουσιάζει η μουσική από την παράσταση, αλλά είναι κι αυτό ένα στοιχείο της ταυτότητάς της. Σε αυτό το σκηνικό περιβάλλον με το τραπέζι τους καναπέδες, την πολυθρόνα, το ζωγραφιστό πορτραίτο –αναπαριστά μια γυναικεία φυσιογνωμία, ενδεχομένως της νεκρής συζύγου του συγγραφέα- την κουζίνα και τον επιλεκτικά στρωμένου δαπέδου, οι ηθοποιοί δρουν.

Οι ηθοποιοί της παράστασης παίρνουν πάνω τους το έργο και αναδεικνύουν τους πολυεπίπεδους χαρακτήρες με τις δεινές ερμηνείες τους. Ο Γιάννος Περλέγκας στον κεντρικό ρόλο του συγγραφέα δίνει μια πολυσχιδή ερμηνεία με φλεγματώδες χιούμορ και διακυμάνσεις. Ο Μιχάλης Τιτόπουλος υποδύεται τον δημοσιογράφο που δρα ως καταλύτης στο έργο, αφού η δική του άφιξη πυροδοτεί την έκρηξη πατέρα-κόρης, φωτίζει πτυχές των χαρακτήρων που δε θα γινόντουσαν αλλιώς αντιληπτές και συνδέεται με την σεξουαλική αφύπνισης της έφηβης (σχεδόν ενήλικης) κόρης. Είναι πολύ συγκινητικός και νομίζω δίνει την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη ερμηνεία της ως τώρα καριέρας του.

nauagoi texnis

Θα σταθούμε όμως στη Σοφία Κόκκαλη, που ξεχωρίζει άμα τη εμφανίσει με το μπρίο, την σκηνική της ενέργεια, την ερμηνευτική της τεχνική που θυμίζει Θέατρο του Παραλόγου. Ο τρόπος που εκφέρει το κείμενο αρχικά φαίνεται ως καρικατούρα και περισσότερο τεχνική ερμηνεία, όμως σύντομα κερδίζει το θεατή και δίνει μια σπάνια ερμηνεία ταυτόχρονα συναισθηματική και τεχνικά δουλεμένη, που κατορθώνει ν’ αναδείξει όλα τα επίπεδα του αντικειμενικά δύσκολου ρόλου της. Αναλογιζόμενος την καριέρα της Κόκκαλη, τόσο την κινηματογραφική (Μικρά Αγγλία, Electra του Πέτρου Σεβαστίκογλου, το Digger που θα είναι η φετινή μας εκπροσώπηση στα Όσκαρ αλλά και τη Σελήνη, 66 ερωτήσεις που είδαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου) όσο και τη θεατρική (Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, Αντιγόνη της Κιτσοπούλου, Σώσε, Σχολείο Γυναικών σε σκηνοθεσία Ε. Λυγίζου, κ.ά.), σκέφτομαι πως έχει αποδείξει πως δεν είναι καθόλου τυχαία η πορεία της και η προτίμησή της από σπουδαίους καλλιτέχνες. Μπορεί άνετα να είναι η επόμενη μεγάλη μας πρωταγωνίστρια σε όποιο μέσο επιλέξει και το άστρο είναι ικανό να υπερβεί τα σύνορα της Ελλάδας. Δώστε της χώρο και θα λάμψει, δώστε της ρόλους και θα κεντήσει.

Συμπερασματικά, η παράσταση Ναυαγοί της Ηρώς Μπέζου είναι μια παράσταση-πρόταση από το Θέατρο Τέχνης που αξίζει να της δώσουμε προσοχή τόσο για την δημιουργό του όσο και για την ομάδα των συγκεκριμένων ηθοποιών. Θα περάσετε καλά και θ’ αγαπήσετε ξανά την καθαρότητα και την απλότητα του καλού θεάτρου.

Info:

Η παράσταση Ναυαγοί σε σκηνοθεσία Ηρώς Μπέζου και Γιάννη Παπαδόπουλου παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και διαρκεί σχεδόν 2 ώρες.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Εδώ και μερικές εβδομάδες παρουσιάζεται στο Εθνικό η πολυαναμενόμενη παράσταση της Ελένης Ευθυμίου «Φουέντε Οβεχούνα».

Η παράσταση παίζεται από Τετάρτη έως Κυριακή στην Κεντρική Σκηνή του Τσίλλερ, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ (Solo Teatro). Η Ελένη Ευθυμίου -μ’ εμβληματικές παραστάσεις στο ενεργητικό της- δημιούργησε μια εντυπωσιακή παράσταση με πολυσυλλεκτικό θίασο σε μορφή ensemble, συγκινητική απλότητα, λυρικότητα και λαμβάνει σχεδόν επική διάσταση. Για την ιστορία, στη χώρα μας, το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1959 σε σκηνοθεσία Μάνου Κατράκη και στη συνέχεια το 1977 από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ενώ η προηγούμενη φορά που παίχτηκε τοΦουέντε Οβεχούνα   στο Εθνικό, ήταν πριν από 4 δεκαετίες, το 1990, σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη/μετάφραση Ανδρέα Παναγόπουλου στο Ηρώδειο (θερινή παραγωγή).

Το έργο

Υπόθεση: Η άφιξη του Διοικητή Φερνάν Γκόμεθ στο μέχρι τότε ήσυχο χωριό Φουέντε Οβεχούνα αναστατώνει τη ζωή των κατοίκων καθώς η αυταρχικότητα και η βαναυσότητά του ξεπερνούν τα όρια. Ο Γκόμεθ αντιμετωπίζει όλες τις γυναίκες του χωριού σαν κτήμα του, θεωρώντας ότι έχει απόλυτη κυριαρχία πάνω τους και τιμωρεί ανελέητα όποιον προσπαθεί να τον σταματήσει. Ανάμεσα στις κοπέλες που θέλει να κατακτήσει είναι και η νεαρή Λαουρένθια, κόρη του δημάρχου του χωριού. Με τη βοήθεια του Φροντόσο που είναι ερωτευμένος μαζί της, η Λαουρένθια καταφέρνει να γλυτώσει, αλλά οι ερωτικές επιθέσεις του Διοικητή δεν σταματούν. Η εγκληματική συμπεριφορά του θα εξαντλήσει την ανοχή των κατοίκων που συνειδητοποιούν πως μόνο ενωμένοι μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους. Με μοχλό την προσβολή της γυναικείας τιμής, η εξέγερση των χωρικών ξεσπάει. Ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος, θα σκοτώσουν τον τυραννικό διοικητή και θα αποκαταστήσουν την ηθική και τη δικαιοσύνη στο χωριό τους. Ο τύραννος θα βρει τον θάνατο όχι από ένα πρόσωπο αλλά από ολόκληρη τη Φουέντε Οβεχούνα.

Το Φουέντε Οβεχούνα είναι αντιπροσωπευτικό έργο του Ισπανικού Μπαρόκ, του λεγόμενου Χρυσού Αιώνα. Έργο γραμμένο το 1614, αποτελεί ως σήμερα το δημοφιλέστερο έργο του Λόπε δε Βέγα. Είναι βασισμένο σ’ ένα ιστορικό γεγονός που μας σώζεται από διάφορες πηγές: Τη νύχτα της 22ας Απριλίου 1476, στο χωριό Φουέντε Οβεχούνα  των περίπου χιλίων κατοίκων στην ισπανική επαρχία της Κόρδοβας (Ανδαλουσία), οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν τον διοικητή τους Φερνάν Γκόμεθ δε Γκουθμάν, υπαρχηγό του ιπποτικού θρησκευτικού τάγματος της Καλατράβα. Ο τίτλος του έργου σημαίνει Προβατοπηγή και μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως.

Ο ισπανικός κώδικας της τιμής

Η τιμή (στα ισπανικά honor) ήταν μια ιδιότητα που είχαν μόνο οι ευγενείς. Οι άλλες κοινωνικές τάξεις (πλούσιοι αστοί, πλούσιοι και φτωχοί αγρότες, τεχνίτες κ.ά.) δεν είχαν τιμή ούτε και μπορούσαν να την αποκτήσουν. Μπορούσαν ν’ αποκτήσουν μόνο υπόληψη. Η λέξη, αν και ομόρριζη με τη λέξη τιμή, διαφέρει ωστόσο ριζικά ως προς τη σημασία: η τιμή υπήρχε εκ γενετής, την υπόληψη την αποκτούσες ανάλογα με τη γνώμη των άλλων για εσένα. (Σημείωμα της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ στο πρόγραμμα της παράστασης). Απώλεια της τιμής ίσον θάνατος. Για ν’ αποκατασταθεί η απώλεια της τιμής, έπρεπε να υπάρξει εκδίκηση.

Η παράσταση

Η Ελένη Ευθυμίου καταθέτει μια αξιοπρόσεκτη πρόταση σε μια σχετικά αδύναμη θεατρική σεζόν. Επέλεξε ν’ ανεβάσει ένα σχεδόν ξεχασμένο έργο με μεγάλο και ετερόκλιτο θίασο, μια πρωτότυπη μετάφραση σε ρίμα από τη Μαρία Χατζηεμμανουήλ και μάλιστα με μια θεματολογία που ταιριάζει γάντι στην τρέχουσα κατάσταση. Για να γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, στη Φουέντε Οβενούχα έρχεται να εγκατασταθεί ένας φαύλος διοικητής που εκμαυλίζει νεαρές χωριοτοπούλες (κοπέλες που δεν έχουν τιμή βάσει του ηθικού κανόνα της εποχής), ασελγώντας σε αυτές και αδιαφορώντας για το αν ήταν παντρεμένες ή λογοδοσμένες. Ουσιαστικά, έχουμε μια ξεκάθαρη κατάχρηση εξουσίας και σεξουαλική βία, που συνδέεται με την κρατική ανηθικότητα, από άντρα στην εξουσία σε μια gender bias κοινωνία. Και ναι, δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε όλες αυτές τις εξομολογήσεις γυναικών κι αντρών ηθοποιών για σεξουαλική ή λεκτική βία από πρόσωπα σε θέση ισχύος τα τελευταία δύο χρόνια (όχι ότι είναι κάτι καινούργιο ή περιορισμένο στον καλλιτεχνικό χώρο).

Γιατί ν’ ανέβει τώρα το Φουέντε Οβεχούνα  ; Γιατί αποδεικνύεται ίσως πιο έντονα από ποτέ πως τα μεγάλα κλασσικά έργα παραμένουν επίκαιρα και διαχρονικά. Γιατί έχουμε ανάγκη από λυρικότητα, κοινωνικό προβληματισμό και θετικά ηθικά πρότυπα. Στη Φουέντε Οβενούχα, ένα ολόκληρο χωριό αποκτά ενσυναίσθηση και την εφαρμόζει στην πράξη, συσπειρώνεται, αυτοδικεί εναντίον του βιαστή διοικητή και παρά την επίπονη σωματικά και ψυχικά ανάκριση, δε λυγίζει, δεν σκύβει το κεφάλι, δεν υποχωρεί. Το ισπανικό μπαρόκ είναι ένα θέατρο για μεγάλα πάθη, ένα θέατρο όπου τα συναισθήματα φτάνουν στ’ άκρα, όπου η ηθική είναι εκεί χωρίς να γίνεται διδακτικό θέατρο. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει πιο καθαρό συγκινητικό θέατρο από το ισπανικό θέατρο και θα μπορούσε να έχει μια πιο σταθερή σχέση στην εγχώρια σκηνή. Το ελληνικό και το ισπανικό θέατρο θα μπορούσαν να είναι ξαδέρφια από την ίδια μάνα.

ethniko4 Patroklos Skafidas

Ο θίασος της Φουέντε Οβενούχα είναι διαρκώς παρών και συγκινητικά διαθέσιμος, σ’ ένα κείμενο μ’ έμμετρη απόδοση και μουσικοκινητικότητα, ως ensemble. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λαουρένθια συναντάμε τη δημοφιλή ηθοποιό Βασιλική Τρουφάκου, ενώ δίπλα της εμφανίζεται ως Φροντόσο ο διαρκώς ανερχόμενος Δημήτρης Κίτσος (μέσα στην εβδομάδα τον είδαμε πρωταγωνιστή στην ταινία Dog, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης). Η Τρουφάκου έχει μια δυνατή στιγμή μετά την πρόδηλη κακοποίησή της από τον Φερνάν Γκόμεθ, και την παρείσφρηση της στο συμβούλιο των αντρών για να διεκδικήσει την ηθική της δικαίωση ενάντια στη φαυλότητα και στην εγκληματική σεξουαλικότητα του διοικητή τους. Τον πατέρα της, Εστέμπαν υποδύεται εξαιρετικά ο Νίκος Χατζόπουλος.

fouente ovexouva

Έχει γίνει τόσο καλή δουλειά στη διανομή και στη δημιουργία συλλογικής ατμόσφαιρας στην παράσταση, που θα ήταν δύσκολο να σχολιάσουμε επί μέρους όλους τους ηθοποιούς. Θα ήθελα εκτός των πρωταγωνιστών, να σταθώ στην παρωδιακή απόδοση της βασιλείας, με τις σπαρταριστές ερμηνείες των Μπάμπη Γαλιατσάτου και Μαρίας Γεωργιάδου, που αποτελεί ιδεολογικό σχόλιο. Με την γελοία βασιλεία από τη μία, και την ανήθικη διοίκηση από την άλλη, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την αυτοδικία και την ανάδειξη της κοινωνικής αλληλεγγύης σ’ ένα χωριό που αναδεικνύει την ανθρωπιά και την αγάπη για τον πλησίον. Θετικά βλέπουμε και την παρουσία της Λωξάνδρας Λούκας, την πρώτης επαγγελματίας ηθοποιού με Σύνδρομο Down και μάλιστα σε κρατική σκηνή, που ευελπιστούμε ν’ ανοίξει έναν μακρύ και πολυσυλλεκτικό δρόμο, όπου θα έχει τη δυνατότητα να κάνει θέατρο οποιοσδήποτε το επιθυμεί ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή κατάστασης.

Στο εικαστικό κομμάτι, δεσπόζει το εύχρηστο σκηνικό της Ζωής Μολυβδά – Φαμέλη, ανάγλυφο της ισπανικής υπαίθρου. Πάντα καλόγουστα και δραματουργικά διαβασμένα τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη. Θα τα ήθελα λίγο περισσότερα ποτισμένα από τον μόχθο των ηρώων, με τις βαριές ή βρόμικες εργασίες τους κι όχι τόσο καθαρά και τακτοποιημένα. Η μουσική σύνθεση του Λευτέρη Βενιάδη κουμπώνει με την ρίμα της μετάφρασης και δίνουν μαζί την ταυτότητα της δραματουργίας παράστασης.

Βγαίνοντας από το θέατρο, ένιωθα μια βαθιά συγκίνηση που ήμουν κοινωνός της Φουέντε Οβενούχα και αισιόδοξος για το μέλλον του Εθνικού Θεάτρου με τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση/εποχή. Οι παραστάσεις της Ελένης Ευθυμίου έχουν το μεγάλο προσόν να ανατείνουν ψυχικά το θεατή και να του προσφέρουν απλόχερα εικόνες στις οποίες ο κάθε θεατής μπορεί να βρει τον εαυτό του κάπου. Δεν υπάρχει καμία ένσταση, η Φουέντε Οβενούχα και το Ισπανικό Μπαρόκ καλώς ήρθαν ξανά και οφείλουν να έχουν μια ξεχωριστή θέση στο θεατρικό γίγνεσθαι. Και ναι, τέτοιες παραστάσεις χρειάζονται οι κρατικές μας σκηνές, για να μας θυμίζουν πως μπορεί το θέατρο να είναι ζωή και όνειρο.

Υ.Γ.

Δεν είναι τυχαίο ότι το Φουέντε Οβενούχα έχει ανέβει μέχρι στιγμής από το Εθνικό και το Κ.Θ.Β.Ε., δηλαδή θεατρικούς οργανισμούς που έχουν σταθερές θέσεις δραματολόγων και την πρακτική δυνατότητα πολυάριθμου θιάσου.

 

 

Διαβάστε επίσης:

Νίκος Χατζόπουλος: «Να Αφήσουν Ήσυχο Το Θέατρο!»

 

Βασιλική Τρουφάκου:«Είμαστε Μια Γενιά Που Θα Γεράσει Πριν Ενηλικιωθεί»

 

 

Το διασημότερο έργο του Ζαν Ζενέ ανεβάζει η Βάσια Χρονοπούλου στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Άλμα.

Η παράσταση Δούλες σε μετάφραση Βάσιας Χρονοπούλου και Ντένιας Στασινοπούλου παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Άλμα κι έρχεται να συμπληρώσει μια μακρά παράδοση ανεβασμάτων του έργου στη χώρα μας. Παραστάθηκε για πρώτη φορά στις 23 Φεβρουαρίου του 1968 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου (μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη) με τις Εκάλη Σώκου, Ρένη Πιττακή και Μαρία Γεωργίου. Τα πιο πρόσφατα περιλαμβάνουν σκηνοθέτες όπως την Έφη Μουρίκη (Θέατρο Αρμένη, 2011), τον Bruce Myers (Εθνικό Θέατρο, 2015), τους Μαριάννα Κάλμπαρη-Βασίλη Μαυρογεωργίου (Θέατρο Τέχνης, 2018) και τον Τσέζαρις Γκραουζίνις (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2018). Κι όμως, είναι ένα έργο που ενώ μετρά μια πλούσια παραστασιογραφία, συνεχίζει να είναι ελκυστικό και ανοιχτό σε σκηνοθετικές προσεγγίσεις.

 image

Το έργο

Το έργο Les Bonnes (Δούλες) παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1947 (Theatre de l’ Athenee, σκηνοθεσία Λουί Ζεβέ) και παρά την αποδοχή του κοινού, έκανε τους κριτικούς να μιλούν για ένα νέο θεατρικό στυλ. Εντάσσεται στο πολυσυλλεκτικό θέατρο του Παραλόγου, ενώ είναι πλούσιο σε συμβολισμούς. Ο Ζενέ εμπνεύστηκε από την πραγματική ιστορία δύο αδερφών, των Κριστίν και Λέα Παπέν, οι οποίες καταδικάστηκαν τον Φεβρουάριο του 1933 για τον θάνατο της κυρία τους και της κόρης της. Ο κύριος Λανσελέν είχε πάει σ’ ένα επίσημο δείπνο και περίμενε τη σύζυγο και την κόρη τους. Όταν είδε ότι αργούσαν γύρισε σπίτι μαζί με την αστυνομία, και το θέαμα που αντίκρισαν ήταν σοκαριστικό: η σύζυγος κι η κόρη βρίσκονταν νεκρές με βγαλμένα μάτια, ενώ οι δύο υπηρέτριες βρίσκονταν ξαπλωμένες γυμνές στο κρεβάτι τους με αναμμένα τα κεριά. Δεν αρνήθηκαν την ενοχή τους και είχαν μια προκλητική ψυχραιμία που σχολιάστηκε έντονα από τον Τύπο της εποχής.

Ο Ζενέ φαίνεται πως μελέτησε καλά την υπόθεση από τις εφημερίδες, αφού τότε ήταν στη μόδα να γίνονται πρωτοσελίδα και μεγάλα αφιερώματα για τους εγκληματίες, αποκτώντας σχεδόν μια ηρωική διάσταση. Ο συγγραφέας έγραψε το έργο του όντας στη φυλακή και με τη βασική σκηνική οδηγία, να παρασταθεί από έφηβα αγόρια –παρόλο που αποτελείται από 3 γυναικείους χαρακτήρες- δίνοντας μια παρενδυτική κατεύθυνση σε μια ενδεχόμενη παράσταση. Στο έργο του η Κλαιρ κι Σολάνζ Λεμερσιέ, εναλλάσσουν ρόλους, γίνονται η μία η άλλη ή υποδύονται την Κυρία τους, σ’ ένα ατέρμονο θέατρο εν θεάτρω. Καταλήγουν να δηλητηριάσουν τους εαυτούς τους, σε μια ανατροπή της πραγματικής ιστορίας. Ο Ζενέ ξεκαθαρίζει πως δεν είναι ένα έργο για τα δικαιώματα των υπηρετών ενάντια στους κυρίους τους, αλλά μια αλληγορική ιστορία. Πέραν του ιδίου, έχουν ασχοληθεί με την ιστορία των Παπέν ο Ζαν Πολ Σαρτρ κι ο Λακάν, ενώ έχουν γίνει τραγούδια και κινηματογραφικές ταινίες.

Υπόθεση: Μια νύχτα φαντασιώσεων και ψευδαισθήσεων, ανάμεσα σε λουλούδια, φορέματα, παγιέτες και γούνες… Οι αδερφές Λεμερσιέ, οι υπηρέτριες, όπως κάθε βράδυ, όταν μένουν μόνες μιμούνται την Κυρία τους με τη δούλα της. Κάθε βράδυ…Ένα παιχνίδι, μια «τελετή» που οδηγεί στο «θάνατο» της Κυρίας και στη μεγαλειώδη κυριαρχία της Δούλας. Τι γίνεται, όμως, όταν η ονειροφαντασία του φόνου γίνεται πραγματική επιθυμία και προσχέδιο για ένα έγκλημα;

doules themis

Η παράσταση

Η Βάσια Χρονοπούλου επέλεξε να ανεβάσει το έργο όχι μ’ έναν αμιγή θίασο βασισμένο στο φύλο όπως συνηθίζεται, αλλά με δύο γυναίκες ηθοποιούς και τη γνωστή drag persona Holly Grace (Θέμης Θεοχάρογλου). Η παρουσία της Holly Grace δεν είναι απλώς μια επιλογή στη διανομή, αλλά μια δυναμική επιλογή στη δραματουργία της παράστασης, απόλυτα συνυφασμένη με την τεχνική της μεταμφίεσης, αγαπημένο leitmotif του Ζενέ. Τι θέλω να πω: δεν εμφανίζεται «ντυμένη» Κυρία, στο τέλος του έργου όπως υποδεικνύεται από το έργο, αλλά από την έναρξη της παράστασης, εμφανίζεται ως μη δρον σκηνικό πρόσωπο, ως ημίγυμνο αγόρι, που προετοιμάζεται για την drag πτυχή του, μακιγιάζεται, βάφεται, χτενίζει την περούκα της, ντύνεται, γυαλίζει τις γόβες της, στα πλαίσια μιας ελκυστικής ιεροτελεστίας.

Αυτή η επιλογή είναι και το ατού της παράστασης, αφού τροφοδοτεί το διάλογο για την σεξουαλική αυτοδιάθεση, την αμφισβήτηση των αυστηρά δομημένων κοινωνικών φύλων βάσει των βιολογικών, ενισχύει την θεατρικότητα και τη μεταδραματικότητα του έργου, προσθέτει άλλη μια μεταμφίεση, σ’ ένα σερί ανταλλαγής ταυτοτήτων. Ενώ λοιπόν, οι δύο γυναίκες της διανομής εναλλάσσουν τους γυναικείους ρόλους του τριαδικού μοντέλου εγκληματικότητας κι αγιοσύνης, μια τρίτη γυναικεία παρουσία, διαμορφώνεται μπροστά μας. Ο Θέμης διαθέτει ένα σώμα σχεδόν εφηβικό, που πλησιάζει τα πρότυπα του Ζενέ, ενώ ως Holly Grace, λάμπει και ξεχωρίζει για την ευγένειά της, όπως μαρτυρά και το όνομά της. Ας θυμηθούμε ότι η βιογραφία του Ζενέ από τον Σαρτρ λεγόταν «Άγιος αμαρτωλός».

Τις δύο υπηρέτριες υποδύονται ηΝτένια Στασινοπούλου (συνυπογράφει τη μετάφραση μαζί με την σκηνοθέτιδα) κι ηΙωάννα Λέκκα. Η Ντένια Στασινοπούλου υποδύεται την Σολάνζ (που υποδύεται την Κλαιρ), με την ανάλογη δουλικότητα και παθητικότητα που υποτάσσει ο ρόλος και μ’ ένα ενδιαφέρον κρεσέντο στο τέλος. Η Ιωάννα Λέκκα ήταν ίσως αρκετά συγκινησιακή ως Κυρία (που την υποδύεται η Κλαιρ), αλλά με υπέροχη εκφορά λόγου.

Το σκηνικό του Γιάννη Αρβανιτίδη είναι μια τεράστια γκαρνταρόμπα και παραπέμπει σε βεστιάριο θεάτρου, με κοστούμια, ψηλοτάκουνα, γούνες, κοσμήματα και περούκες. Εξαιρετικής ποιότητας και αισθητικής –δείχνουν πολυτελή χωρίς απαραίτητα να είναι- τα κοστούμια της Βάσιας Χρονοπούλου, που δένουν με το σκηνικό. Οι ηθοποιοί καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ενδύονται και μακιγιάρονται σ’ ένα σερί μεταμφιέσεων και ψευδαισθήσεων. Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ψευδαίσθηση, στην καθημερινότητα και στο θέατρο, στις ιδιότητες της υπηρέτριας και της κυρίας, στη ζωή και στο θάνατο, δεν σταματούν ποτέ να μεταμφιέζονται και να υποκρίνονται πως είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι, πως είναι αυτό που φαίνονται.

Συνολικά, η παράσταση Δούλες της Βάσιας Χρονοπούλου είναι μια καλαίσθητη και έμμετρη παράσταση, που πέραν από κάποιες ερμηνευτικές ενστάσεις μας, υποστηρίζει την ύπαρξη της και φαίνεται πως έχει διαβάσει καλά τον Ζενέ.

 

Διαβάστε επίσης: 

Η Ιωάννα Λέκκα Και Η Ντένια Στασινοπούλου Γίνονται Οι Δούλες Του Ζενέ Και Μιλούν Στο Texnes-Plus

Αυτό το διάστημα, παρουσιάζεται στο Φουαγιέ του ΚΘΒΕ η παράσταση «Πουπουλένιος» σε σκηνοθεσία Μ. Ανδρέου.

Ο γνώριμος πια, για τις ποιοτικές και σκηνοθετικά ενδιαφέρουσες παραστάσεις σύγχρονου ρεπερτορίου, χώρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) φιλοξενεί μέχρι την Κυριακή 14 Νοεμβρίου την παράσταση Πουπουλένιος του Martin McDonagh. Η παράσταση είχε κάνει πρεμιέρα δωρεάν προβολής στις 8/5/2021 μέσω Vimeo, ενώ φυσική πρεμιέρα είχε την Παρασκευή 22/10/2011. Το έργο που έγινε ευρέως γνωστό στο αθηναϊκό κοινό μέσα από την παράσταση του Μαρκουλάκη τις σεζόν 2013-2015, παρουσιάζεται για πρώτη φορά από κρατική σκηνή, και μάλιστα είναι το πρώτο έργο του McDonagh που κάνει κάτι ανάλογο.

Το έργο

Ο Martin McDonagh είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους Βρετανούς συγγραφείς τα τελευταία είκοσι χρόνια, με διαδοχικές βραβεύσεις, δεκάδες μεταφράσεις και παρουσία σε θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση και ραδιόφωνο. Έχει κερδίσει τέσσερα βραβεία Tony, συμπεριλαμβανομένου αυτού για το καλύτερο έργο, το 1998. Ο Πουπουλένιος (The Pillowman) ανέβηκε από το Royal National Theatre τον Νοέμβριο του 2003. Τα περισσότερα έργα του συγγραφέα εκτυλίσσονται στα δυτικά της Ιρλανδίας, συνδυάζοντας τις επαρχιακές εικόνες και μια εκτοπισμένη αστική ευαισθησία σε μια βίαιη αλλά και κωμική πτυχή. Στη χώρα μας, έχει παρουσιαστεί τη σεζόν 2011-2012 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από τον Βασίλη Μαυρογεωργίου σε μετάφραση Δημήτρη Κιούση (διανομή: Γ.Βαλαής, Θ. Δόβρης, Σ. Ράδης, Μ. Φωτόπουλος) και τη διετία 2013-2015 στο Θέατρο Αθηνών από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη (διανομή: Κ. Μαρκουλάκης, Ν. Κουρής, Οδ. Παπασπηλιόπουλος. Γ. Πυρπασόπουλος). Η τελευταία είχε παρουσιαστεί στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 2015, στο Αριστοτέλειον, δηλαδή ακριβώς πίσω από το ΕΜΣ όπου παρουσιάζεται φέτος η παράσταση της Μ. Ανδρέου.

Υπόθεση: Γραμμένος το 2003 απ’ το «ατίθασο παιδί» του βρετανικού θεάτρου, «ο Πουπουλένιος», είναι μια καθηλωτική μαύρη κωμωδία. Σε ένα απροσδιόριστο ολοκληρωτικό κράτος, ένας συγγραφέας κι ο νοητικά στερημένος αδερφός του, ανακρίνονται από δύο αστυνομικούς, καθώς οι σκοτεινές ιστορίες που γράφει ο πρώτος, παρουσιάζουν ομοιότητες με μια σειρά φόνων παιδιών. Ένας λαβύρινθος αφηγήσεων, όπου πραγματικότητα και ψευδαίσθηση, παρόν και παρελθόν συγχέονται σ΄ ένα περίπλοκο, συναρπαστικό και τρομακτικό παραμύθι για τη ζωή, την τέχνη, την πολιτική, την κοινωνία, τη βία και τη δημιουργικότητα. 

poupoulenios kvthe

Η παράσταση

Η Μαίρη Ανδρέου καταθέτει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και άρτια δουλεμένη παράσταση-πρόταση για τα πολιτιστικά δεδομένα της συμπρωτεύουσας. Τη μετάφραση του έργου υπογράφει η Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη. Με βασική σκηνική επιλογή, τη διχοτόμηση του σκηνικού χώρου, το τραπέζι που είναι ταυτόχρονα ο χώρος της ανάκρισης και το κελί των αδερφών Κατούριαν, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς και τις ζωγραφισμένες μάσκες, συνθέτει μια παράσταση με καθαρή αισθητική που ακροβατεί ανάμεσα στην σκληρότητα και στο παραμυθιακό στοιχείο. Πέραν από την σκηνοθεσία, η Ανδρέου δημιούργησε τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης(!). Από τ’ ατού της παράστασης είναι οι χρωματισμένες στο χέρι μάσκες που θυμίζουν ταυτόχρονα, εμφάνιση ληστών, νεκρικά προσωπεία και παιδικούς ήρωες. Φορώντας τες, οι ηθοποιοί ακροβατούν ανάμεσα στην σκληρό ρεαλισμό του έργου και στον μυθοπλαστικό κόσμο του Κατούριαν.

Στο πρώτο μέρος της παράστασης Πουπουλένιος, κατά την ανάκριση του Κατούριαν, βλέπουμε τον Μίσαλ έγκλειστο στο κελί. Ολόκληρη η σκηνή έχει έναν αξιοζήλευτο ρυθμό, που εμπλουτίζεται από τη ζωντανή μουσική του Γιάννη Τσεμπερλίδη, ο οποίος κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρακολουθώντας την παράσταση είχα συνεχώς την αίσθηση πως τρώω γροθιά στο στομάχι, χωρίς να είναι μια in-yer-face παράσταση ή να ξεφεύγει σε ερμηνευτικούς εντυπωσιασμούς ο θίασος. Η σκηνοθέτιδα αντιμετώπισε με ψυχραιμία ένα έργο με χαρακτήρες που φαίνεται να χάνουν συχνά την ψυχραιμία τους, δίνοντας χώρο στον κάθε ηθοποιό να αναδείξει τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του και να τον εντάξει σε μια διαυγή συνθήκη.

Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης πρωταγωνιστεί ως Κατούριαν Κατούριαν, τον συγγραφέα παιδικών παραμυθιών που κρατείται ως βασικός ύποπτος για τον θάνατο τριών παιδιών με ακραίους τρόπους, εντοπισμένοι στις ιστορίες του. Ο ηθοποιός (απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ) δίνει μια αξιοπρόσεκτη και λεπτομερειακώς δουλεμένη ερμηνεία σ’ έναν απαιτητικό ρόλο, προσθέτοντας μια σημαντική στιγμή στο βιογραφικό του και στο ρεπερτόριο του ΚΘΒΕ. Είναι τόσο μέσα στη συνθήκη και στο περιβάλλον του έργου, που από ατάκα σε ατάκα, δίνει και μια νέα πτυχή του χαρακτήρα του, χτίζοντας υποδειγματικά την ερμηνεία του. Μοιράζεται την «ευθύνη», με τον γνώριμο πλέον πρωταγωνιστή του ΚΘΒΕ Χρίστο Στυλιανού, που υποδύεται τον Μίσαλ, έναν άντρα με νοητική υστέρηση και μαγεμένο από τα παραμύθια του αδερφό του. Ο Στυλιανού δίνει ένα ρεσιτάλ στην απόδοση του νοητικά υστερικού χαρακτήρα του, με φυσικά δουλεμένη κίνηση, ακόμη και στις σκηνές όπου δεν είναι δρον πρόσωπο. Μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε πως είναι το δυνατό χαρτί του Κρατικού, και μαζί με τον Τσεμπερλίδη είναι ένα από τα καλύτερα πρωταγωνιστικά ζευγάρια του πρώτου μισού της σεζόν.

Τον θίασο συμπληρώνουν ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Άριελ) κι ο σπουδαίος Σπύρος Σαραφιανός (Τουπόλσκι). Οι δύο ηθοποιοί υποδύονται τον καλό και τον κακό αστυνομικό, προσπαθώντας να εξιχνιάσουν την υπόθεση και ν’ αποδείξουν την ενοχή των αδερφών Κατούριαν. Η σκηνοθεσία της παράστασης υποδεικνύει την ταυτόχρονη παρουσία των τεσσάρων ηθοποιών, πότε στο επίκεντρο και πότε περιμετρικά της σκηνής, δημιουργώντας μια παράσταση-δωματίου ασφυκτικά οριοθετημένη. Μια προσθήκη της παράστασης, σε σχέση με τα προηγούμενη ελληνικά ανεβάσματα του Πουπουλένιου, είναι η παρουσία της Φιγκυράν (Πράσινο κοριτσάκι), του τρίτου θύματος του Μίσαλ. Η Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη εμφανίζεται στην σκηνή στο τέλος της παράστασης, λειτουργώντας ως «λυτρωτής» του δράματος, και δίνοντας μια χρωματιστή πινελιά στο αυστηρό ανακριτικό περιβάλλον. Άλλη μια εύστοχη αισθητική επιλογή της Ανδρέου, είναι η χρωματική σύνδεση του κοριτσιού με τη φόρμα του Μίσαλ, αφού το αγαπημένο του παραμύθι ήταν το «Πράσινο Γουρουνάκι».

Τα τελευταία χρόνια, είναι αισθητό το άνοιγμα του ΚΘΒΕ σ’ ένα πιο νεανικό και ανήσυχο κοινό, με παραστάσεις που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και ήδη δοκιμασμένα πλαίσια με παραστάσεις όπως το Festen του Γιάννη Παρασκευόπουλου (2017), τα Ορφανά του Τάκη Τζαμαργιά (2018) και τον Ελέφα του Γιάννη Λεοντάρη στη Μονή Λαζαριστών (2019). Δεν είναι τυχαίο ότι οι παραστάσεις του Φουαγιέ, σημειώνουν σε μικρό χρονικό διάστημα sold out για το σύνολο της θεατρικής σεζόν. Προσωπικά, πριν από κάθε μου ταξίδι στη Θεσσαλονίκη κοιτάζω πρώτα τι παράσταση παίζεται στο Φουαγιέ κι ύστερα κλείνω το υπόλοιπο πρόγραμμά μου.

Η παράσταση Πουπουλένιος της Μαίρης Ανδρέου είναι μια must-see παράσταση –για μένα η καλύτερη πενταετίας για τη Θεσσαλονίκη- κι ένα ορόσημο στην παραστασιολογία του αγαπημένου McDonagh στη χώρα μας. Είναι μια από εκείνες τις «μικρές» παραστάσεις (αφού παρουσιάζεται για μικρό αριθμό παραστάσεων σε μικρή αίθουσα) που είναι ικανές να προκαλέσουν μεγάλες συγκινήσεις.

Info:

Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου έκανε πρεμιέρα η –αναβλημένη- παράσταση «Η νύχτα της ιγκουάνα» στο θέατρο Πορεία.

Το σχεδόν άγνωστο -στο εγχώριο θεατρικό κοινό- έργο κανονικά ήταν ν’ ανέβει την άνοιξη του 2020 αλλά λόγω της πανδημίας κατόρθωσε τώρα να δει το φως της σκηνής. Η σκηνοθέτης της παράστασης Μαρία Μαγκανάρη που μετράει ήδη μια δεκαετία στον χώρο, υπογράφει και τη μετάφραση του κειμένου. Το τρίπρακτο έργο του Tennessee Williams συμπυκνώνει σε μια παράσταση 100’ (χωρίς διάλειμμα), αναδεικνύοντας την μεξικανική κουλτούρα του έργου και αξιοποιώντας τους συμβολισμούς και τις σεξουαλικές προεκτάσεις που αυτό παίρνει. Στην σκηνή βλέπουμε τους ηθοποιούς: Μαρία Κεχαγιόγλου, Ιωάννη Παπαζήση, Σύρμω Κεκέ, Γιώργο Μπινιάρη, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Πέτρο Μάλαμα και Βίκυ Κατσίκα.

Υπόθεση: Σ' έναν απομακρυσμένο λόφο κάπου στο Μεξικό, το ξενοδοχείο της υπερσεξουαλικής Μαξίν,“Costa Verde”, θα γίνει το καταφύγιο κάποιων περιπλανώμενων ψυχών: ενός αποσχηματισμένου ιερέα -νυν ξεναγού- και μιας ζωγράφου που συνοδεύει τον υπέργηρο ποιητή παππού της. Για λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες παρακολουθούμε τους ήρωες του έργου να έρχονται αντιμέτωποι με τα ζωτικά τους ψεύδη σχετικά με τη Ζωή, τη Θρησκεία, την Αγάπη, ενώ παράλληλα προσπαθούν να βρουν παρηγοριά στην “καλοσύνη των ξένων”. Έργο γραμμένο το 1961, «Η Νύχτα της Ιγκουάνα» θεωρείται το τελευταίο μεγάλο έργο του Tennessee Williams. Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί έναν λαμπρό και θλιμμένο επίλογο, καθώς συνοψίζει τους χαρακτήρες και τις αγαπημένες θεματικές όλου του έργου του: μοναξιά και πρόσκαιρες συνευρέσεις, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και ενοχές, αμαρτία και Θεός, το δίπολο σώμα- ψυχή, η μνήμη που βασανίζει, τα παιδικά τραύματα και οι ψυχικές ασθένειες, ο κοινωνικός κανιβαλισμός, οι εξαρτήσεις.

nuxta tis igouana2

Η νύχτα της ιγκουάνα στη χώρα μας

Το «προβληματικό» έργο του Williams, Η νύχτα της ιγκούανα έχει παρουσιαστεί ελάχιστα στη χώρα μας, ακολουθώντας μια ίσως παραγνωρισμένη πορεία. Στην Αθήνα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1964 από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης, τρία μόλις χρόνια από την πρεμιέρα του έργου στο Broadway. Από κρατική σκηνή, το μοναδικό ανέβασμα ήταν το 1991 (40 παραστάσεις, 17.131 θεατές) σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά για το ΚΘΒΕ (μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης) με τους Φιλαρέτη Κομνηνού, Νίκο Σεργιανόπουλο, Σοφία Φιλιππίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Κώστα Ματσακά, Ιεροκλή Μιχαηλίδη, Θοδωρή Αθερίδη κ.ά.. Το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου έγινε από την Εταιρεία Θεάτρου Υπερίων και τον Αλέξανδρο Κοέν, στο Θέατρο Αργώ (μετάφραση: Αλέξανδρος Κοέν) το 2012 με πρωταγωνιστές τους Κερασία Σαμαρά, Βασίλη Μπισμπίκη, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Νίκο Κάπιο, Ιωάννα Αγγελίδη και Εύη Νταλούκα. Ο μεταφραστής- σκηνοθέτης Κοέν έχει δείξει ένα παραγωγικό ενδιαφέρον για το ανέβασμα παραγνωρισμένων έργων των μεγάλων συγγραφέων, αφού είχε ανεβάσει και το Όχι γι αηδόνια του Williams, στο μοναδικό του ανέβασμα στη χώρα μας. Το συγκεκριμένο έργο, είχε επισημάνει όταν ήταν εν ζωή ο συγγραφέας να μην παρασταθεί για μισό αιώνα, όπως κι έγινε, αφού πρώτη φορά ανέβηκε στην Αμερική το 1999. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο Η νύχτα της ιγκουάνα κυκλοφορεί μόνο στη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ (Ηριδανός, 2008), που δεν έχει δοκιμαστεί σκηνικά έως τώρα.

Η παράσταση 

Η Μαρία Μαγκανάρη ήταν μια έκπληξη στο ρεπερτόριο του Πορεία, όπως έκπληξη ήταν κι η επιλογή ενός άγνωστου και για πολλούς αδύναμου θεατρικού έργου του Tennessee Williams (προσωπικό μου αγαπημένο). Μετέφρασε και φαίνεται πως μελέτησε πολύ το έργο και ειδικότερα τους χαρακτήρες και το πολιτισμικό τους πλαίσιο, ανεβάζοντας μια παράσταση που αναδεικνύει την μεξικανική κουλτούρα, χαρακτήρες στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας, υπερσεξουαλικούς και σε συμφωνία με τους φόβους τους. Στη διασκευή της περιορίζει την πλοκή του έργου σε 8 πρόσωπα και… 3 στοιχεία, υποδυόμενα από 7 ηθοποιούς. Να αναφέρουμε πως η επόμενη δουλειά της σκηνοθέτιδος θα είναι ο Ματωμένος Γάμος στο Εθνικό Θέατρο μέσα στη σεζόν.

Τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα μας μεταφέρουν στο Costa Verde, το ετεροτοπικό ξενοδοχείο στο Μεξικό. Πάγκοι, αιώρα, νεκρικές μεξικανικές μάσκες, λουλούδια, φολκλόρ στοιχεία. Χωρίς να έχουμε κάποιο βαρύ πλαστικό σκηνικό, δινόταν μια καθαρή εικόνα του σκηνικού περιβάλλοντος του έργου.

Η σκηνοθέτης δούλεψε με πολύ διεισδυτική ματιά πάνω στη δραματουργία, δίνοντας βάση στο κείμενο και στο πολιτισμικό του πλαίσιο. Αφήνοντας στο φαντασιακό του κοινού, την ιγκουάνα, δίνει χώρο στην άγρια σεξουαλικότητα, τις κοινωνικές ετερότητες και στη μεταφυσική διάσταση του έργου. Σε διάφορες σκηνές της παράστασης, βάζει εμβόλιμες «μεταφυσικές εικόνες», με τα Στοιχειά, τους νεκρούς των ηρώων. Οι εικόνες που συνέθεσε αξιοποίησαν τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα, και τις εσωτερικές πληγές των ηρώων, θυμίζοντας τους συμβολικούς πίνακες του Gauguin (βλέπε τον «Manao Tupapau/Πνεύμα του νεκρού», πίνακας του 1892). Τα γυμνά σώματα που αφήνονται στο θάνατο με την ίδια παθητικότητα που αφήνονται στην ηδονή, επιστρέφουν στη ζωηρή φαντασία των χαρακτήρων και δίνονται ως σκηνικές εικόνες στο θεατή.

Ο θίασος

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μαξίν Φωλκ, συναντάμε την Μαρία Κεχαγιόγλου. Η έμπειρη ηθοποιός υποδύεται την μεσήλικα και αισθησιακή ιδιοκτήτρια του Costa Verde, με μια έντονη σκηνική ενέργεια και μια αμφίεση που παραπέμπει σε γυναίκα του δρόμου. Αφήνεται στα πάθη και στις επιθυμίες της, ενώ την βλέπουμε να ερωτοτροπεί τόσο με τον Σάννον όσο και με τους εργάτες της. Τον Σάννον ερμηνεύει ο Ιωάννης Παπαζήσης, δίνοντας έμφαση στο μετέωρο συναισθηματικό του υπόβαθρο. Η ηθοποιός που ξεχωρίσαμε στην παράσταση είναι η Σύρμω Κεκέ, ερμηνεύοντας τη Χάννα, μια γεροντοκόρη με ευαισθησία και λυρισμό. Ο ρόλος της Χάννα εντάσσεται σ’ εκείνους τους Tennessee που προτιμούν τη μαγεία από το ρεαλισμό, που αντιστέκονται στις σαρκικές απολαύσεις εξαιτίας των υψηλών τους ιδανικών. Η μη ολοκληρωμένη ερωτική της σχέση με τον Σάννον φέρνει στο νου, το αντίστοιχο ειδύλλιο στο επιτυχημένο έργο Καλοκαίρι και Καταχνιά. Πλάι της, ο Γιώργος Μπινιάρης υποδύεται εξαιρετικά τον γέρο ποιητή Τζόναθαν Κρόφιθ. Τέλος, συμπληρώνουν ιδανικά για τη συνθήκη της παράστασης τη διανομή, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, η Βίκυ Κατσίκα κι ο Πέτρος Μάλαμας.

Επιλογικά, η παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη είχε στη διάθεσή της ένα αναγνωρισμένο αλλά με αρκετές χωλότητες θεατρικό έργο και δημιούργησε μια παράσταση 1μιση ώρας που έρεε με φυσικότητα ακόμη κι όταν αναπαριστούσε μεταφυσικές ή ονειρικές εικόνες. Αξίζουν εύσημα στην σκηνοθέτιδα και μόνο για την επιλογή του έργου, που διαφοροποιείται από τη μακρά παράδοση ανεβασμάτων Γυάλινου Κόσμου και Λεωφορείο ο Πόθος. Χωρίς να είναι μια παράσταση αξιώσεων, αναδεικνύει το κείμενο που έχει στα χέρια της, και καταθέτει μια καθαρή αισθητική πρόταση που όσο μακρινή κι αν φαίνεται (Μεξικό τη δεκαετία του ’40), άλλο τόσο κοντινή μπορεί να είναι, ειδικά στο κομμάτι της σεξουαλικής αποπλάνησης ανηλίκου από τον Σάννον.

Info:

Η παράσταση θα παίζεται μέχρι 28 Νοεμβρίου Τετάρτη με Κυριακή στο Θέατρο Πορεία.

Υ.Γ.

Βλέπουμε με θετικό μάτι, πως όλοι οι συντελεστές στο τεχνικό-δημιουργικό κομμάτι είναι γυναίκες και μάλιστα σε μια επιχορηγούμενη παράσταση από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Από τον  Αναστάση Πινακουλάκη

Η αναγνωρισμένη θεατρική συγγραφέας, στιχουργός κι ηθοποιός επιστρέφει στο Vault, το θέατρο στο οποίο έχει παρουσιάσει τα έργα της «Ερωμένες στον Καμβά» και «Η Σέξτον και το Κογιότ» στα πλαίσια του Outreach Project.

Το Outreach Project διοργανώνεται από τις Συνέργειες Πολιτισμού, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, με την συνεργασία του πολυχώρου VAULT και τη συμμετοχή διακεκριμένων θεατρικών συγγραφέων, σκηνοθετών, ηθοποιών και παραγωγών και αποσκοπεί στην πρωτότυπη γραφή έργων που προάγουν την αποδοχή της διαφορετικότητας ως κοινωνική αξία και διαχρονική πρόκληση. Τα προσχέδια των έξι έργων που θα κατατεθούν από νέους Έλληνες δραματουργούς θα δουλευτούν σ’ ένα τρίμηνο δωρεάν σεμινάριο σε συνεργασία των Νίνας Ράπη, Ανδρέα Φλουράκη και Σοφίας Καψούρου. 

Μόλις δύο εβδομάδες προτού εκπνεύσει η προθεσμία συμμετοχής, επικοινωνήσαμε με την ταλαντούχα Σοφία Καψούρου για το φιλόδοξο project δραματουργίας, την επόμενη μέρα της πανδημίας, τη σύγχρονη δραματουργία και για άλλα σχετικά θέματα.

vault koino texnes pls

Πείτε μας μερικά λόγια το σκεπτικό πίσω από το Outreach Project.

Το Outreach Project, με εμπνευστή τον Κώστα Θεωνά, είναι ο ορισμός του διαφορετικού. Τέλος στις συνταγές γραφής που εξομοιώνουν, καλουπώνουν, νεκρώνουν. Τέλος στη νοοτροπία «μου μοιάζει, άρα υπάρχει». Ή ακόμα πιο βαθιά, «μου μοιάζει, άρα υπάρχω». Το σκεπτικό είναι να σταματήσουμε να είμαστε αγνοούμενοι στην ίδια μας τη ζωή. Όσοι προσέκρουσαν στις σποράδες του ετεροκαθορισμού και ναυάγησαν στα συμπλέγματα της κοινωνίας, ήρθε η ώρα να πάρουν τη ζωή τους πίσω. Ο ναυαγός ένα πράγμα λαχταρά. Το σινιάλο. Εμείς μέσα από το Outreach Project θα δώσουμε και τη γραφή και τη φωνή. Για να γραφτεί το σημείωμα και να φανεί το σημείο. Σημείο ζωής. Νέοι συγγραφείς, αποπροσανατολισμένες κραυγές λόγω νεότητας και απειρίας, θα έχουν την ευκαιρία να προτάξουν με τη γραφή τους ζητήματα αυτοπροσδιορισμού που σχετίζονται με την έμφυλη ταυτότητα, τις σωματικές και ψυχολογικές προκλήσεις, την εθνοπολιτισμική προέλευση, τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις και την ισότητα των ευκαιριών.

Το περιθώριο στο κέντρο. Αυτό είναι το σκεπτικό του Outreach Project. Πάντα στο περιθώριο ζωγραφίζαμε τα πιο ωραία σκίτσα μας, γράφαμε τα πιο ωραία σημειώματα, δίναμε το στίγμα μας. Και γι’ αυτό τιμωρούμασταν. Όταν είχαμε τετράδιο. Και πηγαίναμε σχολείο. Και η αθωότητα ωρίμαζε. Ώσπου σάπισε.

Ζούμε σε μια χώρα που έχει συνηθίσει να κατακρίνει το διαφορετικό είτε αυτό είναι ένα στοιχείο στην εμφάνιση κάποιου είτε αφορά στη σεξουαλικότητά του. Πως μπορεί ν’ αλλάξει αυτό με το θέατρο και τις Τέχνες γενικότερα;

Ο «Βισκόζης», ένα από τα θεατρικά μου έργα, πραγματεύεται ακριβώς αυτό. Τη διαφορετικότητα, την καταδίκη της και στο τέλος την αθώωση και τη λύτρωσή της. Ό,τι δεν πετυχαίνει το σχολείο, το πετυχαίνει το θέατρο. Η Τέχνη ανοίγει διόδους. Όταν το σύστημα έχει φράξει, έρχεται η Τέχνη και δίνει ροή. Μετακινεί τον αποδέκτη… ένα εκατοστό… δύο… και καμιά φορά… έτη φωτός μακριά από τη βολή του. Το δίκαιο, το νόμιμο και το δημοκρατικό ακούγονται παρεμφερείς έννοιες, αλλά δεν είναι. Καμιά φορά είναι συγκρουόμενες σε κοινωνίες που έχουν χτίσει τους οργανισμούς τους σε μεταλοιμώδη συμπτώματα. Η ευφυΐα μιας χώρας βρίσκεται στην ευαισθησία της. Και η ευαισθησία μόνο με την Τέχνη ακονίζεται. Λέμε «ακόνισε το μυαλό σου». Ας λέμε «ακόνισε την ψυχή σου».

Μόνο μέσα από το θέατρο και την Τέχνη γενικότερα, θα καταλάβουμε αυτό που λέει ο Βισκόζης: «Το όνειρο. Δεν είναι ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό. Το όνειρο. Είναι παιδί».

 

Έχουμε ανάγκη από coming out της αλήθειάς μας;

Η αλήθεια δεν είναι μία. Κάθε άνθρωπος και η αλήθεια του. Πρώτα έχουμε ανάγκη από τη διερεύνηση της αλήθειας μας. Μετά από τον εντοπισμό της. Ύστερα από την παραδοχή της στον ίδιο μας τον εαυτό και τη συνύπαρξη μαζί της. Και ναι, βήμα επόμενο και φυσικό, το coming out αυτής της προσωπικής αλήθειας. Τη στιγμή που ο καθένας νιώθει έτοιμος, δυνατός και γαλήνιος. Η αυτοαποκάλυψη θα φέρει και την αποκάλυψη των άλλων. Των οικείων, των ανθρώπων που τυχαία ή από επιλογή έχουν τον ρόλο τους –άλλοι μικρό, άλλοι μεγάλο– στη ζωή καθενός. Σε αυτό το στάδιο θα γίνει ξεσκαρτάρισμα. Με ποιους συνεχίζει κανείς. Και ποιοι γίνονται ανάμνηση﮲ σκόνη στον χρόνο. Η αλήθεια είναι δικαίωμα. Γεννιέται όταν γεννιέται ο άνθρωπος, χάνεται για να ξανακερδηθεί.

 

 Πως βλέπετε την εγχώρια δραματουργία στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία;

Η νέα γενιά πρέπει να γράψει τα δικά της έργα. Και η παλαιότερη –και σοφότερη– γενιά πρέπει να επιτρέψει σε αυτά τα έργα να συστηθούν. Αν δεν γράψουμε τα δικά μας έργα, θα ζήσουμε τη ζωή μας μεταφέροντας την κίνηση και συγκίνηση άλλων εποχών, άλλων καιρών. Δεν γεννηθήκαμε για να είμαστε οχηματαγωγά μιας θεατρικής παράδοσης, όσο σπουδαία κι αν είναι αυτή. Κάθε γενιά πρέπει να είναι η θάλασσα όχι το πλοίο. Ναι, υπάρχουν χέρια που γράφουν, αλλά δεν αρκεί. Ναι, υπάρχουν χέρια που γράφουν καλά, αλλά δεν αρκεί. Ναι, υπάρχουν χέρια που γράφουν υπέροχα, αλλά δεν αρκεί. Τίποτα δεν αρκεί όσο μεγάλο και να είναι. Γιατί μόνος του ο δημιουργός, όσο μεγάλος κι αν είναι, παραμένει μικρός.

Τα τελευταία χρόνια έχουμε βιώσει ραγδαίες και τρομαχτικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας και στην (παγκόσμια) κοινωνία. Τι έχετε παρατηρήσει στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στις διαπροσωπικές σχέσεις;

Υπάρχει μια πληγή που λέγεται οκνηρία. Ο ήλιος ακούραστος και ο άνθρωπος κουρασμένος. Όλα με κόπο κατακτώνται. Σχέσεις, ιδανικά, όνειρα. Αλλά η φυγοπονία είναι μεγάλη μάστιγα των ημερών μας. Και αυτό με απογοητεύει. Γι’ αυτό, όταν στη ζωή μου συναντώ έναν άνθρωπο που αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για εκείνους ή εκείνα που αγαπάει, τον εκτιμώ, τον θαυμάζω και τον κρατώ στη ζωή μου. Μιλάμε για αγάπη αλλά δεν κάνουμε τίποτα για αυτή.

Πώς πιστεύετε θα κινηθεί η θεατρική παραγωγή την «επόμενη μέρα» της πανδημίας και των απαγορεύσεων; Τι ελπίζετε να συμβεί;

Πιστεύω στην καλή προαίρεση, ελπίζω στην πρωτοπορία. Θα είναι μια χρονιά δοκιμαστική. Πάνω στο φάσμα αυτών των δοκιμών, επιχειρηματικών και καλλιτεχνικών, ας δοκιμάσουμε ό,τι αποφεύγαμε ή αναβάλλαμε. Με τον όρο «πρωτοπορία» εννοώ την αυθεντική έκφραση. Ελπίζω όποιος δημιουργός έχει να πει κάτι με έναν τρόπο που δεν ειπώθηκε ξανά, να βρει ένα ξέφωτο. Και όχι να τον φοβηθούν οι θεσμοί, οι παραγωγοί, οι θεατρώνηδες. Το πρωτότυπο φοβίζει. To διαφορετικό τρομοκρατεί. Δώστε το φιλέτο στον νέο δημιουργό όχι το κόκαλο. Ελπίζω, επειδή η πανδημία μάς διδάσκει καθημερινά ότι η ζωή κρατάει όσο η φλόγα ενός σπίρτου, να φανούμε τολμηροί και να μην κλέψουμε τα σπίρτα από το κοριτσάκι.

 Ποια θα είναι τα επόμενα θεατρικά σας βήματα;

Μέσα σε αυτή τη σεζόν θα έχω τη χαρά να παρουσιάσω δραματουργία μου με άρωμα ελληνικό, γυναικείο, ηρωικό. Γιατί δεν πολεμούν μόνο οι άντρες στις επαναστάσεις. Πολεμούν και οι γυναίκες. Πολεμούν και τα ξωτικά. Και ένα φλάουτο μπορεί να πολεμήσει. Και να βγει νικητής.

Το περασμένο σαββατοκύριακο παρουσιάστηκε επεισοδιακά η πολυαναμενόμενη παράσταση του Οιδίποδα από την Σαουμπίνε. 

Όπως είχαμε γράψει νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, δεν επρόκειτο για άλλη μια παράσταση Οιδίποδα του Σοφοκλή αλλά για το πρωτότυπο έργο της Maja Zade (σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη), δραματουργού της Σαουμπίνε. Το έργο της Οιδίποδας αποτελεί ανάθεση της Κατερίνας Ευαγγελάτου και του Φεστιβάλ Αθηνών, στο πλαίσιο της νέας θεατρικής σειράς «Contemporary Ancients» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη. Η πολυαναμενόμενη παράσταση ήταν η τελευταία παράσταση του αργολικού θεάτρου κι ήταν η πρώτη συνεργασία με την Σαουμπίνε (θα παρουσιαστεί κι εκεί μέσα στο φθινόπωρο). Ο Thomas Ostermeier –που είχε προκαλέσει το θεατρόφιλο κοινό με τις απόψεις του για το Αρχαίο Δράμα- είναι ένας από τους κορυφαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτης του 21ου αιώνα. Να σημειωθεί πως η παράσταση του Ιστορία της βίας (5 και 6 Οκτωβρίου), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Edward Louis είναι ήδη sold out. 

oidipodas texnes plus 2

 
 
Υπόθεση: Το έργο είναι μια επαναδιαπραγμάτευση του μύθου του Οιδίποδα από τα μάτια της γερμανίδας συγγραφέα Maja Zade. Μια οικογένεια πλούσιων (κι αμαρτωλών) Γερμανών παραθερίζει στην ελληνική επαρχία. Η Κριστίνα κι ο Ρόμπερτ (οι αντίστοιχοι Ιοκάστη και Κρέοντας) διευθύνουν ένα εργοστάσιο στην πόλη Μπουχφέλντε, μια κωμόπολη της Γερμανίας. Όταν ο Μίχαελ (Οιδίποδας) αναλαμβάνει την έρευνα για το ατύχημα του πρώην συζύγου της Κριστίνα που προκάλεσε μια μεγάλη οικολογική καταστροφή θα έρθουν στο φως μια σειρά από καταστροφικές αλήθειες. Ταγμένη στ’ αριστοτελικά πρότυπα αλλά και με επιρροές από Ίψεν, η Zade μεταφέρει τον μύθο του Οιδίποδα σε μια τρομαχτική επικαιρότητα, αυτή της πανδημίας που κόστισε χιλιάδες ζωές αλλά και τον μαρασμό της θεατρικής πραγματικότητας παγκοσμίως. 
 
Η παράσταση
Ο Thomas Ostermeier –αγαπημένος σκηνοθέτης θεατρόφιλου κοινού και καλλιτεχνικού κόσμου- είχε την τιμή να έρθει στην χώρα μας με ανάθεση για να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο, κάτι που αποτελεί για πολλούς διακαής πόθος. Αντί να σκηνοθετήσει –όπως συνηθίζεται- μια αρχαία τραγωδία ή κωμωδία, είχε στη διάθεσή του ένα καινούργιο αρχαιόθεμο έργο, στο οποίο μάλιστα έβαλε κι ο ίδιος το λιθαράκι του. Αν μη τι άλλο, είναι προνόμιο και για εμάς ως θεατές να βλέπουμε νέες προτάσεις και δραματουργίες πάνω στους «δικούς μας» μύθους, που κατά περίπτωση μπορούν να μας κάνουν να δούμε με άλλο μάτι τα μεγάλα νοήματα που αυτοί φέρουν. Το στοίχημα των αναθέσεων που έβαλε φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών, με τη μαέστρο του Κ. Ευαγγελάτου, για κάποιους λειτούργησε (Γάλα, αίμα, Ιχνευτές) και για κάποιους άλλους αποδείχτηκε όχι τόσο δημιουργική διαδικασία. Κατά την γνώμη μου, ο Ostermeier βρίσκεται κάπου ανάμεσα. 
 
Μια δεύτερη αδυναμία της παράστασης σχετίζεται με το τεχνολογικό μέρος της παράστασης, τις προβολές και τους υπέρτιτλους. Όσον αφορά τις προβολές, γνώριμη μέθοδος του μεταμοντέρνου θεάτρου  και παρούσα στο φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου (Κρεουργία, Φοίνισσες), η βασική ένσταση είναι ότι δεν είχαν κοινή γραμμή/πρόθεση και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως προσέδωσαν κάτι στη δραματουργία της παράστασης. Για να λειτουργήσουν οι προβολές σε μια παράσταση αισθάνομαι ότι πρέπει να έχουν μια, το πολύ δύο επιλογές αλλιώς είναι εύκολο να πετάξουν τελείως έξω τον θεατή. Εδώ είχαμε κοντινά πλάνα, σκηνές προγενέστερου δραματικού χρόνου (το ατύχημα, η περιβαλλοντική καταστροφή), σκηνές επικαιρότητας, το ντουζ του Μίχαελ κι οπτικά εφέ. Επειδή η κάθε επιλογή –εκτός των ζουμαρισμένων πλάνων- ήταν μεμονωμένη, χανόταν η συνοχή και η πρόθεση του σκηνοθέτη, εκτός αν αυτή ήταν η πρόθεσή του που εν τέλει δε λειτούργησε. Αντίστοιχα, οι αυξομειώσεις του ήχου στην αλλαγή των σκηνών, ήταν σα να προσπαθεί να βάλει «συρραπτικό» σε πυκνογραμμένες θεατρικές σκηνές. Κι αφήνοντας κατά μέρους τις καλλιτεχνικές μου ενστάσεις, αδιαπραγμάτευτη είναι για μένα η ορθή προβολή υπέρτιτλων, καθώς το κείμενο (ελληνικά κι αγγλικά) είναι απαραίτητο για την επικοινωνία μιας παράστασης με το κοινό γενικότερα αλλά κι ειδικότερα στην Επίδαυρο όπου είναι πολυσυλλεκτικό με ανθρώπους κάθε ηλικίας, πολιτισμικού και γλωσσικού περιβάλλοντος και κοινωνικής μορφώσεως (δε θα θίξω καν το γεγονός πως έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να πάει στην Επίδαυρο κι έχει ξοδέψει ένα σημαντικό ποσό). Ακόμη και σ’ εγχώριες παραγωγές οι υπέρτιτλοι μπορούν να ωφελήσουν έναν θεατή που δεν ακούει καλά (είτε λόγω κάποιας πάθησης είτε λόγω της θέσης του) ή επιθυμεί να διαβάζει τους στίχους που μπορεί να ερμηνεύονται με διάφορους τρόπους στην παράσταση. Συνήθως οι υπέρτιτλοι προβάλλονται στα πλαϊνά μέρη. Εδώ, επειδή είχαμε γερμανική παραγωγή, η παρουσία των υπέρτιτλων ήταν καθοριστικής σημασίας. Στον Οιδίποδα, προβάλλονταν και σε τρίτο σημείο, πάνω στον πάγκο του σκηνικού, δηλαδή στο κέντρο της σκηνής. Για τους θεατές του κάτω διαζώματος φαντάζομαι θα ήταν βολικοί, όμως για εμάς του άνω διαζώματος οι υπέρτιτλοι στο σκηνικό δεν ήταν καθαροί, ενώ στα πλαϊνά η ανάγνωσή τους σήμαινε ότι δε θα κοιτάμε την σκηνική δράση. Σε αρκετά σημεία μάλιστα, υπήρχε η διακοπή αυτών λόγω της παρουσίας των καμέραμεν και των ηθοποιών μπροστά στον πάγκο. 
oidipodas texnes plus
 
Αφήνοντας κατά μέρους το τεχνικό κομμάτι, αυτό που μπορώ να κρατήσω από την παράσταση ήταν η καθαρή υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών του, με πρωτεύοντες τους Caroline Peters (Κριστίνα) και Renato Schuch (Μίχαελ). Καταρχάς, κρίνεται πολύ εύστοχη η επιλογή της Zade να γράψει για ένα νέο και παρορμητικό Οιδίποδα, που θυμίζει τον νεαρό Οιδίποδα που πάνω στον παροξυσμό του σκότωσε τον Λάιο κι έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας. Έχουμε συνδέσει τον Οιδίποδα με ηθοποιούς ερμηνευτικής ηλικίας προς τα 40 έτη, ενώ εδώ είχαμε έναν πάνω-κάτω 25χρονο κι ελκυστικό άντρα. Στην παράσταση του Ostermeier ήταν αισθητή η ηλικιακή διαφορά της Κριστίνας από τον Μίχαελ (Ιοκάστη-Οιδίποδα), που εξυπηρέτησε άριστα τη δραματουργία της Zade. Ανακαλώ στη μνήμη μου μόνο τον Ντένη Μακρή στην παράσταση Οιδίποδα κλειστού χώρου από τον Σουγάρη το 2018. Ο Οιδίποδας της Zade είναι ιδεαλιστής και φιλαλήθης όπως ο Οιδίποδας, αξιοκρατικός αλλά και φλογερός εραστής, ενώ είναι αισθητό πως θέλει ν’ ανέλθει κοινωνικά με το έργο και το γάμο του. Αντίστοιχα, η Caroline Peters εμφανίζεται ως μια εγκυμονούσα Ιοκάστη με το παιδί μάλιστα να είναι εκτός γάμου, μια μεσήλικη γυναίκα που είναι κύρια του εαυτού της αλλά και διευθύντρια της οικογενειακής επιχείρησης. Μια βασική διαφοροποίηση από τον Σοφόκλειο μύθο είναι πως εδώ είχε δώσει το παιδί της μετά τη γέννα, επειδή ήταν παιδί βιασμού (από τον άντρα της) κι όχι λόγω κάποιας προφητείας. Ισοδύναμες «διαμεσολαβητικές» ερμηνείες έδωσαν ο Christian Tschirner ως Ρόμπερτ (Κρέων) κι η Isabelle Redfern ως Τερέζα (καινούριος ρόλος με στοιχεία του βοσκού και του Τειρεσία). 
Ο Ostermeier είχε μια σχεδόν άψογη διαχείριση του κειμένου που είχε στα χέρια του αλλά μια αδύναμη αν όχι αποτυχημένη σχέση με τον χώρο της Επιδαύρου. Ο Οιδίποδας της Zade είναι ένα δαιδαλώδες κείμενο που ναι μεν συνδέει υποδειγματικά το παρελθόν με την εποχή μας (πανδημία), σε σημεία (ιδίως στην Γ’ πράξη) πλατιάζει σε σημείο που ζημιώνεται η μυθοπλασία δε. Σε αντίθεση με άλλες σκηνοθεσίες του, παραείναι συμβατικός, ενώ θα μπορούσε να είναι πιο τολμηρός κι η αποδόμηση να μην περιοριστεί στο σκηνικό. Η μεγαλύτερη αστοχία ήταν το τέλος της παράστασης, όπου ενώ στο κείμενο μένει αναπάντητη –αν και καταδεικνύεται- η υπόνοια της αυτοκτονίας του Μίχαελ, στην παράσταση την βλέπουμε επί σκηνής κι αφού την βλέπουμε και θα μπορούσε να έχει ένα αποστομωτικό φινάλε παίζει με τις εντάσεις του μελοδραματισμού, βάζοντας ένα ασθενοφόρο, τραυματιοφορείς και φωτίζοντας την πλατεία με μπλεκόκκινο φως. Για μένα δεν ήταν σοκ η παρουσία τροχοφόρων οχημάτων στο πίσω από το θέατρο χώρο, αλλά το ότι δεν έκοψε την σκηνή πολύ νωρίτερα ώστε να «άγγιζε» περισσότερο τον ψυχισμό του θεατή. 

images

 
Συνολικά, ανεξάρτητα από το αν μας κέρδισε ή όχι ο Οιδίποδας του Ostermeier, είναι αισθητό ότι οι αναγνώσεις των αρχαίων μύθων είναι ανεξάντλητες και δε γνωρίζουν σύνορα. Το ζητούμενο πάντα είναι να βλέπουμε μια ωραία κι ολοκληρωμένη ως πρόταση παράσταση και να προσλαμβάνει ο θεατής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις διαχρονικές αλήθειες και νοήματα που φέρουν τα αρχαία ή τα νεώτερα δράματα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Ostermeier δεν εξάντλησε τις δημιουργικές του δυνατότητες και φάνηκε πως δεν του «μίλησε» τόσο η επαφή του με το αρχαίο θέατρο. 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

 Η διάσημη παράσταση «Κομμάτια μιας γυναίκας» που μεταφέρθηκε και στο σινεμά είναι μια παραγωγή του πολωνικού θέατρου TR Warszawa.

Το σενάριο της παράστασης «Κομμάτια μιας γυναίκας» (Pieces of a woman) υπογράφει η Kata Wéber, ενώ σκηνοθετεί ο (σύζυγός της) Kornél Mundruczó. Ο σκηνοθέτης είναι παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ Αθηνών, αφού το 2018 είχε παρουσιάσει την καθηλωτική παράσταση Απομίμηση ζωής. Το καλλιτεχνικό ζευγάρι πέραν του θεάτρου έχει επιδείξει σημαντικό έργο και στο σινεμά: White God (2014), Jupiter’s Moon (2017). Η κινηματογραφική μεταφορά του Pieces of a woman έκανε ντεμπούτο στο προηγούμενο Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου η πρωταγωνίστρια Vanessa Kirby πήρε το βραβείο της κριτικής επιτροπής για την Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία. Η ηθοποιός απέσπασε κι υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, το οποίο έχασε από την Frances McDormand για το Nomadland.

Υπόθεση: Η 30χρονη Μάγια αποφασίζει να γεννήσει κατ’ οίκον το μωρό της έχοντας καλέσει μια ειδικευμένη μαία. Η αλλαγή μαίας τελευταία στιγμή, οι αναπάντεχες επιπλοκές και η μη έγκαιρη προσέλευση στο νοσοκομείο κόστιζαν τη ζωή του νεογνού της. Από εκείνη την στιγμή νιώθει τη ζωή της κενή, δυσκολεύεται να διαχειριστεί το πένθος της κι ως αποτέλεσμα αρχίζει να απομακρύνεται από τον Lars, το σύζυγό της, ο οποίος καταφεύγει στις εξαρτήσεις. Ο οικογενειακός της περίγυρος προσπαθεί τύποις να την στηρίξει, ενώ την συμβουλεύουν να κινηθεί νομικά εναντίον της μαίας. Τι θα επιλέξει να κάνει; Πως θα ξαναφτιάξει τη ζωή της; Μια δραματουργία άκρως ρεαλιστική βασισμένη στο τραυματικό βίωμα της συγγραφέως που το αναπλάθει θεατρικά.

Kommatia Gynaikas SITE 06 photo Natalia Kabanow

Η παράσταση

Παρακολουθήσαμε την τελευταία παράσταση του έργου στην Πειραιώς 260, το Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου. Ο Ούγγρος Mundruczó και το πολωνικό θέατρο TR Warszawa δημιούργησαν μια παράσταση νεο-νατουραλιστική ως προς το σκηνικό και με ρεαλισμό στην υποκριτική, ενώ το πρώτο μέρος (35’) ήταν κινηματογραφικό με μεταδραματικά χαρακτηριστικά. Ο θίασος της παράστασης είναι εξαιρετικός στην απόδοση των χαρακτήρων και του περιβάλλοντος που εκπροσωπούν: Dobromir Dymecki, Monika Frajczyk, Magdalena Kuta, Sebastian Pawlak, Marta Ścisłowicz, Justyna Wasilewska, Agnieszka Żulewska. Να ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας πως η θεατρική παράσταση παρόλο που είναι του ίδιου δημιουργού, διαφέρει αισθητά από την κινηματογραφική ταινία ως προς την πλοκή. Η βασικότερη διαφορά είναι ότι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της ταινίας είναι η δίκη της μαίας, ενώ στο θεατρικό η Μάγια αποφασίζει να μην ασκήσει καν αγωγή στη μαία, για τους λόγους που υποστηρίζει και στην κατάθεσή της, πως μια αγωγή δε θα φέρει πίσω το παιδί της. Έπειτα, το θεατρικό παράλληλα με τη διαχείριση του πένθους, θίγει με πολύ ενδιαφέρον και ρεαλιστικό τρόπο οικογενειακά ζητήματα, όπως την αντιζηλία των δύο αδερφών, τις οικονομικές διαφορές, την απουσία του πατέρα (πέθανε σ’ εργατικό ατύχημα), την φιλοχρηματία του Λαρς. Ουσιαστικά, η παράσταση χωρίζεται σε δύο μέρη, το κινηματογραφικό που δείχνει τον τοκετό της Μάγια, διάρκειας 35 λεπτών και το θεατρικό που λαμβάνει χώρα στο σπίτι της μητέρας της, διάρκειας 90 λεπτών.

Όταν ξεκινάει η παράσταση, βλέπουμε ένα «κλειστό» χώρο, με κουρτίνα τον προτζέκτορα προβολών, όπου βλέπουμε σε ζουμ καρέ-καρέ τον τοκετό. Σε σημεία, ηθοποιοί βγαίνουν από το πλάνο κι εμφανίζονται μπροστά από το πανί, συνομιλώντας με το πλάνο, δίνοντας μια μεταδραματική διάσταση στο θέαμα. Η δράση λαμβάνει χώρα πίσω από το πανί και προβάλλεται σε αυτό (κάμερα: Łukasz Jara, Łukasz Winkowski) με τη διαμεσολάβηση του φακού. Με αυτή την τακτική, εστιάζουμε πάνω στα πρόσωπα και τ’ αντικείμενα της σκηνής, ενώ έχουμε μια συναισθηματική απόσταση ως θεατές που δεν θα είχαμε αν βλέπαμε απευθείας τους ηθοποιούς. Μια διαφορά (για όσους έχουν δει την ταινία) είναι ότι εδώ η Άννα (μαία) συμβουλεύει εξαρχής το ζευγάρι να μεταφερθούν στο νοσοκομείο, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων εξετάσεων στέκεται εμπόδιο. Σκοτάδι, ήχος σειρήνας και μπλε-κόκκινο φως πάνω στους θεατές (όπως στο τέλος του Οιδίποδα του Όστερμαγιερ).

thumbnail Pieces of a womanVasia Anagnostopoulou 01 gallery

Το δεύτερο –και μεγαλύτερο- μέρος της παράστασης, έχει παντελής έλλειψη του κινηματογράφου και ακολουθεί μια ρεαλιστική υποκριτική γραμμή. Με μετατροπή του σκηνικού (Monika Pormale) μεταφερόμαστε στο σπίτι της μητέρας της Μάγια. Ένα οικογενειακό τραπέζι όπου είναι καλεσμένοι η Μάγια κι ο Λαρς, η αδερφή της με το σύζυγό του και η Σουζάνα, η ξαδέρφη της. Με πρόφαση το γεύμα, η μητέρα της προσπαθεί να την πείσει να ασκήσει νομική αγωγή προς τη μαία, με τη βοήθεια της Σουζάνα που έχει τελειώσει νομικά. Οικογενειακές διενέξεις, αναμνήσεις από το παρελθόν, η παρενόχληση της Σουζάνα από τον Λαρς, μια κρυμμένη αρρώστια και οικονομικές διαφορές περιπλέκουν την ευχάριστη οικογενειακή θαλπωρή.

Kommatia Gynaikas SITE 05 photo Natalia Kabanow

Σε αυτό το πολύ συγκεκριμένο και καθαρό σκηνικό, σφύζουν οι αναφορές στη ζωή και στο θάνατο. Καταρχάς, έχουμε συχνές αναφορές στο θάνατο του πατέρα και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τη χήρα του και στο θάνατο του νεογνού της Μάγια. Η Μάγια δυσκολεύεται να ξεχάσει το τραγικό γεγονός, και διεκδικεί το δικαίωμα ν’ αγαπά το νεκρό παιδί της. Στη συνέχεια, παντού στο σκηνικό υπάρχουν απολιθωμένα ζώα, αγαπημένα αντικείμενα της μητέρας, δηλαδή ταριχευμένα σώματα αληθινών ζώων που είναι ορατά χωρίς να έχουν ζωτικά όργανα, δηλαδή ζωή. Μάλιστα, η Μάγια φέρνει δώρο στη μητέρα της έναν σκαντζόχοιρο μινιατούρα που βγάζει φως. Υπάρχουν επίσης γλάστρες με φυτά, σκηνικό αντικείμενο που κυριαρχεί περισσότερο στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου. Σε αντιδιαστολή έρχεται η ηρωινομανία του Λαρς, που συνάδει με τη ναρκωμένη ερωτική του σχέση με τη Μάγια. Η μητέρα της Μάγια έχει υιοθετήσει μια νέα ασχολία, το «home staging» -όπως το αποκαλεί- όπου αναδιαμορφώνει ένα σπίτι και του δίνει προσωπικότητα. Αυτό ελπίζει να κάνει και με τις κόρες της, αλλά φαίνεται πως κάθε προσπάθεια πέφτει στο κενό.

Συμπερασματικά, το Κομμάτια μιας γυναίκας των Wéber-Mundruczó από το θέατρο TR Warszawa είναι μια από τις καλύτερες προτάσεις του ξένου ρεπερτορίου του Φεστιβάλ Αθηνών και ξεχωρίζει για τη δυναμική της απλότητας και του ρεαλισμού στην υποκριτική και για το πολύ ευαίσθητο κι όχι τόσο θεατρικό θέμα του. Πρόκειται για μια δουλειά που προσδίδει στη φυσιογνωμία της Πειραιώς 260 και νομίζω το πολωνικό θέατρο κλείνει ραντεβού για κάποια επόμενη διοργάνωση.

Υ.Γ. Ένα σχόλιο γύρω από την παραγωγή του Φεστιβάλ αφορά την χρήση των υπέρτιτλων. Στην παράσταση Κομμάτια μιας γυναίκας (Κτίριο Η) ήταν με άψογη εφαρμογή σε κεντρική θέση πάνω από την σκηνή με αποτέλεσμα την απρόσκοπτη κι ευχάριστη παρακολούθηση της παράστασης. Στο Sun and Sea (Κτίριο Δ), λόγω της κατοπτικής διάταξης της performance είχαμε παντελής απουσία υπέρτιτλων κι ως υποκατάστατο το έντυπο λιμπρέτο στ’ αγγλικά, που απ’ όσο αντιλήφθηκα δυσχέρανε τη θέαση για την πλειοψηφία του κοινού αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να διαβάζουν στο σκοτάδι και μάλιστα στ’ αγγλικά ταυτόχρονα με την όπερα. Στον Οιδίποδα (Επίδαυρος) υπήρχαν υπέρτιτλοι στις γνώριμες πλάγιες θέσεις και υπότιτλοι πάνω στον πάγκο του σκηνικού. Ως θεατής του Άνω Διαζώματος είχα μεγάλη δυσκολία στην παρακολούθηση γιατί η γραμματοσειρά στο σκηνικό ήταν μικρότερη και συχνά καλυπτόταν από τους καμέραμεν. Από τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις προτείνω να έχουμε τη διαχείριση της παράστασης Κομμάτια μιας γυναίκας τουλάχιστον στις ξενόγλωσσες παραγωγές.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Η παράσταση είναι μια παραγωγή της Εταιρείας Τέχνης «Αrs Aeterna» και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων.

Η παράσταση Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη ξεκίνησε το ταξίδι της από το θέατρο Ορέστης Μακρής στη Χαλκίδα και μετά από μια μεγάλη περιοδεία έκανε την εμφάνιση της στην Επίδαυρο το σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστο. Αυτή την περίοδο η παράσταση σταθμεύει στα θέατρα της Αττικής και το αθηναϊκό κοινό έχει την ευκαιρία να δει την παράσταση. Παρουσιάζεται στην ελεύθερη ποιητική απόδοση του Γιώργου Χειμωνά και πανκ μουσική των Θραξ-Πανκc. Στους κεντρικούς ρόλους έχουμε μια all-star διανομή που αποτελείται από τους Άκη Σακελλαρίου, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιωάννα Παππά, Κωνσταντίνο Ασπιώτη και Δημήτρη Πετρόπουλο.

 

 vakxes pappa ioanna photo elina giounanli

Το έργο

Πρόκειται για την τελευταία σωζόμενη τραγωδία του Ευριπίδη που παίχτηκε, ενώ μυθολογικά περιγράφεται η καθιέρωση της λατρείας του Διονύσου που προηγείται του συνόλου των τραγωδιών. Γράφτηκε το 407 π.Χ., όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκε από το γιο του ή τον εγγονό του το 405 π.Χ. στην Αθήνα, ενώ παραστάθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, το 406 π.Χ κερδίζοντας το Πρώτο Βραβείο. Αποτελούσε τριλογία μαζί με τα έργα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Αλκμαίων ο δια Κορίνθου». Το έργο έχει γνήσια Διονυσιακή υπόθεση, εξιστορεί δηλαδή την έλευση του Βάκχου (Διονύσου) στη Θήβα κατά την οποία ο Πενθέας φονεύεται από την μητέρα του Αγαύη, διότι αντιστάθηκε στη λατρεία του νέου θεού.

Η υπόθεση: Ο Διόνυσος καταφθάνει στη Θήβα, την πατρίδα της μητέρας του, έχοντας μαζί του τις πιστές του ακολούθους, για να επιβάλει τη δική του Θρησκεία και να τιμωρήσει όλους όσοι είναι εμπόδιο στο δρόμο του , τολμώντας να τον αμφισβητήσουν. Διαβρώνει ακόμα και την ιερή σχέση μάννας-γιού , εμφυσώντας τη θεϊκή του Μανία στις γυναίκες της Θήβας. Με την βίαιη επιβολή της νέας θρησκείας, επιφέρεται η ισοπέδωση του Βασιλικού Οίκου της πόλης των Θηβών . Οι εναπομείναντες ήρωες της τραγωδίας αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της εξορίας.

BAKXES ASPIOTIS2.jpg

Η παράσταση

Παρακολουθήσαμε την παράσταση της Κυριακής στο Θέατρο Πέτρας, σ’ ένα ανήσυχο κλίμα με οχλαγωγία από τις παρέες πλησίον του θεάτρου. Μας έκανε δυσάρεστη εντύπωση πως ενώ ήταν πολύ τυπικοί οι εργαζόμενοι του θεάτρου στην είσοδο των θεατών, δεν ήταν εντός του θεάτρου. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν η επιθυμητή με θεατές να τρώνε, να μιλάνε ή ακόμη και να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Η Νικαίτη Κοντούρη πάντρεψε στην παράστασή της την ποιητική μετάφραση του Χειμωνά με μια δυνατή πανκ μουσική και σε μια ανάλογη αισθητική κινήθηκε σε γενικές γραμμές η ενδυματολογία, ενώ ανιχνεύονται και ανατολίτικες επιρροές. Βασικά στοιχεία της παράστασης ήταν μια εγκατάσταση που παρέπεμπε στην κορφή του Κιθαιρώνα και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως παρασκήνιο, το χώμα και το αίμα. Οι ηθοποιοί ήταν σε διαρκή σύνθεση με την γη, με εξέχουσα μορφή αυτή του Τειρεσία που αλειφόταν με χώμα.

Η σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή της μερικούς από τους καλύτερους και εμπειρότερους ηθοποιούς του θεάτρου μας και δούλεψαν κατά περίπτωση τις ερμηνείες των ρόλων, αλλά κάπου αυτό δεν έδενε σε μια κοινή ερμηνεία του έργου. Καταρχάς, ο Χορός ήταν αρκετά ασυντόνιστος και με αδυναμίες στα φωνητικά, ενώ η σκηνή με τους μπαλτάδες ήταν αρκετά περιγραφική και δεν είχα τόσο βακχική διάθεση. Μου έκανε δυσάρεστη εντύπωση το πόσο συχνά γελούσε το κοινό κι ας υπήρχαν ψήγματα μαύρης κωμωδίας στην αισθητική, γιατί νιώθω πως δεν ήταν η πρόθεση της παράστασης.

Ερμηνευτικά, ξεχωρίζουμε τον Αγγελιοφόρο του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και την Αγαύη της Κωνσταντίνας Τάκαλου. Ο Ασπιώτης έφερε την αλήθεια, την αγωνία και τον πόνο ενός Αγγέλου του Αρχαίου Δράματος. Ειδικά η δεύτερη ρήση του ήταν ιδιαιτέρως συγκινητική και ενίσχυσε την αποκάλυψη της παιδοκτονίας αμέσως μετά. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ερμήνευσε την Αγαύη, την τραγική μητέρα που σκότωσε τον γιο της νομίζοντας πως ήταν λιοντάρι και συνειδητοποιεί το γεγονός όταν της το λέει ο πατέρας της, ο Κάδμος. Κρατούσε το κεφάλι του Πενθέα μέσα σε πλαστική σακούλα, συνήθης λύση στις παραστάσεις των Βακχών του 21ου αιώνα.

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ ΒΑΚΧΕΣ 18 1

Από εκεί και πέρα, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί μεμονωμένα κάπως δεν λειτούργησαν σε σύνδεση μεταξύ τους κυρίως ως προς την απόδοση και στην δημιουργία μιας συνολικής αισθητικής. Από τη μία είχαμε έναν Διόνυσο υπερβολικά ντυμένο, σαν Αρλεκίνο της Commedia dell Arte, με σαρδόνια ερμηνεία και έντονο μακιγιάζ. Κάτι δεν λειτούργησε στην δυναμική του με τον Πενθέα (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), ο οποίος πολύ εύκολα πέρασε από την κυριαρχική όψη σε μια ευάλωτη μάζα.

Να σταθούμε λιγάκι στον Τειρεσία της Ιωάννας Παππά. Η σκηνοθέτης είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα ν’ αποδώσει τον Τειρεσία ως άφυλο και απροσδιορίστου ηλικίας πλάσμα, τυλιγμένο σε γάζες και με αισθητή την τυφλότητά του. Να θυμίσουμε πως ο μάντης Τειρεσίας είναι το μοναδικό πρόσωπο της σωζόμενης τραγωδίας που έχει περάσει και από τα δύο φύλα, και στο πρόσωπο έχουμε και υπέρβαση φύλου και ηλικίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά ο ρόλος ερμηνεύεται από γυναίκες ηθοποιούς: Μ. Κίτσου (Βάκχες, Μπρούσκου), Μ. Βακαλίδου (Οιδίπους Τύραννος, Σουγάρης), Λ. Φωτοπούλου (Αντιγόνη, Ν. Τριανταφυλλίδη), Μπ. Αρβανίτη (Αντιγόνη, Λιβαθινός). Εδώ όμως, περνάει από το θηλυκό στο άφυλο, αφού με δυσκολία θα διέκρινες είτε την αρσενικότητα είτε τη θηλυκότητας της περσόνας που κατασκεύασε η Ιωάννα Παππά. Με ξένισε ωστόσο η διαχείριση του σώματος, με τις έντονες χειρονομίες και την ευλυγισία ενός δραματικού προσώπου που έχει συνδεθεί με την δυσκολία στο περπάτημα και την υποστήριξη από παιδιά-δούλους.

Μεγάλη ασυνεχεία συναντούμε στην ενδυματολογία της παράστασης (Λουκία Μινέτου). Οι Βάκχες είναι η τραγωδία που κατεξοχήν αγαπά και επιδεικνύει το σώμα, ενώ εδώ ήταν τόσο πολύ το ύφασμα, που σχεδόν κάλυπτε τη σιλουέτα των ηθοποιών. Ο Διόνυσος δεν είχε τη χάρη που συνήθως συναντούμε, αλλά έμοιαζε με επαίτη. Ο Χορός ήταν ενδεδυμένος με μαύρα ρούχα που το δίχως άλλως πλησίαζαν στην πανκ αισθητική που ήθελε να έχει η παράσταση αλλά δεν έφτασε εκεί. Περισσότερο ταιριαστός σε αυτό που μάλλον πρέσβευε η σκηνοθεσία ήταν ο Αγγελιοφόρος, με μαύρο παντελόνι, γιλέκο από διάφανο πλαστικό και έντονο βάψιμο, το οποίο είχε πολύ ενδιαφέρον όταν λερώθηκε με το αίμα του Πενθέα. Σε ανάλογα επίπεδα θα μπορούσα να φανταστώ την Αγαύη και μάλιστα με πιο ταλαιπωρημένο κοστούμι, μιας και η βακχεία κι ακόμη περισσότερο το φονικό του γιου της, ήταν μια πολύ έντονη διαδικασία. Δε θα έπρεπε να περιοριστεί η ενδυματολόγος, μπορούσε να πάει ακόμη παραπέρα και να είναι πιο τολμηρή.

Όσον αφορά τη μουσική, είναι κατανοητή η σύνδεση του beat της punk και ταιριάζει με το κλίμα των Βακχών –είχαμε δει μια ανάλογη δουλειά από τον Μπινιάρη πριν 3 χρόνια- αλλά ήταν απότομες οι εισαγωγές κι οι έξοδοι της κι αυτό κλωτσούσε σε αρκετά σημεία το κείμενο.

Συνολικά, αυτό μου έλειψε από την παράσταση Βακχών της Ν. Κοντούρη ήταν η συνοχή στην ερμηνεία και την αισθητική και το να νιώσω το δράμα των ηρώων. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ενώ υπάρχουν πολύ καλές ύλες, δε φτάνει εκεί που μπορεί το τελικό αποτέλεσμα.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Κωνσταντίνα Τάκαλου:«Το Θέατρο Έχει Γίνει Πιο Αληθινό Από Τη Ζωή»

Επίδαυρος 2021: Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή VS οιδίποδας της Maja Zade

Η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της παράστασης του Ostermeier στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου αναμένεται την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου.

Στο παρόν άρθρο θα μιλήσουμε για το πρωτότυπο έργο Οιδίποδας της Maja Zade, της δραματουργού της Schaubühne που γράφτηκε ως ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών για να παρουσιαστεί ειδικά στο Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου 2021. Το κείμενο κυκλοφορεί σε μετάφραση (από τα γερμανικά) του Γιάννη Καλιφατίδη από τη νέα θεατρική σειρά του Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με τις εκδόσεις Νεφέλη «Contemporary Ancients», για την οποία έχουμε μιλήσει επανειλημμένα στην στήλη μας. Η παράσταση του έργου είναι σχεδιασμένη για το σαββατοκύριακο 3-5 Σεπτεμβρίου, την παράσταση που θα ρίξει αυλαία για το αργολικό θέατρο. Να σημειώσουμε εδώ πως το θεατρόφιλο κοινό μπορεί να παρακολουθήσει άλλη μια παράσταση του Ostermeier , την Ιστορία της Βίας (βασισμένη στο μυθιστόρημα του Edward Louis) 5 και 6 Οκτωβρίου στην Πειραιώς 260.

Schaubühne Thomas Ostermeier oedipusGianmarco Bresadola 05 Galleryjpg

Ας γνωρίσουμε καλύτερα ποιον Οιδίποδα πρόκειται να παρακολουθήσουμε για να είμαστε προετοιμασμένοι για την παράσταση.

Η συγγραφέας

Η Maja Zade (Μάγια Τσάντε) μεγάλωσε στη Γερμανία και στη Σουηδία και σπούδασε στην Αγγλία και στον Καναδά. Την περίοδο 1997-1999 διετέλεσε senior reader στο Royal Court Theatre του Λονδίνου. Από το 2000 εργάζεται ως δραματουργός στη Schaubühne όπου έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως οι Thomas Ostermeier, Ivo van Howe, Simon McBurney, Michael Thalheimer και Marius von Mayenburg. Εργάζεται επίσης ως θεατρική μεταφράστρια. Έχει μεταφράσει στα γερμανικά έργα των Lars von Trier, Arnold Wesker και Caryl Churchill και στα αγγλικά έργα των Marius von Mayenburg, Roland Schimmelpfennig, Lars Noren και Falk Richter. Το 2019, τα θεατρικά της έργα status quo και abgrund έκαναν πρεμιέρα στη Schaubühne, σε σκηνοθεσία Marius von Mayenburg και Thomas Ostermeier αντίστοιχα. Έκτοτε, μεταφράστηκαν στα νορβηγικά, σουηδικά, λετονικά, πολωνικά, γαλλικά κι αγγλικά. Το νέο της έργο, redden uber sex, παραγωγή της Schaubühne, θα κάνει πρεμιέρα το φθινόπωρο του 2021, σε σκηνοθεσία του Marius von Mayenburg.

Το έργο

Το κείμενο είναι μια επαναδιαπραγμάτευση του μύθου του Οιδίποδα – όπως μας σώζεται στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή – στην εποχή μας, και ειδικότερα την ιστορία μιας πλούσιας (κι αμαρτωλής) οικογένειας Γερμανών που παραθερίζουν. Κοινός τόπος του Ostermeier και της Zade ήταν να μην θίξουν το θεϊκό/μοιρολατρικό πεδίο του έργου αλλά να σταθούν περισσότερο στη σημερινή έννοια της «συνείδησης». Αντλώντας στοιχεία από το εισαγωγικό σημείωμα της συγγραφέως: «Και οι δυο μας κάναμε την σκέψη ότι έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως αυτό που στην Αρχαιότητα αποκαλούνταν «μοίρα» αντιστοιχεί σήμερα σε αυτό που ονομάζουμε «συνείδηση» ή ίσως να το περιγράφουμε ακόμα και ως τη λογική κατάληξη όσων έχουμε οδηγηθεί να κάνουμε με βάση τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεσή μας. Την παρούσα χρονική στιγμή, οι ζωές μας έχουν ανατραπεί όχι όμως από τους θεούς, εν είδει τιμωρίας επειδή τους παρακούσαμε – ή τουλάχιστον ελάχιστοι άνθρωποι πιστεύουν κάτι τέτοιο-, αλλά λόγω COVID. Ξαφνικά, έχει κανείς την αίσθηση ότι δεν έχουν αλλάξει και τόσο πολλά τα τελευταία 2.000 περίπου χρόνια. Κάποτε είχαμε την πανούκλα, σήμερα τον κορονοιο: οι άνθρωποι νομίζουμε ότι έχουμε τον έλεγχο, ότι τα πράγματα βαίνουν καλώς για εμάς, ώσπου συμβαίνει κάτι που μας αφήνει παντελώς ανίσχυρους και σε πλήρη αβεβαιότητα.». (μετάφραση από τ’ αγγλικά: Κ. Τζήκας).

Η Maja Zade συνέγραψε ένα πρωτότυπο έργο που διατηρεί το όνομα της δραματουργικής της βάσης «Οιδίποδας», αλλά το μεταφέρει στο σήμερα ως μια οικογένεια πλούσιων Γερμανών που έρχονται διακοπές στην Ελλάδα. Κανονικά, ζουν σε μια μικρή γερμανική κοινότητα, του Μπουχφέλντε. Πανδημία τότε, πανδημία και σήμερα, αλλά εδώ πηγή του κακού είναι το εργοστάσιο της οικογενείας, που έχει προκαλέσει καρκίνο σε δεκάδες παιδιά λόγω της τοξικότητας που έχει προκαλέσει στην ατμόσφαιρα. Το εκτενέστατο έργο της Zade χωρίζεται σε τρία σχεδόν ίσα μέρη/πράξεις που τηρούν όμως τις ενότητες χώρου, χρόνου και δράσης κατά τα πρότυπα της τραγωδίας –όπως τα καταγράφει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Έτσι, η δράση του έργου χωρίζεται σε «πρωί» (Πράξη Α: σελ. 15-73), «απόγευμα» (Πράξη Β: σελ. 75-140) και «βράδυ» (Πράξη Γ: σελ. 141-203).

 Εξώφυλλο

Οι χαρακτήρες

Στον Οιδίποδα της Zade έχουμε 4 χαρακτήρες: Κριστίνα (Ιοκάστη), Ρόμπερτ (Κρέων), Μίχαελ (Οιδίπους), Τερέζα (κολλητή της Κριστίνα, με στοιχεία από Τειρεσία κι Αγγελιοφόρο). Η συγγραφέας υποστηρίζει την ίση εκπροσώπηση των φύλων στα έργα της εποχής μας, γι’ αυτό επιλέγει να έχει δύο αντρικούς και δύο γυναικείους ρόλους. Μάλιστα, ο ρόλος της Κριστίνα είναι φαινομενικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρόλο της Ιοκάστης στο Σοφοκλή, κι αν δεν υπήρχε η επιτακτικότητα της «συγγένειας», ίσως να ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος. Αντίστοιχα, ο ρόλος της Τερέζα είναι μια δημιουργική προσθήκη της συγγραφέως που ισομοιράζει τα φύλα. Ενέχει χαρακτηριστικά του Τειρεσία, των δούλων, του Αγγελιοφόρου, ενώ έχει χαρακτηριστικά εντελώς δικά της, και είναι ήρωας προσφιλής προς την Κριστίνα. Να θυμίσουμε στο κοινό πως ο μάντης Τειρεσίας είναι ο μοναδικός χαρακτήρας από την αρχαία τραγωδία που έχει ζήσει κι ως άντρας κι ως γυναίκα. Συχνά μάλιστα, στην σύγχρονη θεατρική πρακτική ο ρόλος του Τειρεσία ερμηνεύεται από γυναίκα ηθοποιό με πιο πρόσφατη την ερμηνεία της Ιωάννας Παππά στις Βάκχες, σε σκηνοθεσία Ν. Κοντούρη.

Ας δούμε αναλυτικότερα τον κάθε χαρακτήρα και τη συμβολή του στην εξέλιξη της δράσης του έργου. Κεντρική φιγούρα του έργου φαίνεται ο Μίχαελ (Οιδίποδας), ένας νεαρός και φιλόδοξος άντρας, που συνάπτει ερωτική σχέση με την κατά πολύ μεγαλύτερη του γυναίκα, την Κριστίνα που χήρεψε πρόσφατα. «Είναι πολύ νεότερος απ’ ότι στο πρωτότυπο. Δεν έχει κάνει παιδιά ακόμα, είναι βαθιά ιδεαλιστής και προσπαθεί να αμφισβητήσει τις παλιές ιεραρχίες και να στοχαστεί πάνω στους σωστούς και στους λανθασμένους τρόπους διακυβέρνησης». Καθ’ αναλογίαν με τον Οιδίποδα, στην έναρξη του έργου ο Μίχαελ φέρνει στο προσκήνιο μια σημαντική έρευνα, την πηγή του κακού που έχει ξεσπάσει στην πολιτεία του (το «μίασμα»), κάτι που μπορεί να έρθει σε ρήξη με τα συμφέροντα της εταιρείας των Ρόμπερτ και Κριστίνα. Η φιλαληθεία, η τιμιότητα και η σχεδόν ακτιβιστική του δράση, τον παρουσιάζουν ως ιδεαλιστή, το «νέο» που έρχεται σε ρήξη με την παλαιά τάξη των πραγμάτων και τον καπιταλισμό. Η Zade έχει κάνει μερικές σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τη σχέση του με την Κριστίνα. Εδώ δεν έχει «ανέβει» κοινωνικά επειδή έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας και σύναψε έναν επικερδή γάμο, αλλά εξαιτίας των επαγγελματικών του χαρισμάτων και του ωραίου του παρουσιαστικού. Δεν έχει παντρευτεί την Κριστίνα ούτε έχουν κάνει ακόμη παιδιά, αν και πρόκειται να φέρουν σύντομα στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Τέλος, η σημαντικότερη διαφορά είναι το τέλος του ήρωα. Στον Οιδίποδα Τύραννο, ο ήρωας αυτοτυφλώνεται λίγη ώρα αφότου η Ιοκάστη έχει αυτοκτονήσει, ενώ εδώ ο Μίχαελ αυτοκτονεί πηδώντας από το παράθυρο αφήνοντας την Κριστίνα πίσω ως τραγική ηρωίδα.

Η Κριστίνα είναι μια γυναίκα τολμηρή, γεμάτη ζωή σεξουαλικά ενεργή και κύρια του εαυτού της. Μετά από έναν «ατυχή» γάμο με τον Βόλφγκανγκ (Λάιο), και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αποτέλεσμα βιασμού από τον σύζυγό της –αντίστοιχα, η κατάρα των Λαβδακιδών ξεκίνησε από τον ομοερωτικό βιασμό του Χρυσίππου-, αποφασίζει να ξεφορτωθεί τον γιο της (Μίχαελ). Η Τερέζα την βοηθά, αν και τελικά δίνει προς υιοθεσία το βρέφος. Δίχως να το γνωρίζει ερωτεύεται μετά από χρόνια το νεαρό Μίχαελ, ο οποίος όπως θα μαθευτεί στη συνέχεια ευθύνεται τόσο για το δυστύχημα στο οποίο πέθανε ο σύζυγός της όσο και για την περιβαλλοντική μόλυνση που θα προκαλέσει πανδημία στην περιοχή. Η επιλογή της συγγραφέως να την κρατήσει ζωντανή ακόμη και μετά από το σερί των αλγεινών αποκαλύψεων, δείχνει πως είναι μια γυναίκα ικανή να επιβιώνει από τις πληγές της, άθικτη από τα λάθη των αντρών και αρκετά δυνατή μπροστά στα «παιχνίδια της μοίρας». Επιπλέον, αντί να σωπάσει όπως η Ιοκάστη, είναι αυτή που αποκαλύπτει στον Μίχαελ πως είναι η μητέρα του.

«Οι τέσσερις αυτοί χαρακτήρες δεν συνθέτουν μια βασιλική οικογένεια. Πρόκειται για μια οικογένεια που διοικεί μια επιχείρηση με μακροχρόνια ιστορία. Η εταιρεία τους είναι η αυτοκρατορία που έχουν χτίσει οι ίδιοι. Οι υπάλληλοι είναι οι υπήκοοί τους. Είναι μια που επιχείρηση που βασίζεται στην τήρηση των προσχημάτων. Είναι, επίσης μια επιχείρηση που έχει οικοδομηθεί στη βάση της εκμετάλλευσης και της συγκάλυψης αδικημάτων.» (Zade)

Με λίγα λόγια, η Maja Zade έγραψε ένα σύγχρονο έργο που αφορμάται από την αρχαία ελληνική τραγωδία και την ελληνική μυθολογία και το έκανε μ’ έναν δικό της, σεξουαλικά ισόνομο και αρκετά φρέσκο κι ελλειπτικό τρόπο. Με προβληματίζει μόνο πως βάσει των σκηνικών οδηγιών, το κείμενο ταιριάζει καλύτερα σε μια παράσταση κλειστού χώρου (λογικό αφού είναι στον προγραμματισμό της Schaubühne) και είναι απορίας άξιον πως θ’ αξιοποιήσει ο Ostermeier το χαρακτηριστικό περιβάλλον της (ανοιχτής) Επιδαύρου. Αναμφισβήτητα μετά τα νέα εγχώρια συγγραφικά πονήματα της Μικρής Επιδαύρου (Contemporary Ancients), τους Βατράχους (Α. Χιώτη) και τους Ιχνευτές (Μαρμαρινός), το Φεστιβάλ Επιδαύρου έρχεται να ολοκληρωθεί με τον πιο πολλά υποσχόμενο τρόπο και με άρωμα… γερμανικό.

Info:

Η παράσταση Οιδίποδας του Ostermeier θα παρουσιαστεί 3, 4 και 5 Σεπτεμβρίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ενώ την ερχόμενη θεατρική σεζόν αναμένεται να παρουσιαστεί στη Schaubühne στο Βερολίνο. Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ http://aefestival.gr/festival_events/oidipodas/

*Οι φωτογραφίες από τη Συνέντευξη Τύπου είναι του Thomas Daskalakis

Τον προηγούμενο μήνα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη το νέο έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

«Το σπίτι με τα φίδια» είναι ένα από τα τέσσερα έργα που γράφτηκαν από Έλληνα συγγραφέα με δραματουργική βάση μια αρχαιοελληνική τραγωδία ως ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νεφέλη στη νέα θεατρική σειρά «Contemporary Ancients». Ο αγαπημένος θεατρικός συγγραφέας (Λα Πουπέ, Μεταμφίεση, Κέικ κ.ά) ανέλαβε να γράψει ένα σύγχρονο έργο με αφορμή το όχι και τόσο συχνά παιγμένο δράμα Τραχίνιες του Σοφοκλή. Μπορεί να μην παίζεται τόσο συχνά, αλλά πραγματεύεται έναν πολύ γνωστό μύθο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τον θάνατο του ημίθεου Ηρακλή από το μανδύα που έλαβε από τη ζηλόφθονα γυναίκα του Δηιάνειρα, ποτισμένο από το δηλητήριο που έλαβε από τον Κένταυρο Νέσσο.

Η κυκλοφορία του έργου συνδυάστηκε όμως όλα τα έργα της σειράς από το πρώτο του ανέβασμα στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου. Συγκεκριμένα, η παράσταση Το σπίτι με τα φίδια σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη παρουσιάστηκε στις 9 και 10 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο. Τη διανομή της παράστασης αποτελούσαν οι ηθοποιοί: Αλεξία Καλτσίκη, Ράνια Οικονομίδου, Αριέττα Μουτούση, Μάρω Παπαδοπούλου, Ηρώ Πεκτέση, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Αλέξανδρος Μανωλίδης.

Υπόθεση Σοφοκλή:

Η Δηιάνειρα περιμένει στην Τραχίνα μαζί με τον γιο της Ύλλο την επιστροφή του Ηρακλή, που βρίσκεται σε ξένα μέρη δεκαπέντε μήνες τώρα. Έρχεται ο κήρυκας Λίχας φέρνοντας σκλάβες και το μήνυμα ότι ο άνδρας της θα γυρίσει γρήγορα. Μία όμως από τις αιχμάλωτες, η Ιόλη, έχει κατακτήσει την καρδιά του Ηρακλή. Αυτό προκαλεί θλίψη στη Δηιάνειρα και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα ερωτικό φίλτρο, που της είχε δώσει ο Κένταυρος Νέσσος, για να ξανακερδίσει την αγάπη του Ηρακλή. Με αυτό ποτίζει ένα μανδύα και του στέλνει με τον Λίχα ως δώρο. Το φίλτρο όμως είναι ποτισμένο με το φοβερό φαρμάκι της Λερναίας Ύδρας και αργά πια η Δηιάνειρα ανακαλύπτει ότι το μαλλί που χρησιμοποίησε για να αλείψει το ρούχο, διαλύθηκε στο φως. Τότε έρχεται ο Ύλλος και της αφηγείται ότι μόλις ο πατέρας του φόρεσε τον μανδύα, προσβλήθηκε από φρικτούς πόνους. Τον φέρνουν ετοιμοθάνατο στην Τραχίνα. Η Δηιάνειρα σιωπηλά αποχωρεί και η τροφός λίγο αργότερα περιγράφει την αυτοκτονία της. Ύστερα από αυτό μεταφέρουν σε φορείο, εξαθλιωμένο από τον πόνο, τον Ηρακλή. Ξεσπά σε θρήνους, ζητά να εκδικηθεί τη γυναίκα του, αλλά όταν μαθαίνει από το γιο του την αλήθεια, δέχεται τη μοίρα του και δίνει στον Ύλλο οδηγίες, να ετοιμάσει την ταφική πυρά στην Οίτη και να παντρευτεί την Ιόλη.

 

 

thumbnail σάρωση0002

Υπόθεση Το σπίτι με τα φίδια:

Η δράση του έργου λαμβάνει χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στον κήπο μιας έπαυλης έξω από την Τραχίνα, μια μικρή πόλη κάπου στη Φθιώτιδα. Η Διάνα μια μεσήλικη (για την εποχή) γυναίκα ενός ευκατάστατου και γυναίκα άντρα, του Ηρακλή, ζει σ’ ένα πολυτελές σπίτι, με τον ομοφυλόφιλο γιο της Ύλλο και την υπηρέτρια της Νάγια. Στο γεμάτο φίδια και φαντάσματα (οι δύο Τραχίνιες) σπίτι έρχεται να φιλοξενηθεί μια νεαρή κοπέλα, η Ιόλη, κόρη πλούσιου πατέρα και κατά πάσα πιθανότητα ερωμένη του Ηρακλή. Ο Ηρακλής απουσιάζει καιρό για να λύσει κάποιες υποθέσεις στην Εύβοια. Η Διάνα αποφασίζει να του στείλει δώρο με τον Φύλακα μια κολόνια που παρασκεύασε η Νάγια για να κερδίσει πίσω την αγάπη του άντρα της. Η κολόνια αυτή όμως αποδεικνύεται θανατηφόρα και στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Ηρακλή, η Διάνα απαγχονίζεται. Η Ιόλη προτείνει στον Ύλλο να φύγουν και να ζήσουν μαζί στο νέο κτήμα του Ηρακλή.

Πλοκή

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης έγραψε ένα μονόπρακτο έργο που εξελίσσεται σε 8 σκηνές με καθαρότητα κι εμφανείς συνδέσεις με το αρχέτυπό του. Μεταφέρει τη δράση του στη Φθιώτιδα της δεκαετίας του ’70, στην Τραχίνα, την αρχαιότερη πόλη της Λαμίας. Η διάταξη της πλοκής θυμίζει αρκετά τον σκελετό της σοφόκλειας τραγωδίας, με μια καθοριστική διαφορά, την απουσία του Ηρακλή, του καταλυτικού επεισοδίου του θανάτου του επί σκηνής και της «πατρικής επιθυμίας». Ο Χορός εδώ αντί για τον πολυπληθή Χορό Τραχίνιων, είναι δύο γυναίκες-φαντάσματα, ορατές μόνο στη Διάνα (Δηιάνειρα). Η Ιόλη γίνεται δρων πρόσωπο και μάλιστα σχεδόν το πρωταγωνιστικό πρόσωπο απέναντι στη Διάνα. Ο Λίχας γίνεται Φύλακας κι απουσιάζουν ο Αγγελιοφόρος (τη λειτουργία του αναλαμβάνει ο Ύλλος) κι ο Γέροντας/Πρέσβυς, αφού δεν εμφανίζεται κι ο Ηρακλής που συνοδεύει.

Ο τίτλος

Το έργο τιτλοφορείται «Το σπίτι με τα φίδια» και μπορούμε να κάνουμε διάφορες ερμηνείες για την επιλογή αυτού του τίτλου. Καταρχάς, επειδή η έπαυλη στην οποία λαμβάνει χώρα η δράση είναι απομακρυσμένη σε πυκνή βλάστηση, κυκλοφορούν φίδια. Η θέα των φιδιών είναι συνηθισμένη στους ήρωες του έργου. Όλα ξεκινούν από μια διήγηση της Ιόλης (Σκηνή Τρίτη), στην οποία είδε «ένα μεγάλο φίδι ανάμεσα στα πόδια της, τρομαχτικό αλλά πολύ όμορφο». Μάλιστα, η Διάνα αναπολεί μια ανάμνηση από τον πρώτο καιρό της διαμονής τους στην έπαυλη –παιδική ανάμνηση του Ύλλου-: «Και ξαφνικά βλέπω επάνω στο πεζούλι της στέρνας μια μαύρη οχιά. Μπήγω τις φωνές. […] Βρίσκει κι αρπάζει μια πέτρα. Αρχίζει να το πλησιάζει. […] και με αστραπιαία κίνηση το βουτάει με το ελεύθερο χέρι του από τον λαιμό. Το σηκώνει ψηλά και το σφίγγει, το σφίγγει, το σφίγγει. Χυθήκανε τα μάτια της οχιάς απόξω». Η συγκεκριμένη διήγηση είναι μια ευθεία αναφορά στα παιδικά χρόνια του μύθου του Ηρακλή, αφού σύμφωνα με το μύθο η Ήρα που έβλεπε στο πρόσωπο του Ηρακλή την απιστία του Δία έστειλε δύο φίδια να τον πνίξουν όσο ήταν βρέφος, εκείνος άρπαξε τα φίδια με τα δύο του χέρια και τα έπνιξε. Αργότερα αναφέρονται φιδοπουκάμισα, και ότι γύρω από το σπίτι βρίσκονται πολλά φίδια. Η επιλογή του συγκεκριμένου φιδιού που εκκρίνει δηλητήριο, συνάδει και με το δηλητήριο από το αίμα της Λερναίας Ύδρας αλλά και τον επικείμενο θάνατο του Ηρακλή από το «δώρο» της συζύγου του. Οχιά συχνά αποκαλούμε ένα ραδιούργο πρόσωπο, που στο έργο είναι η Νάγια, η αφοσιωμένη υπηρέτρια του σπιτιού και προγενέστερα ερωτική αντίζηλος της Διάνας προς τον Ηρακλή.

Υπάρχει ασφαλώς και μια μεγάλη σύνδεση του φιδιού με σεξουαλικές/φαλλικές ερμηνείες. Το φίδι συνδέεται με τον πρωτογονισμό, την αμαρτία, την σεξουαλικότητα, ό,τι πιο άπληστο και αηδιαστικό κρύβουμε μέσα μας, τα ένστικτά μας. Φίδι που σηκώνεται για να επιτεθεί συχνά ερμηνεύεται ως φαλλός σε στύση, στοιχείο που συνδέεται με το φίδι ανάμεσα στα πόδια της Ιόλης. Μπορεί επίσης να σημαίνει τον πειρασμό, τον κίνδυνο και την απαγορευμένη σεξουαλικότητα. Ιδιαίτερα, αν δούμε ένα φίδι στο κρεβάτι μας δείχνει ότι έχουμε μεγάλη σεξουαλική δύναμη ή απειλούμαστε σεξουαλικά. Μπορεί να είμαστε άπειροι, νευρικοί ή ανίκανοι να ακολουθήσουμε. Αν φοβόμαστε το φίδι, τότε δείχνει φόβους για το σεξ, την οικειότητα ή/και τη δέσμευση (astrologer.gr). Ο Ύλλος μάλιστα, το αγαπημένο παιδί του Ηρακλή και της Διάνας, εξομολογείται πως φοβόταν τα φίδια μικρός: «Μικρός φοβόμουνα ότι όλα αυτά τα οργισμένα φίδια θα συνωμοτούσαν κάποια φορά όταν εκείνος έλειπε και θα μας έκαναν επίθεση τη νύχτα. Θα έρχονταν στα κρεβάτια μας και θα τυλίγονταν στο λαιμό μας σφιχτά, σφιχτά, ώσπου να πεταχτούν και τα δικά μας μάτια έξω. Μόνο όταν βρισκόταν ο μπαμπάς στο σπίτι κοιμόμουν πραγματικά ήσυχος. Δηλαδή σπάνια.» Αν λάβουμε υπόψη την ομοφυλοφιλία του Ύλλου στη συγκεκριμένη εκδοχή του μύθου, μπορούμε να ενισχύσουμε την ερμηνεία μας για την απαγορευμένη κι επικίνδυνη σεξουαλικότητα – το έργο διαδραματίζεται στη συντηρητική δεκαετία του ’70 και δη στην ελληνική επαρχία, ο Ύλλος δεχόταν απειλές από τον πατέρα του εραστή του-.

Τέλος, μπορεί να δοθεί κι η σύνδεση του φιδιού με τον θεό Ασκληπιό, που κατά την παράδοση ερχόταν με μορφή φιδιού στον ύπνο αυτών που του είχαν ζητήσει βοήθεια κάνοντας θυσία και μια τελετουργία εξαγνισμού. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω στη σύνδεση των αρχαίων θεάτρων με Ασκληπεία, με την Επίδαυρο να έχει ένα από αυτά.

 

Οι χαρακτήρες

Η Δηιάνειρα σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν κόρη του Οινέα και της Αλθαίας. Ο Ηρακλής είχε υποσχεθεί στον αδερφός της Μελέαγρο να την παντρευτεί όταν τον συνάντησε στον Κάτω Κόσμο. Μάλιστα, για να τα καταφέρει ο Ηρακλής έπρεπε να παλέψει με τον ποταμό Αχελώο που μεταμορφωνόταν σε φίδι, ταύρο ή άνθρωπο. Η ετυμολογία του ονόματός προέρχεται από το επίθετο δηιος/διαος (καταστρεπτικός φοβερός) και το ουσιαστικό ανήρ (άντρας) και σημαίνει φοβερή για τους άντρες, με αναφορά στο τραγικό τέλος του θρυλικού Ηρακλή. Ο Χατζηγιαννίδης μετονομάζει την ηρωίδα του σε Διάνα, διώχνοντας το αντρικό στοιχείο από το όνομά της, ενώ πλέον προσομοιάζει με το όνομα της θεάς Άρτεμης (Diane/a), θεάς του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και των ζώων, ορκισμένη παρθένα. Το έργο ούτως ή άλλως έχει θηλυκοκεντρικό χαρακτήρα, αφού έχουμε γυναικείο Χορό (Τραχίνιες), την αφοσιωμένη Νάγια (η Τροφός στον Σοφοκλή), την πρωτοκαθεδρία της Διάνας σε σύγκριση με τον Ηρακλή –απόντα εδώ, περιορισμένο σκηνικά και σωματικά αδύνατο στον Σοφοκλή) και φυσικά με τη νέα διευρυμένη παρουσία της Ιόλης από βουβό πρόσωπο σε βασικό –αν όχι πρωταγωνιστικό- πρόσωπο του δράματος. Ακόμη κι η παρουσία του Ύλλου που φαινομενικά ακολουθεί την ίδια γραμμή με το αρχέτυπό του, διαφοροποιείται, αφενός με την ομοφυλοφυλία και τη μη πατρική εντολή για γάμο με την Ιόλη κι αφετέρου με τον αποκλίνοντα βίο του, που διαφέρει από το κλειστό πατριαρχικό μοντέλο της Αρχαίας Ελλάδας.

Ας ξεκινήσουμε από τη Διάνα και τη Νάγια, τις δύο βασικές γυναικείες φυσιογνωμίες του σπιτιού. Η Διάνα κι η Νάγια (Τροφός) έχουν παρελθόν ερωτικής αντιζηλίας προς τον Ηρακλή, που εξηγεί το θανατηφόρο «δώρο» που αποτελεί τον καταλύτη της πλοκής: «Μικρές ήμασταν φίλες. Αυτή ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη και μου έκανε κουμάντο σε όλα. Ο Ηρακλής τα είχε φτιάξει μ’ εκείνη στην αρχή. Έτσι τον γνώρισα εγώ τον Ηρακλή. Ήταν πολύ όμορφη τότε Αλλά εκείνος προτίμησε εμένα. Για πολλούς μήνες δε μου μιλούσε. Εγώ ένιωθα τύψεις κι έκανα προσπάθειες να την πλησιάσω. […] Έβαλα στο σπίτι μου μια γυναίκα που με μισούσε. Μια μάγισσα.». Η Νάγια τώρα είναι 53 ετών, ηλικία αταίριαστη ίσως για ένα νέο έρωτα, πόσο μάλλον τώρα που ο Ηρακλής έχει φέρει στο σπίτι τη νέα του ερωμένη, την Ιόλη. Η Διάνα όμως έχει ένα κακό προαίσθημα, και δίνει στα προαισθήματα δαιμονική διάσταση. Αυτή είναι άλλη μια αισθητή διαφοροποίηση του Χατζηγιαννίδη, αντί να συνδέσει το δηλητήριο με κάποιον άθλο του Ηρακλή, την Λερναία Ύδρα και τον Κένταυρο, τη συνδέει με μια γυναικεία αντιζηλία, ενισχύοντας αυτό το χαρακτηριστικό του Ηρακλή. Στο Σπίτι με τα φίδια, συνυπάρχουν στο ίδιο σπίτι 3 ερωτικά υποκείμενα, η Διάνα, η Νάγια κι η Ιόλη. Αν συμπεριλάβουμε τον Ύλλο, ερμηνεύοντας ψυχαναλυτικά την ασφάλειά του όταν ήταν ο «σηκωμένος φαλλός» στο σπίτι, κοινώς ο πατέρας του. Τότε διαβάζουμε Το σπίτι με τα φίδια, ως το σπίτι με τις επικίνδυνες σεξουαλικότητες.

Η διαχείριση του Ύλλου και της Ιόλης είναι πολύ ενδιαφέρουσα και …τολμηρή στο έργο του Β. Χατζηγιαννίδη. Όπως προείπαμε, στις Τραχίνιες, η Ιόλη ήταν απλώς η πολύ όμορφη και απονήρευτη απόγονος του Ινάχου, μια από τις πολλές «παλλακίδες» του Ηρακλή, του A Male της αρχαιότητας κι επρόκειτο για ένα μη ομιλών πρόσωπο. Η Δηιάνειρα μάλιστα την δέχεται με καλοσύνη και φροντίδα, παρά την ζήλεια της. Στο Σπίτι με τα φίδια, η Ιόλη εμφανίζεται από την αρχή του έργου, είναι ιδιαιτέρως ομιλητική και φαίνεται να ξέρει περισσότερα πράγματα για την τωρινή κατάσταση του Ηρακλή από τα υπόλοιπα δρώντα πρόσωπα. Κι εδώ η παρουσία της συνδέεται με μια ζημιά του πατέρα της από τον Ηρακλή, αλλά φαίνεται να είναι μια συνειδητή επιλογή κι ένα κοινό σχέδιο για το μέλλον. Κυκλοφορεί στο σπίτι με άνεση σα να είναι οικοδέσποινα κι όχι φιλοξενούμενη. Δύο βασικές επισημάνσεις που χρειάζεται να κάνουμε. Στον Σοφοκλή, η Δηιάνειρα αποστέλλει ένα χιτώνα ποτισμένο με το δηλητήριο του Κένταυρου Νέσσου –το οποίο νομίζει για ερωτικό φίλτρο- μέσω του Λίχα. Στο Χατζηγιαννίδη, η Διάνα αποστέλλει μια κολόνια αγορασμένη από το Μιλάνο –επιβλαβές φίλτρο της Νάγια- μέσω του Ύλλου. Με αυτό τον τρόπο, ενισχύεται η τραγικότητα της πράξης, αφού είναι ένα υγρό που φτιάχτηκε εντός του οίκου, και δόθηκε στον Ηρακλή μέσω του ίδιου του γιου, άρα του αίματός του. Παράλληλα όμως, έχουμε κι ένα δεύτερο δώρο προς τον Ηρακλή, ένα μαυροκόκκινο βραχιόλι κατασκευασμένο από την Ιόλη. Το (κόκκινο) αίμα όταν δεχτεί το δηλητήριο μέσα του μαυρίζει.

Ο Ύλλος είναι το κύριο αντρικό πρόσωπο του έργου Το σπίτι με τα φίδια, με το έτερο να είναι ο Φύλακας, με καθαρά επιτελεστική λειτουργία. Ο Ύλλος δεν κάθεται για πολύ καιρό στην έπαυλη της Φθιώτιδας, αλλά αποδρά συχνά με το αυτοκίνητό του προς την Αθήνα, και πραγματοποιηθεί ερωτικές επαφές με άντρες. Η ελευθεριάζουσα συμπεριφορά του διαφέρει αισθητά από τον Ύλλο όπως εμφανίζεται στον Ηρακλή. Εκτελεί κι ο ίδιος χρέη αγγελιοφόρου, ενώ αντί να βοηθήσει τον πατέρα του να «πεθάνει στη φωτιά», τον συντρέχει στο Κέντρο Υγείας. Μεγάλη διαφορά είναι και το τέλος του έργου, αφού στις Τραχίνιες υπόσχεται στον Ηρακλή να παντρευτεί την Ιόλη, ενώ εδώ η Ιόλη είναι αυτή που προτείνει στον Ύλλο να ζήσουν μαζί στη νέα περιουσία του Ηρακλή στην Εύβοια.

Το σπίτι με τα γερά δόντια

Θα μπορούσε να ήταν ένας εναλλακτικός τίτλος του έργου, αφού καθ’ όσον φαίνεται, η στοματική υγιεινή είναι ζητούμενη στο συγκεκριμένο σπίτι. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του συγγραφέα από το εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης: «… οι κάτοικοι σε ορισμένα ζητήματα είναι απόλυτοι, όπως για παράδειγμα, σε αυτό της υγιεινής του στόματος. Άνθρωπος με γερά δόντια δεν γερνάει ποτέ, πιστεύουν. Κι είναι σημαντικό για όλους τους αυτό, καθώς όλοι τους είναι ερωτευμένοι. […] Το δάγκωμα, το μοιραίο δηλητηριώδες δάγκωμα, τελικά δε θα προέλθει από ένα ύπουλο ερπετό. Μια φαρμακωμένη καρδιά είναι εξίσου φαρμακερή.». Στην πρώτη σκηνή το έργου, η Νάγια καθώς τακτοποιεί την Ιόλη στον ξενώνα, της δειγματίζει οδοντόβουρτσες, με την δεύτερη να προτιμά τις σκληρές. Ακόμη κι όταν είναι ν’ αναχωρήσει για το αγωνιώδες του ταξίδι ο Ύλλος, η Διάνα τον ρωτά αν πήρε οδοντόβουρτσα (καθ’ αναλογίαν με το σημερινό «ζακέτα να πάρεις») κι ακολουθεί η εξής στιχομυθία: -Διάνα: Ξέρεις καλά πόσο σημαντική είναι η περιποίηση του στόματος, - Ύλλος: Ο καθρέφτης της υγείας μας. –Διάνα: Ένας άνθρωπος με γερά δόντια, - Ύλλος: δε γερνά ποτέ, μένει για πάντα νέος. Ένα γερό αστραφτερό χαμόγελο σίγουρα προσδίδει στην εξωτερική ομορφιά κάποιου. Ωστόσο, τα δόντια κρύβουν μεγάλους συμβολισμούς συχνά συνδεδεμένους με την καλή υγεία, ενώ το δάγκωμα φέρει άλλο φορτίο ερμηνειών. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα δόντια του Δράκοντα, ήρθαν οι πρώτοι «σπαρτοί» Έλληνες, οι Σπαρτιάτες ή ότι από το δάγκωμα ενός μήλου χάθηκε ο Παράδεισος για τους πρωτόπλαστους.

Συνοπτικά, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης συνέθεσε ένα σύγχρονο οικογενειακό δράμα ξέχειλο από σεξουαλικότητα, φόβο και οικογενειακή παθογένεια, που μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Το σπίτι με τα φίδια δεν είναι ένα αρχετυπικό ήρωα που εξυμνεί τον τοξική αρρενωπότητα και το μυθικό μεγαλείο του Ηρακλή, αλλά μια ωδή στη γυναικεία σεξουαλικότητα, ένα έργο βαθιά ανθρώπινο που δίνει χώρο στην πολυμορφία των θεμάτων του, με τρόπο διαυγή και στοχευμένο.

Info:

Το σπίτι με τα φίδια κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά- αγγλικά) σε βιβλιοπωλεία και τα πωλητήρια του Φεστιβάλ Αθηνών

 

 

Διαβάστε επίσης:

Αριέττα Μουτούση: «Όταν Κάποιος Επιθυμεί Κάτι Διακαώς, Όλο Του Το Είναι Τον Οδηγεί Σε Αυτό Και Τολμά»

 

Αλεξία Καλτσίκη:«Μου Πήρε Πολλά Χρόνια Να Καταλάβω Τι Σημαίνει Να Είσαι Ηθοποιός»

 

 

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία