Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
viewtag.gr

viewtag.gr

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η Λυδία Γραμματικού παίζει μπάσο στους Dustbowl, μια τίμια και δυναμική μπάντα της Αθήνας που εδώ και 13 χρόνια έχει κερδίσει φανατικούς θαυμαστές. 

Με οδηγό το “άγιο” rock ‘n roll, οι Dustbowl έχουν χαράξει τον δικό τους δρόμο και με τα live  τους που τα σπάνε, οδηγούν σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν “Mother Earth Rock Music”. Πέραν από τις “ταμπέλες” που θέλει ένα κείμενο, σας προκαλώ να γνωρίστε τους Dustbowl και να αφήστε τη μουσική αλλά και το εξαιρετικό παίξιμο όλων των μελών του γκρουπ να σας “λύσουν” και να χορέψτε επιτέλους – βάλτε το κινητό στην τσέπη και ανακαλύψτε τους – αν δεν τους γνωρίζετε ήδη!
Ραντεβού στο Ζοο στο Χαλάνδρι. Παρασκευή 9 Νοεμβρίου (έχουν κι ένα ακόμη σημαντικό ραντεβού ως support των Steve Wynn & Chris Cacavas  την πρώτη μέρα του live τον Νοέμβριο -19 και 20- στο Tiki!!!)
Μέχρι τότε πάμε να γνωριστείτε κι εσείς με την Λυδία, σε μια κουβέντα σαν μια βόλτα στην πόλη.

 

– Λυδία, πώς μεγαλώνει ένα παιδί με ένα όμορφο μεν αλλά ασυνήθιστο όνομα;
Όπως και ένα παιδί σήμερα, με το ίδιο αλλά πολύ συνηθισμένο πλέον όνομα χαχα..

– Πότε στάθηκες στα πόδια σου και άρχισες να ορίζεις εσύ τη ζωή σου;
Από μικρή, ήμουν αρκετά ανεξάρτητη δουλεύοντας παράλληλα με τις σπουδές. Από την άλλη αναρωτιέμαι βέβαια, από πότε αρχίζει κάποιος να ορίζει την ζωή του ή πότε ήταν η εποχή που δεν την όριζε. Υπήρχε τέτοια εποχή; Πάντως όσο παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας, όπως λένε, τα πράγματα γίνονται αφόρητα πιο δύσκολα. Αστείο ή τραγικό; Έτσι είναι πάντως.

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr

Η σούπερ τραγουδίστρια που μεσουράνησε τη δεκαετία του 90 με την ξεχωριστή φωνή και το απολύτως προσωπικό της ύφος “δεν υπάρχει” πια. Άλλαξε όνομα και ασπάστηκε το Ισλάμ.

 

H μοναδική Σινέντ Ο’ Κόνορ που μετά από πολλές περιπέτειες με την ψυχική της υγεία ενημέρωσε τους θαυμαστές της σε όλον τον πλανήτη ότι πλέον θα λέγεται “Σουχάντα”

“Είμαι περήφανη που έγινα Μουσουλμάνα. Είναι ο φυσικός προορισμός κάθε έξυπνου θεολογικού ταξιδιού. Όλες οι γραφές και η μελέτη οδηγούν στο Ισλάμ που τελικά κάνει όλες τις γραφές περιττές. Το νέο μου όνομα θα είναι Σουχάντα”, έγραψε η Σινέντ που άλλαξε και το όνομα του λογαριασμού της στο Twitter.

Δημοσιοποίησε μάλιστα κι ένα βίντεο που – αγνώριστη – ψέλνει τον Ισλαμικό ύμνο που λέγεται Αχντάν και μάλιστα ζητά συγγνώμη για την πρόφορά της. Υπόσχεται όμως ότι θα κάνει πολλές πρόβες!

Δείτε το βίντεο στο viewtag.gr 

Ο Στάθης Σταμουλακάτος είναι ο Νικόλας στην παράσταση «Εθνικός Ελληνορώσων».

Κρύβει κι αυτός, ο Νικόλας,  τα μυστικά του μέχρι που η σχολική παρέα των τωρινών σαραντάρηδων που παίζει μπάσκετ μετατρέπεται σε μια άγρια αρένα.
Η παράσταση παίχτηκε πέρσι και συνεχίζεται φέτος στο «Από Μηχανής Θέατρο» (σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη) με πολύ μεγάλη επιτυχία και γεμάτες όλες τις θέσεις.
Καθόλου τυχαίο αφού πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο και μια ερμηνευτική εμπειρία που συμπαρασύρει το τυχερό κοινό.
Οι φίλοι, οι φιλίες, τα μυστικά, το μίσος, οι ρόλοι, τα προσωπεία που φοράμε όλοι – είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι – η αγριότητα της εποχής και η αναμέτρηση του καθενός με τον εαυτό και τις ευθύνες του είναι κάποια από τα ζητούμενα στο έργο του συγγραφέα Αντώνη Τσιοτσιόπουλου.

 

Αναζήτησα να γνωρίσω τον Στάθη Σταμουλακάτο, τον Νικόλα, έναν πραγματικό ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων και υποκριτικής τέχνης-γεμάτης αλήθεια στη σκηνή του «Από Μηχανής».

Η κουβέντα μας, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στην πλατεία Αυδή λίγο πριν από την απογευματινή παράσταση, μου αποκάλυψε τον Στάθη που γίνεται Νικόλας. Έναν στιβαρό άνθρωπο με καθαρό βλέμμα, έναν άντρα που πατάει γερά στα πόδια του και εξαιρετικό ηθοποιό.

Είπαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα – κατά τη γνώμη μου. Τα πιο πολλά δεν θα τα διαβάσετε γιατί τα είπαμε μετά τη συνέντευξη και φυσικά δεν «δίνεις» τον φίλο που σε εμπιστεύεται!
Ο Στάθης άρχισε τη συνέντευξη, χωρίς ερώτηση, αφού του είχα πει τη γνώμη μου για την παράσταση:
Όταν μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι και βάζουν πέρα τους εγωισμούς τους μπορούν να χτίσουν κι έναν ουρανοξύστη. Δεν έχει σημασία πώς αλλά μπορούν να τον χτίσουν. Ε, αυτό είναι και η παράσταση «Εθνικός Ελληνορώσων». Αλλά άσε και την παράσταση. Πιο καλά περνάμε όταν μαζευόμαστε και ψήνουμε στην ταράτσα. Έχουμε φύγει σε άλλα επίπεδα. Για να γίνεται κάτι σωστό πρέπει να μαζεύονται άτομα που αγαπιούνται μεταξύ τους. Μόνο με επαγγελματίες δεν γίνεται τίποτα.

Πόσο …παρελθόν μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;

Αναλόγως πόσο … (το σκέφτεται)…
Ένας άνθρωπος μπορεί να θάψει πολλά μέσα του αλλά κάποια στιγμή με έναν μαγικό τρόπο αυτά βγαίνουν. Πρέπει να είσαι πολύ μεγάλος εγωιστής για να τα θάψεις μέσα σου βαθιά και να μην έχεις το θάρρος να πεις … να τα βγάλεις.

Μιλάω για τον ρόλο σου, τον Νικόλα… αν και όλη η «παρέα» έχει τα μυστικά της. Αλλά και εσύ, ο Στάθης…

Έχω κι εγώ τα κρυμμένα μου μυστικά. Εγώ από τον Νικόλα έχουμε τη διαφορά  ότι ο Στάθης έχει κάνει εδώ και πολλά χρόνια την αυτοκριτική του. Και άμα μπορούσα να ζητήσω ένα συγγνώμη θα το έκανα.

Οφείλεις κάπου μια συγγνώμη;

Ναι οφείλω, αλλά δεν έχω βρει την ευκαιρία να το κάνω. Κάποια στιγμή όμως θέλω να την βρω και να τη ζητήσω.

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr εδώ

Λόγω της γειτονιάς μου, του Παλαιού Φαλήρου, η Λωξάντρα είναι μια πολύ οικεία εικόνα. Ως παιδί συναντούσα κομμάτια του χαρακτήρα της Σοφίας Ιορδανίδου στο φούρνο και στο μπακαλίκο, στο ζαχαροπλαστείο, ήταν οι γιαγιάδες  ή μαμάδες συμμαθητών μου.
Όταν διάβασα ότι η “Λωξάντρα” ανεβαίνει στο Θέατρο Βεάκη με την Ελένη Κοκκίδου μια περίεργη αίσθηση μου δημιουργήθηκε: ένα κομμάτι του παλζ μπαίνει στη θέση του. 

Η τηλεοπτική, χαρά-της-ζωής, Βούλα της “Μουρμούρας” θα μεταμορφωθεί σε μια γλυκειά, χαρούμενη, πονεμένη γυναίκα-σύμβολο μιας εποχής. Και φυσικά είναι μια μοναδική ευκαιρία για να γνωρίσω από κοντά μια σπουδαία ηθοποιό που αν και οι περισσότεροι τη μάθαμε μέσα από το γυαλί, εκείνη αναμετριέται με τον εαυτό της και την θεατρική τέχνη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και βγαίνει νικήτρια. 

Συναντηθήκαμε στο θέατρο Ζήνα, εκεί που γίνονται οι πρόβες για την παράσταση που θα ανέβει στο ανακαινισμένο θέατρο Βεάκη στις 7 Νοεμβρίου.
Η συζήτησή μας για μένα ήταν πραγματική απόλαυση γιατί γνώρισα μια πολύ ευγενική, χαρούμενη και ενδιαφέρουσα γυναίκα, και θέλω να το πω για να σας παρασύρω!

 

Βούλα – Λωξάντρα. Πόσο δρόμο πρέπει να διανύσετε για να πάτε από τον έναν ρόλο στον άλλον;

Πολύ σύντομος. Σβήνεις τον έναν διακόπτη και ανάβεις τον άλλον. Είναι θέμα τεχνικής. Υπάρχουν κοινά στους δύο ρόλους. Είναι δύο πολύ δυνατές προσωπικότητες .Είναι εξωστρεφείς και γυναίκες με εσωτερικό πλούτο.

(θα ξαναγυρίσω στη Λωξάντρα) Τόσος λίγος χρόνος και χρήμα – τόσες πολλές παραστάσεις. Τι λέτε γι’ αυτή τη συνθήκη;

Μικραίνει ο αριθμός των παραστάσεων που θα δουν οι θεατρόφιλοι. Από την άλλη επειδή η κοινωνία που ζούμε είναι πιο πλουραλιστική , δημιουργούνται και καινούργιοι θεατρόφιλοι. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε τόσα πολλά θέατρα και πολλά εργα που παίζονται μέσα σ’ αυτά. Μπορεί να έχεις θέατρο που παίζει πέντε έργα τη βδομάδα. Γεγονός είναι ότι δεν προλαβαίνει να μάθει ο κόσμος τις παραστάσεις που παίζονται. Κάθε τι όμως έχει τη θετική και την αρνητική του πλευρά. Είναι σημείο των καιρών. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να εκφραστούν, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ζούμε κοσμοϊστορικές αλλαγές. Ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια η αλλαγή  της Ελλάδας είναι τεράστια: από τη θέση της στον κόσμο μέχρι τους ανθρώπους της. Οι άνθρωποι έχουμε αλλάξει πάρα πολύ!

Πώς το εννοείτε αυτό; Πώς το αντιλαμβάνεστε;

Παλιά είχαμε κάποιες τάξεις ανθρώπων, τώρα  είμαστε πια αταξική κοινωνία.  Παλιά είχαμε ιδεολογίες που καθόριζαν τους ανθρώπους. Τώρα δεν υπάρχουν. Καθόριζαν οι ιδεολογίες και τον τρόπο που ζούσαν αλλά και τα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Εγώ μεγάλωσα στα κρατικά και στα επιχορηγούμενα θέατρα.  Υπήρχε ένας συγκεκριμένος κόσμος που ξέραμε ότι θα έρθει στις παραστάσεις. Τώρα που δεν υπάρχουν, εκτός από το Θέατρο του Νότου, ή το Πόρτα, το κοινό έχει αλλάξει. Έχει αλλάξει το κοινό κι εχει μπει καινούργιο. Οι άνθρωποι δεν έχουν την ταυτότητα που είχαν πριν. Οι άνρθωποι έχουν αλλάξει, έχουν χάσει έρμα. Είμαστε μια κοινωνία εν εξελίξει, πάνω σε κινούμενη άμμο. Άρα και η έκφραση γίνεται  με διαφορετικό τρόπο και αφορά πολλά διαφορετικά κοινά. Γι’ αυτό και σήμερα είναι «επικίνδυνο» να ανέβει ένα έργο: Δεν ξέρεις πού απευθύνεται. Ποιοι θα έρθουν;  Παλιά ήξερες. Σήμερα δεν ξέρεις. Εγώ την αντιλαμβάνομαι τη διασπορά και την αγωνία των ανθρώπων να κάνουν ομάδες και να εκφραστούν. Η κοινωνία πάει μπροστά. Δεν μας ρωτάει.
Ταυτόχρονα  δεν υπάρχουν θεσμοί και σχεδιασμός από την πολιτεία να δημιουργήσει σχεδιασμό που θα αφορά τις τέχνες. Η τέχνη είναι απαξιωμένο είδος απέναντι στο κράτος. Οι μηδενικές επιχορηγήσεις το μαρτυρούν. Δεν σχεδιάζεται τίποτα για το μέλλον. Άρα δεν μπορείς να εντάξεις τους ανθρώπους μέσα εκεί. Οι καλλιτέχνες είναι στον αέρα.  Από το 1986 που βγήκα στο θέατρο, πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια νιώθω αυτόν τον διασκορπισμό. Νιώθω ότι είμαστε στον αέρα.

Κι υπάρχει κι άλλη μια πτυχή: Έχουν δημιουργηθεί πολλά μέσα και έχουν αυξηθεί οι δημοσιογράφοι που έχουν την άποψη τους και «στέλνουν» κόσμο στη «χ» παράσταση κι όχι στην «ψ». Δημιουργούν κι αυτοί κοινό.  Παλιά είχαμε τρεις βασικούς κριτικούς που επηρέαζαν τον κόσμο. Τώρα οι επιρροές είναι από το ίντερνετ, μια εκπομπή στην τηλεόραση, και φυσικά ο κόσμος που θα γράψει στο Facebook.

Σας φοβίζει η επιρροή που ασκεί το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Βλέπω ότι πάμε ολοταχώς σε ένα αμερικάνικο μοντέλο. «Αυτό που πουλάει αυτό θα υπάρχει και τα υπόλοιπα δεν θα υπάρχουν πια».

Έτσι όπως το θέτετε ακούγεται τρομακτικό.

Ε, βέβαια είναι τρομακτικό. Κι εγώ τρομάζω. Έτσι όπως πάει θα επιλέγονται συγκεκριμένοι άνθρωποι που έχουν ένα προφίλ που ταιριάζει σ’ αυτό που θέλουν οι συνεχώς αυξανόμενοι νέοι παραγωγοί στο θέατρο. Και αυτό έχει τη σημασία του. Κάνανε άλλες δουλειές και μπήκανε στο θέατρο γιατί είδανε ότι «υπάρχει ψωμί». Δεν έχουν τη στόφα του παλιού παραγωγού που αγαπούσε το σανίδι, αγαπούσαν τους ηθοποιούς, αγαπούσαν το θέατρο. Οι αδελφοί Τάγαρη που είναι οι παραγωγοί της Λωξάντρας, που είναι από τους παλιούς, μέσα σε αυτή την κρίση πήραν το Θέατρο Βεάκη – που θα ανέβει η παράσταση – και το ανακαινίζουν πλήρως. Είναι παλιάς κοπής παραγωγή. Κι ανακαίνιση είναι αποτέλεσμα όχι μόνο επιχειρηματική κίνηση αλλά επαγγελματική. Παίρνουν αυτό το ρίσκο γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν. Ε, αυτού του είδους οι παραγωγοί δεν θα υπάρχουν σε λίγα χρόνια. Θα λένε «ποιος μου τα φέρνει»;  και θα βασιστούν σ’ αυτό. Οπότε αν δεν είσαι μέσα στην «γκάμα» που τα φέρνει θα έχεις τελειώσει ως ηθοποιός. Οι ηθοποιοί δεν έχουμε συνδικαλισμό. Στην Αγγλία τα συνδικάτα των ηθοποιών έχουν δύναμη. Αλλά εκεί έχουν θεσμούς που στηρίζουν την τέχνη, εδώ είπαμε: Δεν έχουμε.

Τι χρειάζεται ένας ηθοποιός για να επιβιώσει πάνω στη σκηνή;

Δεν ξέρω πώς να το πω… Χρείαζεται μια ευφύια να καλλιεργεί το ταλέντο του. Να βρεις πώς θα χρησιμοποιείς το ταλέντο που σου έδωσε ο θεός ώστε συνεχώς να αυγατίζει, συνεχώς να εξελίσσεται και να έχει μια πραγματική ανάγκη για να είναι στη σκηνή. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει να έχει ανάγκη να ολοκληρώσει την ύπαρξή του πάνω στη σκηνή. Αν βλεπει τη σκηνή ως ένα μέσο να γίνει γνωστός ή θα λύσει ψυχολογικά προβλήματα, ή βρέθηκε εκεί επειδή ήταν όμορφος ή όμορφη η σκηνή δεν μπορεί να τον «κρατήσει». Η φθορά, ο κόπος, και το τάξιμο που χρειάζεται για να παραμείνεις στη σκηνή έχει ένα πολύ βαρύ τίμημα. Αν δεν υπάρχει πραγματική εσωτερική ανάγκη να εκφραστείς μέσα από το θέατρο δεν το αντέξεις και δεν θα σε αντέξει – ειδικά όσο μεγαλώνει κάποιος.

Το θέατρο αν του δωθείς γιατί έχεις ανάγκη να υπάρξεις μέσα από αυτό θα στο γυρίσει πίσω!

Ο καλλιτέχνης πρέπει να κινείται όπως ένας ιός. Να ελίσσεται να εξελίσσεται. Ο ιός αλλάζει αν δεν άλλαζε δε θα είχαμε τόσα αντιβιωτικά. Έτσι και ο ηθοποιός μεγαλώνοντας πρέπει να έχει την ευφυΐα του ιού και να αλλάζει. Πρέπει να έχει  τις κεραίες του ανοιχτές, να αντιλαμβάνεται την εποχή και να μετακινείται μέσα του ως προς τον τρόπο έκφρασης. Γιατι κι αυτός αλλάζει μέσα στις εποχές. Και φυσικά να αντέχει την ανασφάλεια αυτής της δουλειάς. Κανένας δε σου χρωστάει τίποτα. Μόνος του ο ηθοποιός χτίζει τη σχέση του με τον κόσμο. Αυτό θέλει πολύ δουλειά, πίστη στον εαυτό του και χάρισμα, και τελικά ευφυΐα!

Ας αφήσουμε τη σκηνή. Η καθημερινότητα, πώς αντιμετωπίζεται; Από πού «πιάνεστε» για να την αντιμετωπίσετε;

Επειδή δεν έκανα  οικογένεια, η ζωή μου ταυτίζεται με τη δουλειά μου. Όμως υπάρχει μια παιδική «θητεία» στην οικογένεια μου που με κρατάει συνεχώς σε μια υγιή κατάσταση. Αντλώ από εκεί συνεχώς!

Ποια «αλήθεια» πρέπει να κουβαλάτε μέσα σας για να υποδυθείτε κάποια που δεν είστε;

Διαβάστε τη συνέχεια της συνέντευξης στο viewtag.gr

 
 
 
 

Ο Richard Bellia, ο απολύτος φωτογράφος της ροκ μουσικής επιμένει αναλογικά σε έναν ψηφιακό κόσμο. Έχει φωτογραφήσει τους μεγαλύτερους αστέρες της ροκ μουσικής και όχι μόνο.

Για τον Richard Bellia η φωτογραφία είναι ο τρόπος που ανασαίνει. Αυτό κατάλαβα κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας. Ένα βλέμμα βαθύ και εξερευνητικό, μια φωνή που θα μπορούσε να είναι ενός πετυχημένου ραδιοφωνικού παραγωγού νυχτερινής εκπομπής, και μια ηρεμία που αποπνέει είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του. Αυτά είναι νομίζω που τον έκαναν γκουρού της τέχνης της φωτογραφίας. Επίσης και το χιούμορ, αυτό που κάνει τον κάθε συνομιλητή του να αισθάνεται υπέροχα.

 

Είναι χαρούμενος που βρίσκεται στην Αθήνα για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν το καλοκαίρι του 85 για να φωτογραφίσει τις ιστορικές συναυλίες στο Καλλιμάρμαρο.

Από τότε μέχρι σήμερα ο κόσμος μας έχει γίνει ψηφιακός και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελα να τον ρωτήσω!

Τι σε φοβίζει στον ψηφιακό κόσμο

Δεν είναι ανάγκη να είσαι αποτέλεσμα της κοινωνίας, αυτού που σε περιβάλλει. Βλέπω τον κόσμο να χρησιμοποιεί τα ψηφιακά μέσα συνεχώς. Αλλά δεν είναι ανάγκη να είσαι κομμάτι του. Όχι, δεν «αντιστέκομαι» απλώς χρησιμοποιώ τα ψηφιακά μέσα εκεί που είναι απαραίτητα και προσφέρουν αποτέλεσμα: αγοράζω εισιτήρια, δημοσιοποιώ τη δουλειά μου, τη διαφημίζω μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά όταν έρχεται η ώρα της δημιουργίας τότε δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να με παρασύρουν.  Στη δουλειά μου δεν βρίσκω ούτε ένα λόγο για να παίξω «digital».

Richard Bellia

Όταν  ένας φωτογράφος τραβάει φωτογραφίες είναι θέμα συναισθήματος, ενέργειας. Το υλικό που καταγράφει το συναίσθημα αυτό είναι κομβικό.  Η Φωτογραφία είναι ό,τι έχεις τραβήξει, αλλά και το ίδιο το χαρτί πάνω στην οποία είναι τυπωμένη. Μου είπες πριν από λίγο: έπαθα πλάκα με αυτή τη φωτογραφία. Είναι εδώ όμως την είδες στον τοίχο. Είναι λοιπόν δύο διαφορετικά πράγματα: αυτό που είδα και τι έκανα αυτό που είδα μέσα από το φακό μου.

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ

Λίγο πριν ανέβουν στην σκηνή του The Temple, την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου, οι Thee Holy Strangers, κάναμε μια μικρή κουβέντα με τον κιθαρίστα Νίκο Φυσάκη. 
Οι Thee Holy Strangers είναι ένα ευτυχές μουσικό αποτέλεσμα μιας συνεργασίας, κι αυτό κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την απόλαυση της μουσικής τους, πέραν της ίδιας της μουσικής.

Από το 2013 που βρέθηκαν να παίζουν μαζί μας έχουν χαρίσει μερικά δυνατά Live καθώς  ένα 7ιντσο (που δόθηκε με το Fractal Press του Παναγιώτη Μπάρλα) κι ένα άλμπουμ που το καλοδεχτήκαμε.
Τώρα είναι έτοιμοι να μπουν στο στούντιο να ηχογραφήσουν τον επόμενο δίσκο τους και θέλουν την ενέργεια ενός Live για να πάρουν «αμπάριζα» (οι νεότεροι απλώς γκουκλίστε παιδιά!)

 

Ο Νίκος Φυσέκης είναι ο κιθαρίστας των Dustbowl  και εν μέσω πρόβας,  και κόρης 3,5 ετών μου αφιέωρωσε λίγο χρόνο για κουβέντα.
Ελπίζω να τη βρείτε ενδιαφέρουσα!

Kozmik swamp music, κάντε μια μετάφραση της μουσικής σας κοσμοθεωρίας

Είναι μια παράφραση του «Cosmic American Music» του Gram Parsons. Μας άρεσε ηχητικά – και σε μία εποχή που οι ετικέτες και ταμπέλες δίινουν και παίρνουν, προλάβαμε και βάλαμε την δική μας μόνοι μας. Απλά ακούγεται καλά…αυτό είναι όλο.

Πόσο “αμερικάνικο νότο” αντέχει η ελληνική ξενόγλωσση μουσική;

Δεν ξέρω! Πραγματικά… δεν μου αρέσει η μυθολογία του αμερικάνικου νότου, αλλά από την άλλη μου αρέσει η Country και τα Blues.

Κάνετε μουσική: για την ψυχή σας, γιατί έχετε ανάγκη επικοινωνίας, για να περνάτε καλά;

Όπως το είπες, για την ψυχή μας… για ψυχ – αγωγικούς σκοπούς δηλαδή.

 Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

Τον Ηλία Μαλανδρή τον γνωρίζω χρόνια. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της γενιάς του γιατί τολμάει να κάνει πράγματα κόντρα στο κατεστημένο ακολουθώντας το καλλιτεχνικό ένστικτο του.
Έχει συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα του χώρου κι έχει αναδείξει μέσα από την εκπομπή «Έστιν Ούν» στην τηλεόραση τεράστια θέματα που αφορούν το θέατρο και την κουλτούρα στα μέρη μας. Έχει σκηνοθετήσει πάνω από 1000 εκπομπές ποικίλου περιεχομένου.

Προσωπικότητα παλαιάς κοπής προσκολλημένος σε ηθικές αξίες που σπανίζουν στις μέρες μας ανήσυχος δυναμικός ανυπόμονος μερικές φορές ζητάει το καλύτερο πάντα από τους συνεργάτες του με ένα «δολοφονικό» χαμόγελο.

 

Τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια στο ραδιόφωνο του Seven X, στο υπόγειο της Κηφισίας. Εκεί που έχτιζα μαζί του αλλά και παρέα με την πρώτη εθνική τότε των ερτζιανών ένα αλλιώτικο πρότζεκτ ως διευθυντής προγράμματος του σταθμού.
Ο Ηλίας δεν έχει πολλές εμφανισιακές διαφορές από τότε. Μερικά κιλά πήρε αλλά έχει μείνει σχεδόν ίδιος κι απαράλλακτος. Με πρόσωπο παιδικό με πολύ καλή ψυχή όπως πάντα και με διάθεση εφήβου που θέλει να αλλάξει τα πάντα γύρω του.

Με αφορμή την σημαντική παράσταση «Η Θυσία του Αβρααάμ» που ανεβάζει στο αγαπημένο του Ηρώδειο στις 7 Οκτωβρίου 2018, έχοντας δίπλα του πολύ και καλό κόσμο από τον καλλιτεχνικό χώρο, σκέφτηκα να μιλήσουμε. Μου είπε πολλά. Χείμαρρος. Μερικά από αυτά σας τα μεταφέρω σήμερα εδώ.

-Πως αποφάσισες να ανεβάσεις τη «Θυσία του Αβραάμ»; Τι λέει για σενα αυτό το έργο;
-Την Θυσία την είχα δει στο Εθνικό το 1989, όταν την είχε ανεβάσει ο Μινωτής. Οπότε είχα την εικόνα και το άκουσμα από μια σπουδαία παράσταση. Στη συνέχεια διάβασα πολλά για αυτό το έργο, εντάχθηκα μέσα στη φιλολογική διαμάχη, για το κατά πόσον το έργο αυτό γραφτηκε για να διαβάζεται κι όχι να παίζεται. Άλλο μεγάλο πρόβλημα αν το έγραψε η όχι ο ποιητής του Ερωτόκριτου ο Βιτσέντζος Κορνάρος.
Όλα αυτά έχουν σημασία και για την ιστορική ακρίβεια και για τον τρόπο της ερμηνείας. Όπως ξέρεις οι παραστάσεις που κάνω στο θέατρο είναι λιγοστές και αυτό συμβαίνει γιατί θέλω να έχω τον απαραίτητο χρόνο για να μελετήσω πολύ αυτό που ανεβάζω. Πρέπει δηλαδή να είναι μια ανάγκη το ανέβασμα κι όχι μια πρόσκαιρη καριερίστικη επιλογή. Δεν υποβαθμίζω τους συναδέρφους, απλά εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Κι έπειτα δεν με πολυνοίαζει να κάνω μια παράσταση για να την χρησιμοποιήσω για προβολή του ονόματός μου. Για την ακρίβεια είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει. Βέβαια τελικά στον απολογισμό κοιτώντας προς τα πίσω, βρίσκω πως έχω κάνει περισσότερα από όσα φανταζόμουν. Σε αυτό ευθύνεται ο Φραγκούλης βέβαια, που κακά τα ψέμματα του χρωστάω μια υπέροχη ζωή, όχι μόνο για τις παραστάσεις που κάναμε μαζί αλλά γιατί χάρις σε αυτόν είχα την ευκαιρία να ψάχνω και να ξέρω πως αυτό που θα κάνω θα έχει ένα υψηλό επίπεδο.
-Όμως δεν κάνατε τα τελευταία χρόνια κάποια παράσταση μαζί του;
-Άκόμα κι όταν δεν κάνω παραστάσεις μαζί του, ο Μάριος είναι πάντα μέσα σε αυτό που κάνω, γιατί οι συμβουλες κι ο επαγγελματισμός του, η σοβαρότητα, οι ατελείωτες δημιουργικές πρόβες είναι αποτέλεσμα της μαθητείας κοντά του. Άλλωστε είναι τέτοια η επαφή μας που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ για έλλειψη. Κι έπειτα μέλλον υπάρχει κι εδώ είμαστε…
-Τώρα που είπες για παρελθόν, έχεις κάνει πολλές παραστάσεις στο Ηρώδειο;
-Ναι, στα 23 χρόνια που δουλεύω, έχω κάνει αστεία αστεία 19 παραστάσεις, με αυτήν θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος… Παρότι ήμουν κολλημένος με την Επίδαυρο, τελικά το Ηρώδειο νοιώθω σαν σπίτι μου. Απίστευτο πόσες φορές το έχω σχεδιάσει. Πάντα πριν από κάθε παράσταση σχεδιάζω σε χαρτιά το έργο σε σχέση με το χώρο. Ξέρω κάθε πέτρα του. Τα παιδιά που εργάζονται χρόνια τώρα εκεί είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και τους νοιώθω σαν οικογένειά μου. Τα πρώτα χρόνια δεν είχα συναίσθηση. Ειδικά στην πρώτη παράσταση που έκανα με τον Μαρκόπουλο, γιατί αυτός με έβαλε και στο Ηρώδειο και σε όλο τον κόσμο δηλαδή, γιατί κάναμε περιοδείες για χρόνια, μόνο όταν τελείωσε η παράσταση και έτσι βοηθούσα να μαζευτούν τα αναλόγια, αναλογίστηκα, τι ιερά τέρατα πέρασαν από εκεί μέσα και μου κόπηκαν τα πόδια. Ευτυχώς είχε τελειώσει η παράσταση.

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος αμερικανός Ντέιβιντ Τζέιμς Ποϊσάντ με τον «Παράδεισο των Ζώων» (εκδόσεις Οpera, μετάφραση: Όλια Λαγουδάκου)  καταφέρνει να σηκώσει ένα κύμα στην γραφή διηγημάτων που ξεκινάει από τον Ατλαντικό και φτάνει με ντελικάτη ορμή μέχρι τα μέρη μας, εδώ στη Μεσόγειο.

Ιστορίες ανθρώπων, συζύγων, γιων, πατεράδων, και ζώων που μερικές φορές στέκονται στο παράθυρο και «μιλάνε» στους ήρωες. Εύθρυπτοι ήρωες!  Έντονα συναισθήματα μέσα από ιστορίες που δεν είναι άγνωστες χωρίς την ανάγκη για το ανακουφιστικό και συνάμα «καταπιεστικό» happy end.

 

Ο Ντέιβιντ Τζέιμς Ποϊσάντ από ένα μελίσσι μπορεί να φτάσει στην «καταστροφή του κόσμου».

Στα 16 διηγημάτα του ο συγγραφέας μας παρουσιάζει ήρωες που τους έχει δώσει ζωή και πνοή και προβλήματα τόσο αναγνωρίσμα. Μέσα από τις ιστορίες του φτιάχνει ένα μωσαϊκό συναισθημάτων που τα κουβαλάς πολύ καιρό αφού κλείσεις την τελευταία σελίδα.

Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr 

 

Να ένας clickbait τίτλος! Άλλα όταν μιλάς για αστυνομική λογοτεχνία παρασύρεσαι. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο μας φιλοξένησαν στον πολυχώρο της οδού Ιπποκράτους και είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε από πρώτο χέρι όχι τον δολοφόνο αλλά για τα δέκα πρώτα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας που θα κυκλοφορήσουν μέσα στις επόμενες μέρες, εβδομάδες και μήνες.

Οι μεταφραστές των βιβλίων μας έβαλαν στον σκοτεινό κόσμο των συγγραφέων ενώ ο εκδότης κ. Νώντας Παπαγεωργίου θέλησε να παίξει μαζί μας το «παιχνίδι του εξωφύλλου» σε μια live δημοσκόπηση. 
Η Ντόρα Τσακνάκη επικεφαλής του γραφείου τύπου και επικοινωνίας φρόντισε να μας προμηθεύσει με ενδιαφέρον υλικό και ναι, είμαστε από τους τυχερούς που πιάσαμε στα χέρια μας τα πρώτα βιβλία που μπορείτε να βρείτε στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Μια βραδιά μυστηρίουΣτο δροσερό πεζοδρόμιο της Ιπποκράτους, μετά την παρουσίαση, η κουβέντα για τους γραφίστες που φτιάχνουν την «εικόνα» που έλκει ή όχι αναγνώστες, τη μουσική και την απόλαυση της ανάγνωσης και την εποχή που τρέχει και μάλλον δεν προλαβαίνουμε έκλεισε μια απολαυστική βραδιά.
Δείτε στο viewtag.gr τα βιβλία που έρχονται να μας γεμίσουν αγωνία και αναγνωστική απόλαυση

Η Μαρία Τζαρδή ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ήμουν όμως τυχερός να διαβάσω, ως μια καλή εισαγωγή στη γραφή της, τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Εξορία είναι η επιστροφή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εύμαρος».

Εννέα ιστορίες, που αν και στη μικρή φόρμα του διηγήματος, είναι τόσο πλήρεις  που μετά το τέλος της ανάγνωσης έχεις πολλές αφορμές για σκέψεις και κουβέντα.

 

«Για τον καθένα η ζωή που κάνει είναι πολύτιμη. Την έχει κερδίσει, την έχει αγαπήσει, θα την υπερασπιστεί με κάθε τρόπο. Κι αν μπορέσει θα προσπαθήσει κιόλας να την καλυτερεύσει. Όσο μίζερη κι αν σας φαίνεται είναι δική του, η δική τους ζωή». 

(απόσπασμα από το “Προετοιμασία για φόνο”)

Η Μαρία Τζαρδή τοποθετεί τη συλλογή της στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας. Η ουσία των ιστοριών της όμως, κατά τη δική μου γνώμη, είναι πως πρόκειται για ένα βαθιά κοινωνικό και πολιτικό (ας μη τη φοβόμαστε αυτή την λεξούλα ε!) ανάγνωσμα.
Ναι, το περιβάλλον είναι κάπου στο μέλλον, αλλά οι ηρωίδες της και οι ήρωές της είναι πλάσματα απολύτως αναγνωρίσιμα που ζουν  ή προσπαθούν να ζήσουν και να επιβιώσουν μέσα σε ένα σκληρό περιβάλλον.

Το βιβλίο είναι βαθύτατα πολιτικό γιατί η καταπιεστική εξουσία δρα και λειτουργεί σε βάρος και της ομάδας αλλά και ενός εκάστου προσώπου που όσο κι αν ανήκει σε κάποια ή κάποιες ομάδες δεν  παύει να έχει τη θέληση να διατηρήσει την ατομικότητά του ως το απόλυτο επιστέγασμα της ελευθερίας του.

Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr

Μπαίνοντας στο  βιβλίο του Λοράν Μπινέ, «Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας» (εκδόσεις OPERA) ξανάγινα έφηβος. Τότε που είχαμε ανακαλύψει τον Έκο , την σημειωτική του και τα προχωρημένα για την εποχή των 90΄ς γραπτά.

Διάβασα ένα βιβλίο ενός καλλιτέχνη που με κέφι και αστείρευτο σαρκασμό βάλθηκε να μας παρουσιάσει μια εκδοχή της πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης των 80΄ς, και της επιστήμης της σημειολογίας στήνοντας έναν σουρεαλιστικό καμβά για να υφάνει μια αστυνομική ιστορία.

 

«Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας» είναι ένα βιβλίο για όσους αγαπούν την περιπέτεια της γραφής και συνάμα είναι η αφορμή για να τρέξεις να γκουκλάρεις ή να ξεσκονίσεις τη βιβλιοθήκη σου ή να την εμπλουτίσεις. Σε κάθε περίπτωση βγαίνεις κερδισμένος.

Ιστορικά γεγονότα όπως ο θάνατος του Ρολάν Μπαρτ (που είναι και η αφορμή για να ξετυλιχτεί η ιστορία που σκαρφίστηκε ο Μπινέ), η πολιτική κόντρα με το ιστορικό debate Ζισκάρ Ντ’ Εστέν – Φρανσουά Μιτεράν – το 1981, και όχι μόνο (η σκηνή της δολοφονίας της κυρίας Αλτουσέρ από τον φιλόσοφο άνδρα της είναι έξοχη!),  κατάσκοποι από την εποχή του ψυχρού πολέμου που πνέει τα λοίσθια, η γαλλική διανόηση σε μια ατελείωτη παράκρουση. Παρών φυσικά και ο Ουμπέρτο Έκο.

Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr

Γράφει ο Γιάννης Καφάτος

Οι Calexico αναμετρήθηκαν με έναν από τους υπέρτατους συναυλιακούς χώρους του πλανήτη, το Ηρώδειο και κερδισμένοι βγήκαμε οι χιλιάδες θεατές που παρακολουθήσαμε την πρώτη από τις δύο Αθηναϊκές τους συναυλίες.

Το θέατρο γέμισε από νωρίς. Ένα πλήθος ετερόκλητο οπτικά αλλά γοητευμένο από την εικοσάχρονη πορεία των Calexico.

Από την Αριζόνα, η πολυεθνική πλέον μπάντα, μ ε τον εξαιρετικό καινούργιο της δίσκο, αλλά και τις διαχρονικές της μελωδίες κατάφερε να ξεσηκώσει το κοινό από τις πρώτες νότες.

Στα δύο πρώτα κομμάτια είχα την αίσθηση ότι μετρούσαν τις δυνάμεις τους απέναντι σε έναν τόσο φορτισμένο χώρο. Μετά το under the wheels λύθηκαν και μας παρουσιάσαν μια συναυλία που αν και αναγκαστικά την παρακολουθήσαμε καθιστοί ήταν σαν να χορεύαμε.

Οι συμπράξεις τους με τους ΤΑΚΙΜ, την Ανδριάνα Μπάμπαλη και τη Μόνικα ήταν κομμάτι του προγράμματος και έγιναν δεκτές με τρομερό ενθουσιασμό από τις κατάμεστες κερκίδες.

Η εκτέλεση του «Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη» είχε τόσο μεγάλη vintage δύναμη και μια ξεχωριστή αισθητική που δίκαια έκανε τους θεατές να ξεσπάσουν σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.

Ο Joey Burns στέλνει τα δικά του μηνύματα ανάμεσα στα τραγούδια: Μιλάει για την ανάγκη να είμαστε ανοιχτοί, χωρίς τείχη και σύνορα –«όπως συμβαίνει στα μέρη μου» .

Ως χαζομπαμπάς «φέρνει» την κουβέντα στις επτάχρονες δίδυμες κόρες του μιλώντας για το πόσο ελπιδοφόρο είναι να βλέπεις παιδιά να παίζουν μουσική, να δοκιμάζουν μουσικά όργανα.

Calexico Herodion Review Featured Viewtag

Η μπάντα, που αποτελείται από βιρτουόζους μουσικούς παίζει σαν ένας σούπερ σολίστας. Ερμηνείες και σόλα μοναδικά. Τραγούδια που αγαπήσαμε τόσα χρόνια πειραγμένα, ίσως λίγο πιο «μεσογειακά» μας γέμισαν αναμνήσεις αλλά και κέφι αυτό το καυτό βράδυ στο Ηρώδειο.

Όμως οι Calexico δεν τόλμησαν να κάνουν αυτό που ένιωθα ότι ήθελαν: να φωνάξουν τον κόσμο να αφήσει τις κερκίδες και να έρθει κοντά τους. Δεν είμαι βέβαιος ότι όλοι θα το έκαναν, όμως είμαι σίγουρος ότι θα το έκαναν με χαρά πάρα πολλοί! Η Patti Smith το έκανε κι είχε προκαλέσει ένα μικρό εγκεφαλικό στους ταξιθέτες του Ηρωδείου.

Ίσως ο Joey στους τυχερούς που θα βρεθούν σήμερα, Τετάρτη 4 Ιουλίου τους καλέσει κάτω!
Στην αναμέτρησή τους οι Calexico με το Ηρώδειο κέρδισαν. Έδωσαν ρέστα και μια μεστή, κεφάτη και δυνατή συναυλιακή βραδιά που θα θυμόμαστε για καιρό!

Διαβάζοντας το βιβλίο του Κωστή Γκιμοσούλη, «Όλες μία» – Σαν μυθιστόρημα  (εκδόσεις Καστανιώτη) γράφει στο εξώφυλλο, καταλαβαίνεις ότι διαβάζεις μια δύσκολη εξομολόγηση.

Ο συγγραφέας μιλάει για τις γυναίκες, που είχε και που τον είχαν. Και «σταγόνα-σταγόνα» γεμίζει ένα ποτήρι που φυσικά μια τελευταία το ξεχειλίζει.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε «σταγόνες» αντί κεφαλαίων. Άλλες «σταγόνες» είναι μικρά ποιήματα και άλλες είναι λόγια σταράτα, σκέψεις εξομολογητικές.

 

Και ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη λόγου παρεμβάλλονται και σκίτσα, με τις χαρακτηριστικές του γραφικού του χαρακτήρα τρεμάμενες γραμμές. Σκίτσα από γάτες, που ως καταλύτες λένε κι αυτές τις δικές τους ιστορίες ή βγάζουν συμπεράσματα. Οι γάτες «διδάσκουν» – θα μου πει ο Γκιμοσούλης παρακάτω.

Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ανάγνωσμα, αυτό το «σαν μυθιστόρημα» του Κωστή Γκιμοσούλη. Διαπνέεται από μια μελαγχολία, αλλά και μια άδολη αγάπη για την ίδια τη γραφή και φυσικά τις γυναίκες (του).

Θα μπορούσε να πει κανείς, γιατί τελικά οι «ταμπέλες» βρίσκουν τρόπο να μπαίνουν ότι έχουμε να κάνουμε, ότι έχουμε  να κάνουμε με έναν Αθηναίο Μπουκόφσκι. Ο Γκιμοσούλης είτε παρατηρεί τους περαστικούς έξω από το παράθυρο του στο ισόγειο του σπιτιού του στου Φιλοπάππου, είτε κυκλοφορόντας (χωρίς κράνος μερικές φορές) στους δρόμους της Αθήνας φτιάχνει ένα ιδιότυπο ερωτικό σύμπαν στο οποίο κι ο ίδιος είναι μέρος.

Είναι ένα απολαυστικό βιβλίο το «Όλες μία» και μας δείχνει έναν συγγραφέα – αν και ο ίδιος προτιμά τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος»  – σε ωριμότητα και σε μια γαλήνη με τον εαυτό του. Άλλωστε είναι φανερό ότι κλείνει και προσωπικούς λογαριασμούς μέσα από τις 55 «σταγόνες» του βιβλίου του.  Πάνω απ’ όλα τα δικά μου συμπεράσματα, που η μόνη τους αξία είναι η δική μου αλήθεια, στο βιβλίο του ο Γκιμοσούλης μιλάει για το μεγάλο του πάθος, αυτό από το οποίο δεν μπορεί ξεφύγει που είναι οι γυναίκες!

Με αυτά το στο μυαλό μου κάθισα απέναντι του στο γραφείο του στο σαλόνι του σπιτιού,  εκεί στις παρυφές του Φιλοπάππου και τον κουβέντιασα και με κουβέντιασε. Φυσικά θα διαβάσετε μόνο τις δικές του κουβέντες

Επίτηδες δεν λέω «συνέντευξη» γιατί το κουβεντολόι με τον Γκιμοσούλη έχει μεγάλυτερο ενδιαφέρον από μια τυπική συνέντευξη.

Ελπίζω να απολαύστε τον συγγραφέα και τις κουβέντες του, όπως εγώ απόλαυσα και το βιβλίο αλλά και την παρέα μαζί του!

Οι γυναίκες και οι φόβοι. Πώς είσαι απέναντι τους;

Πάντα στεκόμουν απέναντι στις γυναίκες με μεγάλο φόβο και ερωτευόμουν με πάθος. Και δεν έχει τέλος αυτό το πράγμα. Όλες κάτι έχουν: και οι όμορφες και οι άσχημες και οι χοντρές και οι λεπτές. Δεν καταλήγεις ποτέ κάπου.

Δε θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς φλερτ και χωρίς γυναίκες, αλλά ούτε και χωρίς ανθρώπους.

Ναι, αλλά δείχνεις πολύ μοναχικός…

Είμαι! Αλλά έχω ανάγκη από τους ανθρώπους. Τους αγαπάω. Ακόμη και τους πιο απαίσιους.

Που σταματάει το φλερτ και αρχίζει η παρενόχληση;

Η παρενόχληση ξεκινάει από τον φασισμό. Ο φασισμός του δυνατού. Του δυνατού με κάθε τρόπο. Δεν μιλάω μόνο για μυική δύναμή. Και γυναίκες και άντρες μπορεί να είναι αυτό που εννοώ «δυνατό».  Μπορεί να σε εκβιάζει κάποιος. Μπορεί να είναι η προϊσταμένη σου.  Αν δεν την πηδήξεις να χάσεις ρόλο, ή μια δουλειά.

Εσύ, Κωστή έχεις βρεθεί σε τέτοια κατάσταση;

Φυσικά έχω βρεθεί. Νομίζω όλοι έχουμε βρεθεί.

Έχεις αδικήσει γυναίκα;

Ναι , κατ’ επανάληψη. Κατάλαβα όμως κατά βάθος αδικούσα τον εαυτό μου και το έχω πληρώσει. Είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.

Οι γυναίκες όταν δεν τις θέλεις στο κρατάνε. Και ο μόνος τρόπος να αντισταθείς σε μια γυναίκα είναι να μην μπεις μέσα της.

Είσαι θλιμμένος ή οργισμένος;  Έτσι μου προέκυψε από το βιβλίο, μαζί με τη χαρά για τον γυναικείο έρωτα.

Είμαι απ΄όλα. Περιέχω και τη λύπη και τη χαρά και την οργή, αλλά περιέχω και την γυναικεία μου πλευρά. Ακόμη κι αν το αρνιόμαστε με κάθε τρόπο, πιστεύω ότι μέσα μας υπάρχει και η γυναικεία μας πλευρά.

Είμαι άνθρωπος. Άρα περιέχω και τον άντρα και τη γυναίκα. Τα πιο σπουδαία τα παθαίνουμε από γυναίκες.  Από γυναίκες  προερχόμαστε.

Διαβάζοντας το βιβλίο σου μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι γράφοντας ήταν σαν να ήθελες να κλείσεις κάποιους λογαριασμούς. Ισχύει;

Ως ένα σημείο ισχύει. Δένω κόμπους. Ή λύνω κόμπους. Κάνω κόμπους αναρρίχησης, για να προχωρήσω. Όταν λέω λύνω κόμπους εννοώ ότι κατανοώ πράγματα και προχωράω.

Όλοι έχουμε να κλείσουμε λογαριασμούς με το χθες. Γράφουμε ή μιλάμε για τα πράγματα όταν η σκόνη κατακάτσει.

Όταν είσαι ερωτευμένος δεν μιλάς για τον έρωτα σου, τον ζεις. Πρέπει να είσαι ή ηλίθιος ή επαγγελματίας για να το κάνεις. Όταν κατακάτσει η σκόνη, τότε το κάνεις.

Κουβαλάς ακόμη κάποιο φόβο που τον είχες ως παιδί;

Ο φόβος του να γίνεις κάποιος που να σε σέβεται η κοινωνία. Οι γονείς, οι πολιτικοί και οι παπάδες έχουν την τάση να σε γεμίζουν με ενοχές. Που συνήθως είναι ψέματα. Δεν υπάρχουν. Όταν σταματήσουν αυτοί οι παράλογοι φόβοι, τότε αρχίζεις να ζεις. Βεβαίως στην πραγματικότητα δεν καταφέρνεις ποτέ να τους κάνεις τελείως στην άκρη, καταφέρνεις όμως να κινείσαι χωρίς αυτούς.  Να τους μειώνεις. Βλέποντας  ότι πρόκειται για σκιές, που δεν υπάρχουν. Πηγαίνοντας κόντρα μερικές φορές, στην ψύχωσή σου. Όλοι έχουμε ψυχώσεις. Σκεφτόμαστε: άμα περάσω αυτή τη γραμμή δεν θα ξυπνήσω αύριο, ή κάτι θα μου συμβεί. Άμα δεν το κάνω αυτό…

Ως παιδί, αισθανόσουν «προγραμματισμένος» να γίνεις κάτι;

Ναι, το ένιωθα. Ενώ τα γυφτάκια είναι πιο ελεύθερα. Βλέπεις ένα ξυπόλητο παιδί και κάνει μπάνιο, και τρελαίνεσαι. Όμως αν δεις τα μάτια τους είναι πιο καθαρά, πιο ζωντανά και πιο ζωντανά από τα παιδιά που ουρλιάζουν στις παραλίες με τους γονείς για ένα αυγό.
Οι γονείς καταπιέζουν τα παιδιά όπως καταπιέζουν και τους σκύλους τους.  Συχνά έξω από το παράθυρο μου βλέπω ανθρώπους που μιλάνε στο σκύλο τους λες κι είναι στρατιώτες: έλα, κάνε. Και τα σκυλιά αντιδρούν και τα παιδιά αντιδρούν! Κι εγώ ήμουν τέτοιο παιδί. Με είχαν προγραμματισμένο, στρατιωτάκι, κουρδισμένο.

Και πώς …ξεκουρδίστηκες;

Ξεκουρδίστηκα, όπως λες, σε σχέση με τον εαυτό μου. Βλέπεις ότι κουβαλάς  αυτά. Θέλει αρχίδια για να μην τα περάσεις στα παιδιά σου, ή στις γυναίκες με τις οποίες κάνεις σχέσεις. Νομίζεις ότι αν κάποια στιγμή σταματήσεις να λειτουργείς όπως σε έχουν κουρδίσει, σε έχουν μάθει ότι θα πεθάνεις. Αλλά τελικά δεν πεθαίνεις.

Μέσα στο βιβλίο, ζωγραφιές δικές σου με γάτες παρεισφρέουν και διακόπτουν την αφήγηση. Και έχουν και μια δική τους «φωνή». Πώς προέκυψε αυτό;

Οι γάτες έχουν πλάκα. Είναι αστείες. Πολλές φορές κάθονται στο παράθυρο και με κοιτάνε λες κι είμαι τηλεόραση. Και με μαθαίνουν διάφορα πράγματα. Οι γάτες είναι άγιες.
Έχουν μια ελαστικότητα και μια φοβία που δεν έχουν οι άνθρωποι. Έχουν τεράστια υπομονή.

Κωστής Γκιμοσούλης

Ποιο δικό σου χαρακτηριστικό ταιριάζει μ’ αυτό που μου λες;

Ξέρω να περιμένω μερικές φορές. Άλλες πάλι όχι.

Θα σου άρεσε να κυκλοφορείς σαν γάτος, χωρίς «ήχους»;

Ναι μερικές φορές θα ήθελα να είμαι αόρατος. Επειδή μάλιστα οδηγώ μηχανή, είναι ταλέντο να περνάς αόρατος από τους μπάτσους. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι γεννημένοι για να τους πιάνουν οι μπάτσοι αν δε φοράνε κράνος, ή να τους πιάνει η εφορία. Κι άλλοι πάλι είναι γεννημένοι αόρατοι.

Τι σε ενοχλεί;

Με ενοχλεί η εξουσία, με ενοχλούν αυτοί που έχουν την εξουσία. Είτε είναι εκδότες, είτε είναι λεφτάδες. Με ενοχλούν μερικές φορές οι άνθρωπος που είναι «γαμάω»  και τα κάνουν όλα; Είναι μια ενόχληση καθαρά πρακτικής φύσεως σε πρώτη ανάγνωση και μετά γίνεται αισθητικής και πολιτικής φύσης.

Ξαναγυρνάω στις σελίδες του βιβλίου: Γάτες, αφήγηση και ποιήματα. Πώς το αποφάσισες να τα συνδυάσεις;

Γράφω βιβλία που μου αρέσει να διαβάζω. Μου αρέσει το βιβλίο – τουρλού. Μ’ αρέσουν τα σκιτσάκια με τα ζώα που λένε τις δικές τους ιστορίες. Έτσι κι αλλιώς τα ζώα λένε ιστορίες και δεν υποκρίνονται, και δεν ασχολούνται με ανθρώπινες βλακείες. Από όλα τα ζώα μόνο ο άνθρωπος υποκρίνεται. Τα ζώα θέλουν χάδι, το ζητάνε, θέλουν  αγητό, ή αν δε σε θέλουν φεύγουν.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

«Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου» (Εκδόσεις Κέδρος), το βιβλίο της Λίλας Κονομάρα που μόλις κυκλοφόρησε έφτασε στα χέρια μου μέσω μιας φίλης και ευτυχώς άκουσα την προτροπή της να το διαβάσω.

Βρέθηκα μπροστά σε εικόνες και περιγραφές που όμοιές τους είχα καιρό να βρω σε ελληνικό μυθιστόρημα.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι τόσο οικείοι είτε είσαι πατέρας, είτε έφηβος, είτε μάνα ακριβώς γιατί είναι αληθινοί και υφίστανται όλα όσα ξέρεις ό,τι συμβαίνουν. Ακόμη κι αν δεν σου έχουν συμβεί, τα ξέρεις γιατί τα υφίστανται φίλοι και γνωστοί, η γιατί τα έχεις ακούσει από ανθρώπους που ξέρεις.

 

Η κοινωνική ματιά, η τόσο οξυδερκής, σε συνδυασμό με την αφήγηση της ιστορίας μέσα από την ψυχή του κάθε ήρωα κάνει την ανάγνωση απολαυστική.
Κορμός της ιστορίας είναι η οικογένεια. Και όπως κάθε οικογένεια έχει μυστικά, κόντρες, αποτυχίες κι ευτυχισμένες στιγμές. Η οικογένεια στο βιβλίο της Κονομάρα ζει μέσα στη σημερινή Αθήνα. Έχει όμως και το ταξίδι σαν σκοπό, αλλά και ως μέσο – έτσι όπως είναι τα ταξίδια!

Το βιβλίο είναι τρυφερό εκεί που χρειάζεται και ανελέητα σκληρό όταν πρέπει. Κι αυτό είναι ένα σημαντικό προσόν για το δικό μου αναγνωστικό σύμπαν. 
Η Λίλα Κονομάρα έγραψε ένα βιβλίο για όλα όσα μας καταπιέζουν και εν τέλει μας διαμορφώνουν. Χωρίς νουθεσίες και με ένα αίσθημα αισιοδοξίας και ανθρωπιάς.

Ένα περιστατικό της επικαιρότητας, με έναν τρόπο «κούμπωσε» στο κεφάλι μου και αποτέλεσε την πρώτη ερώτηση στην ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε με την Λίλα Κονομάρα.
Τις προάλλες, δικαστήριο της Νέας Υόρκης δικαίωσε γονείς που μήνυσαν τον 30αρη γιο τους επειδή δεν έφευγε από το σπίτι. Οι Έλληνες γονείς μεγαλώνουν παιδιά για ν’ ανοίξουν τα φτερά τους (έστω και χωρίς την ακρότητα του αμερικανικού παραδείγματος) ή μεγαλώνουν παιδιά με φοβίες και «αλυσίδες» που δεν τα αφήνουν να βρουν μόνα τους το δρόμο τους;  Η οικογένεια είναι στο επίκεντρο του βιβλίου. Πόσο «κεντρικό» ρόλο παίζει σήμερα στην Ελλάδα;

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

Το βιβλίο του Αντώνη Καρά, «Κωδικό όνομα ΙΑΠΕΤΟΣ» (εκδόσεις Πνοή) ήρθε στα χέρια μου μέσω ενός φίλου.

Από την πρώτη σελίδα οικείες εικόνες ξεπηδούσαν από τις σελίδες του. Σιγά σιγά η ανάγνωση γινόταν απόλαυση.
Ένα πολιτικό βιβλίο με αστυνομική πλοκή με τις αρετές μιας εύστοχης πένας.
Εικόνες σκληρές από τη φρίκη που ζουν οι πρόσφυγες που προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας.

 

Ο συγγραφέας επιλέγει να πει την ιστορία ενός παιδιού, που σημαίνει πολλά για τον εγωισμό του πατέρα του που τυχαίνει να είναι ένας πολέμαρχος. Το παιδί αυτό ψάχνουν πρωτοπαλίκαρα του πολέμαρχου, η Ελληνική Αστυνομία και οι Αμερικάνοι.

Με φόντο την Αθήνα της κρίσης, τους καταυλισμούς των προσφύγων, τις ΜΚΟ, τις σκιές που ρίχνουν στην Ελληνική αστυνομία οι ακροδεξιοί παραστρατιωτικοί θύλακες, έναν αστυνομικό καθαρό μεν αλλά πολλούς δαίμονες του παρελθόντος να απειλούν το παρόν του είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που ο Καράς χρησιμοποιεί με μαεστρία για να φτιάξε μια συναρπαστική αφήγηση σε μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Το «Κωδικό όνομα ΙΑΠΕΤΟΣ» είναι νομίζω μια σημαντική σελίδα για τη νέα Ελληνική Λογοτεχνία και την μπολιάζει με την πολιτική ματιά. Ο ουμανισμός που αποπνέει είναι σημαντικό στοιχείο σε μια εποχή που ο κυνισμός «πωλείται» ως στιλ και άποψη.

Κλείνοντας το βιβλίο θέλησα να γνωρίσω τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, Αντώνη Καρά.
Έτσι συνάντησα τον τραπεζικό υπάλληλο που έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, κι έχει στο συρτάρι του ακόμη ένα έτοιμο, μια νουβέλα και πολλά διηγήματα.

Μου εξήγησε ότι γράφει από την εφηβεία του, συνεχώς, ως μια ανάγκη.  Μόνο όμως  το βιβλίο «Κωδικό Όνομα ΙΑΠΕΤΟΣ» πέρασε το δικό του φιλτράρισμα ώστε να δοθεί για έκδοση.
Μιλάει με πάθος για τη χαρά της γραφής και κάπως έτσι ξεκινάει η κουβέντα μας:

Όταν γράφω διηγήματα είναι συνήθως σε δύο θεματικούς κύκλους. Είναι είτε παράξενες ιστορίες, όπως τις λέω –ε πιστημονικής φαντασίας, τρόμου, αστυνομικές -είτε αστικές ιστορίες: με τις αγωνίες των ανθρώπων που ζουν στις μεγάλες πόλεις και ό,τι μπορεί να τους απασχολεί. Οι φοβίες, τα πάθη, τα «θέλω» τους.

Το βιβλίο σου, πού το κατατάσσεις;

Στην επιφάνειά του είναι ένα action βιβλίο δράσης. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι περισσότερο ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, παρά ένα αστυνομικό.

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

Ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικάνους συγγραφείς έφυγε από τη  ζωή. Ο Φίλιπ Ροθ, πέθανε σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά 30 βιβλίων. Ο Ροθ έχει βραβευτεί δύο φορές με το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο των ΗΠΑ  και με το βραβείο Πούλιτζερ για το “American Pastoral” (Αμερικανικό ειδύλλιο). Αν και το όνομα του είχε ακουστεί πολλές φορές για το βραβείο Νόμπελ δεν το έλαβε ποτέ.

 

Μεταξύ των πιο γνωστών βιβλίων του Ροθ είναι το «Αντίο Κολόμπους», το «Αμερικανικό ειδύλλιο», το «Ανθρώπινο στίγμα», το «Σύνδρομο Πόρτνοϊ» “Παντρεύτηκα ένανα κομμουνιστή” και η σειρά μυθιστορημάτων με αφηγητή το alter ego του Νέιθαν Ζούκερμαν.

Ο Ροθ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ στις 19 Μαρτίου 1933, ως το δεύτερο παιδί μιας αμερικανοεβραϊκής οικογένειας με καταγωγή από τη Γαλικία της Κεντρικής Ευρώπης. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Μπάκνελ (Bucknell) και Αγγλική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Δίδαξε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και στο Πρίνστον και στη συνέχεια συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Αποσύρθηκε από την ακαδημαϊκή διδασκαλία το 1991.

Κατά την παραμονή του στο Σικάγο ο Ροθ γνώρισε το νομπελίστα συγγραφέα Σολ Μπέλοου και την πρώτη του γυναίκα του Μάργκαρετ Μάρτινσον (Margaret Martinson). Χώρισαν το 1963 και το 1968 η Μάρτινσον σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Το 1990 παντρεύτηκε την αγγλίδα ηθοποιό Κλερ Μπλουμ (Claire Bloom). Το 1994 χώρισαν και το 1996 η Μπλουμ εξέδωσε αυτοβιογραφία με τίτλο “Leaving a Doll’s House”, όπου περιγράφει λεπτομέρειες του γάμου της με το συγγραφέα.

Το πρώτο βιβλίο του Ροθ “Goodbye, Columbus” (Αντίο Κολόμπους), ήταν μια συλλογή διηγημάτων με την οποία κέρδισε το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο των ΗΠΑ το 1960.
Μεγάλη εμπορική επιτυχία γνώρισε με το τρίτο του μυθιστόρημα “Portnoy’s Complaint” (Το σύνδρομο Πόρτνοϊ) το 1969.

ο 1979 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο όπου αφηγητής είναι ο Νέιθαν Ζούκερμαν με τίτλο “The Ghost Writer”. Ακολούθησαν αρκετά ακόμα όπου ο Ζούκερμαν είναι είτε αφηγητής ή παίρνει κάποιο μέρος στην πλοκή, με πιο πρόσφατο το “Exit Ghost” (Φεύγει το φάντασμα) του 2007. Το 1997 κέρδισε για δεύτερη φορά το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο με το βιβλίο “Sabbath’s Theater” (Το θέατρο του Σάμπαθ) και το 1998 βραβεύτηκε με Πούλιτζερ για το “American Pastoral” (Αμερικανικό ειδύλλιο).
Το 2011 βραβεύτηκε για την συνολική προσφορά του στη λογοτεχνία με το Διεθνές βραβείο Μπούκερ.

Πολλά από τα βιβλία του Ροθ έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία: εκτός του Ζούκερμαν που θεωρείται alter ego του συγγραφέα, ο χαρακτήρας Ντέιβιντ Κέπες που εμφανίζεται σε τρία βιβλία έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τον ίδιο, ενώ σε κάποια βιβλία του έχει χρησιμοποιήσει χαρακτήρες με το όνομα Φίλιπ Ροθ.

 
 

Ο Δημήτρης Νταούλης έχει ήδη ένα βιβλίο  με θεατρικούς μονολόγους στο ενεργητικό του και γράφει θεατρικά από μικρό παιδί.

Γιος της δημοσιογράφου – και συγγραφέως – Μάρως Λεονάρδου και του σκηνοθέτη Γιώργου Νταούλη, ο Δημήτρης Νταούλης μας εξηγεί γιατί δεν έμπλεξε με την τηλεόραση και με αφορμή το έργο του «Για μια φέτα πεπόνι» κάναμε μια μικρή κουβέντα για τις σχέσεις, τα σόσιαλ μίντια και για τα εμπόδια που έχει να ξεπεράσει ένας νέος δημιουργός στην Αθήνα της κρίσης.

 

Για μια φέτα πεπόνι – Θέατρο Επί Κολωνώ Δευτέρα 28 και Τρίτη 29 Μαΐου

Ο κύριος και η κυρία Κούκου γνωρίζει τον κύριο και την κυρία… Κούκου. Τα δύο μάλλον όχι και τόσο συνηθισμένα αντρόγυνα δειπνούν με σκοπό να κάνουν μια ανταλλαγή ζευγαριών ώστε να ξεφύγουν από τη ρουτίνα που τους έχει καταβάλει. Οι μεταξύ τους συζητήσεις, ένα παιχνίδι και κυρίως ένα… πεπόνι θα οδηγήσει τους τέσσερις πρωταγωνιστές σε εκρήξεις αλήθειας.

Μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσουμε έναν νέο θεατρικό συγγραφέα που αποφασίζει να καθοδηγήσει σκηνοθετικά τους συντελεστές της ομάδας «Ξύστρα».
Πόση αλήθεια αντέχει ένα ζευγάρι;

Την αλήθεια ορίζει η σχέση του ζευγαριού. Αν δηλαδή βασίζεται σε αυτήν ή αν είναι μια συνθήκη για να κρύψουμε την πραγματικότητα του καθενός. Ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε την απόλυτη αλήθεια. Θέλω να πω πως πολλές φορές, πράγμα που φαίνεται και στο έργο, αυτό που νομίζουμε ως αλήθεια, δεν είναι παρά κάτι φτιαχτό, ένα ακόμη ψέμα. Ένα ψέμα μεταξύ των ζευγαριών όσο επίσης και ένα ψέμα για τον έξω κόσμο όπως επίσης και ένα ψέμα που λέει ο καθένας στον εαυτό του για να είναι αποδεκτός.

Η αλήθεια που μπορεί να αντέξει ένα ζευγάρι προσεγγίζεται στο “για μια φέτα πεπόνι” υπαρξιακά αλλά και χιουμοριστικά και όπως αποκαλύπτεται τελικά τα ζευγάρια δεν μπορούν να την αντέξουν καθόλου. Καταλήγουμε λοιπόν σε ένα αδιέξοδο. Άλλωστε σπάνια όταν βγαίνει ο πραγματικός εαυτός είναι και αρεστός.

Η “ανταλλαγή ζευγαριών” πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει ποτέ “mainstream”;

 

Σε μια κοινωνία σαν την ελληνική είναι και θα παραμείνει ταμπού. Αλλά τα ταμπού είναι στη μόδα είτε αφορούν τη σεξουαλικότητα είτε ό,τι άλλο. Στη χώρα μας τα ταμπού υπάρχουν για να σοκάρουν και τα προσεγγίζουμε συνήθως με μια εφηβική ματιά. Στο έργο η “ανταλλαγή ζευγαριών” προσεγγίζεται με έναν μάλλον σουρεαλιστικό τρόπο.

Πού υπάρχει μεγαλύτερη διάθεση “καθωσπρεπισμού”; Στους άνδρες ή τις γυναίκες;

Κατά τη γνώμη μου συναντά κανείς όλους τους τύπους ανθρώπων και συμπεριφορών και στα δύο φύλα γι αυτό και η διάθεση καθωσπρεπισμού φαίνεται στο “για μια φέτα πεπόνι” και στα δύο φύλα.

Έρωτας και σχέση στην εποχή των social media. Τι έχεις να παρατηρήσεις;

Έχω να παρατηρήσω πως οι σχέσεις μέσω social media είναι πια fast food. Με την ίδια ευκολία που γνωρίζονται οι άνθρωποι στις εφαρμογές με την ίδια ευκολία αφήνουν ο ένας τον άλλο και δεν χρειάζεται να πουν και καμία δικαιολογία αφού γνωρίστηκαν από το τίποτα. Έτσι μειώνεται η ποιότητα των σχέσεων, χάνεται ο ρομαντισμός. Πιστεύω αυτό μας πηγαίνει πίσω σαν ανθρώπους, μας κάνει πιο άγριους.

Πότε έγραψες το πρώτο σου θεατρικό;

Το πρώτο μου θεατρικό έγραψα στην Πέμπτη δημοτικού. Λεγόταν “Εμπρός στην Αποτυχία” και αφορούσε έναν αποτυχημένο θίασο που μετά το θάνατο του παραγωγού του θα ανέβαζε μια τελευταία παράσταση στη μνήμη του. Τα ευτράπελα και οι παρεξηγήσεις δεν άφηναν το θίασο να ενωθεί μέχρι που στο τέλος τα κατάφερναν. Συνέχισα  να γράφω παραστάσεις  στο  Γυμνάσιο και το Λύκειο.

Σκηνοθέτης ή συγγραφέας. Τι σε γεμίζει περισσότερο;

 

Αναμφίβολα με γεμίζει περισσότερο η  ιδιότητα του συγγραφέα. Άλλωστε ακόμα δεν μπορώ να χαρακτηριστώ “σκηνοθέτης” επειδή δίνω δυο οδηγίες για το πώς να παίξουν τα κείμενά μου.
Αλλά ό,τι κι αν κάνω στη ζωή μου πάντα θέλω να έχω κάθε βράδυ μισή με μια ώρα να κάθομαι στον υπολογιστή μου και να γράφω. Κι αυτό είναι κάτι που με ευχαριστεί, με ηρεμεί και με εξελίσσει σαν άνθρωπο. Επαγγελματικά, ως συγγραφέας θα μπορούσαμε να πούμε ότι την αρχή έκανα με το πρώτο μου βιβλίο με θεατρικούς μονολόγους το 2017 “Ο Κόσμος που γύρισε ανάποδα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και ελπίζω να ακολουθήσουν πολλά πολλά ακόμα.

Διαβάστε όλη τη συνεντευξη στο viewtag.gr

Η «Πόλη στο Φως» της Ευτυχίας Γιαννάκη (Εκδόσεις Ίκαρος) είναι το τρίτο βιβλίο από την Τριλογία της Αθήνας και ήδη έχει ξεκινήσει το ταξίδι του στους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας και της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Η Ευτυχία Γιαννάκη, πιο ώριμη από την πρώτη της γνωριμία με το κοινό και με έντονο το στοιχείο του πειραματισμού στη γραφή της, μας δίνει – πέρα από μια συναρπαστική αστυνομική ιστορία – δυνατούς και μεστούς χαρακτήρες που τους βλέπεις, τους μυρίζεις, τους λατρεύεις,  ή τους σιχαίνεσαι. Και «κλείνει» με έναν τρόπο τους λογαριασμούς της με τους βασικούς χαρακτήρες που μας σύστησε στο πρώτο της βιβλίο.

 

Μια ιστορία με φόντο την Αθήνα της κρίσης, με εικόνες και λεπτομέρειες που προκαλούν όλα εκείνα τα συναισθήματα μιας αμερικάνικης υπερπαραγωγής αλλά με ευρωπαϊκή ντελικάτη αισθητική – αν μιλήσουμε με κινηματογραφικούς όρους.

Με την «Πόλη στο Φως» , το τρίτο βιβλίο, μετά  το «Στο Πίσω Κάθισμα» και «Αλκυονίδες μέρες», η Ευτυχία Γιαννάκη δείχνει ότι ήρθε για να μείνει ως μια από τις καλύτερες εκπροσώπους της νέας γενιάς ελλήνων συγγραφέων που γράφουν αστυνομική λογοτεχνία.

Κατά την προσφιλή μου τακτική δεν θέλω να μιλήσω για την υπόθεση του μυθιστορήματος. Θέλω να μόνο να τονίσω ότι η δράση και οι ανατροπές – χωρίς καμία δημοσιογραφική υπερβολή υπάρχουν από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.  (Θέλω πολύ να πω για το τέλος αλλά δεν θα το κάνω!!!)
Αυτό που καταφέρνει η συγγραφέας είναι να με παίρνει ως αναγνώστη σε ένα ταξίδι που το ευχαριστιέμαι όσες παρακάμψεις και αν κάνει. Περιμένω να φτάσω στον προορισμό μου αλλά περνάω θαυμάσια μέχρι εκείνη την ώρα.

Στο νέο της μυθιστόρημα η Ευτυχία Γιαννάκη φέρνει στο προσκήνιο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας χωρίς μελό διδακτισμούς, αλλά ως χαρακτηριστικά των ηρώων της. Όπως τα συναντάς καθώς περιδιαβαίνεις την Αθήνα: είτε στα βόρεια προάστια, είτε στο κέντρο, είτε στα νότια.

 

«Πόλη στο Φως» λοιπόν και αφορμή για μια – ελπίζω ενδιαφέρουσα  – κουβέντα που κάναμε στο Κουκάκι, τη γειτονιά που ζει η συγγραφέας, αλλά την έχει περπατήσει κ αι ο Χάρης Κόκκινος, ο βασικός ήρωας της Τριλογίας της Αθήνας.

Ευτυχία, πώς είναι η επιτυχία; Τρία βιβλία μετά την πρώτη μας συνέντευξη,  είσαι πλέον μια επιτυχημένη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Αν ορίσουμε ως επιτυχία το γεγονός ότι σε διαβάζουν περισσότεροι  από αυτοί που με διάβαζαν στο πρώτο μου βιβλίο, μου δίνει χαρά, μου δίνει και  δύναμη για να συνεχίσω. Ανήκω στη γενιά των συγγραφέων που ναι μεν τους ενδιαφέρει το εσωτερικό ταξίδι – κι αυτό είναι το κύριο μέλημά τους – όμως από εκεί και πέρα ειδικά όταν είσαι σε μια φάση που διαμορφώνεις, πειραματίζεσαι, ρισκάρεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που σου μεταφέρει ο αναγνώστης και ιδίως η αρνητική κριτική, μπορεί να σε βοηθήσουν να κάνεις κάποια βήματα που θα τα έκανες ενδεχομένως πιο αργά και πιο δύσκολα.

Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr 

Γράφει ο Γιάννης Καφάτος

 

Το θέατρο στο Ίδρυμα μείζονος Ελληνισμού γεμάτο. Το κοινό είναι πολυποίκιλο, δεν το λέω ετερόκλητο γιατί αυτό που ήρθαμε να δούμε «μας χωράει» όλους! Και όλοι ταιριάζουν ως κοινό ενός μιούζικαλ.

«Ενός μιούζικαλ» … ατυχής έκφραση για να περιγράψεις ένα από τα μακροβιότερα μιούζικαλ σε Βρετανία και Αμερική, που το έχουν δει μερικά εκατομμύρια θεατών.

Cats, οι «Γάτες» λοιπόν ήρθαν στην σκηνή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και μιλούν Ελληνικά.

Κι αυτή είναι η πρώτη από τις πολλές θετικές εκπλήξεις της παράστασης: Η απόδοση του κειμένου και των τραγουδιών στα Ελληνικά έχουν γίνει με τόση φροντίδα που πραγματικά με άφησαν άφωνο. Το λέω αυτό γιατί η απόδοση στα ελληνικά εμβληματικών τραγουδιών πολλές φορές μας έχει απογοητεύσει ως πιστή μετάφραση.

Στην παράσταση Cats ένιωσα ότι κάθε λέξη ήταν τόσο προσεκτικά βαλμένη στη θέση που της έπρεπε. Η δουλειά του κ. Γεράσιμου Ευαγγελάτου είναι πραγματικά άψογη.

Καμία ευκολία, κανένας υπερφίαλος ενθουσιασμός. Λόγια που αποδίδουν κάθε σκηνή και συναίσθημα με τόση ακρίβεια και μια «λιτότητα» που κλέβει την παράσταση σε ένα υπερθέαμα!

Ο θίασος είναι καλοκουρδισμένος και κάθε ηθοποιός – χορευτής – τραγουδιστής αποδίδει τον χαρακτήρα που υποδύεται με απόλυτη επάρκεια. Ο Δημήτρης Μαλισσόβας έχει σκηνοθετήσει μια δύσκολη ομάδα (ακριβώς γιατί αποτελείται από ηθοποιούς, χορευτές, τραγουδιστές) με εξαιρετικά αποτελέσματα. Έχει πάρει από τον καθένα το καλύτερο που έχει να δώσει κι έτσι εμείς οι θεατές απολαμβάνουμε ένα ξεχωριστό θέαμα.

Από τις ερμηνείες η γάτα που κλέβει την παράσταση είναι ο Rum Tum Tugger, Ίαν Στρατής, που παίζει, χορεύει και τραγουδάει με θαυμαστά αποτελέσματα. Η κίνησή του είναι τόσο μέσα στο ρόλο από το πρώτο λεπτό που εμφανίζεται στη σκηνή μέχρι το φινάλε!

Διαβάστε την υπόλοιπή κριτική στο viewtag.gr

Είναι γνωστό πως έχω αδυναμία στον Φίλιπ Κ.Ντικ, οπότε πιθανότατα δεν θα είμαι αντικειμενική ούτε με αυτό το βιβλίο. Αλλά εδώ που τα λέμε, για αυτό είναι φτιαγμένα τα μπλογκς, για να λέει ο συντάκτης τους την υποκειμενική αλήθειά του χωρίς φόβο, άντε με λίγο πάθος.

Διάβασα «Τα ομοιώματα» κυρίως σε προθάλαμους νοσοκομείων, περιμένοντας για εξετάσεις, με παππούδες που σκύβαν συνωμοτικά και με ρωτούσαν τι είναι αυτό με το περίεργο εξώφυλλο. Και πρέπει να πω πως το απόλαυσα, αν και η ανάγνωση προχωρούσε αργά, μιας και στο σπίτι, στην πραγματική ζωή, διάβαζα μεγαθήρια.

«Τα ομοιώματα» είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα όπου ο Ντικ παίζει με το αποτέλεσμα του 2ου Παγκόσμιου Πόλεμου- καλύτερα το έκανε στο «Άνθρωπο στο ψηλό κάστρο». Βρισκόμαστε κάπου στα μέσα του 21ου αιώνα, ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει και η Δυτική Γερμανία έχει γίνει ομοσπονδία με τις ΗΠΑ. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε Ge (αυτούς που ξέρουν το μυστικό) και Be που είναι φτιαγμένοι να ακολουθούν. Απόλυτη ηγέτιδα είναι η Νικολ Τιμποντώ, πρώτη κυρία της Ομοσπονδίας, και γυναίκα του εκάστοτε ντερ Άλτε (Ο Γέρος). Μόνο που ο συγκεκριμένος ντερ Άλτε είναι ανδροειδές, και η συγκεκριμένη Νικόλ ηθοποιός. Οι πραγματικοί έχουν πεθάνει δεκαετίες πριν.

 

Ο Ντικ, αν και «Τα ομοιώματα» είναι ένα από τα τέσσερα(!) βιβλία που έβγαλε εκείνη τη χρονιά, φαίνεται να είναι εδώ σε μεγάλα κέφια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως το βιβλίο είναι γραμμένο το 1964, και αυτό, για την επιστημονική φαντασία, μοιάζει εξωφρενικό, άρα πολλά από τα βασικά του στοιχεία μοιάζουν τώρα παρωχημένα.

Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία