Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
viewtag.gr

viewtag.gr

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Από τον Γιάννη Καφάτο 

Πηγή: https://www.viewtag.gr/

 

Η πρώτη παράσταση της ομάδας με το ιδιαίτερο όνομα, bijoux de Kant, που είδα ήταν το 2012 το «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα». Τότε μαγεύτηκα με τη δουλειά τους, με αυτό το ιδιαίτερο αλλά τόσο δυναμικό θέατρο που υπηρετούν. Και η μαγεία των παραστάσεων που σκηνοθετεί ο Γιάννης Σκουρλέτης  συνεχιζόταν, κάθε φορά που έβλεπα ένα δικό τους έργο.

Έτσι όταν ενημερώθηκα για το νέο έργο της ομάδας που μας σύστησε ένα θέατρο διαφορετικό, μοντέρνο, ανθρωποκεντρικό και σίγουρα απολύτως εικαστικό θέλησα να κάνω μια κουβέντα με τον Γιάννη Σκουρλέτη.

Η καινούργια παράσταση λέγεται «Η αλήθεια είναι» και ανεβαίνει από τις 4 Φεβρουαρίου στη σκηνή του Faust.

Η αλήθεια είναι ότι ζούμε σε ένα πολύ ζόρικο φεγγάρι που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για όλα, ακόμη και για εμάς τους ίδιους. Ζούμε σε μια εποχή που κόσμος σκοτώνεται μεταφορικά αλλά δυστυχώς και κυριολεκτικά γιατί οι διάφορες «αλήθειες» συγκρούονται. Και η πιο δυνατή μπορεί να προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους οπαδούς της …άλλης.
Τα είπαμε τηλεφωνικώς, αφού μια ακόμη «αλήθεια» της εποχής απαιτεί προσοχή στις επαφές. Μιλώντας με τον Γιάννη Σκουρλέτη είχα την αίσθηση ότι συνεχίζαμε μια κουβέντα που είχαμε αφήσει στη μέση. Σαν αυτές που προκαλούν οι παραστάσεις της ομάδας του, της bijoux de Kant που φέτος γίνεται 12 ετών!

«Η αλήθεια είναι», τι είναι αυτή η παράσταση;

Όσο έχεις παρακολουθήσει την πορεία της ομάδας, ξέρεις ότι η βασική κατεύθυνση είναι  ασχολία με την ελληνική δραματουργία. Είναι μια στοχευμένη επιλογή μας να καταλάβουμε τι γίνεται με τα έργα που γράφονται στην Ελλάδα και μάλιστα αυτή τη στιγμή. Το έργο γράφεται αυτή τη στιγμή, κι αυτό έχει πολύ ειδικό βάρος και μια σημασία.
Πώς διαλέγεις τα έργα; Ζητάς κάτι με βάση ένα ερέθισμα ή ο συγγραφέας σου προτείνει;

Με τους συγγραφείς που συνεργαζόμαστε, τον Άκη Δήμου, τη Γλυκερία Μπασδέκη, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη και με τον Δημήτρη Δημητριάδη έχουμε έναν ανοιχτό διάλογο. Τα πράγματα κάπως χτίζονται. Είμαστε μαζί. Μια δραματουργία δεν είναι ένα έργο που βγαίνει από ένα συρτάρι από τον συγγραφέα. Κάτι τέτοιο το θεωρώ παλιό. Για μένα η δραματουργία σήμερα μπορεί να συντελεστεί από πολύ απλά πράγματα, όπως ένα βλέμμα, μια είδηση στο facebook. Είναι αφορμές για να χτίζεις κάτι. Έχουν ανοίξει πια πολύ τα όρια του τι σημαίνει πια δραματουργία. Υπό αυτή την έννοια γίνεται ένας διάλογος. Ένα κείμενο πηγαινοέρχεται, μετακινείται, μεταβάλλεται, διαμορφώνεται και σε σχέση με εμένα, την πρόβα κι έτσι το έργο γίνεται μέρος μιας μεγαλύτερης δραματουργίας.
Αυτό που γίνεται και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι η δραματουργία που εμπεριέχει στις ίδιες ποσότητες και τον φωτισμό και το κείμενο, την υποκριτική και τη μουσική. Είναι ένας νέος τρόπος αντιμετώπισης του θεάτρου.

Πες μου λίγα λόγια για την ουσία, την αφορμή, το βασικό κορμό – για να μην χρησιμοποιήσω την «παλιά» λέξη υπόθεση – για το «Η αλήθεια είναι».

Νομίζω ότι πάντα λέμε, μ’ έναν τρόπο, την ίδια ιστορία. Όταν ρώτησα τον Δημήτρη (Δημητριάδη), τι θα ‘λεγες γι’ αυτό το έργο μου είπε ότι είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που ήρθαν στη ζωή για να βιώσουν τη χειρότερη εκδοχή της. Αυτό είναι το έργο!
Πρόκειται για δύο γονείς που στέκονται πάνω από ένα τηλέφωνο γιατί έχουν δώσει εντολή, σε κάποιους, να σκοτώσουν το γιο τους, το παιδί τους και περιμένουν τα νέα. Αυτό είναι το έργο.
Θα είναι μια σκληρή παράσταση. Προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτή τη σκληρότητα που έχει φτιαχτεί πια.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σκληρότητας που επικρατεί στην εποχή που ζούμε;

Πολλά μπορεί να πει κανείς, αλλά δε θέλω να μπω σε τσιτάτα. Υπάρχει ένας καπιταλισμός που διατρέχει όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Το σημαντικό είναι ότι αυτό νιώθω να συμβαίνει. Όμως συμβαίνουν και καλά πράγματα όπως ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να μιλάνε. Το κορίτσι που βιάστηκε και μίλησε είναι ένα καλό πράγμα. Μέσα μου πολύ βαθιά, με έναν τρόπο είμαι αισιόδοξος γι αυτό που θα φέρει η πολύ νέα γενιά, αν την αφήσουμε λίγο ν’ ανασάνει. Βλέπω στα νέα παιδιά μια διάθεση πιο φρέσκια, πιο ανανεωτική, πιο αγαπητική σε σχέση με τη ζωή.
Το κεντρικό αίσθημα που νιώθω είναι η ανυπαρξία της επιθυμίας. Είναι πολύ κομβικό. Πάνω σ’ αυτό χτίζεται κομμάτι απελπισίας και το βλέπω να γιγαντώνεται. Και το βλέπω παντού. Τα πράγματα έχουν στρεβλώσει με τέτοιο τρόπο, υπάρχει τόση σκληρότητα και μέσα από τη νέα κουλτούρα που φτιάχνει η πανδημία: η κουλτούρα της αποξένωσης.
Αρχίζουμε να συνηθίζουμε. Εμείς τώρα μιλάμε στο τηλέφωνο. Παλιά θα βρισκόμασταν γύρω από ένα τραπέζι και θα τα λέγαμε. Με τον πιο στενό μου συνεργάτη, μιλούσα στο zoom αντί να είμαστε μαζί. Κάνω μαθήματα, ή και πρόβες εξ’ αποστάσεως, αναγκάστηκα!

Φτιάχνεται μια κουλτούρα αποξένωσης, απομάκρυνσης. Ο κόσμος δεν θα πηγαίνει στο σινεμά, στο θέατρο, στα πάρκα, αρχίζει να περνάει στο κύτταρό μας αυτό το «εξ’ αποστάσεως» σαν κανονικότητα.

Νιώθεις ποιες θα είναι οι συναισθηματικές παρενέργειες όταν περάσει αυτό που ζούμε;

Δεν ξέρω αν θα περάσει, ή θα κάνει πάρα πολύ καιρό για να περάσει. Αυτό εννοώ. Θα ζούμε πια σε ένα Netflix. Δεν θα κατοικούμε τα σώματα μας ή θα τα κατοικούν κάποιοι «άλλοι», θα μπούμε σε μια μαύρη κατάθλιψη, θα είμαστε πολύ θυμωμένοι. Και γι’ αυτό κάνουμε και θέατρο. Από κάπου να κρατηθούμε.
Και πώς κάνεις θέατρο με αυτές τις σκέψεις; Γιατί το κάνεις;
Κάνω θέατρο για να καταλάβω τι συμβαίνει γύρω και μέσα μου.
Μπορώ να καταλάβω τη διαφορά του θεάτρου ως «προϊόν» για τον θεατή και ως μια πολύ ειδική διαδικασία για τους συντελεστές. Είναι έτσι;

Είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχει λίγος κόσμος που καταλαβαίνει τη διαφορά αυτή. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας.
Γιάννη, η bijoux de Kant έγινε φέτος 12 ετών, πώς γεννήθηκε αυτή ομάδα;
Πω πω, είμαστε μια πιτσιρίκα 12 ετών, κι όμως κάπου μου φαίνεται και μεγάλη. Ήταν πολύ πυκνή δουλειά που κάναμε από τότε που αρχίσαμε. Φαντάσου ότι κάναμε 4, 5 παραστάσεις σε έναν χρόνο. Πολύ δουλειά.
Φέτος με το «Η αλήθεια είναι» χαίρομαι πολύ γιατί πέραν της οικονομικής κατάστασης, ένιωθα την ανάγκη να κάνω μια παράσταση μικρής κλίμακας. Μετά τη Λυρική, το Εθνικό που κάναμε μεγάλες παραστάσεις με πολυάριθμο θίασο. Τώρα επιστρέφουμε σε έναν πυρήνα.
Ακολουθείς την εποχή που μας θέλει πιο …περίκλειστους;
Το είχα ανάγκη, το χρειαζόμουν. Ήθελα την ιδιαίτερη επικοινωνία των λίγων ανθρώπων, μετά τις παραστάσεις με 100 και 140 άτομα, χορωδίες μουσικούς, ηθοποιούς.

Γιάννη θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για δυο βασικά χαρακτηριστικά της δραματουργίας της bijoux de kant, που προσωπικά μου έχουν κάνει εντύπωση, δηλαδή τον τρόπο που εξασκείς και παρουσιάζεις τα σώματα των ηθοποιών σου αλλά και της εικόνας, που επίσης έχει ιδιαίτερο ρόλο στις παραστάσεις σου.

Μας ενδιαφέρει η διερεύνηση μιας ταυτότητας. Είτε εθνικής, είτε ψυχολογικής, είτε σεξουαλικής, οποιασδήποτε ταυτότητας. Επιστρέφουμε σε μνήμες και βιώματα που έχουν κάνει ισχυρές χαράξεις μέσα μας. Πολλές φορές έχουμε ακούσει ότι οι παραστάσεις μας είναι πολύ avant guard. Ειλικρινά, δεν είναι καθόλου αυτή η πρόθεσή μας. Κάνουμε τα πράγματα με τον τρόπο που αντέχουμε και προσπαθούμε να προσεγγίσουμε μια αλήθεια χωρίς να κουνάμε το δάχτυλο ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως τα βλέπουμε εμείς. Επειδή λοιπόν υπάρχει μια σταθερή προσήλωση προς τα ζητήματα της ταυτότητας και της αναζήτησής της γι’ αυτό φαίνεται αυτό το ιδιαίτερο στίγμα που έχουν οι παραστάσεις μας.

Από παράσταση σε παράσταση μας απασχολούν κοινά ερωτήματα τα οποία δεν προσπαθούμε να απαντήσουμε. Εκείνο που παλεύουμε είναι να ξανά-θέσουμε τη φύση του ερωτήματος, φρέσκια, από την αρχή. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει με τις ταυτότητες μας. Να δούμε τι γίνεται στην ελληνική επαρχία, να δούμε ποια είναι τα δικά μας «ντι-ενεϊκά» χαρακτηριστικά.

Ποιος είναι ο «ιδεώδης» θεατής για τις παραστάσεις σας;

Οι παραστάσεις ποτέ δεν γίνονται για ένα κοινό για ένα target group, όσο κι αν είναι προϊόν. Για μένα είναι πολύ βασικό η παράσταση να απευθύνεται σε έναν άνθρωπο. Μια παράσταση την αφιερώνεις και την απευθύνεις σε έναν άνθρωπο και μάλιστα με ονοματεπώνυμο. Αυτό σε απεγκλωβίζει και σε κάνει πολύ συγκεκριμένο. Εγώ αυτό το  έχω πολύ μεγάλη ανάγκη. Κάνω αυτή την παράσταση για σένα, που έχεις όνομα. Έτσι γίνομαι πολύ συγκεκριμένος, δεν   γίνομαι αφηρημένος, βρίσκω την ανάγκη μου. Κάνω μια παράσταση για την αφιερώσω σε κάποιον συγκεκριμένο, δεν κάνω μια παράσταση γενικώς. Κάνω μια παράσταση για να την αφιερώσω στον όποιο συγκεκριμένο κάθε φορά υπάρχει απέναντι μου!

Γιάννης Καφάτος

Ένα ταξίδι στη μνήμη, αυτή που το ενσυνείδητο απωθεί για να προστατευτούμε, μια βαθιά βουτιά στον εαυτό που ξεχάσαμε, είναι η ουσία της νουβέλας της Τζούλιας Γκανάσου «Γόνιμες μέρες» (Εκδόσεις Γκοβόστη).

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν ήρωα που είναι σε κώμα αλλά λόγω των συνθηκών του τραυματισμού του πρέπει να ξυπνήσει για να δώσει μια σημαντική κατάθεση στην αστυνομία.

Ο άντρας είναι καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι με πλήρη συνείδηση των όσων συμβαίνουν γύρω του, ακούει τους γιατρούς, τους αστυνομικούς τους συγγενείς του, είναι όμως αδύνατον να τους κάνει να καταλάβουν ότι είναι παρών.

Η συγγραφέας έχει στήσει ένα πολύ δυνατό νουάρ – θα τολμούσα να πω – σκηνικό σχετικά με την αφορμή της τωρινής κατάστασης του ήρωα. Μια σπείρα, περίεργοι μαφιόζοι, πόρνες, ένας νεκρός και ο ήρωάς μας με το αίμα του στα χέρια, όπως και το στιλέτο που τον σκότωσε. Είναι ένοχος ή αυτός που προσπάθησε να τον σώσει;. Αυτό θέλει να μάθει η αστυνομία και πιέζει τους γιατρούς να του χορηγήσουν ένα φάρμακο που θα τον κάνει να ξυπνήσει από το κώμα.

Ο ήρωας όμως ενώ παραμένει σε κώμα, αρχίζει να ταξιδεύει στη μνήμη της παιδικής του ηλικίας και ανακαλύπτει κάτι που το είχε απωθήσει για πολλά χρόνια. Και πρέπει να αναμετρηθεί με αυτό.

Η Τζούλια Γκανάσου έχει καταφέρει να στήσει μια ιστορία επιβίωσης, μιας άγριας καταδίωξης, που το γεγονός ότι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του ήρωα την κάνει εξόχως ενδιαφέρουσα. Αν και η συγγραφέας έχει πλούσιο έργο πίσω της είναι το πρώτο της βιβλίο που έφτασε στα χέρια μου και ομολογώ ότι απόλαυσα την ανάγνωση γιατί διάβαζα ένα υβρίδιο αστυνομικής λογοτεχνίας ενός υπαρξιακού δοκιμίου. Ο τρόπος που η συγγραφέας παίζει με το τώρα, το χθες και το θαμμένο στο ασυνείδητο, μακρινό παρελθόν του ήρωα προσφέρει έναν ρυθμό στην ανάγνωση που για μένα είναι πάντα βασική αρετή στα βιβλία που μου αρέσουν.

Τον καθηλωμένο ήρωα που ζει εντός του ενώ για τους άλλους είναι στα όρια του αφανισμού και της ανυπαρξίας απ΄ ό,τι θυμάμαι πρώτη φορά μας τον παρέδωσε ο Ντόναλντ Τράμπο με το «Ο Τζόνι πήρε τ΄ όπλο του» αρχικά ως βιβλίο το 1939 και το 1976 ως κινηματογραφική ταινία.

Από τότε «τον» ξαναείδαμε με διάφορες εκδοχές.

Στις «Γόνιμες μέρες» η συγγραφέας δίνει μια εντελώς διαφορετική ταυτότητα στον ήρωά της και τον φέρνει αντιμέτωπο με όσα επιμελώς είχε κρύψει στο ασυνείδητό του. Είναι σαν μια διαδικασία ενηλικίωσης την ώρα που είναι σε κώμα. Αρκεί να θυμάται τι …θυμήθηκε όταν ξυπνήσει.
Με το εύρημα της συνέχισης έγχυσης του φαρμάκου στον ασθενή που δεν ξυπνά λόγω της πίεσης της αστυνομίας και των πιθανών παρενεργειών για την σωματική και διανοητική του υγεία, για τις οποίες πρέπει να αποφασίσει η οικογένειά του, η Γκανάσου βάζει ακόμη ένα θέμα ηθικής στον προβληματισμό του αναγνώστη.

Μπορώ πολύ εύκολα να γλιστρήσω σε αποκαλύψεις για το βιβλίο που νομίζω ότι θα χάλαγαν την απόλαυση του αναγνώστη, όμως ας πω ότι το φινάλε είναι στα όρια της κάθαρσης και του χάπι έντ και αφήνει μια γλυκιά αίσθηση ανακούφισης στον αναγνώστη.

Οι «Γόνιμες μέρες» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και σίγουρα, για μένα, μια αφορμή να ανακαλύψω και τα άλλα γραπτά της Τζούλιας Γκανάσου.

Γιάννης Καφάτος

Πηγή: www.viewtag.gr 

Τι θα κάναμε αν δεν υπήρχε η μουσική;*

(*κουβέντα στο απόγειο ενός Live με την φιλενάδα μου Αλέκα Απέργη, στο κατάμεστο Gagarin, πριν από πολλά χρόνια.)

Με βάση τα ισχύοντα, για πόσο ακόμη δεν ξέρω, δεν θα κολλήσουμε κορωνοϊό με την μουσική «κλειστή».
Περιμένω, περιμένουμε να «ανοίξει» η μουσική για να ανοίξει το μυαλό και η ψυχή μας

Είναι τρομερό να μην μπορεί κάποιος να καταλάβει πόση επίδραση έχει στη ζωή πολλών ανθρώπων η ακρόαση μουσικής.
Είναι εξίσου τρομερό να μην μπορείς να εξηγήσεις σε κάποιον που διαβάζει αυτές τις γραμμές, χαμογελάει επικριτικά και δεν καταλαβαίνει ότι η μουσική για κάποιους είναι κάτι σαν οξυγόνο, σου δίνει ζωή. Μπορεί να ακούγεται ε μπιτ ντραμάτικ αυτό που λέω αλλά η μουσική είναι κάτι παραπάνω από κάτι που ενεργοποιεί την ακοή σου. Η μουσική, και εδώ αρχίζω να μιλάω εντελώς προσωπικά, είναι σαν μια συνεχής μετάγγιση αίματος. Αναζωογονεί και τονώνει. Σώζει, σε κάποιες στιγμές, και σίγουρα προσφέρει διασκέδαση με όλες τις ζωογόνες επιπτώσεις στο μυαλό, το σώμα και την ψυχή.

O λόγος που διάλεξα αυτή τη φωτογραφία για να «ντύσω» το ρεπορτάζ που θα διαβάσεις παρακάτω είναι ακριβώς αυτό που δείχνει: Η απόλυτη ελευθερία και η χαρά που ζουν τα πιτσιρίκια βουτώντας στην θάλασσα με τους φίλους τους. Έτσι είναι  για πολλούς από μας η μουσική. Η ελευθερία, η βουτιά σε γνωστά και άγνωστα νερά που μόνο καλό μπορούν να σου κάνουν.

Το γεγονός ότι η μουσική παραμένει «κλειστή» και επικηρυγμένη στην εποχή μας, ως ένα από τα τελευταία μέτρα αποφυγής διασποράς του κορωνοϊού δεν θέλω να το σχολιάσω, παραπάνω από όσο κάνω, γιατί η  υγεία όλων μας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το έχουμε κατά νου όλοι, όλες και όλα.

Το γεγονός ότι όσοι θέλουμε να επιστρέψει η μουσική στη ζωή μας αντιμετωπιζόμαστε περίπου σαν τρομοκράτες είναι εξίσου γελοίο με τις δοξασίες ότι το εμβόλιο μας κάνει φορέα γούαι-φάι κλπ.

Περιμένοντας λοιπόν να επιστρέψει μια απόλαυση που πολλές φορές φτάνει τα όρια της καύλας – και λυπάμαι αν κάποιος δεν καταλαβαίνει τι θέλω να πω και νομίζει ότι με μια «κακή» λέξη προσπαθώ να προκαλέσω – θέλησα να μιλήσω με φίλους και γνωστούς που είτε είναι ιδιοκτήτες , είτε παίζουν μουσική ως dj’s σε αγαπημένα στέκια  του κέντρου και άλλων περιοχών.

Σκεφτόμουν κι εγώ: Ποιο κομμάτι θα βάλω πρώτο όταν λήξει η απαγόρευση της μουσικής, όταν επιστρέψει η μουσική σαν μια φιλενάδα, μια ερωμένη, μετά από καιρό να ντύνει τις σκέψεις, να κάνει το δέρμα ν’ ανατριχιάζει, να γεμίζει κενά αμηχανίας, να γίνεται αφορμή για καινούργιες γνωριμίες και τόσα άλλα.

Διαβάστε τους αγαπημένους φίλους και καλεσμένους μου και ίσως το σκεφτώ μέχρι το τέλος του άρθρου.

Σας τους παρουσιάζω αλφαβητικά, και τους ευχαριστώ που μοιράστηκαν σκέψεις και μουσικές μαζί μας!

Νατάσα Αδαμοπούλου – ηχολήπτρια, dj Kουκί

Διαλέγω το Aquarius  γιατί είναι αγαπημένο μου και αισιόδοξο. Χρειαζόμαστε αισιοδοξία για να πάμε μπροστά και να είμαστε καλά.

 

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο εδώ

Η Χίλντα Παπαδημητρίου αγαπάει τον ήρωά της, τον Χαρίδημο Νικολόπουλο. Ο αστυνομικός ήρωας των ιστοριών της «Για μια χούφτα βινύλια», «Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς» και «Η συχνότητα του θανάτου» επιστρέφει στο καινούργιο της μυθιστόρημα αυτή τη φορά ως θύμα μιας απίστευτης ιστορίας.

Στο «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) η Χίλντα Παπαδημητρίου ανέβασε τον πήχη της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας καταφέρνοντας να φέρει στη σημερινή εποχή την κλασική μαγεία του νουάρ και της παλπ αστυνομικής γραφής.
Το κέντρο του βιβλίου της είναι το αρχετυπικό ερώτημα των κλασικών αστυνομικών «ποιος το έκανε»; Όμως οι ομόκεντροι κύκλοι των θεμάτων που ανοίγει η συγγραφέας κάνει το βιβλίο της εφάμιλλο σπουδαίας λογοτεχνίας με κοινωνικό ενδιαφέρον.

Είναι τόσο κινηματογραφική η γραφή της και συγχρόνως τόσο λογοτεχνικά προσεγμένη που κάθε σελίδα του βιβλίου της είναι μια απόλαυση που προσωπικά με απορροφούσε και με έβαζε μέσα στην ατμόσφαιρά του σε απόλυτο βαθμό.

Το θέμα γύρω από το οποίο χτίζει αριστοτεχνικά τους ήρωες, κύριους και δευτερεύοντες, είναι το εμπόριο λευκής σαρκός που λέγαμε παλιά, το τράφικινγκ που λέμε σήμερα και τα κυκλώματα που δεν διστάζουν να σκοτώσουν όποιον βρεθεί εμπόδιο στην επικερδή αυτή «επιχείρηση». Οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί, οι βίαιοι πατεράδες, οι πολίτες που δεν «ακούν» και δεν «βλέπουν» για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο είναι στοιχεία που τρέχουν μέσα στο μυθιστόρημα κάνοντάς το ακόμη πιο σύγχρονο, πιο ζωντανό και πιο πραγματικό.
Μια ακόμη κοινωνική πτυχή που σχολιάζεται μέσα από τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του βασικού ήρωα, είναι η σχέση του παιδιού με τον γονιό που λόγω άνοιας χάνει σιγά-σιγά την ανθρώπινή του υπόσταση. Κι εδώ η συγγραφέας  συμπάσχει με τον ήρωα που βλέπει την ανέκαθεν καταπιεστική μητέρα του να μεταμορφώνεται και να χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα.

Εκείνη που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση είναι η νέα αστυνομικός, η νέα ηρωίδα της, η Αίντα. Ένα πλάσμα μοναχικό, αποτελεσματικό, που προσπαθεί να σπάσει την ασπίδα του κυνισμού που έφτιαξε για να αντέξει. Μου θύμησε λίγο την Λίσμπετ του Λάρσον  τηρουμένων των αναλογιών. Ελπίζω να την δούμε να ανθίζει ως ηρωίδα προσεχώς!!!

Ξέρεις η αίσθηση της ανάγνωσης ενός αστυνομικού μυθιστορήματος επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες – το γράφω εν γνώσει της κλισέ κοινοτυπίας που εμπεριέχεται στη φράση.  Το «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» ήταν σαν μια συνεχή περιήγηση στην Αθήνα. Σε γειτονιές που για τον έναν ή τον άλλο, προσωπικό μου λόγο, έχουν κάτι να μου πουν, να μου θυμίσουν. Το Δουργούτι, ο Ταύρος, τα στενά του κέντρου, με έκαναν έναν μόνιμο ματάκια της δράσης που με τόση μαεστρία αναπτύσσει στο μυθιστόρημά της η συγγραφέας.
Παρατήρησα επίσης ότι αυτό το τέταρτο βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου  επεφύλασσε περισσότερα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα για τους ήρωές της, ή εγώ λόγω των συνθηκών που ζήσαμε και ζούμε με την πανδημία ήμουν/είμαι σε παρόμοια κατάσταση. Πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς η συγγραφέας δείχνει ότι εξελίσσεται και ελπίζω να μας ετοιμάζει κι άλλες αναγνωστικές στιγμές απόλαυσης για το μέλλον.

Ξεκίνησα λέοντας ότι η συγγραφέας αγαπάει τον ήρωά της. Τον λατρεύει θα έλεγα και είναι σαν αναπτύσσει μαζί του μια ιδιαίτερη συμφωνία: θα σε παιδέψω αλλά ξέρω ότι θα τα καταφέρεις στο τέλος.
Μ’ αρέσει να σκέφτομαι τη σχέση που αναπτύσσουν οι συγγραφείς με τους ήρωές τους. Είναι μια σκέψη τόσο αυθαίρετη που αποκτά σημασία απόλυτης ελευθερίας – η μόνη που ίσως μας έχει απομείνει.
 Η σχέση συγγραφέα-ήρωα μέσα από το φίλτρο της ματιάς του κάθε αναγνώστη είναι ένα ιδιότυπο «τρίο» που προσωπικά με σαγηνεύει. Αυτό το όριο του ποιος επηρεάζει ποιον και πόσο ένας άνθρωπος που τον ξέρεις, μιλάς και πίνεις ένα ποτό μαζί του μπορεί να επηρεάζεται από τον ήρωα που φτιάχνει στο μυαλό του και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση είναι, νομίζω, τόσο ρευστό, τόσο υπέροχα θολό σαν μια εικόνα που αναλόγως πότε, και πώς θα τη δεις μπορεί να σου αποκαλύψει ή να σου αποκρύψει θραύσματά της. Ε, λοιπόν στο «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» της Χίλντας Παπαδημητρίου αυτή η συνθήκη λειτούργησε τόσο υπέροχα στο μυαλό μου.

Γιάννης Καφάτος

Η Puzzlemusik  και ο Χρήστος Αλεξόπουλος κλείνουν φέτος 15 χρόνια ζωής στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας. 
Συνεπής στο όραμά του ο ιδρυτής της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας προσπαθεί και διατηρεί σε πείσμα των καιρών το ίδιο μεράκι της πρώτης μέρας και τελικά κατορθώνει να διακινεί πολιτισμό και να μας γνωρίζει μουσικούς και μουσικές που αξίζει να τις ακούσει κάθε απαιτητικός ακροατής.

Μπορεί να έγραψα μια αράδα πριν «απαιτητικός ακροατής», την ίδια ώρα όμως  πιστεύω ότι κάθε ακροατής –χωρίς ταμπέλες και χαρακτηρισμούς – αξίζει να ανακαλύπτει μουσικούς που μπορεί να μην παίζουν τα ραδιόφωνα, εντούτοις όμως προσφέρουν με την τέχνη τους κάτι σ’ αυτό που λέμε κουλτούρα και πολιτισμική ταυτότητα. Πρόκειται για μουσικούς που τολμούν, πειραματίζονται και καταθέτουν την προσωπική τους ιστορία με νότες .

Τελικά είναι ωραίο να υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται τη μουσική όχι ως μια απλή συνοδεία που «γεμίζει» κενά, χώρο, αμηχανίες. Η μουσική είναι για πολλούς ουσία για την ύπαρξή τους. Κι αυτοί οι κάποιοι δεν είναι μόνο οι δημιουργοί, είναι και οι ακροατές. Κι αυτές είναι λεπτομέρειες που μια ανεξάρτητη εταιρεία παίρνει σοβαρά υπόψην της. Μαζί μ’ αυτό παίρνει προφανώς και το ρίσκο να προσπαθεί να διακινεί πολιτισμό όχι ως προϊόν αλλά ως πληροφορία, και μάλιστα ζωτικής σημασίας!
Με αφορμή τα επτά σινγκλ που κυκλοφόρησαν γι’ αυτά τα γενέθλια, στο πλαίσιο του project “Psychoacoustic Eye” by The Puzzle Is Cast  ο Χρήστος Αλεξόπουλος μιλάει με ειλικρίνεια για τον δύσκολο δρόμο που διαβαίνει η ελληνική δισκογραφία και όχι μόνο.

Puzzlemusik, 15 χρόνια μετά. Πες μου πώς βλέπεις σήμερα, την απόφαση να φτιάξετε τη δισκογραφική, τότε;

Η δισκογραφική φτιάχτηκε τότε γιατί έβλεπα κάποιες από τις κατευθύνσεις που έπαιρναν τα πράγματα στον χώρο της δισκογραφίας και έκρινα πως ήταν η κατάλληλη συγκυρία να υλοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Μια δισκογραφική που θα συμπλήρωνε ένα κενό και θα έκανε κάποια διαφορά.

 Τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα ήταν μια περίοδος που πολλοί καλλιτέχνες έμεναν άδικα εκτός δισκογραφίας καθώς δεν πληρούσαν τις τότε καθιερωμένες  (στυλιστικές κυρίως)  προϋποθέσεις.

Σήμερα, κοιτώντας πίσω στο 2006, νιώθω κατά τρόπο μια ανακούφιση που ξεκίνησε τότε η Puzzlemusik. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν θα προχωρούσαμε σε κάτι τέτοιο. Πιθανότατα όχι.

Είμαι χαρούμενος με αυτήν την απόφαση που πάρθηκε τότε καθώς  η Puzzlemusik έχει αφήσει – και εξακολουθεί να αφήνει – αποτύπωμα στα ελληνικά μουσικά πράγματα. Έχει δώσει βήμα και έχει βοηθήσει να εξελιχθούν πολλοί καλλιτέχνες από διάφορες εκφάνσεις της μουσικής δημιουργίας. Και αυτό είναι κάτι που με κάνει περήφανο. Η πορεία αυτών των 15 χρόνων δεν ήταν στρωμένη ροδοπέταλα – κάθε άλλο – αλλά θα έπαιρνα την ίδια απόφαση ξανά.

Ποιο ήταν το πρώτο άλμπουμ που  βγάλατε;

Το πρώτο άλμπουμ της Puzzlemusik ήταν το τότε 4ο προσωπικό μου “Παραπούνες & Τριαφύνταλλα”. Κυκλοφόρησε 27 Νοεμβρίου του 2006. Λίγους μήνες μετά ακολούθησαν το  box-set “Kafka” των Socos & The Live Project Band και το “The Storyteller” του Γιώργου Κοντραφούρη. Από τότε έχουν κυκλοφορήσει περισσότερα από 60 άλμπουμ (σε CD ή/και βινύλιο). Χωρίς να μετράω τις επανεκδόσεις ή  τα singles και κάποιες ειδικές κυκλοφορίες που βγήκαν μόνο σε ψηφιακή μορφή.

Μίλησέ μας λίγο για το ρεπερτόριο της Puzzlemusik.

Με τα χρόνια δημιουργήθηκαν ορισμένοι βασικοί άξονες ρεπερτορίου. Το jazz ρεπερτόριο, το ελληνικό τραγούδι στη σύγχρονη ανανεωμένη του μορφή (δηλαδή ως νέα πρόταση έξω από τις καθιερωμένες  ταμπέλες  ποπ/ροκ/έντεχνο/λαϊκό) , τα σχήματα με αγγλικό στίχο και το πειραματικό ρεπερτόριο. Το jazz ρεπερτόριο είναι αυτό με την πιο σταθερή και δυναμική παρουσία, από τα πολύ πρώτα βήματα της εταιρείας μέχρι σήμερα. Στο αντίποδα, το πιο περιορισμένο σε αριθμό ρεπερτόριο της Puzzlemusik τα τελευταία χρόνια, είναι το αγγλόφωνο.

Πού κατατάσσεις την μουσική που διακινείτε;

Στο πρώτο Δελτίο Τύπου της Puzzlemusik, αυτό που ανακοίνωνε της ίδρυση της εταιρείας το 2006 αναφέρονταν και το εξής:  ” Ο ήχος της [Puzzlemusik] είναι το άθροισμα των ιδιαιτεροτήτων των καλλιτεχνών της. Ο κάθε καλλιτέχνης της Puzzlemusik αποτελεί το κομμάτι ενός παζλ που συνθέτει τη μουσική εικόνα της εναλλακτικής, προσωπικής, μουσικής δημιουργίας των αρχών του 21ου αιώνα.”

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη του Γιάννη Καφάτου εδώ

Το βιβλίο της Πολυτίμης Λινάρδου, «daphne nobilis» είναι ένα μικρό σε έκταση μυθιστόρημα (Εκδόσεις Ενύπνιο) που σαστίζεις όταν το ανοίξεις γιατί στις δύο πρώτες σελίδες του υπάρχουν αποσπάσματα κανονισμού μιας πολυκατοικίας μ’ εκείνα τα χτυπημένα σε παλιομοδίτικη γραφομηχανή γράμματα.

Η ιστορία της Δάφνης, της πρωταγωνίστριας και της πολυκατοικίας που κατοικεί  αμέσως κερδίζουν τον αναγνώστη.

 

Σχεδόν όλα στη ζωή της Δάφνης συμβαίνουν στο οικογενειακό καταφύγιο, στο πατρικό σπίτι, στο διαμέρισμα, στην είσοδο και στις σκοτεινές του γωνιές.

Μια ιστορία εγκλεισμού, που θα μπορούσες να την παραληρήσεις με την εποχή μας, αλλά η συγγραφέας έχει καταφέρει να την κάνει διαχρονική.

Η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή της σαν να είναι κι η ίδια μια πολυκατοικία, μια οικοδομή που θέλει φροντίδα και αυστηρούς κανόνες για προφυλάσσει τους κατοίκους της. Την ίδια ώρα η τάξη πρέπει να επιβάλλεται και στους ενοίκους και μάλιστα με τον πιο αυστηρό δυνατό τρόπο.

Η Δάφνη, ο εαυτός της και οι άλλοι είναι μια ιδιαίτερη εξίσωση που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την πολυπρόσωπη αφήγηση για να στήσει την ιστορία της καταπιεσμένης, ερωτευμένης, απατημένης, εξαπατημένης και μέχρι ένα βαθμό παραιτημένης Δάφνης. Το μεγάλο διαμέρισμα γίνεται φυλακή. Οι κοινόχρηστοι χώροι εφιάλτης. Το καταφύγιο που σε κάθε άλλη περίπτωση θα πρόσφερε ασφάλεια γίνεται βραχνάς και θέλει πολύ μεγάλη δύναμη να ξεφύγει τελικά κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό και όλα όσα τον διαμόρφωσαν.

Η δε χρήση διαφορετικά τυπωμένων σελίδων με αποσπάσματα κανονισμού πολυκατοικίας που επανέρχεται σαν ιντερμέδιο ανάμεσα στα κεφάλαια του βιβλίου βοηθάει τελικά στην κατανόηση των χαρακτήρων που έφτιαξε η συγγραφέας και ομολογώ ότι το βρήκα εξαιρετικά πρωτότυπο.

 

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Η Μαρίλη Μαργωμένου κάνει την πρώτη της απόπειρα στην λογοτεχνία με το μυθιστόρημα «Το θηρίο βγήκε βόλτα» (Εκδόσεις Καστανιώτη) και κερδίζει τις εντυπώσεις από τις πρώτες σελίδες του ογκώδους βιβλίου της.

Η Μαρίλη Μαργωμένου είναι δημοσιογράφος. Δεν λέω ήταν – μια και αυτή την εποχή δεν εργάζεται σε κάποιο μέσο, μας μιλάει η ίδια γι’ αυτό παρακάτω στην συνέντευξή μας – γιατί θέλω να πιστεύω ότι μια φορά Δημοσιογράφος πάντα Δημοσιογράφος. (οκ, ίσως είναι κι ένας προσωπικός μηχανισμός αυτοπροστασίας της ταυτότητας μας ημών των δημοσιογράφων)

 

Την εποχή που τη γνώρισα και δουλέψαμε στην πρωινή εκπομπή του Mega (Κοινωνία ώρα Mega με τους Οικονομέα-Καμπουράκη) η Μαρίλη Μαργωμένου είχε αναλάβει να κάνει μεγάλα βίντεο, έξω από τη λογική των ειδησεογραφικών βίντεο που διαρκούν λίγα λεπτά, με ελεύθερα θέματα. Ελεύθερο ρεπορτάζ δηλαδή και πάντα όταν τα βλέπαμε πριν παίξουν στον αέρα η λογοτεχνική ματιά στη γραφή της ήταν παρούσα. Μερικές φορές το ειδησεογραφικό περιβάλλον με έκανε να «κλωτσάω» βλέποντάς τα αλλά τελικά η άλλη ματιά πάντα χρειάζεται και έτσι είδαμε φοβερά μινι ντοκιμαντέρ με ιδιαίτερα και θέματα και συνεντεύξεις που δεν μπορούσες να δεις σε ένα δελτίο ειδήσεων.

Μετά η Μαρίλη έφυγε από το Mega, και συνέχισε το Ελεύθερο Ρεπορτάζ στις εφημερίδες, μετά το Mega «έφυγε» από εμάς, η ζωή συνεχίστηκε και πριν λίγες εβδομάδες στο ενημερωτικό μέιλ από τον Καστανιώτη για τις νέες του κυκλοφορίες είδα το βιβλίο της.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Μαρίλης Μαργωμένου «Το θηρίο βγήκε βόλτα» θαύμασα την κινηματογραφική του ροή αλλά και το μαύρο χιούμορ που διατρέχει τους «καταραμένους» ήρωές του.
Ο Βύρωνας Σερέτης είναι δημοσιογράφος του δικαστικού ρεπορτάζ. Πετυχημένος, γυναικάς. Ήταν. Γιατί στην πρώτη σελίδα του βιβλίου τον συναντάμε να μεταφέρεται ως δράστης μιας δολοφονίας στις φυλακές του Βόθωνα. Ένας φοβισμένος πρώην «ισχυρός» τρέμει σαν το ψάρι. Στο τέλος του βιβλίου είναι ο άρχοντας των φυλακών. Σε όλη αυτή τη διαδρομή παρακολουθούμε έναν άνθρωπο να μεταλλάσσεται, να γίνεται ένας άλλος.

Αναρωτιέμαι πολλές φορές αν η ταυτότητα που κουβαλάμε καταφέρνει να χωρέσει τους πραγματικούς μας εαυτούς που κρύβονται ή βρίσκονται σε αναστολή μέχρι κάτι να τους πυροδοτήσει και να βγουν στην επιφάνεια.
Η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, Μαρίλη Μαργωμένου μου αρέσει γιατί «παίζει» με αυτή την δική μου εσωτερική απορία και μας έχει παραδώσει ήρωες μέσα σε μια ιστορία που ακροβατούν ανάμεσα στις δικές τους ταυτότητες κι αυτό το βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Παράλληλα η γραφή της είναι λιτή, προσεγμένη, ακριβής και παρά το γεγονός ότι μίλησα νωρίτερα για ένα ογκώδες βιβλίο, 509 σελίδων, τελειώνοντάς το καταλαβαίνεις ότι μπορεί να ήθελες λίγο ακόμη!

«Το θηρίο βγήκε βόλτα» είναι μια άγρια ιστορία επιβίωσης γραμμένη με μαεστρία και αξίζει να το ανακαλύψετε και να το απολαύσετε.

Μέχρι τότε, ας γνωρίσουμε λίγο περισσότερο τη συγγραφέα και τους ήρωές της μέσα από τη συνέντευξη που κάναμε.

Ο ήρωάς σου σχεδόν μεταλλάσσεται από φοβισμένος σε «νονό». Πότε ένας άνθρωπος διαβαίνει αυτόν τον ιδιότυπο «Ρουβίκωνα»;

Ελπίζω στην πραγματική ζωή να μην το μάθω ποτέ! Αλλά οι επιστήμονες λένε πως όλοι έχουμε έναν πρωτόγονο εαυτό μέσα μας που αναλαμβάνει δράση σε ακραίες συνθήκες. Αν το σκεφτείς, δε θέλει και πολύ – όλο το ζήτημα, είναι τί διακυβεύεται. Μπορεί, ας πούμε να πρέπει να θυσιάσεις την προσωπική σου ηθική για να επιβιώσεις, όπως ο Βύρων στο βιβλίο. Ή να κάνεις μια μικρή παρανομία για να βγάλεις άπειρα λεφτά. Ή να καρφώσεις τον συνάδελφο για να του φας τη θέση στη δουλειά. Ή να γράφεις ό,τι παλαβομάρα σου ‘ρθει στο κεφάλι για μερικά like στο Facebook. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να ξεφύγεις. Η μετάλλαξη, πάντως, αρχίζει με το που πέφτουν οι αναστολές. Αν σταματήσεις να σκέφτεσαι «Τι θα πουν οι φίλοι μου όταν το δουν αυτό;», έχει ήδη ξεκινήσει η κατηφόρα.

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ.

Ο Βαγγέλης Γιαννίσης αφήνει, τη «Σουηδική του περίοδο» πίσω και επιστρέφει στα βιβλιοπωλεία με το νέο του μυθιστόρημα «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» (Εκδόσεις Διόπτρα) βουτώντας βαθιά και με επιτυχία στον ελληνικό «τόπο του εγκλήματος».

Το βιβλίο, «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που περιγράφει πραγματικές ιστορίες του «ανθρωποκτονιών» της Αθήνας και μέσα σε κάθε ιστορία φωτίζει και την προσωπικότητα του εκάστοτε αξιωματικού που αναλαμβάνει το βάρος της κάθε υπόθεσης.
Θα μπορούσα να βάλω μια ετικέτα στο βιβλίο και ν το ονομάσω: μια μυθιστορηματική βιογραφία του πιο ενδιαφέροντος τμήματος της Ελληνικής Αστυνομίας, του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας.

 

Το βιβλίο είναι συναρπαστικό. Γρήγορος ρυθμός, χωρίς περιττές και κουραστικές περιγραφές. Ο Βαγγέλης Γιαννίσης σχεδόν σαν ανατόμος μας δίνει το κλίμα, την ατμόσφαιρα και την ένταση των χαρακτήρων ανασυνθέτοντας παλιές υποθέσεις που κάποτε είχαν γίνει πρωτοσέλιδα. Καταφέρνει με μαεστρία να μην κάνει μια δημοσιογραφική έρευνα αλλά μια καλή λογοτεχνία, πάνω στο αγαπημένο του είδος. Καταφέρνει να δημιουργεί αγωνία ακόμη και αν θυμάσαι την υπόθεση από τις εφημερίδες.

Οι πέντε ιστορίες που έχει επιλέξει, και τις οποίες δούλεψε με στενή συνεργασία με το «Ανθρωποκτονιών» της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών» είναι γραμμένες με την απόσταση που χρειάζεται για να μην υπάρχουν μελοδραματισμοί και συναισθηματικοί βερμπαλισμοί, όπως προανέφερα.

Τις μέρες που διάβαζα το βιβλίο είχαμε στην επικαιρότητα τις αγριότητες των αστυνομικών εναντίον πολιτών στη Νέα Σμύρνη, τον άγριο ξυλοδαρμό αστυνομικού, το διάγγελμα του Πρωθυπουργού, και και την εύλογη πολιτική αντιπαράθεση για το θέμα της αστυνομικής βίας.
Όσο διάβαζα το βιβλίο, συνειδητοποιούσα ότι υπάρχει – ευτυχώς – και μια άλλη αστυνομία στη χώρα, που εκπαιδεύεται, που συμπεριφέρεται στους πολίτες με συμπάθεια και που δεν ηρεμεί μέχρι να βρει τον δολοφόνο, τον ένοχο προκείμενου να τον οδηγήσει στη δικαιοσύνη και να δώσει μια αίσθηση κάθαρσης και ανακούφισης στις οικογένειες των θυμάτων.
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης με το «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» μας χαρίζει ένα δυνατό αστυνομικό μυθιστόρημα που θα θελα να το δω ως μίνι σειρά σε κάποια τηλεοπτική πλατφόρμα.

Με αυτή την ευκαιρία κάναμε τη συνέντευξη που ακολουθεί.

Ποια ήταν  αφορμή για την έρευνα που τελικά έγινε το καινούργιο σου βιβλίο;

Γράφοντας τη Γυναίκα του Ίσνταλ κατάλαβα πως θα ήθελα μελλοντικά να ασχοληθώ ξανά με κάποια πραγματική υπόθεση, ανεξιχνίαστη ή μη, ωστόσο κινούμενος στα πιο στενά όρια του non-fiction. Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα πως ενώ γνώριζα πώς λειτουργεί η σουηδική (και η νορβηγική) αστυνομία, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ελληνική. Παράξενο, ε; Εκείνη την περίοδο έτυχε να γνωρίσω σε μία παρουσίαση βιβλίου τον τμηματάρχη του Ανθρωποκτονιών και κάπως έτσι μπήκε το νερό στο αυλάκι.

Πώς ήταν η συνεργασία σου με την Αστυνομική Διεύθυνση;

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr 

 

Φανατικά, κάθε Πέμπτη και Παρασκευή περιμένω πώς και πώς ν’ αρχίσει η σειρά της ΕΡΤ1 «Τα καλύτερά μας χρόνια». Δυναμώνω όσο επιτρέπουν οι κανόνες καλής γειτονίας την τηλεόραση και με τους τίτλους αρχής χορεύω, ακόμη και αν είμαι αραχτός στον καναπέ.
Ο συνθέτης Γιάννης Χριστουδουλόπουλος καταφέρνει μέσα στο 1:26’’ που διαρκεί το τραγούδι να μου φτιάχνει τη διάθεση, όχι μόνο την ώρα που παίζουν οι τίτλοι αρχής. Η μελωδία του, αυτό το δαιμονισμένο vintage σέικ σαν αυτά που χόρευαν η μαμά κι ο μπαμπάς όταν ήμουν παιδί και η τηλεόραση μαυρόασπρη, με ξεσηκώνει πολλές διαφορετικές ώρες της μέρας, ειδικά όταν θέλω να ξαλεγράρω!

Το ίδιο, διατηρεί την καλή μου διάθεση, και η σειρά που σκηνοθετεί η Όλγα Μαλέα. Μου έχει κάνει εντύπωση η ελληνοποίηση ενός ξένου format και τα εύσημα πάνε στους  Νίκο Απειρανθίτη και Κατερίνα Μπέη. Εξαιρετικές ερμηνείες, υπέροχο cast και διάλογοι που φλερτάρουν και προκαλούν  τις μνήμες ημών των κάπως μεγαλύτερων.

 

Έτσι για την ιστορία θυμάμαι ότι στο σπίτι είχαμε τηλεόραση τότε που δεν ήταν αυτονόητο ότι υπήρχε σε κάθε σπίτι. Θυμάμαι τη γιαγιά και τη μάνα μου να επικαλούνται «τον κουμπάρο με το μέλι» όταν δεν μας άρεσε το φαγητό το μεσημέρι και μας «περίμενε» εκεί μέχρι να το φάμε. Γενικώς κάθε επεισόδιο όλο και κάτι μου φέρνει στο νου.

 

Μετά από πολλές Πέμπτες και Παρασκευές φανατικής θέασης της σειράς, αποφάσισα ότι θέλω να «μιλήσω» με τον συνθέτη αυτής της έκρηξης κεφιού. Ο Γιάννης Χριστοδουλόπουλος μου αφιέρωσε λίγο από το χρόνο του και πάμε να τον ακούσουμε. Αυτήν την εποχή είναι καλλιτεχνικός Διευθυντής στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021».

«Τα καλύτερά μας χρόνια» ένα τραγούδι, σέικ, vintage αισθητικής στην καρδιά της εποχής της καραντίνας. Σου φτιάχνει κι εσένα, όπως κι εμάς, τη διάθεση κάθε Πέμπτη βράδυ που παίζεται η σειρά;

Όχι μόνο μου φτιάχνει τη διάθεση. Είναι ένα σήριαλ που παρακολουθώ ανελλιπώς και πρέπει να σου πω πως έχω γράψει soundtrack και τίτλους για πολλά σίριαλ μέσα στα χρόνια, μα πρώτη φορά έχω κολλήσει τόσο πολύ με το story μιας σειράς ώστε να την παρακολουθώ real time την ώρα που παίζεται… Το ίδιο είχα πάθει και όταν είχα διαβάσει το σενάριο και είχα δει το περασμένο καλοκαίρι κάποιες πρώτες σκηνές από τα γυρίσματα… Σπουδαία η δουλειά όλων των συμμετεχόντων, της παραγωγής, και της σκηνοθέτιδας. Θεωρώ τη σειρά τα καλύτερά μας χρόνια ένα υγιές «καταφύγιο» μέσα στις μαύρες μέρες που ζούμε που όσο πάει γίνονται Και πιο σκοτεινές, μα φυσικά δεν θα αργήσει να ξημερώσει και το φως θα φέξει όλες τις αθέατες πλευρές που έχουμε αφήσει ατακτοποίητες.

Πώς γεννήθηκε το τραγούδι, ποια σέικ «άκουσες» στο μυαλό σου για να βγει αυτό το τραγούδι;

Ας μη γελιόμαστε το τραγούδι αυτό είναι ουσιαστικά μια Άνασύνθεση όλων των τραγουδιών εκείνης της εποχής. Εγώ απλώς δανείστηκα λίγο την ατμόσφαιρα κυρίως την ενορχηστρωτική και έγραψα ένα νέο τραγούδι που όμως ακούγεται σαν να υπήρχε από πάντα… Πολλοί νομίζουν ότι είναι ένα κομμάτι διασκευή.. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για την Ελπίδα και το Δάκη εξαρχής. Την ώρα που μου το παρήγγειλε η Νάταλι Δούκα – με την οποία έχουμε φιλία και συνεργασία από το 2005 όταν κάναμε το μαζί σου στο mega -θυμάμαι την ώρα που κατέβαινα τα σκαλιά της tanwell productions  – πηγαίνοντας σε ένα επόμενο ραντεβού, το είχα ήδη κάνει download στο κεφάλι μου… Μια μέρα μετά τους το έστειλα.

Έκπληξη είναι η συμμετοχή της Κατερίνας Παπουτσάκη στο τραγούδι. Την θαυμάζω πολύ την Κατερίνα, Την θεωρώ εξαιρετική ηθοποιό Με φοβερά εκφραστικά μέσα και φοβερές τραγουδιστικές δυνατότητες. θαυμάζω όλους τους ηθοποιούς της σειράς για την ακρίβεια των ερμηνειών τους και την αυθεντικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν την εποχή Χωρίς να υπέρ- παίζουν και να υπογραμμίζουν άσκοπα όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιου είδους εγχειρήματα…. Η Όλγα Μαλέα καθοδηγεί και φωτογραφίζει υπέροχα την εποχή.

Μπορεί να γίνει η «μαγιά» για ένα άλμπουμ;

Το τραγούδι τίτλων και όλη μουσική της σειράς θα κυκλοφορεί από την heaven σε όλες τις ψηφιακές Πλατφόρμες.

Έγραψες ένα τραγούδι που στην εποχή που αναπαριστά η σειρά ο κόσμος όχι μόνο χόρευε αλλά οι χορευτές κάθε παρέας ήταν στο επίκεντρο. Σήμερα, όχι τώρα στην καραντίνα, γιατί πιστεύεις ότι ο κόσμος χορεύει λιγότερο;

Όλα είναι μόδες. Έρχονται και παρέρχονται.

Ποιο τραγούδι χόρεψες τελευταία φορά; Ήταν σε κάποιο πάρτι ή σε μαγαζί;

Δεν έχω χορέψει ποτέ στη ζωή μου. Εγώ γράφω, για να «χορεύουν» οι άλλοι.

 

Εσύ πώς διασκεδάζεις; Και στον τομέα αυτό τι θα κάνεις όταν λήξει η κατάσταση που ζούμε και θα είμαστε ελεύθεροι να επιστρέψουμε στις ζωές μας;

Διασκεδάζω δημιουργώντας και μόνο. Ένα χρόνο μέσα σ’ αυτή την κατήφεια και την δυστυχία όσον αφορά την υγεία και το αυτονόητο του ανθρώπου, Δεν έχω σταματήσει να δημιουργώ… Πολλά από τα πράγματα που προγραμμάτιζα, τα αναβάλλω γιατί είτε δεν έχω τη διάθεση είτε δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, έτσι λοιπόν περιμένω όπως περιμένουμε όλοι μέρα με τη μέρα θετικότερες εξελίξεις για να καταφέρουμε να ξανά βάλουμε τη ζωή μας σε μία νέα συνθήκη και ελπίζω, με ωριμότερή συλλογικότητα.

Πόσο, εσένα και το μουσικό σου σινάφι σας έχει πλήξει η καραντίνα;

Εκατό τοις εκατό όπως και όλο τον κόσμο. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού! Δεν είναι μόνο η στέρηση του να εκφραστείς δημοσίως όσον αφορά τους καλλιτέχνες… Δε με απασχολεί τόσο αυτό, όσο η στέρηση της ελευθερίας, της υγείας. Και η αγωνία του άγνωστου.

Οι καλλιτέχνες και ειδικά οι δημιουργοί επίσης,  έχουμε πληγεί πολύ σοβαρά πριν καν προκύψει η πανδημία με τον Covid-19 με κάθε τρόπο. Αγωνιώ για όλους μας, φυσικά πρώτα για τον εαυτό μου, τους δικούς μου ανθρώπους τις δουλειές που καταστρέφονται τα όνειρα που παγώνουν κι άλλες τόσες σκέψεις που περνάνε απ’ το μυαλό μου καθημερινά..

Φοβάσαι τις συναισθηματικές παρενέργειες που θα μας αφήσει η περίοδος αυτή της πανδημίας;

Δε φοβάμαι τίποτα. Ο καθένας μας ας πετάξει τα δικά του σκουπίδια μια για πάντα με αφορμή το χρόνο για περισυλλογή και ανακτήσης του αυτονόητου όλη αυτήν την περίοδο.

 
 
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και στο viewtag.gr 

«Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω» έλεγε στην ελληνική ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η ερωτευμένη νιόπαντρη Μάρω Κοντού του το φόρεσε κολάρο και έτσι ζήσαμε έναν από τους συντομότερους κινηματογραφικούς γάμους.

Το νέο σποτ υπέρ των εμβολιασμών και της χρήσης μάσκας με τους δύο αγαπημένους ηθοποιούς έχει όλο το άρωμα του παλιού ελληνικού σινεμά, μόνο που τώρα ο Γιώργος Κωνσταντίνου αντί για το καπελάκι μονολογεί να βάλει τη μάσκα του και όταν συναντιέται με την Μάρω Κοντού αυτή του λέει “όχι αγκαλιές”.

 

Πραγματικά μπράβο και στους δύο πρωταγωνιστές αλλά και στους εμπνευστές του διαφημιστικού!

Με κεντρικό μήνυμα: «Το ραντεβού για εμβολιασμό είναι ραντεβού ζωής. Νοιαζόμαστε, προστατευόμαστε, εμβολιαζόμαστε», η Πολιτεία έτσι παρακινεί όλες τις ηλικιακές ομάδες που μπορούν να εμβολιαστούν τώρα, να μην αμελήσουν το ραντεβού τους, καθώς είναι ένα ραντεβού ζωής.

πηγή: e-charity.gr

Αγαπημένο μου ραδιόφωνο, έχουμε χρόνια να βρεθούμε μαζί σε ένα στούντιο εσύ, το μικρόφωνο, ο ή η ηχολήπτης, οι μουσικές και να εκπέμψουμε τα δικά μας σε όποιον μας επέλεγε να ακούει. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να σε ακούω, ω, ραδιόφωνο όσες περισσότερες ώρες της μέρας μπορώ.

Ευτυχώς το ραδιόφωνο δεν έχει πεθάνει κι ας γίνονται φιλότιμες προσπάθειες να μουμιοποιηθεί – κάποιες δε πολύ πετυχημένες.
Όμως δε θέλω να γκρινιάξω μέρα που είναι – παγκόσμια του ραδιοφώνου – σήμερα.
Θέλω να μοιραστώ τη χαρά να ακούς ραδιόφωνα που παραμένουν ζωντανά, που σέβονται τον ακροατή, σέβονται τον εαυτό τους, σέβονται τους καλλιτέχνες και κρατάνε συντροφιά όλες τις ώρες της μέρας στους ακροατές τους.

 

Ξέρεις υπάρχουν άνθρωποι που δεν κλείνουν ποτέ το ραδιόφωνο στο σπίτι τους και η φωνή του παραγωγού, η μουσική, ακόμη και τα διαφημιστικά είναι η μόνες φωνές που εισβάλλουν στη ζωή τους όλο το 24ωρο.
Είναι τόσο προσωπικό το ραδιόφωνο. Και πιστέψτε με, μια κι έχω βρεθεί και στις δύο θέσεις είναι εξίσου προσωπικό για όποιον το διακονεί και για όποιον το ακούει. Δεν είναι μαγικό;

Θυμάμαι και θα θυμάμαι πάντα ένα τηλέφωνο ακροατή σε μια από τις εκπομπές μου. Ήταν ένας συντηρητής που ήταν κρεμασμένος σε μια σκαλωσιά στην Πύλη του Ανδριανού. Προστάτευε το μνημείο της Αθήνας ως συντηρητής και με τ’ ακουστικά του άκουγε την αφεντιά και τις μουσικές που επέλεγα τότε. Το θεώρησα μεγάλη μου τιμή.

Σκέφτομαι πόσες φορές θέλω να ευχαριστήσω παραγωγούς που ακούω και δεν έχω πάρει ένα τηλέφωνο να το πω. Εντάξει σε κάποιους που τους γνωρίζω στέλνω μηνύματα τώρα.

Θυμάμαι επίσης που ήμουν μαθητής και είχα κερδίσει έναν διαγωνισμό, στον Αθήνα 98,4. Εισιτήρια για μια συναυλία στο Ηρώδειο ήταν νομίζω, κάποια ορχήστρα κλασικής μουσικής. Λίγο πριν μπω κι εγώ στο επάγγελμα. Τι χαρά είχα νιώσει!

Το ραδιόφωνο είναι ένα αποκούμπι για κάθε ώρα της μέρας. Και πλέον πέραν των FM έχουμε και τα ιντερνετικά που μερικές φορές είναι τόσο κεφάτα και επαγγελματικά ακόμη κι αν απαρτίζονται από εθελοντές. Και «εθελοντές» σημαίνει απλήρωτους. Παρέες που κάνουν το κέφι τους, και όπως είπα, μερικές το κάνουν τόσο σωστά και καλά.

Είναι μια διέξοδος το ραδιόφωνο. Είναι τόσο διαφορετικό από την τηλεόραση. Ως επαγγελματίας του χώρου δεν μπορώ να πω ότι δεν την λατρεύω την τηλεόραση αλλά το ραδιόφωνο έχει μια ερωτική διάσταση που δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Είναι και ευθύνη  – κι ας μην το βλέπουν έτσι όλοι – να ανοίγεις το στόμα σου μπροστά σε ένα μικρόφωνο που μεταφέρει τις σκέψεις σου σε όποιον σ’ ακούει.
Το ραδιόφωνο όμως είναι και οι ακροατές του. Παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο απ’ όσο πιστεύουν οι ίδιοι. Ήταν – και παραμένει – πιο διαδραστικό πριν την διάδραση που έφερε η διαδικτυακή μας εποχή και τα νέα μέσα που εισήγαγε.

Αγαπημένο μου ραδιόφωνο, εύχομαι να συνεχίσεις να υπάρχεις, να εξελίσσεσαι, να πέφτεις σε καλά χέρια ιδιοκτητών, παραγωγών και ακροατών, να παραμένεις ζωντανό και μια σημαντική παρέα για όποιον σε χρειάζεται! Σε χρειάζονται πολλοί ακόμη κι αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει ή δεν το ξέρουν.

Γιάννης Καφάτος, πρώην – και πάντα με την ελπίδα να ξαναγίνω – ραδιοφωνικός παραγωγός!

Πηγή: viewtag.gr 

 

Είδα το πρώτο επεισόδιο του  Bonding στο Netflix, τυχαία και προσπάθησα να καταλάβω αν μου κάνουν πλάκα ή αν όντως παρακολουθώ ό,τι πιο προκλητικό έχει πάρει το μάτι μου στην τηλεόραση.

Μια φοιτήτρια ψυχολογίας που εργάζεται ως «αφέντρα» ικανοποιώντας βίτσια και φαντασιώσεις πελατών – χωρίς να κάνει έρωτα μαζί τους, ένας κοκκινομάλης gay, που θέλει να γίνει κωμικός σταντ απ αλλά δεν τολμάει να ανέβει στη σκηνή γίνεται βοηθός της και κάπως έτσι μετά από δύο σεζόν εικοσάλεπτων επεισοδίων, απλώς περιμένω να υπάρξει και επόμενη.

 

Ο τίτλος της σειράς έχει αποδοθεί  στα ελληνικά ως «Φιλικά δεσμά» που τελικά ταιριάζει μεν, αλλά δεν μπορεί να αποδώσει την αγγλική λέξη που παραπέμπει στη σαδομαζοχιστική αισθητική του «δεσίματος» (bondage). Δυστυχώς ο ελληνικός τίτλος προδίδει το μαύρο χιούμορ που είναι βασικό συστατικό της σειράς.

Ο Rightor Doyle σκηνοθέτησε και έγραψε (τα περισσότερα επεισόδια) μια σειρά για να μιλήσει για τα συναισθηματικά αδιέξοδα της νεολαίας και όχι μόνο με τον πιο ανατρεπτικό και προκλητικό τρόπο. Η σειρά είναι σχεδόν αναρχική.
Χωρίς να κρύβεται πίσω από ευκολίες και κλισέ συναισθηματικής χαμηλής νοημοσύνης, το Bonding μιλάει για τα αδιέξοδα του σήμερα στον έρωτα και στην συναισθηματική ωρίμανση των ανθρώπων.

Η σειρά, χωρίς να το κάνει σημαία, μιλάει εντούτοις με πολύ σαφή τρόπο για τον αγώνα της γυναίκας που φυσικά δεν μπορεί να ακόμη να βρει τη θέση της και να αντιμετωπιστεί το ίδιο όπως ένας άντρας. Είναι ίσως η πρώτη σειρά που έχω δει που η θέση της γυναίκας που διεκδικεί το δικαίωμα της,  είναι σε δυσχερέστερη θέση από έναν ομοφυλόφιλο που έχει κάνει οuting. (και σίγουρα η φράση αυτή δείχνει το επίπεδο της κοινωνίας μας που δεν αντέχει και δεν ανέχεται – δεν βρίσκω όμως άλλο τρόπο να το γράψω)

Μαύρο χιούμορ και βιτριολικές ατάκες, με φόντο τη Νέα Υόρκη και εξαιρετικές ερμηνείες από την Τίφ, την αφέντρα  φοιτήτρια, που την ενσαρκώνει η Zoe Levin και τον Πιτ, που τον ενσαρκώνει ο Brendan Scannell .

Δεν προτείνεται για όσους δεν αντέχουν το διαφορετικό στην καθημερινότητά τους. Έτσι κι αλλιώς είναι «κατάλληλη από 16 ετών» και πάνω…!

Πόσων ετών πρέπει να είσαι: πρώτον για να διαβάσεις ένα παραμύθι και δεύτερον για να το απολαύσεις;
Πάντα τα παιδικά αναγνώσματα, ως ενήλικας τα αντιμετωπίζω με ένα δέος. Άραγε θα μπορέσουν να μου μιλήσουν, τώρα, εμένα που μεγάλωσα;

Ή μήπως ένας μεσήλικας δεν μπορεί να είναι σε θέση να «κρίνει» ένα παιδικό παραμύθι;

 

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα στο κεφάλι μου όταν διάβασα το παραμύθι της Μαριλένας Μοσχούτη. «Το λαγουδάκι και τα μυστικά της Μεγάλης Θάλασσας» (Εκδόσεις Κ.Μ.Ζαχαράκης) κατέληξα ότι θέλει μεγάλη σοφία για να γράψεις ένα πετυχημένο παιδικό βιβλίο που να μπορούν να το απολαύσουν και οι ενήλικες.

Μέσα από την ιστορία της η συγγραφέας μιλάει για τον φόβο, την προσπάθεια, την αλληλεγγύη, τη δύναμη που ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του αβίαστα, χωρίς ενήλικα τερτίπια διδακτισμού και με μεγάλο σεβασμό στους αναγνώστες της.

Το παραμύθι, που είναι γραμμένο με εξαιρετική φροντίδα και προσεγμένη κάθε του λέξη «ντύνεται με τις εικόνες που φιλοτέχνησε ο Νίκος Μοσχούτης και το βιβλίο το συνοδεύει ένα cd με αφήγηση της συγγραφέως και μουσικές του Σπύρου Μοσχούτη.

Σπύρος και Νίκος είναι ανίψια της Μαριλένας Μοσχούτη και η οικογενειακή αυτή δημιουργικότητα παρέδωσε ένα εξαιρετικό βιβλίο που κάθε γονιός θα χαρεί να διαβάσει ή να ακούσει μαζί με το παιδί του.

 

Διαβάστε τη συνέχεια στο www.viewtag.gr 

 

Όταν διαβάζω τα βιβλία της Έλενας Ακρίτα πάντα ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο μου.

Σε πολλά σημεία το χαμόγελο γίνεται γέλιο και όταν τυχαίνει να διαβάζω σε κάποιο καφέ, πράγμα που μου αρέσει πολύ με σάουντρακ τους ήχους της πόλης, κάποιοι σίγουρα θα λένε «κοίτα τον τύπο πώς γελάει μόνος του».

«Το σκισμένο τούλι» της Έλενας Ακρίτα (Εκδόσεις Διόπτρα) το έχω διαβάσει αρκετές βδομάδες τώρα. Κι όμως είναι ακόμη τόσο ζωντανό μέσα στο κεφάλι μου.

 

Κέντημα, σταυροβελονιά οι διάλογοι, ανθρώπινοι και αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες και ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν. Αυτά μου αρέσουν σε όλα τα βιβλία της Ακρίτα, και στο «Σκισμένο τούλι» η συγγραφέας κάνει τόσο καλά αυτό που ξέρει: γράφει με ζωντάνια, συνομιλεί με το σήμερα, με στιβαρά θεμέλια στις αναμνήσεις του χθες.

Οι γυναίκες πρωταγωνιστούν στο «Σκισμένο τούλι» λειτουργούν σαν μια γιορτή ακόμη κι όταν η πλοκή γίνεται πιο βαριά ακόμη  και πένθιμη.

Όλο το βιβλίο διαπνέεται από έναν σεβασμό και μια εκπληρωμένη αγωνία να μιλήσει η συγγραφέας μέσα από τις ιστορίες των ηρωίδων της για κοινωνικά θέματα που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία.

Η θυματοποίηση της γυναίκας που βιάζεται, ακόμη κι από στενό της περιβάλλον, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η σχέση δύο λεσβιών που κρύβονται μέχρι να βγουν στο φως, και ο έρωτας στην Τρίτη ηλικία μαζί με όλα τα στερεότυπα που καταπιέζουν ακόμη και τον πιο τολμηρό άνθρωπο παρελαύνουν στο βιβλίο της Έλενας Ακρίτα, «Το σκισμένο τούλι» και δημιουργούν ένα μωσαϊκό της καθημερινότητας αλλά πάνω απ’ όλα ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.

Μαέστρα στους διαλόγους και στις περιγραφές με πένα που κόβει και ράβει όπου χρειάζεται, η Έλενα Ακρίτα μας χάρισε ένα ακόμη βιβλίο με πικρό χιούμορ και πολλές αλήθειες που πρέπει να λέγονται. Κι όλα αυτά χωρίς διδακτισμούς, αβίαστα μέσα από τους χαρακτήρες που έχει φτιάξει.

Μπείτε στον κόσμο της Νένας, της Μάρως, της Σολφέζ, της Μιράντας και της Ιοκάστης και δε θα βγείτε χαμένοι. «Το σκισμένο τούλι» της Έλενας Ακρίτα είναι ένα βιβλίο που αξίζει να το ανακαλύψετε και να χαρίσετε στιγμές απόλαυσης στον εαυτό σας.

Γιάννης Καφάτος

 

Πηγή: https://www.viewtag.gr/elena-akrita-to-skismeno-toyli-oi-pe/

 

Αγίου Δημητρίου σήμερα, του μυροβλύτη, και οι νοικοκυρές, παλιά, στρώναν τα χαλιά για να υποδεχτεί η οικογένεια τη χειμωνιάτικη θαλπωρή. Παλιά αυτά, όταν το κλίμα τέτοιες μέρες ήταν σχεδόν χειμωνιάτικο – τώρα ακόμη και οι λιγότερο τολμηροί μια βουτιά τη ρίχνουν στο τσακίρ κέφι.

Είναι ωραία τα χαλιά στο σπίτι. Ακόμη κι αν το χρωστάς στην τράπεζα είναι το σπίτι σου διάολε και μια θαλπωρή τη φέρνει ένα χαλάκι, όσο φτηνό και να είναι.

 

Τα χαλιά είναι μια ωραία αφορμή για να παίξεις στο πάτωμα με τα παιδιά, το σκύλο ή τη γάτα σου. Είναι ένα καλό άλλοθι να αράξεις με μια ωραία μαξιλάρα και να ξεχαστείς για λίγο.

Τα χαλιά όμως έχουν και μια ακόμη ιδιότητα: είναι «φύλακες».

Βάζεις ωραιότατα κάτω από το χαλί κάτι και αυτό δεν υπάρχει να σε ενοχλεί! Εξαφανίζεται. Μέχρι τουλάχιστον να σηκώσεις το χαλί σε αφήνει στην ησυχία σου και η ζωή συνεχίζεται.

Τα «χαλιά» της κοινωνίας μας, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της προσωπικής ζωής του καθενός, σε τελική ανάλυση, κρύβουν πολλά …χάλια!

Τις πιο πολλές φορές αφήνουμε να περνάει ο καιρός και δεν θέλουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με σοβαρά και κρίσιμα θέματα. Τα βάζουμε κάτω από το χαλάκι κι ελπίζουμε ότι έτσι θα λυθούν μοναχά τους.

Αυτά τα «χάλια» κάτω από τα «χαλιά» όμως έχουν την εγωιστική τάση να παραμένουν εκεί και αναλλοίωτα εμφανίζονται στο πρώτο αεράκι που θα σηκώσει τα χαλιά να δηλώσουν την παρουσία τους και να μας κάνουν χειρότερα από ότι θα ήμασταν αν είχαμε αποφασίσει να τα αντιμετωπίσουμε.

Δεν είναι εύκολο για κανέναν να έρθει αντιμέτωπος με τους «σκελετούς» του, με τις φοβίες, και τις αδυσώπητες υποχρεώσεις που του φωνάζουν μες στη μούρη για μια κάποια ανικανότητα του.

Το να «κρύβεις», να «κρύβω», να «κρύβουν», τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι είναι, σε έναν βαθμό, ένα είδος άμυνας. Κάπου χρειάζεται να ηρεμούμε και να προχωράμε.

Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr 

Συνάντησα τον Κώστα Γάκη στο θέατρο Άλφα λίγες μέρες πριν ανεβάσει μια παράσταση που ήταν και η αφορμή να τον αναζητήσω: «Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν πιστό». Το αγαπημένο βιβλίο του ακόμη πιο αγαπημένου μου Λουίς Σεπούλβεδα (που χάθηκε λόγω κορωνοϊού πρόσφατα).

Πώς θα είναι επί σκηνής μια ιστορία που μας λέει (αρχικά) ένας σκύλος; Πώς θα είναι μια παράσταση για ενήλικες όταν κάποιοι επιμένουν ότι το βιβλίο του Σεπούλβεδα είναι παιδικό;

 

Ο Κώστας Γάκης διάβασε τυχαία το βιβλίο. Το είχαν διαβάσει οι γονείς του και μάλλον το άφησαν κάπου αντί να το βάλουν στη βιβλιοθήκη και το έπιασε στα χέρια του. Μετά την πρώτη επαφή αποφάσισε να το κάνει παράσταση.
Είχε στείλει μέιλ στον Λουίς Σεπούλβεδα, του απάντησε και τον παρέπεμψε στον εκδότη του, τον Γιώργο Μυρεσιώτη που μέσα από τις Εκδόσεις Opera μας μύησε στον κόσμο του συγγραφέα. Κι όλα πήραν το δρόμο τους.

Ο Κώστας Γάκης διαβάζοντας για τη φυλή που ανήκε και ο Σεπούλβεδα, τους Μαπούτσε, και τον διωγμό που υπέστησαν έκανε τις δικές του αναγωγές στις «φυλές» της ζούγκλας του αστικού ιστού που μας περιβάλλει και με την ευαισθησία που τον διακρίνει μετουσίωσε το «παραμύθι», την λαμπρή αυτή καταγγελία της πένας του συγγραφέα σε παράσταση.

Κάπως έτσι στις 2 Νοεμβρίου, με σκληρές πρόβες και πρωτότυπες μουσικές και σωματική κίνηση και πολύ συναίσθημα η θεατρική σεζόν της Αθήνας του κορωνοϊού θα υποδεχτεί τον Κώστα Γάκη στις παραστάσεις που θα δίνονται με όλα τα μέτρα ασφαλείας στο υπόγειο της Πατησίων και Στουρνάρη, στο ιστορικό θέατρο ΑΛΦΑ (Ληναίος-Φωτίου).

Εκεί συναντηθήκαμε και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω έναν ονειροπόλο και πάνω απ΄όλα ευγενή δημιουργό. Μιλήσαμε για την παράσταση αλλά στη σύντομη κουβέντα μας μπήκαν κι άλλα θέματα και χάρηκα για την πρώτη μου γνωριμία μ’ αυτόν ειλικρινή, ευγενή και παθιασμένο άνθρωπο.

Όταν φτιάχνεις μια παράσταση το κάνεις γιατί θέλεις να περάσεις ένα μήνυμα ή για το κέφι σου και το κέφι του κόσμου. Στη συγκεκριμένη παράσταση, τι θέλεις να πεις;

Σίγουρα θέλω να θέσει η παράσταση ερωτήματα και να υπάρξει μετά την παράσταση ένας χώρος και στην ψυχούλα και στο μυαλουδάκι για να ταλαιπωρηθεί τις επόμενες μέρες, να υπάρξει μία ζύμωση.

Σίγουρα απεχθάνομαι αυτό το μεταμοντέρνο του flu artistic και τον καλλιτέχνη που κάνει έναν σκηνικό αυνανισμό – μετά συγχωρήσεως – για να βγάλει τα αδιέξοδα του και να κάνει εμετούς. Διαφωνώ με το πόσο μπορούμε να κάνουμε τη σκηνή πεδίο μάχης με τα εσώψυχά και τα αδιέξοδά μας. Πιστεύω πάρα πολύ ότι πρέπει στην τέχνη να ξαναϋπάρξουν συνεκτικά αφηγήματα που φέρνουν τη «φυλή» ξανά κοντά και μέσα στη θεατρική αίθουσα να νιώθεις ζεστασιά να νιώθεις ότι καταλαβαίνεις αυτό που αφηγείται ο ηθοποιός επί σκηνής, ότι υπάρχουν συναισθηματικοί κραδασμοί, ότι υπάρχει μία ηλιαχτίδα μέσα στα κείμενα για έναν κόσμο ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι τούμπα και πρέπει να αλλάξει.
 Οπότε το κομμάτι του μηνύματος, που λες,  όταν το συνάντησα στο μήνυμά του Σεπούλβεδα έγινε αυτό που λέμε: κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι κανονικότατα. Πιστεύω ότι χρειάζεται να ειπωθεί Τώρα αυτή η ιστορία. Τώρα που καίγονται τα δάση στην Αυστραλία και στον Αμαζόνιο, τώρα που διώκονται οι φυλές παντού, τώρα που η Χιλή ξαναπιάνει το σύνταγμα Πινοσέτ και πρέπει να το κάνει κομμάτια και πρέπει να δικαιωθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οπότε ναι θεωρώ ότι η παρουσία μηνύματος και η πρόσληψη του στο θέατρο μέσα από συγκινησιακούς κραδασμούς είναι μέσα στους στόχους μου.

Το βιβλίο μιλάει για την Πίστη και την Σκληρότητα. Εσύ πόσο πιστός και πόσο σκληρός είσαι;

Είμαι πολύ σκληρός όταν στις ομάδες, στις κολεκτίβες, σε σεμινάρια που μπαίνω και παίζω μπάλα βλέπω ανθρώπους να πηδάνε εύκολα από τη βάρκα.
Σε αυτό γίνομαι έξαλλος για κάποιο λόγο. Μου φαίνεται πολύ απογοητευτικό ότι όταν όλοι μαζί μπαίνουμε και λέμε: Θα μοιραστούμε ένα χώρο και θα φτιάξουμε κάτι όλοι μαζί να εγκαταλείπει κάποιος τη γενναιόδωρη αυτή η συνθήκη, του όλοι μαζί. Όταν ξαφνικά σηκώνεται ένας αυχένας ενός ναρκισσισμού, μιας φιλαυτίας εκεί γίνομαι έξαλλος. Αλλά επειδή είμαι πολύ καθαρός από την αρχή στις σχέσεις μου, στο τι ζητάω και είναι ξεκαθαρισμένα, σπάνια υπάρχουν εντάσεις.
Το πιστός θέλω να πιστεύω ότι είναι κάτι που με χαρακτηρίζει. Αλλά αυτό μάλλον θα το πουν σύντροφοι μου .

Πού πιστεύεις;

Πιστεύω στην αλληλεγγύη των ανθρώπων, στις μικρές εστίες. Τώρα στο θέατρο Άλφα έχουμε φτιάξει μία μικρή κολεκτίβα που τη λέμε «συντροφιά των ονειροπόλων». Αυτές τις τρεις μέρες θέατρο Άλφ,α Δευτέρα και Τρίτη με τις παραστάσεις, και το Σάββατο από το πρωί μέχρι τις πέντε, με τα σεμινάριά μας το μετατρέπουμε σε μία όαση ενεργητικότητας. Κάνουμε προβολές, πολιτιστικές βραδιές, θα κάνουμε έναν αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να ξαναμοιραστούν χώρους μέσα σε αυτή την μικροβιοφοβική εποχή και να υπάρξει μία ουσιαστική πολιτική συνείδηση η οποία έχει να κάνει πιο πολύ με το γεγονός ότι θα μαζευτούμε 15 άνθρωποι και θα μαγειρέψουμε μαζί και θα πούμε και σε φίλους μας που δυσκολεύονται από το επάγγελμά μας ελάτε και εσείς υπάρχει φαΐ κάθε Κυριακή μεσημέρι, παρά σε έναν πολιτικάντικο λόγο που πρέπει να βρούμε τώρα τι τύπου λενινιστική ή μαρξιστική επανάσταση πρέπει να κάνουμε εν έτει 2020.

Μου αρέσει πάρα πολύ ο αγώνας, μιας και μιλήσαμε για τη Λατινική Αμερική, των κοινοτήτων. Ας πούμε οι ζαπατιστικές κοινότητες στο Μεξικό είναι ένα πρότυπο. Μπορεί να είμαστε σε μία πόλη αλλά και αυτή η πόλη είναι μία ζούγκλα. Οπότε μέσα στη ζούγκλα μας τι ανήσυχες μικρές εστίες μπορούμε να φτιάξουμε;

Πρεμιέρα Δευτέρα 2 Νοεμβρίου / Η παράσταση θα παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη

Μου δίνεις μια καλή ατάκα για να «βγω»: Γιατί τότε ως θεατές βλέπουμε πολλές «κατά μόνας ηδονές», και δεν βλέπουμε καλλιτέχνες να συνενώνονται αλλά ο καθένας να φτιάχνει την ομάδα του;

Μπορεί να είναι έτσι μπορεί να είναι κι αλλιώς. Λέγαμε παλιά ότι οι παρέες γράφουν ιστορίες Σαββόπουλος και λοιπά.
Υπάρχουν άνθρωποι στο επάγγελμά τους οποίους δεν εκτιμώ καθόλου, δεν σέβομαι, θεωρώ αυτό που κάνουν ελιτίστικο, απαίσιο, ταξικό, ότι δεν αφορά κανέναν, μεταμοντέρνο χωρίς ουσία, αλλά και αυτές όμως είναι κάποιες παρέες που το παλεύουν.

Άρα η αίσθησή μου είναι ότι από όποια πλευρά και να το κοιτάς το να φτιάξεις μία συντροφιά δεν είναι απαραίτητα κακό. Δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι μία συντροφιά με τα ίδια πιστεύω και τα ίδια προτάγματα.

Αλλά συντροφιές –συντροφιές – συντροφιές – συντροφιές μέσα στην τέχνη να: φτιάχνουν αυτή την τεράστια συγκέντρωση έξω από το εφετείο, κι αυτό είναι κάτι! Ο αγώνας του Καμπαγιάννη ή των άλλων ανθρώπων ήταν πριν, μικρές-μικρές εστίες που δεν ήταν απαραίτητα στην ίδια πολιτική αντίληψη. Άρα η αίσθησή μου είναι ότι: αντί να ψάχνουμε το τεράστιο όραμα το καθολικό μήπως να μπορούσαμε να φτιάχνουμε τις συντροφιές μας και τώρα που τις φτιάξαμε αντί να επαναπαυτούμε στο πόσο καλά τη φτιάξαμε και να ζούμε τον ηδονισμό «τη καλή συντροφιά που είμαστε», να αναζητήσουμε μέσα στον αστικό ιστό και μέσα σε όλη τη χώρα και στην υφήλιο και άλλες ανησυχίες εστίες;

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο εδώ

Μυστήριο, αγωνία, καταιγιστικός ρυθμός, σκληρές-κρυμμένες αλήθειες σε ένα πολύ ιδιαίτερο σκηνικό. Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία του καινούργιου μυθιστορήματος του Βαγγέλη Μπέκα, «Ο Γιος μας» (Εκδ. Ψυχογιός).

Ένα παιδί που εξαφανίζεται, συγγενικές, φιλικές και άλλες σχέσεις που καταρρέουν με φόντο ένα χωριό στα σύνορα, αλλά και το μουσουλμανικό χωριό στην άλλη πλευρά του φράχτη είναι το σκηνικό.

 

Ο Μπέκας καταφέρνει να φτιάξει μια πολύ δυνατή περιπέτεια αλλά και να μας παρουσιάσει χαρακτήρες που όχι μόνο είναι αναγνωρίσιμοι αλλά και πολύ καλά δουλεμένοι. Οι διάλογοι του έχουν μια αμεσότητα ενώ οι εσωτερικές αγωνίες κάθε προσώπου, από τα πολλά, που πρωταγωνιστούν δείχνουν μια βαθιά και ειλικρινή ψυχολογική προσέγγισή τους.

Μου άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα του βιβλίου αν και το βασικό του εύρημα, η εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού, ομολογώ ότι μου έσφιξε το στομάχι από τη στιγμή που διάβασα την περίληψη στο οπισθόφυλλο. Ως πατέρας, δύο παιδιών, δεν μπορώ να διανοηθώ την κατάσταση που βιώνει ένας γονιός όταν χάνεται το παιδί του. Ο συγγραφέας κατάφερε με το στιλ της διήγησής του να με κρατήσει στις σελίδες του και τελικά να με κάνει να λειτουργήσω ως αναγνώστης που διαβάζει κάτι πρωτότυπο και ενδιαφέρον.

Οι νύξεις για τους τζιχαντιστές, που τους διαχωρίζει από τους καθημερινούς μουσουλμάνους ήταν ακόμη ένας άσσος στην ιστορία του βιβλίου.

Τελικά υπάρχουν περισσότερα κοινά μεταξύ των ανθρώπων από όσα εμπόδια στήνουν οι θρησκείες, η γλώσσα, η άλλη πλευρά του φράχτη σε τελική ανάλυση.

Επειδή όλοι αρεσκόμαστε σε «ετικέτες» δυσκολεύομαι να πω ότι «Ο Γιος μας» είναι απλώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν και διαθέτει όλα τα στοιχεία της τυπολογίας. «Ο Γιος μας» είναι ένα ψυχογράφημα της εποχής που θέλει τους ανθρώπους έρμαια στα πάθη, το παρελθόν, το αβέβαιο μέλλον και το ψυχοφθόρο παρόν τους.

Ο Βαγγέλης Μπέκας είναι ένας πολύπλευρός καλλιτέχνης που τον είχα γνωρίσει διαδικτυακά πριν από πολλά-πολλά χρόνια όταν οι blogger στην Ελλάδα είμασταν λίγοι. Το ψευδώνυμό του ήταν VitamiBarouak  (το βήτα και το μι από το όνομά του και το μπαρουάκ κρύβει την αγάπη του για τον Μπάροουζ και τον Κέρουακ) και άρχισα να παρακολουθώ τα καλλιτεχνικά του πρότζεκτ.

Σήμερα, 4 βιβλία και ένα  1ο βραβείο (από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας) για το σενάριό του στην ταινία: «Η χύτρα», πολλά διηγήματα και οργάνωση μαθημάτων δημιουργικής γραφής μετά, ο Βαγγέλης Μπέκας μου μίλησε για να τον γνωρίσουμε καλύτερα και απάντησε με ενδιαφέροντα τρόπο σε ερωτήσεις που δεν αφορούν μόνο την υπόθεση του βιβλίου του.

Πώς ένα παιδί της πόλης, φτιάχνει μια ιστορία που διαδραματίζεται στις εσχατιές της χώρας;

Όταν η βασική ιδέα του μυθιστορήματος απαιτεί βουνά, δάση και σύνορα, είναι νομίζω η καλύτερη ευκαιρία να αποδράσεις από το γκρίζο της πόλης.

Πολλοί παρεξηγούνται με τον χαρακτηρισμό «ελληνική επαρχία» κι έχουν «εφεύρει» το ελληνική «περιφέρεια». Εσύ πώς δούλεψες για να αποδώσεις την ατμόσφαιρα του ακριτικού χωριού και τελικά σε ενοχλεί το «επαρχία»;

Για μένα δεν κάνει διαφορά. Σημασία έχεις πως η επαρχία έχει σαφώς πιο φυσιολογικούς ρυθμούς, διαθέτει την επαφή με τη φύση, τον διπλανό και τα βαθύτερα ένστικτά μας. Είναι πολύ πιο κοντά σε αυτό που στα αλήθεια είναι ο άνθρωπος. Σε κάθε περίπτωση επιλέγοντας ένα ακριτικό χωριό για χώρο δράσης ενός βιβλίου, σου δίνεται η δυνατότητα να προσομοιάσεις μια μικρογραφία της κοινωνίας μας. Κάνοντας την ιστορία σου θρίλερ μυστηρίου, ξορκίζεις και την μονοτονία της επαρχίας, που για να είμαι ειλικρινής, δεν αντέχεται.

Οι ήρωές σου έχουν μυστικά. Πόσο τα μυστικά μας καθορίζουν;

Οι ήρωες έχουν layers από μυστικά, πέπλα που πέφτουν διαρκώς αποκαλύπτοντας ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως νόμιζες. Τα μυστικά στα μυθιστορήματα είναι ευλογία, στην πραγματική ζωή κατάρα.

Ως πατέρας, δύο παιδιών, πριν ακόμη ανοίξω το βιβλίο σου μου είχε σφιχτεί το στομάχι μόνο και μόνο από την ανάγνωση του οπισθόφυλλου με την μικρή περίληψη. Και αυτό συνεχίστηκε και όσο το διάβαζα, φυσικά. Το «παιδί» ως ήρωας κάνει μια ιστορία πιο «πιασάρικη»;

Οι σχέσεις κάνουν μια ιστορία πιασάρικη. Αν μπορείς να περιγράψεις την εξέλιξη μια σχέσης πειστικά, τότε κάτι έχεις καταλάβει από αυτό που λέγεται άνθρωπος. Στο συγκεκριμένο βιβλίο η σχέση πατέρα και γιου είναι σε πρώτο πλάνο αλλά δεν είναι η μόνη. Έχουμε επίσης ερωτικές σχέσεις, τη σχέση μάνας παιδιών, αδερφικές σχέσεις, εμμονικές σχέσεις, σχέσεις καταστροφικές. Ανθρώπινη κοινωνία θα πει σχέσεις. Δράμα στο χαρτί, στην οθόνη και το πανί θα πει, τουλάχιστον για μένα, να χειρίζεσαι καλά τις σχέσεις των ανθρώπων. Βέβαια, για να μην γελιόμαστε, αν καταφέρεις να ξεδιπλώσεις ταυτόχρονα και τους φόβους μας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ε, τότε η ιστορία θα κάνει μπουμ.

Από τους ήρωες του μυθιστορήματός σου, ποιος σε δυσκόλεψε περισσότερο στο να μας τον παρουσιάσεις;

Η Άρτεμη με δυσκόλεψε περισσότερο από όλους. Στην αρχή την έλεγα Άλκηστη και ήταν όλα πιο καθαρά μέσα μου. Ξέρετε ακολουθεί κοινή πορεία με την ηρωίδα του Ευριπίδη, αλλά μην το πείτε σε κανέναν. Είναι η γυναίκα που αγαπά τόσο πολύ τον άντρα της που είναι έτοιμη να θυσιαστεί γι΄αυτόν. Αν και στη δικιά μας περίπτωση η Άρτεμη είναι σκληρό καρύδι και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης που διαθέτει είναι ικανό να μας ξαφνιάσει.

Ποιος από τους ήρωες του «Γιου μας» περιέχει περισσότερο εσένα, Βαγγέλη;

Όλοι οι ήρωες από μέσα μου ξεπήδησαν και εμπεριέχουν κάποιο κομμάτι του εαυτού μου. Όλοι τους είναι παιδιά του δημιουργού, έτσι δεν λένε, ας αφήσουμε, λοιπόν, στον αναγνώστη να αποφασίσει ποιος μου μοιάζει περισσότερο…

Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Δύο άκρες σε ένα τεντωμένο σχοινί, δύο πόλοι που ποτέ δεν θα συγκλίνουν ή υπάρχουν, πλέον, περιθώρια συμπόρευσης και ομαλής συμβίωσης;

Εξαρτάται ποιες εκδοχές των θρησκειών θα επικρατήσουν. Το μουσουλμανικό χωριό που περιγράφω αποτελείται από Μπεκτατσήδες μουσουλμάνους που κυνηγήθηκαν από τους Οθωμανούς ως αιρετικοί. Οι Μπεκτατσήδες είναι πολυπληθείς στα Βαλκάνια, οι τζιχαντιστές όχι. Το γεγονός αυτό περιγράφεται στο βιβλίο, η κόντρα τους έχει δραματοποιηθεί. Μην ξεχνάμε όμως πως θα μπορούσε να καταντήσει η χώρας μας, αν κυριαρχούσαν χριστιανοί που καμώνονται τους ιεροεξεταστές. Ή οι φασίστες;

Κινηματογραφιστής και συγγραφέας, πάντα ανήσυχος καλλιτέχνης, από την εποχή των blog. Ποια γραφή σου ταιριάζει περισσότερο, ή δεν αντέχεις να ασχολείσαι μόνο με ένα αντικείμενο;

Το μυθιστόρημα είναι ο πυρήνας μου, το σενάριο η αγάπη μου, η σκηνοθεσία το χόμπι μου. Γεμίζει τις μπαταρίες μου ο πλουραλισμός και η αλληλεπίδραση των αφηγηματικών τεχνών.

Η εποχή της πανδημίας έχει αλλάξει τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε. Πιστεύεις το κλισέ: η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία;

Η φαντασία εμπνέεται από την πραγματικότητα, η πραγματικότητα είναι πέρα και πάνω από όλα. Αυτό που συμβαίνει μας θλίβει, αλλά ταυτόχρονα είναι και κάτι που μας βάζει σε εσωτερικές διεργασίες που οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε δημιουργικά. Ένα βίωμα είναι και αυτό, ας το γευτούμε τηρώντας τα προβλεπόμενα μέτρα και ας γίνουμε επινοητικοί για ανταπεξέλθουμε στις συνθήκες.

«Τις ημέρες που τελειώναμε τις ηχογραφήσεις του επερχόμενου δίσκου μας ολοκληρωνόταν η δίκη της Χρυσής Αυγής και μάθαμε την ημερομηνία ανακοίνωσης της απόφασης. Ελπίζουμε να καταδικαστούν για τα εγκλήματά τους οριστικά, αμετάκλητα και ξεκάθαρα.

Αφιερώνουμε αυτό το κομμάτι σε όλους τους ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά με την στάση ζωής και την αξιοπρέπεια τους υπέρ της ανθρωπιάς. Στις σκοτεινές εποχές, που δυστυχώς βρισκόμαστε παγκοσμίως, ανησυχούμε ιδιαίτερα για τον φασισμό της εξουσίας αλλά και της διπλανής πόρτας, για το μίσος από και προς όλες τις κατευθύνσεις που φυτρώνει παντού και μολύνει τον ιστό της κοινωνίας, από τους πολεμοχαρείς πλανητάρχες μέχρι τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού που κακοποιείται ένα παιδί.

 

Ας μην ξεχάσουμε να μιλάμε με τους ανθρώπους γύρω μας, να επικοινωνούμε και να ζούμε μαζί. Ας διατηρήσουμε την τρυφερότητα και την ομορφιά της ζωής. Αυτή είναι η δική μας δουλειά.»

Μια γροθιά είναι η ανάγνωση των βιβλίων του Μπουκόφσκι. Είτε είσαι 18 και τον πρωτοσυναντάς, είτε μεγαλύτερος – μάλιστα όσο μεγαλύτερος τόσο περισσότερο – η γραφή του dirty τύπου της αμερικανικής λογοτεχνίας παραμένει επίκαιρη και κόντρα σε κάθε κατεστημένο και φορμαλιστικούς καθωσπρεπισμούς.

Κάθε κείμενο του Μπουκόφσκι αρπάζει τον αναγνώστη και τον παρασέρνει σε μια δίνη ακραίων συναισθημάτων. Προσωπικά με συναρπάζει.

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του ποιητή και πεζογράφου που ύμνησε τον άνθρωπο όσο κι αν το περιθώριο ήταν η “πατρίδα” του.

 

Ο Charles Bukowski (Τσαρλς Μπουκόβσκι) γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας το 1920, αλλά από τα τρία του χρόνια βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είκοσι τεσσάρων χρόνων δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, και άρχισε να γράφει ποιήματα στα τριάντα πέντε του. Εξέδωσε πάνω από τριάντα βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πέθανε το 1994.

 

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Ομολογώ ότι όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο του Χρύσανθου Ξάνθη, «Θύελλα και ορμή» (Εκδόσεις Λογότυπο) ήμουν σε έναν άλλο κόσμο τόσο από προσωπικά προβλήματα όσο και από τον κόσμο που με είχε βάλει το προηγούμενο βιβλίο που διάβαζα. Είχα ήδη παρατήσει δύο βιβλία (ελπίζω για αργότερα) και η «Θύελλα» του Ξάνθη με πήρε αποφασιστικά από το χέρι και σελίδα σελίδα με κέρδισε.

Μια ερωτική ιστορία σε μια Αθήνα, στην οποία όμως επικρατεί ένα περίεργο πολιτικό σκηνικό με ταραχές και μια ιδιότυπη δικτατορία. Το «φανταστικό» της περιγραφής της πόλης μας είναι επαρκώς ιντριγκαδόρικο αφού πάντα έχεις κάτι να θυμηθείς και να συγκρίνεις.

 

Ο έρωτας όμως είναι εκείνος που υμνείται και ταλαιπωρείται στο βιβλίο του Χρύσανθου Ξάνθη.
Μέσα σε ένα μοντέρνο, σχεδόν φουτουριστικής κοπής περιβάλλον κάποιος επιμένει να γράφει ερωτικές επιστολές που κάνει το παν για να διαβαστούν.

Οι ήρωες του Χρύσανθου Ξάνθη είναι αναγνωρίσιμοι και δουλεμένοι. Γράφει ένα ερωτικό αστικό μυθιστόρημα που κερδίζει τον αναγνώστη και βάζει τον πήχη στον εαυτό του αρκετά ψηλά για το επόμενο βήμα, που ελπίζω να κάνει.
Ένα τίμιο ανάγνωσμα, με καλοδουλέμενη πλοκή, ύφος και δομή.

Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο πολιτικό αισθητικό κίνημα της εποχής του ρομαντισμού «Θύελλα και ορμή» που άνθισε κυρίως στη Γερμανία τον 18ο αιώνα αλλά μπόλιασε και την Γαλλική Επανάσταση.  Άλλο ένα «αγκιστράκι» για να τσιμπήσουμε και με αφορμή το βιβλίο να ψάξουμε λίγο παραπάνω για ένα επόμενο «ταξίδι». Άλλωστε αυτός, ή μάλλον, και αυτός δεν είναι ο ρόλος ενός βιβλίου;

Στο τηλέφωνο που κανονίσαμε τη συνέντευξη με τον Χρύσανθο Ξάνθη έμαθα και την άλλη του ιδιότητα που δεν είχε τύχει να γνωρίζω: Εκδότης του περιοδικού «Η πόλη ζει» και ιδιοκτήτης των εκδόσεων «Λογότυπο». Παλεύει σε μια ψηφιακή και τσακισμένη πολιτισμικά εποχή να κρατήσει ψηλά τη σημαία της ανάγνωσης.
Η κουβέντα μας έχει σκοπό να γνωρίσετε τον συγγραφέα – εκδότη που αξίζει να ανακαλύψετε.

Έρωτας μέσα από επιστολές και έρωτας μέσα από μηνύματα και εμότζι. Υπάρχει διαφορά τελικά;

Για να μπορείς να συγκρίνεις, πρέπει να ξέρεις. Ο Έρωτας είναι από τα πιο σύνθετα φαινόμενα. Όσο τον αναλύεις, τόσο χάνεται. Οπότε αφού δεν τον κατέχουμε, πώς μπορούμε να συγκρίνουμε τους τρόπους που εκδηλώνεται; Και στο Περί Έρωτος του Σταντάλ, περισσότερο αυτήν την υφή του φαινομένου αναλύει. Αλλά για να απαντήσω… Επιστολή ή εμότζι; Σαφώς και επιστολή! Όχι ότι δεν καταλαβαίνω την προσμονή του ήχου στο κινητό, την αποκρυπτογράφηση μιας φάτσας. Αν όμως έχω να επιλέξω (αν και στον έρωτα μάλλον δεν επιλέγεις), επιλέγω τις πιο κλασικές φόρμες. Ο ήρωάς μου στο Θύελλα και Ορμή, ο Τάκης, όλο γράμματα είναι. Μικρά, μεγάλα, σε χαρτί, σε τετράδια, σε χαρτοπετσέτες. Αντιθέτως, θεωρώ πιο ωραίο τον χωρισμό και την αντιδικία μέσα από το διαδίκτυο. Εκεί που ο ένας γράφει πάνω στον άλλον, που ξαναγυρνάς πίσω για να δεις την ατάκα, που παρεξηγιέσαι με μία λέξη που δεν έχει χρώμα. Αυτοί οι χωρισμοί είναι όντως διασκεδαστικοί. Έχω φτιάξει δύο αφιερώματα στο περιοδικό Η Πόλη Ζει που είναι καλά! Το ένα είναι με επιστολές ανωνύμων. Το άλλο επωνύμων. Το πρώτο μ αρέσει πολύ… Και ευχαριστώ ξανά τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν τις επιστολές τους. Τις κρατούσαν, μετά από χρόνια. Μηνύματα δεν μου δωσε κανένας. Κατάλαβες την διαφορά λοιπόν; Βλέπεις την αλλαγή στο γραφικό χαρακτήρα. Ανάλογα το τι γράφει, διακρίνεις την ένταση που έχει ασκηθεί πάνω στο χαρτί. Θεϊκό το αρωματισμένο χαρτί, το λερωμένο από καφέ, δάκρυα κλπ.

Στο βιβλίο σου περιγράφεις έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, αλλά και ανεκπλήρωτες ανθρώπινες υπάρξεις. Πού βλέπεις στοιχεία των ηρώων σου στην καθημερινότητα σου;

Μα παντού! Το ανεκπλήρωτο είναι που μας κινεί. Το non finito στην τέχνη. Το ανεκπλήρωτο υπάρχει παντού. Απλά είναι διαφορετικό να παλέψεις για να εκπληρώσεις κάτι και διαφορετικό να μην κάνεις τίποτα. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, το παραγόμενο, όμως, έργο είναι πολύ πιο πλούσιο όταν προσπάθησες. Οι άνθρωποι γενικά καλούνται να μην κάνουν κάτι, εάν δεν είναι σίγουροι. Καταλαβαίνετε πως αν είχε επικρατήσει αυτό στην ιστορία μας, θα ήμασταν πάνω στα δέντρα και – σίγουρα – βαριεστημένοι.

Πώς θα περιέγραφες με λέξεις τη «θύελλα» και την ορμή του έρωτα;

Δεν θα μπορέσω να είμαι πειστικός στην απάντησή μου. Ξαναλέω πως ορισμένα πράγματα δεν αναλύονται. Όταν αναλύονται, καταστρέφονται. Στο έργο, ο Τάκης έκανε αρκετές φορές αυτό το λάθος… Της υπερανάλυσης. Αλλά η ορμή είναι ιδιαίτερα περίεργο φαινόμενο στους ερωτευμένους. Είναι σαν να λες μπορώ να κάνω τα πάντα για εσένα, εκτός από το να καταρρίψω το παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα. Η ορμή χαρακτηρίζει έναν σοβαρό έρωτα. Ένας σοβαρός έρωτας τις πιο πολλές φορές εκφράζεται με “ασόβαρους” τρόπους! Και αυτό είναι το ωραίο… Η ορμή δημιουργεί γεγονότα, συμπτώσεις, εκπορθεί θύρες και μυαλά. Το ότι ενίοτε βρίσκεσαι στα πατώματα, δεν λέει και κάτι…

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία