Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Γιώτα Δημητριάδη

Γιώτα Δημητριάδη

Είναι δημοσιογράφος και φιλόλογος. Τελείωσε τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, το Εργαστήρι Δημοσιογραφίας και έκανε μεταπτυχιακό πάνω στο θέατρο. Πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις, σε κάποια παράσταση της πόλης θα είναι. Της αρέσουν οι συνεντεύξεις - συναντήσεις, που της επιτρέπουν να γνωρίσει ένα κομμάτι των ανθρώπων από κοντά.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Ήταν σαν γιορτή. Όχι επειδή δεν πληρώσαμε, αλλά επειδή πρώτη φορά κάναμε κάτι όλοι μαζί».

Όλοι ξέρουμε συνανθρώπους μας που δεν πληρώνουν το αντίτιμο του εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ορισμένοι υπερασπίζονται αυτή τους τη στάση με πάθος, προβάλλοντας τρανταχτά επιχειρήματα, ενώ για τους επικριτές τους θεωρούνται «τζαμπατζήδες». Πριν από λίγο καιρό ο κόσμος, εξαγριωμένος με τις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές των διοδίων και την κάκιστη ποιότητα των δρόμων, σήκωνε τις μπάρες και περνούσε. Το «Δεν πληρώνω», που πήρε διαστάσεις κινήματος, φαίνεται να έχει γερές βάσεις. Μπορεί να ξεκίνησε ως ιδεολογία, πλέον όμως έχει καταλήξει στο «Δεν έχω, δεν πληρώνω» .

Ο Ντάριο Φο έγραψε το 1974 το έργο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» και το 2010 άλλαξε τον τίτλο σε «Δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω», καθώς έλαβε υπόψη τα νέα δεδομένα, την οικονομική κρίση στην Ιταλία του 21ου αιώνα.

Στο έργο παρακολουθούμε την εξαθλίωση της εργατικής τάξης, που αδυνατεί να επιβιώσει, επειδή ξεζουμίζεται κυριολεκτικά από το σύστημα. Όλα ξεκινούν από ένα περιστατικό που δεν διαδραματίζεται επί σκηνής, αλλά το περιγράφει η κεντρική ηρωίδα στη φίλη της. Μια ομάδα γυναικών μπουκάρει σε σούπερ μάρκετ και αρνείται να πληρώσει τα προϊόντα, καθώς εξαιτίας της κρίσης οι τιμές έχουν υπερδιπλασιαστεί. Δημιουργούν τρομακτική σύγχυση στο ταμείο, έρχονται σε ανοιχτή ρήξη με το διευθυντή, σχεδόν τον απειλούν με λιντσάρισμα, και τελικά αρπάζουν τα αγαθά πληρώνοντας κατά βούληση. Όταν φτάνει η αστυνομία, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί οι γυναίκες έχουν μπερδέψει πολύ την κατάσταση και οι περισσότερες έχουν ήδη διαφύγει με τα λάφυρα-τρόφιμα. Η προσπάθεια των δύο γυναικών να κρύψουν ό,τι άρπαξαν από το σούπερ μάρκετ οδηγεί σε απίστευτα κωμικοτραγικά μπερδέματα τόσο τις ίδιες όσο και τους συζύγους τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι την επαναστατική πράξη της κλοπής κάνουν οι γυναίκες εν αγνοία των αντρών. Με αυτή την επιλογή ο συγγραφέας, χωρίς να στοχεύει σε κάποιο φεμινιστικό μανιφέστο, δείχνει ξεκάθαρα τη θέση της γυναίκας, ενός σημαντικού θύματος του καπιταλισμού, που είναι παράλληλα επιφορτισμένη με τη διαχείριση του σπιτιού.

Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετώντας την παράσταση επιτυγχάνει να φωτίσει τις παραπάνω πτυχές του έργου, ακροβατώντας εξαιρετικά ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό κομμάτι. Παράλληλα όμως αξιοποιεί ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά των έργων του Ντάριο Φο, το παιχνίδι. Στοιχείο που έχει δουλέψει και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Έτσι η καταγγελτικότητα του πολιτικού θεάτρου δεν μοιάζει με μανιφέστο κομμουνιστικού κόμματος, αλλά αγγίζει την αλήθεια του θεατή και τον φέρνει αντιμέτωπο με την πραγματικότητα που βιώνει ή, ακόμα χειρότερα, με αυτά που φοβάται πως θα βιώσει.

Ο θίασος είναι καλοκουρδισμένος και συγχρονισμένος, παρουσιάζοντας μια παράσταση συνόλου. Η Κάτια Γέρου και ο Γιώργος Μακρής με την εμπειρία τους ερμηνεύουν μοναδικά το ζευγάρι εργατών που έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Αποφεύγουν κάθε είδους μανιέρα και χτίζουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες, χρωματίζοντας τις ευαίσθητες χορδές τους. Εξίσου καλό και το νεότερο ζευγάρι (Ερατώ Πίσση και Πέτρος Σπυρόπουλος), με σκηνική εγρήγορση και κωμικό ταπεραμέντο. Υποκριτικό δώρο της παράστασης ο Χρήστος Μαλάκης, οι σκηνές του οποίου, ως δημοτικού αστυνομικού και καραμπινιέρη, είναι ξεκαρδιστικές.

Εν κατακλείδι, μια έντιμη κωμωδία, που θα σας ψυχαγωγήσει, με ένα άρωμα παλιού καλού Θεάτρου Τέχνης.

 

Η σκηνοθέτις Ελένη Ευθυμίου και ο κινηματογραφιστής Δημήτρης Ζάχος βρίσκονται στο παρά πέντε της πρεμιέρας τους στο Θέατρο Πόρτα. Αυτή τη φορά θα ανέβουν και οι ίδιοι πάνω στη σκηνή μαζί με τους χορωδούς τους. Η πρώτη για να διευθύνει αυτή την πρωτότυπη σκηνική σύνθεση και ο δεύτερος για να τραγουδήσει μαζί τους. Οι απορίες μου πολλές για τη νέα τους δουλειά. Οι δυο τους γεμάτοι ενθουσιασμό και πάθος μού μιλούν για τη «Χορωδία Ανέργων», υποστηρίζοντας ότι «Όσα δεν μπορούν να ειπωθούν, μπορούν να τραγουδηθούν».

Τους ρωτάω πώς γεννήθηκε η ιδέα και η Ελένη δίνει αμέσως τα εύσημα στον Δημήτρη, ο οποίος μου λέει: «Σίγουρα έχει να κάνει με ιστορίες και εμπειρίες που κουβαλάμε μέσα μας αλλά και ιστορίες φίλων και κοντινών συγγενών  που έμειναν άνεργοι γιατί έκλεισαν δουλειές ή απολύθηκαν ή παραιτήθηκαν. Οπότε όλο αυτό το πλέγμα δημιουργεί μια σχέση με την εργασία που νιώσαμε ότι έπρεπε να το επικοινωνήσουμε και να εξετάσουμε πώς καθορίζει τη ζωή μας η εργασία. Να διερευνηθεί στο πλαίσιο ενός καλλιτεχνικού έργου. Η ιδέα για τη χορωδία γεννήθηκε επειδή ήξερα τη δουλειά της Ελένης και πώς το τραγούδι και η μουσική μπορούν να είναι πολύ άμεσα και πολύ ενδεικτικά στον τρόπο επικοινωνίας ενός τέτοιου προβλήματος».

Όσο για τον αν είναι πρακτικά δύσκολο να δουλεύεις με μη επαγγελματίες, μου εξηγεί: «Δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί ούτε μουσικοί ούτε τραγουδιστές. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που βιώνουν τις καταστάσεις που αφηγούνται μέσω του τραγουδιού. Αυτό τους βάζει σε μια ιδιαίτερη διαδικασία, που αποκτά ένα ξεχωριστό βάρος, το βάρος της εμπειρίας και της ευθύνης για όσα λέμε».

HorodiaAnergon 1.jpg

Γιατί όμως επέλεξαν να δημιουργήσουν μια χορωδία; Το τραγούδι ανακουφίζει σε σχέση με την πρόζα; Η Ελένη αναφέρει: «Το θέμα που είναι βαρύ και αμαυρώνει την καθημερινότητά μας μέσα από το τραγούδι αποκτά μια διάσταση πιο ποιητική, πιο απελευθερωτική. Ενδυναμώνει τους ανθρώπους στο πλαίσιο του συνόλου. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε μέσα από το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν είναι όσα αφηγούνται οι χορωδοί στην παράσταση, αλλά ότι εκείνοι που δεν γνωρίζονται μπορούν να δημιουργήσουν μια ομάδα και να μοιραστούν το πρόβλημα».

Και συμπληρώνει: «Το εγχείρημα καθαυτό είναι μια πρόταση προς το κοινό, μια πρόταση για τη δημιουργία, μια πρόταση για την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων μέσα από την ανεργία. Απώτερος στόχος να δουν αυτή την κατάσταση σαν μια ευκαιρία για αναθεώρηση των επιθυμιών και των ευκαιριών».

«Να δούμε την ανεργία σαν ευκαιρία;» αναρωτιέμαι. Ο Δημήτρης Ζάχος σπεύδει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Η ανεργία είναι μια πάρα πολύ δυσάρεστη κατάσταση και δεν επιδιώκουμε σε καμία περίπτωση να αναπαραγάγουμε τα κοινωνικά στερεότυπα που αφορούν τον άνεργο, είτε έχουν σχέση με την ανικανότητά του να λειτουργήσει στο πλαίσιο της μισθωτής εργασίας είτε με το ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι λειτουργικοί ή είναι τεμπέληδες και δεν κάνουν τους απαραίτητους συμβιβασμούς για να τα καταφέρουν. Η παράσταση δεν έχει τόνο εμφανώς καταγγελτικό, ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά, και δεν φέρει το βάρος που συνήθως υπάρχει όταν μιλάμε για την ανεργία».

Πώς κατέληξαν στα μέλη της χορωδίας τους; «Δημιουργήσαμε μέσα από φίλους, γνωστούς και τον κοινωνικό περίγυρο ένα δίκτυο ανθρώπων με τους οποίους αρχικά κάναμε μια κουβέντα και τους δώσαμε ένα ερωτηματολόγιο με προβληματισμούς που δεν είχαν σχέση με επιστημονική έρευνα. Από αυτούς τους ανθρώπους προέκυψε ο πυρήνας της ομάδας. Μας βοήθησε πολύ και το περιοδικό δρόμου «Σχεδία» στο οποίο απευθυνθήκαμε και τελικά από αυτό το δίκτυο συμμετέχουν στη χορωδία μας τρεις πωλητές».

HorodiaAnergon 2.jpg

Πολλοί διερωτώνται αν θα υπάρξει κάποια αμοιβή για τους ανέργους. Η Ελένη μου διευκρινίζει: «Είναι ένα εγχείρημα χωρίς υλικές απολαβές. Ούτε εμείς ούτε εκείνοι θα πάρουμε κάποια αμοιβή και είμαστε όλοι σύμφωνοι σε αυτό. Αποφασίσαμε να το κάνουμε για δική μας απόλαυση. Από εκεί και πέρα αυτό που έχουμε πει στους ανθρώπους και ισχύει είναι πως ό,τι χρήματα βγουν από τα ενοίκια του θεάτρου θα πάνε σε εκείνους».

Οι δυο τους από την αρχή της κουβέντας δείχνουν αποφασισμένοι η χορωδία να έχει μέλλον και να μην τελειώσει στις τέσσερις παραστάσεις του Θεάτρου Πόρτα. Τα σχέδιά τους λοιπόν είναι δύο: «Καταρχήν το υπάρχον σχήμα να πάει σε διάφορα φεστιβάλ. Έχουμε, για παράδειγμα, κάνει αίτηση στην Ελευσίνα. Επίσης θέλουμε να εξελιχθεί, γιατί αυτό που θα παρουσιάσουμε τώρα είναι ένα πρώτο σχεδίασμα. Το δεύτερο σχέδιο είναι να πάμε σε φεστιβάλ εκτός Αθήνας και να συστήσουμε μια καινούργια χορωδία με τους ανέργους της εκάστοτε περιοχής».

HorodiaAnergon 3.jpg

Η Ελένη Ευθυμίου όμως δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με ένα ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα. Έχει ήδη στο βιογραφικό της μια παράσταση για την ενδοοικογενειακή βία, το «Με χτύπησε στις 2.45». Επίσης δύο εξαιρετικές παραστάσεις με την ομάδα Εν Δυνάμει στις οποίες πρωταγωνιστούσαν παιδιά με ειδικές ανάγκες και τώρα την παράσταση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών «Το κάλεσμα της Άγριας Φύσης» που παρουσιάζεται σε ιδρύματα και νοσοκομεία όλης της χώρας.

Αισθάνεται ότι κάνει ένα είδος θεάτρου, κοινωνικό θέατρο; «Με αφορά πολύ η σύνδεση του ανθρώπου με την κοινωνία, η επιρροή της κοινωνίας στον άνθρωπο και η επιρροή του ανθρώπου στην κοινωνία. Δεν μου αρέσει η ταμπέλα του κοινωνικού θεάτρου ούτε του θεάτρου ντοκιμαντέρ. Με γοητεύει πολύ η ιδέα τού να κοινοποιείται κάτι κρυμμένο, κάτι για το οποίο δεν μιλάμε. Πάντα όμως με ενδιαφέρει από καλλιτεχνική σκοπιά. Επιπλέον με κινητοποιεί το γεγονός ότι μέσα από την εργασία μαθαίνω πράγματα που μόνη μου δεν θα τα έψαχνα. Με συναρπάζει η ιδέα της πρωτότυπης δραματουργίας, το ότι ξεκινάς με λευκό χαρτί, με την πραγματικότητα ως υλικό για επεξεργασία και για έμπνευση. Η χορωδία είναι ιδέα ενός καινούργιου ανσάμπλ. Μου αρέσει πάρα πολύ η σκέψη ότι δημιουργώ μια κοινή γλώσσα με ανθρώπους που πιο πριν δεν είχαν ένα κοινό ερέθισμα. Οπότε φτιάχνουμε από την αρχή μια καινούργια γλώσσα».

 

«Χορωδία Ανέργων"
Ελένη Ευθυμίου-Δημήτρης Ζάχος
«Όσα δε μπορούν να ειπωθούν, μπορούν να τραγουδηθούν»

Μέρες και ώρες παραστάσεων: 16 Μαρτίου-6 Απριλίου, κάθε Πέμπτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ, 8 ευρώ άνεργοι, ΑΜΕΑ, ομαδικό (άνω των 10 ατόμων)
Προπώληση εισιτηρίων στο ταμείο του θεάτρου, τηλ. 210 7711333

 

 

«Γιατί πήραν εκείνη και όχι εμένα;»

Το πολυβραβευμένο έργο του Κλαούντιο Τολκατσίρ ανεβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαριτίνας Πάσσαρη. Αφού έκλεισε έναν πετυχημένο κύκλο παραστάσεων τα Δευτερότριτα την πρώτη σεζόν, επιστρέφει και πάλι στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.

Το κείμενο ήταν το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης έμπνευσης- πειράματος του συγγραφέα. Στο σπίτι του στο Μπουένος Άιρες, στο φημισμένο Timbre 4, οι καλλιτέχνες επί μήνες αυτοσχεδίαζαν πώς να ενταχθούν σε μια οικογένεια , ποιο χαρακτήρα να δημιουργήσουν. Στο τέλος προέκυψε μια οικογένεια όπως οι Κόλεμαν.

Τα μέλη της παλεύουν καθημερινά με τη φτώχεια και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι τεταμένες. Όσο για την επικοινωνία τους, ως επί το πλείστον επιτυγχάνεται διά της βίας.

Η Μαριτίνα Πάσσαρη κατάφερε να φωτίσει μοναδικά τόσο τις κωμικές όσο και τις τραγικές πτυχές του έργου, παραδίδοντας στο κοινό μια παράσταση στην οποία το γέλιο εναλλάσσεται σε κλάσματα δευτερολέπτου σχεδόν με κάθε δυσάρεστη σκέψη.

Δούλεψε, και αυτό φαίνεται, εξαντλητικά τις σκηνές, ώστε οι σχέσεις των ηρώων να μοιάζουν καθημερινές και όλα να κυλούν ομαλά και αβίαστα, σαν να παρακολουθεί κανείς από κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει στο διπλανό διαμέρισμα.

Κυρίαρχη στην πινακοθήκη των προσώπων είναι η γιαγιά, η Αλεξάνδρας Παντελάκη, που λειτουργεί ουσιαστικά ως πυλώνας ισορροπίας στο σπίτι. Γι’ αυτό μετά το θάνατό της όλοι επιλέγουν ξεχωριστούς δρόμους. Η ηθοποιός με τη σκηνική της εμπειρία προσφέρει μια ατόφια ερμηνεία, αποδίδοντας το συναισθηματικό φορτίο της γυναίκας που ψάχνει απεγνωσμένα λύσεις.

Ένα δικό της κόσμο, ο οποίος όμως συνδιαλέγεται με τους υπόλοιπους ήρωες, φέρνει στο σανίδι η Εύρη Σωφρονιάδου ως Μεμέ. Μια μητέρα που δεν έχει καταφέρει να ενηλικιωθεί, έχει γεννήσει παιδιά από διαφορετικούς πατεράδες και επιμένει να κοιμάται ακόμη με το γιο της, τον Μαρίτο.

Σε αυτόν το ρόλο ο Μιχάλης Πανάδης μας χαρίζει μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία. (Νομίζω πως του αξίζει τουλάχιστον μια υποψηφιότητα για το Βραβείο Δημήτρης Χορν.) Κάθε ατάκα του προσδίδει άλλο τόνο στην ατμόσφαιρα. Με υπερβάλλοντα κυνισμό, ειρωνεία και υποδόριο χιούμορ, ο ήρωάς του λειτουργεί σαν μικρό διαβολάκι για τα μέλη της οικογένειας και βάζει φωτιά στα πάντα.

Η Γκάμπι της Αντιγόνη Δούμου μοιάζει με τη φωνή της λογικής στην οικογένεια και αποκτά μεγαλύτερο σκηνικό ενδιαφέρον στο δεύτερο μέρος.

Η Μαρσέλα Λένα, ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, ο Πάνος Τζίνος και ο Στέργιος Κοντακιώτης, αν και δεν έπαιζαν την πρώτη σεζόν και εντάχθηκαν τώρα στην ομάδα, δείχνουν να έχουν ενσωματωθεί πλήρως.

Το εικαστικό κομμάτι της παράστασης (επιμέλεια σκηνικού και κοστουμιών: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη) πιστεύω πως δεν πρόσθεσε τίποτα στα δυνατά χαρτιά της. Αντιθέτως, υπήρξαν κάποια κενά στις μεταβάσεις των σκηνών λόγω της μη εύρεσης σκηνικών λύσεων και εξαιτίας αυτού του ατελείωτου γιουσουρούμ που είχαν οι ηθοποιοί να τακτοποιήσουν στις εκάστοτε αλλαγές σκηνών.

«Η παράλειψη της οικογένειας Κόλεμαν» είναι μια παράσταση που σου θυμίζει γιατί αγαπάς το θέατρο. Απλή, αλλά τόσο ουσιαστική, στηρίζεται σε ένα δυνατό και επίκαιρο κείμενο, μιλά για το σπιτικό μου και για το σπιτικό σου, αναδεικνύοντας σπουδαίες ερμηνευτικές στιγμές που μυρίζουν έντονα «ανθρωπίλα» γι’ αυτό και σε αγγίζουν τόσο.

 

Κάθε φορά που τη συναντώ το ενδιαφέρον μου για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει είναι ανάλογο με την αγωνία μου να τη δω στη σκηνή. Ίσως επειδή και στα δύο καταφέρνει να με εκπλήσσει μόνο ευχάριστα. Οι απαντήσεις της μοιάζουν με τις ερμηνείες της, είναι απρόσμενα ειλικρινείς.

Αυτή την περίοδο την απολαμβάνουμε στον «Αύγουστο» του Τρέισι Λετς, σε μια ερμηνεία που σπάει κόκαλα και ισορροπεί αριστοτεχνικά το κωμικό με το δραματικό στοιχείο. Η Μαρία Πρωτόπαππα, αν ήταν στην Αμερική, θα ήταν σίγουρα και εκείνη υποψήφια για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα, όπως η Τζούλια Ρόμπερτς που ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία. Τη Μαρία όμως «δεν την ενδιαφέρει μόνο το επάγγελμά της» και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την ελληνική γλώσσα και τον ήλιο. Από αυτόν είχαμε μπόλικο καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας. Η μέρα έκανε τα πάντα για να επιβεβαιώσει τη ρήση «Από Μάρτη καλοκαίρι…»

 

protopappa.jpg

Τον «Αύγουστο» στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε μέσα από την κινηματογραφική επιτυχία. Είναι ρίσκο πιστεύεις να ανεβαίνουν στη σκηνή έργα τα οποία οι θεατές έχουν ταυτίσει τόσο πολύ με συγκεκριμένους ηθοποιούς του Χόλιγουντ;

Δεν το είδα έτσι. Ούτε συνέκρινα τον εαυτό μου με την Τζούλια Ρόμπερτς και το πώς ερμήνευσε το ρόλο. Είναι τελείως διαφορετικό το πλαίσιο, άλλη σκηνοθεσία. Το κείμενο είναι διαφορετικό, όμως και η παράσταση έχει άλλη λογική από ό,τι η  ταινία. Χαρακτηριστικό είναι το κωμικό στοιχείο, που είναι πολύ έντονο στη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου (Μαρκουλάκη) καθώς και μια «ελαφρότητα». Από την άλλη, όταν υπάρχει ταινία, έχεις και ένα δείγμα.

Επομένως την έχεις δει την ταινία;

Ναι, παλιά, και την ξαναείδα, και την αμερικανική παράσταση την παρακολούθησα στο ίντερνετ.  Όλα τα έψαξα, στο πλαίσιο της έρευνας, αναζήτησα τις συνεντεύξεις συντελεστών, όσα είπε ο  συγγραφέας για το έργο. Άλλωστε πάντα στη μετάφραση χάνεται ένα κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας, που είναι διαφορετική από τη δική μας. Γι’ αυτό χρειάζεται μια έρευνα, προκειμένου να οικειοποιηθείς ένα κομμάτι που είναι έξω από σένα. Και φυσικά «έκλεψα» κιόλας! Είναι φανερό δηλαδή, δεν χρειάζεται να πας στη Νέα Υόρκη να δεις την παράσταση. Τι, να λέμε ψέματα; Όλοι «κλέβουν».

Φαντάζομαι ότι για κάθε ρόλο υφίσταται το «κλέψιμο», ασχέτως αν υπάρχει ταινία…

Ναι, φυσικά. Μπορείς να κλέψεις και από λάθος επίσης. Να διαπιστώσεις ότι κάτι δεν κάθεται σε κάποιον που το δοκίμασε, οπότε να μην το επιχειρήσεις. Όσον αφορά πολύ παλιές παραστάσεις, για τις οποίες δεν υπάρχει διαθέσιμο υλικό καθώς έχουν ανεβεί, για παράδειγμα, πριν από το ’50, ψάχνω κριτικές. Μέσα από αυτές αναζητώ τον παλμό, τι περίπου είχαν κάνει, τι άρεσε, τι δεν άρεσε… Από παντού μπορείς να αντλήσεις έμπνευση, να πάρεις ιδέες.

Τώρα πάντως έχεις δηλώσει ότι, όταν είσαι σε μια παράσταση, δεν διαβάζεις κριτικές…

Δεν τα ψάχνω. Αν πέσει κάτι στην αντίληψή μου ή κάτι μου πουν, το κοιτάω. Έχω καταλάβει ότι, όταν είσαι μέσα σε μια δουλειά, το καλύτερο είναι να έχεις θετική σκέψη και να πιστεύεις αυτό που κάνεις, διότι η απόδοση κατά ένα μεγάλο μέρος έχει σχέση με την πίστη. Σε όσες περιπτώσεις δεν τα είχα καταφέρει αυτό με αποδυνάμωνε και δεν βοηθά.

Στο δεύτερο μέρος της παράστασης βλέπουμε την Μπάρμπαρα να γίνεται ίδια η μητέρα της. Πιστεύεις πως γεννιόμαστε ή είμαστε ίδιοι με τους γονείς μας;

Νομίζω πως έχει να κάνει με το πώς μεγαλώνουμε. Γινόμαστε ό,τι βλέπουμε. Ένα κομμάτι είναι βιολογικό, δηλαδή, αν κάποιος δεν έχει μεγαλώσει με τους βιολογικούς του γονείς, κάτι θα έχει κληρονομήσει, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι είναι επίκτητο λόγω της μίμησης αυτών που βλέπουμε.

protopappa.png

Σε ώθησε η παράσταση να διερευνήσεις λίγο περισσότερο τη σχέση με τη μητέρα σου;

Όχι, γιατί δεν είναι κάτι καινούργιο. Με αυτά τα υλικά δουλεύουμε πάντα και η σχέση μας με τους γονείς μας μας απασχολεί όλους στη ζωή μας. Υπάρχουν πράγματα που χάρηκα που τα μιμήθηκα και άλλα που δεν θα ήθελα να τα έχω από τη μητέρα και νομίζω το ίδιο ισχύει και για την Μπάρμπαρα.

Τον Οκτώβριο στη συνέντευξη Τύπου της Πειραματικής Σκηνής, όταν ο Ανέστης Αζάς ανακοίνωσε ότι η «Γλυκιά Τυραννία του Οιδίποδα», η παράσταση που σκηνοθέτησες, θα πάει σε φεστιβάλ της Γερμανίας, δήλωσε πολύ χαρούμενος, γιατί, όπως είπε, «πολεμήθηκε πολύ από τους κριτικούς». Εσύ πώς το εισέπραξες όλο αυτό;

Δεν ήξερα ότι πολεμήθηκε τόσο πολύ… Εγώ δεν εισέπραξα κάτι κακό. Ίσως γιατί έλειπα και τον περισσότερο καιρό στην Κρήτη. Διάβασα όμως και θετικά και αρνητικά σχόλια, όπως άρμοζε νομίζω και ήταν δίκαιο να συμβεί. Σε όσους δηλαδή δεν άρεσε η παράσταση κατανόησα γιατί συνέβη, σε όσους πάλι άρεσε επίσης κατανόησα το γιατί. Δεν αισθάνθηκα όμως ότι πολεμήθηκε, καθόλου. Το feedback που έφτανε σε μένα που ήμουν μακριά ήταν θετικό.

Αισθάνθηκες πως δεν είμαστε ανοιχτοί σε μια «πειραματική» σκηνή; Να δούμε δηλαδή το αρχαίο δράμα με μια τελείως διαφορετική οπτική;

Επειδή ακριβώς είναι μια πειραματική σκηνή, στόχος μου δεν ήταν να αποδείξω αν μπορώ να κάνω καλά τον «Οιδίποδα Τύραννο». Αν συνέβαινε αυτό, θα δοκίμαζα στην Επίδαυρο και ο στόχος θα ήταν εμπορικός. Η ευτυχία ήταν ότι είχα το περιθώριο λόγω του επιθετικού προσδιορισμού «πειραματική» να δοκιμάσω νέους δρόμους. Κάποια πράγματα μου βγήκαν όπως τα ήθελα, ενώ άλλα όχι. Αισθάνθηκα όμως ελεύθερη να δοκιμάσω κάτι σε σχέση με τα υλικά που είχα, τις συνθήκες. Δεν είχα καμία υπέρμετρη φιλοδοξία να αποδώσω το δράμα. Γι’ αυτό και το ευχαριστήθηκα. Ήταν μάθημα για μένα, γιατί σκέφτηκα ότι για να μάθεις πρέπει να τολμήσεις πιο παρορμητικά.

Πήγες στη Γερμανία με την παράσταση;

Μόνο μιάμιση μέρα για να στήσω.

Παλαιότερα είχες πάει και στην Πράγα για σπουδές. Δεδομένης της κατάστασης στην Ελλάδα, αν σου δινόταν μια επαγγελματική ευκαιρία, θα έφευγες;

Κανονικά θα έπρεπε να πω ναι. Κατάλαβα όμως, όσες φορές έλειψα, ότι δεν μπορώ χωρίς την ελληνική γλώσσα και τον ήλιο. Να αφήσω την προσωπική και την κοινωνική μου ζωή τώρα το θεωρώ πολύ δύσκολο. Δεν με ενδιαφέρει μόνο το επάγγελμά μου αυτή τη στιγμή. Όταν ήμουν μικρότερη, μπορεί να το έκανα, αλλά και πάλι δυσκολεύτηκα.

i-leksi-pou-de-les.JPG

Τώρα που τελείωσε η «Λέξη που δεν λες» τι θεωρείς πως αποκόμισες από αυτή την εμπειρία;

Επειδή έχουν καπακώσει καινούργια πράγματα, νιώθω ήδη μια απόσταση. Πρακτικά απόλαυσα πάρα πολύ το γεγονός ότι βρέθηκα εκτός Αθηνών.  Ότι αναγκάστηκα να προσαρμοστώ σε έναν άλλο τρόπο ζωής, λειτουργίας και αντιμετώπισης του χρόνου. Δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή, αλλά ήταν πολύ ανθρώπινα και ζεστά, ήταν πολύ καλή ομάδα. Το διάστημα που πέρασα εκεί υπήρχαν φάσεις που ήμουν ευτυχισμένη, όμως ταυτόχρονα υπήρχε και άγχος, ειδικά προς το τέλος που έπρεπε να προλάβουμε χρονοδιαγράμματα.

Γιατί πιστεύεις πως άγγιξε τόσο κόσμο η σειρά;

Απενοχοποιήθηκε στην ελληνική τηλεόραση η ύπαρξη ενός θέματος που δεν είναι ερωτικό και δεν έχει σχέση με ίντριγκες. Όπως προέκυψε, μπορεί να υπάρξει και διαφορετική θεματολογία. Είναι όπως τα τραγούδια που λες, τα παλιά τα rock, τα heavy metal, ή όπως οι μπάντες που ασχολούνται και με άλλα θέματα πέρα από την καψούρα, ενώ το ελληνικό mainstream είναι εκεί κολλημένο. Νομίζω πως υφίσταται αυτό και στην τηλεόραση και αυτό το πράγμα άνοιξε με κάποιο τρόπο και αφορούσε και μια ειδική μερίδα της κοινωνίας που είναι κουκουλωμένη.

Άλλαξε κάτι σε αυτή την «κουκουλωμένη» μερίδα της κοινωνίας;

Νομίζω πως συζητήθηκε, κυρίως θετικά, το θέμα. Ωστόσο και αρνητικά να συζητήθηκε πάλι έχει αντίκρισμα, γιατί ασχολήθηκε ο κόσμος με τον αυτισμό. Επίσης ορισμένοι άνθρωποι που τους αφορά άμεσα αισθάνθηκαν πως είναι ορατοί.

Επόμενα επαγγελματικά σχέδια;

Το καλοκαίρι θα είμαι στις «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου.

 

Η Μαρία Πρωτόπαππα πρωταγωνιστεί στον «Αύγουστο» του Τρέισι Λετς σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο Θέατρο Δημήτρης Χόρν.

august_omadiki.jpg

 

 

«Η υπέρτατη ηδονή του έρωτα μόνο με την υπέρτατη ηδονή του θανάτου μπορεί να συγκριθεί».

Αθήνα 1960. Πώς η μεγαλύτερη ευτυχία και δυστυχία της ζωής μπορεί να κριθεί από μία και μόνο συνάντηση; Το ποτάμι του Ιλισού, ο μενεξεδένιος Υμηττός, ο συννεφιασμένος ουρανός, η αττική γη στρώνουν το σκηνικό του μεγάλου έρωτα. Κάπου εκεί θα δοθεί και το πρώτο τους πύρινο φιλί.

Εκείνη προικισμένη με ένα θεϊκό ταλέντο θα γίνει η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος που θα ζητήσει χάρη από το βασιλιά και θα σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, ενώ θα συνεχίσει για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Εκείνος θα μείνει πιστός στο φως της Αθήνας και θα συνεχίσει να γράφει διηγήματα, να μεταφράζει έργα μέχρι να κάψει ό,τι δημιούργησε με τα ίδια του τα χέρια.

Σοφία Λασκαρίδου και Περικλής Γιαννόπουλος έζησαν ένα μυθιστορηματικό έρωτα με τραγικό φινάλε, που απελπισμένος επέλεξε ο ίδιος ο Γιαννόπουλος, πραγματοποιώντας μια υπόσχεση που της είχε δώσει «αν ποτέ τη χάσει…»

Στεφανωμένος πάνω στο άσπρο άλογό του μπαίνει στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Αυτοκτονεί με μια σφαίρα στο κεφάλι.

Στην παράσταση παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά της Σοφίας Λασκαρίδου. Η σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη δίνει στο θεατή τα απαραίτητα στοιχεία για να ταξιδέψει με τη φαντασία του. Από την εποχή κρατά το κοστούμι (σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης) και τη νοσταλγική μουσική (μουσική σύνθεση: Λευτέρης Βενιάδης). Έτσι στη σκηνή του 104 βλέπουμε τέσσερις Σοφίες ντυμένες στα λευκά, σαν αιώνιες νύμφες πιστές στην υπόσχεση το πρώτου έρωτα.

Η Ελένη Κουτσιούμπα, η Νεφέλη Μαϊστράλη, η Αμαλία Νίνου και η Αριστέα Σταφυλαράκη κατορθώνουν αντίστοιχα να χρωματίσουν με τις ερμηνείες τους εξαιρετικά κάθε έκφανση αυτής της πολύκροτης προσωπικότητας.

Ο Σταύρος Γιαννουλάδης δίνει μια πιο μελαγχολική φιγούρα στον Περικλή Γιαννόπουλο που σε ταξιδεύει σε μια belle époque. Δυναμική και η παρουσία του Θανάση Ζερίτη, τόσο στο ρόλο του ποιητή όσο και στους υπόλοιπους – χαρακτηριστική η σκηνή με το βασιλιά Γεώργιο.

Το πιο δυνατό χαρτί της παράστασης είναι το φινάλε της. Η Μαριέττα Σγουρδαίου, χωρίς κοστούμι της εποχής, ακίνητη, ανάμεσά μας, μας εξιστορεί τους προβληματισμούς μιας γυναίκας λίγο πριν από τη δύση της ζωής.

Και εκεί συνειδητοποιείς ότι η ιστορία αυτή δεν ήθελε κατακερματισμό.

Υπήρχαν σημεία που ένιωθα ότι χρειαζόμουν περισσότερο λόγο σε κάποια ηθοποιό, να μου αφηγηθεί ακόμα και απνευστί την ερωτική έξαψη ή την απόγνωση της ζωγράφου και όχι τόσο πολύ μοίρασμα. Σαν να με διασπούσε όλο αυτό το πινγκ πονγκ από τη μια γωνιά της αίθουσας στην άλλη. Σαν να μίκραινε η ιστορία.

Παρ’ όλα αυτά η σύντομη διάρκεια της παράστασης, η χημεία της ομάδας, οι καλοδουλεμένες ερμηνείες και η δυνατή ιστορία κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον.

 

Έχει παίξει ίσως την καλύτερη Κλυταιμνήστρα που έχω δει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» που σκηνοθέτησε η Μαρία Πρωτόπαππα για το Φεστιβάλ Αθηνών το 2013. Σε κάθε παράταση καταφέρνει να ξεχωρίζει.

Φέτος στην πρώτη της συνεργασία με την ομάδα ΝΑΜΑ και την Ελένη Σκότη πετυχαίνει για μια ακόμα φορά μια εκπληκτική ερμηνεία ως Ματριόνα, μια αδίστακτη χωριάτισσα που σπρώχνει το γιο της μεταξύ άλλων μέχρι το έγκλημα για το χρήμα.

Μετά το τέλος της δίωρης και ιδιαίτερα εξαντλητικής παράστασης μοιάζει τόσο ενθουσιασμένη και χαρούμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας που ξεχνάς ότι η Αγορίτσα Οικονόμου ήταν η γυναίκα η οποία κινούσε τα νήματα στη «Δύναμη του σκότους» του Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι. Η αδυσώπητη Ματριόνα έχει μεταμορφωθεί σε φωτεινό άγγελο και μου μιλά για τον «ελεήμονα θεό του θεάτρου»

 

agorisaoikonoumou.jpg

Μετά την ενασχόλησή σου με το συγκεκριμένο έργο ποια νομίζεις πως είναι τα συμπεράσματα του Τολστόι για την ανθρώπινη φύση;

Καταρχήν το έργο το έγραψε γύρω στο 1886, προς το τέλος της ζωής του. Ήταν απογοητευμένος και πηγή έμπνευσης για το εν λόγω κείμενο ήταν ένα πραγματικό γεγονός. Το 1880 κάποιος στο γάμο της πρόγονής του αποκάλυψε μπροστά σε όλους ότι μαζί της έκανε παιδί, το σκότωσε και είχε σκοτώσει και ένα άλλο παιδί του. Αυτό τον τάραξε, γιατί μέχρι τότε στη Ρωσία επικρατούσε η άποψη ότι κακοί και διεφθαρμένοι ήταν οι αριστοκράτες, οι βασιλιάδες, ενώ οι μουζίκοι, οι αμόρφωτοι, οι οποίοι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ και πίστευαν στον Θεό, ήταν καλοί και αγνοί. Έπειτα από το συγκεκριμένο συμβάν ο Τολστόι κλονίστηκε, αν και δεν ζούσε στον κόσμο του. Έγραψε λοιπόν ένα έργο η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται σε μια ρωσική επαρχία, σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, που το μαστίζει η φτώχεια και στο οποίο γίνονται απίστευτα εγκλήματα που όλοι γνωρίζουν αλλά κανένας δεν αναφέρεται σε αυτά. Θεωρώ πως ο Τολστόι ήταν βαθύτατα απογοητευμένος, όμως, επειδή έτρεφε τεράστια αγάπη και θαυμασμό για το ανθρώπινο είδος που είναι ελαττωματικό, υποστήριζε ότι όλοι είναι εν δυνάμει ικανοί για τα πάντα, από τους πολύ πλούσιους μέχρι τους πιο φτωχούς, από τους πολύ θρησκευόμενους μέχρι τους άθεους.

Γι’ αυτό κατά κάποιο τρόπο δικαιολογεί τους ήρωες;

Νομίζω πως ναι. Άλλωστε και οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες, όταν είναι αντιμέτωποι με αρνητικούς ρόλους, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ελαφρυντικά. Και στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο κατά την άποψή μου είναι ένα αριστούργημα, ο Τολστόι τους δικαιολογεί όλους, ακόμα και εμένα. Αναφέρεται συνέχεια ότι στην περίπτωσή της δεν γίνεται αλλιώς, ότι επιβάλλεται να σκοτωθεί το νεογέννητο.

Υπάρχει πάντως μια τάση η μάνα να δικαιολογείται, με το πρόσχημα ότι τα κάνει όλα για το παιδί της. Αυτό το ελαφρυντικό τής δίνεις και εσύ;

Ναι, αλλά η Ματριόνα φτάνει στο έγκλημα. Και αυτό δεν έχει σχέση μόνο με το μωρό. Το πρώτο της έγκλημα αφορά τα χρήματα. Θεωρώ πως όλα τα κάνει για την επιβίωσή της. Μπορεί να μη συμφωνούμε, μπορεί να μη μας αρέσει, αλλά συμβαίνει και αυτό.

Πώς δικαιολογείς μέσα σου τη Ματριόνα;

Είναι παντρεμένη με έναν άνθρωπο που δεν αγάπησε ποτέ, είναι βαθύτατα ερωτευμένη με το γιο της, ζει μέσα στην ανέχεια και προσπαθεί με οποιονδήποτε τρόπο να βελτιώσει τη ζωή της.

Το έργο δεν το έχουμε ξαναδεί στην Αθήνα. Έχει ανέβει μόνο μία φορά στη Θεσσαλονίκη. Εσύ γνώριζες το κείμενο;

Όχι.

Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν το διάβασες;

Τρελάθηκα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο Τολστόι έγραψε αυτό το έργο το 1886 με τόσο χιούμορ. Όταν το διάβαζα, γελούσα πάρα πολύ. Είναι η γραφή του τέτοια. Πιστεύω πως πολλοί σημαντικοί συγγραφείς έχουν πάρα πολύ χιούμορ, γιατί είναι διάνοιες, τόσο απλά. Τώρα, αν εμείς το αντιληφθούμε, θελήσουμε να το ενστερνιστούμε και να το προβάλουμε και στο κοινό, είναι θέμα απόφασης. Θεωρώ πως όλα τα σπουδαία έργα έχουν χιούμορ. Η «Ορέστεια», για παράδειγμα, έχει πάρα πολύ χιούμορ. Ο Ευριπίδης έχει πάρα πολύ χιούμορ. Όλοι οι τραγικοί, οι μεγάλοι συγγραφείς. Και ο Τολστόι είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας. Γι’ αυτό έπαθα πλάκα, επειδή δεν το περίμενα. Είναι ιδιαίτερα σκληρός, βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο, αλλά έχει και πάρα πολύ χιούμορ.

Η συνεργασία σου με την Ελένη Σκότη και την ομάδα ΝΑΜΑ πώς ήταν;

Αριστούργημα. Είναι πολύ ανοιχτά μυαλά, διαβάζουν, μελετούν, ψάχνουν, κάνουν έρευνα. Δεν είναι τυχαίοι άνθρωποι. Γι’ αυτό εξάλλου είναι στο χώρο τόσα χρόνια και πάει καλά το θέατρό τους. Δεν είναι τυχαία η επιτυχία που σημείωσε, για παράδειγμα, το «Αγαπητή Ελένα». Είχα έναν ενδοιασμό γιατί καμιά φορά, όταν ακούς Τολστόι, σκέφτεσαι ότι το κείμενο θα είναι πολύ σοβαρό. Όμως, όταν το διάβασα, εξεπλάγην με το χιούμορ του και είχα μια φοβία μήπως το προτείνω και δεν υπάρχει ανταπόκριση. Ωστόσο η πορεία ήταν κοινή. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, διότι με την πάροδο των προβών διαπιστώσαμε ότι συμβαδίζουμε.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας;

Γι’ αυτό ευθύνονται η Πέγκυ Τρικαλιώτη και ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Είπαν στην Ελένη (Σκότη) ότι ήξεραν μια ηθοποιό που πίστευαν πως θα έκανε για το ρόλο και άξιζε να με δει.

Σε ποια συνθήκη νιώθεις πιο δημιουργική, στις πρόβες ή στην παράσταση;

Και στις πρόβες και στην παράσταση. Στις πρόβες έχεις το πλεονέκτημα ότι, αν ο μη γένοιτο συμβεί κάτι, σταματάς και ξαναρχίζεις. Στην παράσταση δεν έχεις αυτή την πολυτέλεια. Πρέπει να μπαλώσεις το οτιδήποτε άρον άρον. Ο θεός του θεάτρου όμως είναι μεγάλος και ελεήμων, είναι δίπλα μας.

Έχεις αναφέρει ότι δεν θέλεις να έρχονται οι δικοί σου στις πρεμιέρες. Γιατί;

Ναι, αυτό ίσχυε πιο παλιά. Δεν το έχω ξεπεράσει εκατό τοις εκατό, αλλά το δουλεύω. Είναι λίγο δύσκολο. Στην πρεμιέρα έχεις μεγάλη αγωνία, να πάνε όλα καλά, να πεις σωστά τα λόγια. Μια μητέρα, για παράδειγμα, πώς να την πείσεις; Αφού βλέπει το παιδί της. Υπάρχει και ένα δεύτερο, τρίτο επίπεδο. Μια αγωνία να είσαι καλή, να τα καταφέρεις, να στηρίξεις. Δεν είναι εύκολο. Αν έρθουν και οι δικοί μου, αυτό ενισχύεται.

Έχεις ασχοληθεί με πολλά και διαφορετικά είδη. Σε έχουμε δει από μιούζικαλ, παιδική παράσταση, μέχρι αρχαία τραγωδία. Εσύ πού αισθάνεσαι καλύτερα;

Μου αρέσουν όλα. Προσπαθώ και έχω κάνει πάρα πολλά είδη και με διαφορετικούς συνεργάτες. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο αρχαίο δράμα. Για κάποιον ανεξήγητο ρόλο νιώθω οικεία. Αγαπώ ιδιαίτερα το συγκεκριμένο είδος και έχω παίξει σε αρκετές παραστάσεις. Ξεκίνησα με τις «Τρωάδες», στις οποίες γνώρισα και την Πέγκυ. Εκεί με είδε και ο Δημήτρης Λιγνάδης και με πήρε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο αγαπώ και άλλα είδη. Το μιούζικαλ, για παράδειγμα, το αγαπώ πάρα πολύ και, όταν μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία πέρυσι, ξετρελάθηκα.

Αν και πολλά χρόνια στο θέατρο, στην τηλεόραση σε έχουμε δει μόνο στο «Κάτω Παρτάλι». Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Πολύ ωραία, διότι οι πιο πολλοί ήμασταν γνωστοί. Με τους περισσότερους είχαμε ξαναδουλέψει στο θέατρο, οπότε το θέμα της επικοινωνίας είχε λυθεί. Είχαμε κατά κάποιο τρόπο προϋπηρεσία.

Απογοητεύτηκες που έληξε έτσι άδοξα η σειρά;

Δεν μου άρεσε. Θέλω να πω, όταν γίνεται μια δουλειά με τόση αγάπη, τόσο ταλέντο και τέτοια αφοσίωση από όλους, σημειώνει τόση επιτυχία και καταλήγει έτσι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι θλιβερό. Αντιλαμβάνομαι την κατάσταση, αλλά είναι στενόχωρο.

 

cover_1745.jpg

 Ποιος προσωπικός ή επαγγελματικός σου μύθος έχει καταρριφθεί; Τι πίστευες και περίμενες από αυτή τη δουλειά και απογοητεύτηκες;

Πίστευα πως, αν είσαι πάρα πολύ καλός, θα σε πάρουν, για παράδειγμα, μέσα από κάποια ακρόαση. Με την πάροδο των χρόνων συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ισχύει, γιατί πολύ απλά ίσως να μην είσαι αυτό που θέλει ο άλλος. Μπορεί να περάσεις από ακρόαση και να είσαι αριστούργημα, έτοιμος, πάρα πολύ καλός, αλλά όχι αυτό που αναζητά ο σκηνοθέτης. Για παράδειγμα, βλέπει ένας σκηνοθέτης σε μια ακρόαση μια κοπέλα ένα και ογδόντα, μελαχρινή, πάρα πολύ καλή, όμως για το συγκεκριμένο ρόλο αναζητά κάποια ξανθωπή, πιο αδύνατη και πιο κοντή. Γιατί έτσι την έχει φανταστεί. Μια ενδεχόμενη απόρριψη δεν έχει πάντα σχέση με την αμφισβήτηση της αξίας ή του ταλέντου του ηθοποιού. Αυτή λοιπόν ήταν μια αλήθεια που ανακάλυψα, καθώς ήμουν πεπεισμένη ότι, αν είσαι πολύ καλός, σε προτιμούν. Βεβαίως ενδέχεται να σε δει κάποιος, να ξετρελαθεί και να σε επιλέξει μεμιάς. Και αυτό συμβαίνει. Όλα αυτά τα κατάλαβα στη διάρκεια της δουλειάς. Κατά τα άλλα δεν έχει καταρριφθεί κάτι. Άλλωστε εγώ δεν ήμουν ποτέ αιθεροβάμων. Μπήκα και μεγάλη στη σχολή, όχι στα δεκαεπτά, στα δεκαοκτώ, όπως μπαίνουν πολλά παιδιά. Ήμουν απόλυτα συνειδητοποιημένη και ήξερα ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι έπρεπε να προχωρήσω βήμα βήμα. Ότι απαιτείται πάρα πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά.

Ακούγεται κάποια στιγμή στην παράσταση ότι «του αθώου τα δάκρυα πέφτουν σαν μπόρα πάνω στον ένοχο». Αυτό τη συγκεκριμένη περίοδο τι συνειρμούς σού δημιουργεί;

Είμαι λίγο απαισιόδοξη. Αυτή λοιπόν η φράση μού φέρνει στο μυαλό όλον αυτό τον κόσμο, όλα αυτά τα παιδιά που έχουν έρθει σε μας και έχουν πάει και σε άλλες χώρες. Όλοι αυτοί διά της βίας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, τη ζωή τους για να σωθούν. Αυτή η αγριότητα με συγκλονίζει. Με ταράζει το γεγονός ότι οι υψηλά ιστάμενοι δεν ενδιαφέρονται και φοβάμαι ότι καμία χώρα δεν θα νοιαστεί γι’ αυτούς. Μόνο οι απλοί άνθρωποι βοηθούν, δίνουν από το υστέρημά τους, φιλοξενούν, προσφέρουν ό,τι μπορούν. Δεν ξέρω αν το είχατε ακούσει, αλλά πριν από πολλά χρόνια στο πλαίσιο μιας έρευνας σε διάφορες χώρες έβαλαν κάποιον να λιποθυμήσει για να διαπιστώσουν αν ο κόσμος ευαισθητοποιείται μπροστά σε ένα τέτοιο συμβάν. Όπως προέκυψε, μόνο στην Ελλάδα έτρεξαν. Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά το έχω ακούσει. Είμαστε ένας πονεμένος λαός. Έχουμε περάσει πάρα πολλά και περνάμε και δυστυχώς θα περνάμε. Οπότε μόνο ο ένας με τον άλλο. Καμία συμπόνια από τους κρατούντες.

Η Αγορίτσα Οικονόμου πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Η δύναμη του σκότους» του Λέοντα Τολστόι στο Σύγχρονο Θέατρο, σε σκηνοθεσία-καλλιτεχνική επιμέλεια Ελένης Σκότη-Γιώργου Χατζηνικολάου.

 

«Σήμερα είναι όλα πιο άσχημα απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν».

Το κύκνειο άσμα του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ, η «Πλατεία Ηρώων», με αφορμή μια αυτοκτονία βγάζει στην επιφάνεια το παρελθόν της φιλοναζιστικής Αυστρίας του ’30, το οποίο μοιάζει τραγικά παρόν σε μια Ευρώπη που ο φασισμός έχει εισβάλει για τα καλά. Το έργο προφητεύει τη σημερινή άνοδο των εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων.

Η παράσταση έκανε πρεμιέρα το 1988, τη χρονιά που πέθανε ο Τόμας Μπέρνχαρντ. Ορισμένοι την αποθέωσαν, ενώ άλλοι ενοχλήθηκαν από τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας μίλησε τόσο ανοιχτά για το πικρό πρόσφατο παρελθόν, γι’ αυτό η παρουσία της αστυνομίας στο θέατρο είχε κριθεί αναγκαία.

Όλα συμβαίνουν μέσα σε μία μέρα, τη μέρα της κηδείας του καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ, στο διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ στην Πλατεία Ηρώων, από όπου ο ίδιος αυτοκτόνησε βουτώντας στο κενό. Είναι η πλατεία στην οποία το 1938 ο Χίτλερ κήρυξε την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ μπροστά σε 200.000 Αυστριακούς που ζητωκραύγαζαν ξέφρενα. Ακριβώς πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία ο Εβραίος καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ αυτοκτονεί από το παράθυρο του σπιτιού του.

Ο Δημήτρης Καρατζάς επιλέγει σπουδαίους ηθοποιούς και το καστ είναι πραγματικά ονειρεμένο. Τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής μια τρύπα-κορμό (τα ευρηματικά-πολυμορφικά σκηνικά είναι της Κλειώς Μπομπότη) και εστιάζει στην αυτοκτονία-απώλεια του καθηγητή. Ο Σούστερ λειτουργεί έτσι σαν ένας κορμός, που με τις ρίζες του ενώνει την οικογένεια. Για να τιμήσουν τη μνήμη του θα κάτσουν όλοι σε ένα κοινό τραπέζι, έστω και αν αυτό για να σταθεί θα χρειαστεί δεκανίκια, έστω και αν το αντίβαρό του στο κέντρο θα είναι τα λουλούδια που τόσο μισούσε.

Έτσι το προσωπικό δράμα φωτίζεται πρωτίστως στην παράσταση από όλες τις πλευρές, για να οδηγηθούμε κατόπιν στις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της πράξης του. Για να γίνει το ατομικό συλλογικό.

Η παράσταση επιτυγχάνει να συνδιαλαγεί με τον κόσμο του Μπέρνχαρντ, αναπτύσσοντας εξαιρετικά τα συνηθισμένα μοτίβα που συναντώνται και πολλές φορές γίνονται σκόπελοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επανάληψη στους μεγάλους μονολόγους. Στο σημείο αυτό η σκηνική ανάγνωση καταφέρνει να εστιάσει στην εκπληκτική γλώσσα του συγγραφέα, που φανερώνει μια υπέρτατη προσπάθεια αποτύπωσης αληθινού και πύρινου λόγου.

Αυτό που ίσως μου έλειψε είναι οι φωνές που δεν ακούσαμε. Δεν ξέρω δηλαδή πόσο το ατομικό δράμα έγινε συλλογικό, πόσο υπονοήθηκε και πόσο θα έπρεπε να είχε γίνει πιο έντονο. Δεν είμαι σίγουρη αν οι ήχοι που ακούγονταν (μουσική Γιώργος Πούλιος) έδωσαν στους θεατές να καταλάβουν το δράμα των Εβραίων και ποια ακριβώς ήταν η εν λόγω πλατεία. Δεν ένιωσα την παρουσία του Χίτλερ στην Πλατεία Ηρώων.

Όσον αφορά τους ηθοποιούς, δεν θα μπορούσα να μην ξεκινήσω από την κυρία Τσίτερ, την αφοσιωμένη οικονόμο, την οποία υποδύεται η Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Μια ερμηνεία κομψοτέχνημα, προσεγμένη στην παραμικρή λεπτομέρεια. Η σχέση λατρείας με το κοστούμι, ο ψυχαναγκαστικός τρόπος που σιδερώνει τα πουκάμισα, αλλά και το βλέμμα της στο δεύτερο μέρος είναι μοναδικά. Νομίζω μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της.

Ο Χρήστος Στέργιογλου με απίστευτη φυσικότητα και αμεσότητα αντιπροσωπεύει και τα πιο κωμικά στοιχεία του κειμένου, που σατιρίζουν το ίδιο το θέατρο και τους ανθρώπους του. Απολαυστικός και όταν απευθύνεται στο κοινό.

Η Μαρία Σκουλά και η Άννα Καλαϊτζίδου ως αδερφές με αντίθετους χαρακτήρες εντυπωσιάζουν άμα τη εμφανίσει τους. Δυνατές από την πρώτη σκηνή με τον καθρέφτη, εξαιρετικές και στη συνέχεια.

Η Υβόννη Μαλτέζου, η Σύρμω Κεκέ, ο Γιώργος Μπινιάρης και ο Παναγιώτης Εξαρχέας αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν χρειάζονται μεγάλοι ρόλοι για να λάμψει κανείς.

Ένα τραγικά προφητικό έργο σε μια Ευρώπη που η ακροδεξιά κερδίζει συνεχώς έδαφος. Τι θα έγραφε σήμερα ο Τόμας Μπέρνχαρντ, τρεις δεκαετίες μετά, όταν στις εκλογές του Δεκεμβρίου στη χώρα παρά τρίχα να εκλεγεί ο Νόρμπερτ Χόφερ και να γίνει ο πρώτος ακροδεξιός πρωθυπουργός;

 

Πρωταγωνιστεί σε μία από τις πιο πετυχημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών. Οι «12 ένορκοι» σημειώνουν απανωτά sold-out και κερδίζουν το κοινό, όπου και αν ανεβαίνουν. Δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μου. Ο Βασίλης Παλαιολόγος είναι ο μυστηριώδης ένορκος με τον αριθμό 4. Στο πλαίσιο μιας συζήτησης προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας. Δεν αρκεστήκαμε όμως μόνο σε αυτό, καθώς η κουβέντα με τον Βασίλη είναι πάντα απολαυστική και αποκαλυπτική… Όπως και ο ίδιος.

vasilis-palailogos-texnes-plus3.jpg

Οι «12 ένορκοι» και η μεγάλη επιτυχία

Πρόκειται για μια ιστορία δικαίου με τεράστια δύναμη ανατροπής. Για ένα έργο που χαρακτηρίζεται από την άρτια δομή του. Σε μια εποχή που όλα κρίνονται χωρίς πολλή σκέψη ένα φωτεινό παράδειγμα υπομονής είναι αναμφίβολα καλός οδηγός. Οι «12 ένορκοι» αγαπήθηκαν πραγματικά, αν και δεν διαφημίστηκαν με τον κλασικό τρόπο. Η ουσία του κειμένου άγγιξε τον καθένα ξεχωριστά, που έγινε πρεσβευτής της προσπάθειάς μας.

Από την οθόνη στη σκηνή…

Η πιο μεγάλη δυσκολία είναι η μεταφορά μιας ταινίας με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χαθεί η μαγεία που υπάρχει στην οθόνη. Επίσης το κείμενο πρέπει να αποδοθεί με πιστότητα, διαφορετικά θα αποτελεί διασκευή (κάτι που ενέχει ρίσκο) και επιβάλλεται να αναφέρεται. Τέλος οι συντελεστές καλό είναι να αποφεύγουν τη σύγκριση εν είδει ανταγωνισμού.  

Ο ένορκος Νο 4

Όταν επικοινώνησα με τη σκηνοθέτρια της παράστασης, την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, είχε ήδη ξεκινήσει τη διανομή και της είχαν απομείνει τέσσερις ή πέντε ρόλοι, ένας εκ των οποίων ήταν και αυτός του ενόρκου Νο 4. Μου είπε να διαβάσω το κείμενο και να της πω ποιον θα με ενδιέφερε να ενσαρκώσω. Ο έρωτας με τον ένορκο Νο 4 ήταν σχεδόν κεραυνοβόλος και αυτό το χρησιμοποίησα ως μέσο για να την κάνω να δει τον εν λόγω χαρακτήρα μέσα από μένα. Νομίζω πως το αποτέλεσμα μας έχει ανταμείψει αμφοτέρους.

Τα μυστικά πίσω από το χτίσιμο του ρόλου

Όταν μπαίνεις στη διαδικασία να ζωντανέψεις με το δικό σου τρόπο χαρακτήρες οι οποίοι έχουν με τέχνη αποδοθεί στο χαρτί, σχεδόν αντανακλαστικά ενεργοποιούνται μηχανισμοί που καμιά φορά ούτε ο ίδιος γνωρίζεις ότι μπορείς να υπερκεράσεις και εισέρχεσαι σε δύσβατα μονοπάτια. Προσπάθησα να αντιμετωπίσω το ρόλο μου ως κομμάτι του συνόλου, ως αυτόνομη μονάδα στις παρυφές του συνόλου. Επιδίωξα να είμαι ο παρατηρητής και ταυτόχρονα μια σιωπηρή δύναμη υπεράσπισης της λογικής αλληλουχίας των γεγονότων. Μέχρι να καταλήξω στην πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή, υιοθέτησα πολλές προσωπικότητες διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και έφτασα στο σημείο να  παγιδεύσω το χαρακτήρα που υποδύομαι σε ένα τετράγωνο σχεδόν αποστειρωμένο πλαίσιο φτιαγμένο από πλεξιγκλάς.

Κριτική και καταδίκη: τι εύκολο πράγμα…

Δυστυχώς η κριτική και η άποψη επί παντός επιστητού είναι πλέον κανόνας. Όλοι κρίνουν τους πάντες χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Η γνώση περνά σε δεύτερη μοίρα όταν υπάρχουν απαντήσεις για το καθετί. Καλό θα ήταν προτού η μηχανή κάνει κιμά το κρέας να πρυτανεύουν η λογική και η ορθή σκέψη.

Το φρικτό έγκλημα στην Κομοτηνή με θύτη και θύμα δύο ανήλικα κωφάλαλα παιδιά: η ετυμηγορία

Αν ήμουν ο ένορκος Νο 4, θα βασιζόμουν στη λογική εξέλιξη των γεγονότων μέχρι οι αποδείξεις να με οδηγήσουν στη σωστή απόφαση. Ταυτόχρονα θα προσπαθούσα να μπω στη θέση των ανθρώπων που έχουν διαφορετική συμπεριφορά και πιστεύω. Το πιο σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να λειτουργούμε απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις. Πρέπει με κάποιο τρόπο να βλέπουμε πίσω από τα γεγονότα.

vasilis-palaiologos-texnes-plus2.jpg

Μια ανάμνηση κρυμμένη σαν φυλακτό

Ακόμα και οι δυσάρεστες στιγμές όταν ιδωθούν από μια διαφορετική οπτική μπορεί να αφήσουν μια γλυκιά γεύση. Πόσο μάλλον οι στιγμές οι οποίες μας κάνουν να νιώθουμε περήφανοι που δουλέψαμε σκληρά για να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις ενός ρόλου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν υποκλινόμασταν στο τέλος της παράστασης το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη στο  κατάμεστο Θέατρο Άλμα. Ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος και η Άννα Βαγενά γύρισε και μου είπε να μην ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Να την κουβαλάω πάντα, γιατί είναι ό,τι πιο σπουδαίο μπορεί να ζήσει ένας ηθοποιός.

Η επιστροφή στη μικρή οθόνη

Ξεκίνησα με ιδιαίτερη χαρά, δεδομένου ότι για να συμμετέχω σε μια δουλειά πρέπει καταρχήν να με ενδιαφέρει ο ρόλος. Έτσι κι έγινε. Είχα σχεδόν δέκα χρόνια να λάβω μέρος σε τηλεοπτική σειρά και σε ένα βαθμό το χάρηκα πολύ. Δυστυχώς όμως διαπίστωσα ότι, όπως και τότε, έτσι και τώρα οι δυσκολίες εξακολουθούν να υφίστανται. Το θέμα είναι πως ό,τι συμβαίνει σε μια δουλειά –είτε θεατρική είτε κινηματογραφική είτε τηλεοπτική– σε επίπεδο παραγωγής έχει αντίκτυπο στους ηθοποιούς και αυτό έρχεται σε εκ διαμέτρου αντίθεση με το δεκάλογο του σπουδαίου σκηνοθέτη Κεν Λόουτς.

Επόμενα επαγγελματικά σχέδια

Είμαι δεκτικός και διαθέσιμος να συζητήσω οτιδήποτε μου προταθεί. Προς το παρόν συνεχίζω με τους «12 ενόρκους» μέχρι το Πάσχα. Κατόπιν θα ανεβούμε για δύο βδομάδες στη Θεσσαλονίκη και στις 5, 6 και 7 Μαΐου θα είμαστε στην Πάτρα.

Οι «12 ένορκοι» του Αμερικανού συγγραφέα Ρέτζιναλντ Ρόουζ  παίζονται για τρίτη χρονιά στο Θέατρο Αλκμήνη σε μετάφραση-σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη. Θα ακολουθήσουν παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα.

 Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης 

 

«Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Τίποτα δεν θα πάρουμε μαζί μας, μόνο την καλοσύνη της ψυχής μας». 

 

Μια γυναίκα-σύμβολο, που έζησε 108 χρόνια παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετώπισε. Μια ζωή-νίκη στο παράλογο του πολέμου. Η Φιλιώ Χαϊδεμένου γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το 1922, με το διωγμό, έχασε αδέρφια και πατέρα, ενώ η ίδια μαζί με τη μητέρα της κατάφερε να φτάσει Ελλάδα, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή της. 

Δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα της, υπήρξε ενεργό μέλος πολλών μικρασιατικών σωματείων και βραβεύτηκε επανειλημμένως για τη δράση της. Συνέβαλε στην ίδρυση ενός μουσείου στη Νέα Φιλαδέλφεια αφιερωμένου στον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, που φέρει το όνομά της: Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού «Φιλιώ Χαϊδεμένου». 

Εξιστόρησε τη ζωή της στην εγγονή της και έτσι εκδόθηκε το ομώνυμο βιβλίο. Η Άνδρη Θεοδότου έκανε μια εξαιρετική διασκευή για τη σκηνική του αναπαράσταση. 

Ο Βασίλης Ευταξόπουλος επέλεξε ένα λιτό ανέβασμα, με σεβασμό στο κείμενο, στηριζόμενος κατά κύριο λόγο στην εκπληκτική πρωταγωνίστριά του. Η σπουδαία Δέσποινα Μπεμπεδέλη μέσα από ένα συγκλονιστικό ταξίδι στο παρελθόν με όχημα τις ανεξίτηλες μνήμες της Φιλιώς συγκινεί βαθύτατα. 

Ο σκηνοθέτης δεν προσπάθησε να εντυπωσιάσει με τεχνολογικά μέσα –χρησιμοποίησε ελάχιστα το βίντεο, μόνο για τις ανάγκες του σκηνικού περιβάλλοντος– ούτε με ακραίες συναισθηματικές εξάρσεις στις οποίες εύκολα μπορεί να υποπέσει κάποιος. Διατήρησε το μέτρο και ενέταξε αριστοτεχνικά στο όλο εγχείρημα τη ζωντανή μουσική, το σαντούρι και τα κρουστά, που παραπέμπουν άμεσα στο χώρο και στο χρόνο που διαδραματίστηκαν τα τραγικά γεγονότα. 

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, δέκα χρόνια μετά το «Μάνα Κουράγιο», μας θυμίζει γιατί μας είχε λείψει τόσο πολύ. Είναι πραγματικά συγκλονιστική και δίνει προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς ακόμα και τα δάχτυλά της. Ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Θα κουβαλάω για καιρό την ιστορία με τα σκουλαρίκια. 

Με τον Ζαχαρία Καρούνη, που στέκεται δίπλα της όχι σαν απλός παρατηρητής, αλλά σαν αληθινός συνοδοιπόρος σε αυτό το νοσταλγικό και συνάμα οδυνηρό ταξίδι στο χρόνο, έχουν ουσιαστική επικοινωνία. Ο ίδιος μαγεύει με την υπέροχη φωνή του. 

Οι δυο τους μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί εκείνη η θάλασσα λείπει στη Φιλιώ. Εκείνη η θάλασσα με το πολύ γαλάζιο... 

Στην παράσταση συμμετέχουν επίσης η Μαίρη Σαουσοπούλου, ο Δημήτρης Kαραβιώτης, η Εμμανουέλα Χαραλάμπους-Ένγκελ και ο Γιώργος Φλωράτος, που υποδύονται τα άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος της Φιλιώς. Δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό σε όλες τις σκηνές, εκ των οποίων άλλες λειτουργούν πιο αρμονικά με την αφήγηση και άλλες είναι αρκετά περιγραφικές. 

Σπαρακτική είναι η Μαίρη Σαουσοπούλου στη σκηνή που ζητά να ρίξει λίγο χώμα στα μάτια του σκοτωμένου συζύγου της έχοντας το κεφάλι του στην αγκαλιά της. Εξίσου σημαντικές είναι οι κωμικές σκηνές με τον Δημήτρη Καραβιώτη ως σύζυγο της Φιλιώς και την Εμμανουέλα Χαραλάμπους-Ένγκελ όταν απασχολεί το Γερμανό στρατιώτη. Προσδίδουν μια ευχάριστη νότα στην παράσταση και εξυπηρετούν τη ροή της. 

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου ξυπνά στη σκηνή του Θεάτρου Βεάκη επώδυνες μνήμες και τα δάκρυα των θεατών είναι αφιερωμένα σε παππούδες και γιαγιάδες προγόνους. Το αντιπολεμικό όμως μήνυμα που περνάει –ιδίως όταν λέει «Πρώτα οι Έλληνες βίαζαν Τουρκάλες με την προσάρτηση της Σμύρνης για να έρθουν μετά οι Τούρκοι να κάνουν τα ίδια»– μας βάζει σε σκέψεις. Ο πόλεμος κάνει τον άνθρωπο αγρίμι σε όποια πλευρά και αν ανήκει. Όταν το βίωμα γίνεται τέχνη, συγκινεί. Το ζήτημα είναι πότε θα κινητοποιήσει. Γιατί η ιστορία σίγουρα δεν διδάσκει. 

 

Μένουν λίγες ακόμα παραστάσεις μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου και οι περισσότερες είναι ήδη sold-out!

 

 

 

Η συνάντησή μας ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Πώς να αντισταθώ και να μη θελήσω να τα μάθω όλα για την παράσταση με τον τίτλο «Τα θανατερά»; Πόσο μάλλον όταν η Ελένη Καρακάση και ο Δημήτρης Χαλιώτης έχουν στη φαρέτρα τους ήδη σπουδαίες συνεργασίες που με εντυπωσίασαν, όπως τη θρυλική «Κολοκύθα». 

Ο θάνατος είναι τόσο αλληλένδετος με τον έρωτα, ώστε η παράσταση ήρθε σαν φυσική συνέχεια μετά το «Είναι το στρώμα μου...διπλό!» όπου εξυμνούσαν τον μικρό φτερωτό Θεό με ερωτικά τραγούδια! Στη συνέχεια η Ελένη, με το απίστευτο ταλέντο, θα μου μιλήσει για οδυνηρούς αποχωρισμούς που η ζωή έντυσε με μαύρο χιούμορ, για τα μιούζικαλ που τόσο αγαπά, για το θέατρο, την τηλεόραση, τη Μέριλ Στριπ και τη Δέσποινα Βανδή. Αν αναρωτιέστε πώς όλα αυτά χωρούν σε μια συζήτηση σε ένα καφέ στο Κολωνάκι, ψάξτε απλώς τους αστρολογικούς μας χάρτες. Πολύς αέρας! 

 

 karakasi2.jpg

«Τα θανατερά» λοιπόν. Πώς προέκυψε η ιδέα για μια παράσταση με τραγούδια του θανάτου; 

Με τον Δημήτρη Χαλιώτη συνεργαζόμαστε την τελευταία πενταετία. Είμαι η Μούσα του. (Γέλια!) Κάναμε μια παράσταση στην οποία τραγουδούσαμε για τον έρωτα, για όλες τις φάσεις του έρωτα. Στην αρχή της παράστασης εν είδει αστείου λέγαμε: «Φέτος αποφασίσαμε να κάνουμε μια παράσταση για τον έρωτα και του χρόνου, πρώτα ο Θεός καλά να ’μαστε, θα κάνουμε μια παράσταση για να υμνήσουμε το θάνατο». Είχαμε φτιάξει και ένα μικρό κόνσεπτ. Λέγαμε τρία αστεία θανατερά τραγούδια. Κάποιος φίλος του Δημήτρη του είπε: «Περιμένω να δω αυτή την παράσταση που θα είναι αφιερωμένη στο θάνατο». Αυτό έκανε κλικ στον Δημήτρη. Ψάχναμε και ένα θέμα για ένα καινούργιο κόνσεπτ, οπότε με ρώτησε: «Γουστάρεις να το κάνουμε;» Και του απάντησα: «Γουστάρω. Αν θέλεις, βγαίνω και από το φέρετρο, δεν έχω πρόβλημα». Έτσι αποφασίσαμε να υλοποιήσουμε όλο αυτό. 

 

Πώς έγινε η επιλογή των τραγουδιών; 

Δυσκολευτήκαμε αρκετά, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια θανατερά. Την επιλογή την έκανε ο Δημήτρης. Όμως τα περισσότερα είναι «λαϊκά τραγούδια». Εγώ τραγουδώ λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά δεν είμαι λαϊκή τραγουδίστρια. Μπορώ να ερμηνεύσω συγκεκριμένα λαϊκά. Αυτή ήταν μια δυσκολία, καθώς φοβόμουν ότι ορισμένα τραγούδια δεν θα μπορούσα να τα πω σωστά. Ελπίζω να τα έχουμε καταφέρει. Θα δείξει. 

 

Η ιδέα των guest πώς έπεσε στο τραπέζι; 

Πάντα μου αρέσει να έχω αντρική συντροφιά δίπλα μου και μας πήγε πολύ καλά που είχαμε guest και στην παράσταση για τον έρωτα. Εκεί θέλαμε μια αντρική παρουσία για να ερμηνεύσουμε τα υπέροχα ερωτικά ντουέτα. Σκεφτήκαμε λοιπόν να υιοθετήσουμε και στη συγκεκριμένη παράσταση τους guest και για εμπορικούς λόγους και διότι είναι πολύ ωραίο να υπάρχει εναλλαγή στο πρόγραμμα. Επίσης, επειδή όπως ανέφερα τα περισσότερα τραγούδια είναι «λαϊκά» και πολλά από αυτά είναι αντρικά, τα οποία δεν θα μου ταιριάζουν και κάποια αναγκαστικά θα κατέβω να τα μοιραστώ με τον κόσμο – έχω επίγνωση του τι μπορώ να πω καλά και τι όχι. Μας άρεσε πάρα πολύ η ιδέα να έχω παρέα. Έχω κάνει μονολόγους, ειδικά μαζί με τον Δημήτρη, αλλά μου αρέσει η παρέα. Είμαι άνθρωπος της παρέας, εκεί έχω καταλήξει. 

 

Γι’ αυτό επιλέξατε τη Σφίγγα; Λόγω ρεπερτορίου; 

Όχι, καθόλου. Γνώρισα την Ελένη Παπουτσάκη και αυτή μου το πρότεινε. Εμείς θέλαμε να κάνουμε ένα άνοιγμα στις καθαρά μουσικές σκηνές, καθώς μέχρι τώρα ήμασταν σε μουσικοθεατρικές. Μετά την πρόταση της Ελένης Παπουτσάκη το συζητήσαμε με τον Δημήτρη, μας άρεσε η ιδέα. Εξάλλου ο συγκεκριμένος χώρος είναι πολύ ωραίος, είναι πολύ όμορφη η σκηνή και γίνονται πολύ όμορφα πράγματα. Το συζητήσαμε λοιπόν με τους ιδιοκτήτες του μαγαζιού και αποφασίσαμε να το τολμήσουμε. Ελπίζουμε να πάνε όλα καλά. 

 

Πώς συνδέεις τον έρωτα με το θάνατο; 

Η εξήγηση δίνεται στην παράσταση. Υπάρχει, για παράδειγμα, η φράση του Μανώλη Ρασούλη «Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα / και μόνος και αθάνατος είναι το τέλειο θαύμα». Νομίζω πως εννοεί ότι το θάνατο τον ξεπερνάς με τον έρωτα. Ότι κάθε φορά που τελειώνει ένας έρωτας είναι ένας μικρός θάνατος. Κάπως έτσι μπορώ να το ερμηνεύσω, αν και δεν έχω μπει και πάρα πολύ σε αυτή τη διαδικασία. Όμως, αν το σκεφτείς, πολλά ερωτικά τραγούδια είναι θανατερά. 

 

Έχεις βιώσει κάποιο θάνατο, κάποια απώλεια πολύ άσχημα; 

Έχω χάσει αρκετούς ανθρώπους. Από τις πιο μεγάλες απώλειες που έχω βιώσει είναι του πατέρα μου το 1994, πριν από είκοσι τρία χρόνια, τη μέρα των γενεθλίων μου. Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου πέθανε και η αδερφή του, πάλι τη μέρα των γενεθλίων μου. Πολύ μεγάλη απώλεια επίσης ήταν όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της μητέρας μου στον Καναδά, ο οποίος ήταν και νονός μου, πολύ αγαπημένος και πολύ νέος άνθρωπος, που με είχε βοηθήσει και οικονομικά στις σπουδές μου. 

 

Πόσο εύκολο είναι να διαχειριστεί κανείς την ιδέα του θανάτου τη δεδομένη στιγμή; 

Καθόλου εύκολο. Νομίζω πως εκείνη την ώρα ψάχνουμε κάτι να βρούμε ώστε να ξεφύγουμε. Θυμάμαι, για παράδειγμα, στην κηδεία του πατέρα μου ήμουν το μαύρο μου το χάλι. Ξαφνικά άκουσα πίσω μου τη χορωδία. Ήταν τόσο χάλια, που η σκέψη μου έφυγε και ξέχασα τον πόνο μου, τα πάντα. Ήταν τόσο άθλιο αυτό το οποίο άκουγα, που εκείνη τη στιγμή ξέφυγα από την κατάσταση που βίωνα. Όταν το σκέφτηκα αργότερα, μου φάνηκε αστείο. Επίσης συνέβη το εξής: Επειδή είχα τα γενέθλιά μου τη μέρα που πέθανε, οι φίλοι μου θα έρχονταν για μένα, αλλά τελικά ήρθαν για τον μπαμπά μου που έφυγε. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, όμως δεν περιμέναμε να πεθάνει. Ήρθαν λοιπόν σπίτι για τα γενέθλια –τους είχα ενημερώσει βέβαια– και κάναμε τα σχετικά με την κηδεία. Γίναμε φέσι, ήπιαμε. Θεωρώ πως έχουμε ανάγκη να ξεφύγουμε από αυτό που ζούμε και τις περισσότερες φορές καταπιεζόμαστε να μην ξεδώσουμε. Πιστεύω πως αυτή είναι η βιολογική μας ανάγκη τη δεδομένη στιγμή. Ωστόσο καταπιέζουμε τον εαυτό μας ότι πρέπει να βάλουμε μαύρα, να κλάψουμε, μας νοιάζει τι θα πουν οι γύρω μας. Εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω και δεν τα έχω κάνει και ποτέ. 

 

Μιλάς για την κοινωνική καταπίεση που δέχεται κάποιος ενώ βιώνει το πένθος του; 

Ακριβώς. Θυμάμαι, όταν πέθανε ο πατέρας μου, κάποιος είπε στη μάνα μου ότι έπρεπε να μείνει σαράντα μέρες μέσα στο σπίτι. Δεν μπορώ να το αντιληφθώ αυτό. Ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του στους συγγενείς αυτού που έχει φύγει. Ούτε τα μαύρα καταλαβαίνω ούτε τίποτε. Αν κάποιος νιώθει την ψυχή του μαύρη και επιθυμεί να εξωτερικεύσει τον πόνο του με το ρούχο, ας το κάνει γι’ αυτόν, όχι για τη γνώμη των γύρω του. 

 

Εσύ πώς ξεφεύγεις τις δύσκολες στιγμές; 

Ως υδροχόος, τα πάω καλά στα δύσκολα. Τα εύκολα γίνονται πιο εύκολα. Στα δύσκολα βάζω σε τάξη τα πράγματα, αποφασίζω τι πρέπει να κάνω και πότε. Όταν τελειώσει η δυσκολία, ξεσπάω. Στην περίπτωση του μπαμπά μου ήμουν η δυνατή που έπρεπε να τα κανονίσει όλα. Ο μπαμπάς μου πέθανε Σάββατο πρωί και η κηδεία έγινε Δευτέρα. Εγώ έκανα παράσταση Σάββατο μεσημέρι και Κυριακή δύο παραστάσεις. Τότε, το 1994, ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα επαγγελματικά στο θέατρο, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού. Μετά την κηδεία ξέσπασα. Είπα σε ένα γνωστό μου: «Φέρε καμιά ταινία να ξεσκάσουμε. Όχι κανένα βαρύ δράμα, καμιά κωμωδία». Και έφερε τον «Μπαμπά της νύφης». Μόνο όταν τελείωσε η ταινία κατάλαβε τι είχε φέρει. Νομίζω πως όλη η ζωή μου είναι έτσι, μαύρο χιούμορ. 

 

Χιούμορ έχει από μια άποψη να σου ζητούν να υποδυθείς τη Μέριλ Στριπ. Θέλω να μου πεις πώς ήταν. 

Όταν μου ανατέθηκε, σκέφτηκα πως ήταν δίκοπο μαχαίρι. Ή θα πήγαινε πάρα πολύ καλά ή πολύ χάλια. Όσο το συνειδητοποιούσα, δηλαδή τη μέρα του live, έκλαιγα συνεχώς. Έμπαινα στο καμαρίνι, έβαζα σταγόνες στα μάτια μου να ξεκοκκινίσουν και έβγαινα πάλι έξω. Ήταν φυσικά και η φόρτιση, γιατί το τραγούδι ήταν πολύ φορτισμένο συναισθηματικά. Επίσης το γεγονός ότι πήγαινα να συγκριθώ με τη σημαντικότερη ηθοποιό του αιώνα. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι η φωνή της δεν είναι αναγνωρίσιμη, επειδή δεν είναι τραγουδίστρια. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε μέσα σε δυόμισι λεπτά να εκτυλιχθεί στην τηλεόραση μια υπέροχη σκηνή από την ταινία. Εγώ φυσικά είχα πιο ωραίο παρτενέρ, τον Αντώνη Καρυστινό, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να αποτυπωθούν στο πλατό η θάλασσα, ο ήχος, η αύρα του ελληνικού νησιού. 

 

Μελετώντας τη λίγο κατάλαβες γιατί θεωρείται η πιο σπουδαία ηθοποιός του αιώνα; 

Δεν χρειαζόταν να τη μελετήσω για να καταλάβω ότι είναι η πιο σπουδαία ηθοποιός. Αυτή η γυναίκα εκείνη τη χρονιά έκανε εκτός από τη συγκεκριμένη ταινία και τις «Αμφιβολίες», στην οποία υποδυόταν μια καλόγρια. Επρόκειτο για δύο εντελώς αντίθετους ρόλους. Σε πολλούς δεν άρεσε η ταινία, το «Mamma Mia!», εμένα μου άρεσε πάρα πολύ. 

 

Όπως και όλα τα μιούζικαλ! 

Ναι, το ομολογώ. Μου αρέσουν τα μιούζικαλ. Μου άρεσε η συγκεκριμένη ταινία. Όταν βλέπω μια παράσταση ή μια ταινία, δεν την παρακολουθώ ως επαγγελματίας. Αν τη δω έτσι, θα εστιάσω μόνο στα μειονεκτήματα. Προσπαθώ να τη δω ως απλός θεατής. Και σκέφτομαι ότι, αν ως απλός θεατής περνάω καλά με αυτό που βλέπω, τότε είναι μια ωραία ταινία. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αναλύουμε τα πάντα τόσο πολύ. Είναι μια ωραία ταινία, γυρισμένη στην Ελλάδα και η Μέριλ Στριπ είναι μαγική. Ειδικά αυτό το τραγούδι, αν παρακολουθήσεις προσεκτικά όλη την ταινία, θα διαπιστώσεις ότι το ερμηνεύει διαφορετικά από ό,τι τα υπόλοιπα κομμάτια. Η φωνή της είναι πιο μιουζικαλέ στα άλλα τραγούδια, ενώ το συγκεκριμένο το απέδωσε ως ηθοποιός. Εγώ τη θεώρησα σπαρακτική, με συγκίνησε πάρα πολύ. 

 

Τη θεατρική παράσταση «Mamma Mia!» την είδες; Η Δέσποινα Βανδή σου άρεσε; 

Ναι, και μου άρεσε πάρα πολύ. Έχω ακούσει καλά σχόλια για την παράσταση. Δεν είναι το μιούζικαλ όπως έχει ανέβει στο εξωτερικό, όπου υπάρχει ανάλογη παιδεία και ειδική τοποθέτηση όσον αφορά τη φωνή. Η Βανδή τραγουδά με τη φωνή της, όμως είναι εξαιρετική, πάρα πολύ σωστή, πολύ συγκινητική, κωμική όπου πρέπει να είναι και πολύ σωστή υποκριτικά. Η Μπέτυ Μαγγίρα επίσης είναι εξαιρετική. Τα σκηνικά είναι πολύ ωραία, καθώς και οι χορογραφίες, και η παραγωγή πλούσια. 

 

Με αφορμή το «Mamma Mia!», που είναι ένα μεγάλο κόνσεπτ, εσύ έπειτα από μια μεγάλη παραγωγή, το «Ας ερχόσουν για λίγο», περνάς στα «Θανατερά», που θα είσαι μόνη στη σκηνή. Γενικότερα ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά στοιχεία μιας ομαδικής δουλειάς σε σχέση με ένα μονόλογο; 

Οι μεγάλες παραγωγές –έχω πάρει μέρος σε πολλές από τότε που ξεκίνησα– είναι δουλειές ενός συνόλου που πρέπει να κουρδιστεί καλά και σωστά. Μου αρέσουν τέτοιες παραγωγές. Μου αρέσει η παρέα. Μου αρέσει να βρίσκομαι στη σκηνή, είτε είμαστε δύο άνθρωποι είτε δέκα είτε τριάντα είτε πενήντα. Όταν είσαι με πολύ κόσμο, νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια. Έχεις την ευθύνη, εφόσον υπάρχουν και άλλοι, να μην είσαι παράταιρος, αλλά έχεις και τη σιγουριά ότι υπάρχουν και άλλοι. Όταν είσαι μόνος, έχεις ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη. Καταρχήν πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνεις. Παράλληλα υπάρχει το περίεργο συναίσθημα ότι είσαι μόνο εσύ και το κοινό από κάτω. Ότι εσύ πρέπει να επικοινωνήσεις μόνος με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Τον πρώτο μουσικό μονόλογο που έκανα με τον Δημήτρη τον φοβόμουν πάρα πολύ. Τον ετοιμάσαμε μέσα σε ένα μήνα. Ήταν μία ώρα και είκοσι λεπτά μονόλογος και τραγούδι. Και το υποκριτικό στοιχείο υπερτερούσε του τραγουδιστικού. Όμως ήταν μαγικό αυτό που γινόταν πάνω στη σκηνή, αυτό το παιχνίδι με τον κόσμο. Ωστόσο δεν μπορώ να κάνω μόνο ένα πράγμα. 

 

Κλείνοντας θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τη νέα τηλεοπτική σειρά στην οποία θα πρωταγωνιστείς. 

Θα κάνω λοιπόν και ένα καθημερινό. Ήρθε σε πολύ καλή στιγμή η πρόταση από τον κύριο Αρβανίτη και τον κύριο Δασκαλάκη. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, στο «Ας ερχόσουν για λίγο», και δεν είχα κλείσει τίποτε άλλο για μετά. Υπήρχαν μόνο τα «Θανατερά», για πολύ λίγες όμως παραστάσεις, και χάρηκα που προέκυψε κάτι. Ξεκινήσαμε γυρίσματα και η σειρά θα αρχίσει να προβάλλεται τον Μάρτιο. Ο τίτλος θα είναι «Αρένα». Θα είναι μια μουσική- δραματική σειρά. 

  {youtube}IeSoturfiwk{/youtube}

Η Ελένη Καρακάση θα εμφανιστεί στη μουσική σκηνή Σφίγγα στις 7, 21 και 28 Φεβρουαρίου, στην παράσταση «Τα θανατερά», σε κείμενα-καλλιτεχνική επιμέλεια Δημήτρη Χαλιώτη. Guest: Παναγιώτης Πετράκης (7/2), Γιάννης Κρητικός (21/2), Μιχάλης Μαρίνος (28/2).

αφίσα.jpeg

 

Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά επικρατεί αναβρασμός. Σκηνικά πάνε και έρχονται στους όμορφους διαδρόμους του επιβλητικού κτιρίου. Ο Γιάννης Στάνκογλου, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν, ετοιμάζεται για τον «Καλιγούλα». Δείχνει πανέτοιμος και μου μιλά με ζέση για το μεταιχμιακό κείμενο, μέσα στο οποίο κυοφορούνται ανατροπές και αναθεωρήσεις της δραματικής γραφής, που έγιναν αισθητές λίγα χρόνια αργότερα και όχι μόνο στα έργα του ίδιου του Καμύ.

«Στόχος μου είναι να συμπαθήσουν οι θεατές αυτό τον άνθρωπο εξαρχής και να ταυτιστούν σε κάποια σημεία μαζί του, ώστε να τον κατανοήσουν. Έτσι, όταν θα αρχίσει να φέρεται παρανοϊκά, θα πουν ότι έχει δίκιο σε αυτό που υποστηρίζει», μου εξηγεί καθισμένος στα βελούδινα καθίσματα του θεάτρου. Μου μιλά για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα σαν να είναι ένας φίλος που έπιναν μαζί ρακιές χθες βράδυ.  

«Είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Δεν το έχω ξαναπάθει ποτέ αυτό. Μπορεί να είναι και πολύ καλό…» μου εξομολογείται κάποια στιγμή. 

Caligula.jpg

Για πες μου λοιπόν τι εννοείς λέγοντας «δεν ξέρω πού βρίσκομαι»; 

Ξέρω τι κάνω, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά από κάτω. Μερικές φορές όμως δεν ξέρω πού βρίσκομαι με αυτόν το χαρακτήρα. 

Μήπως αυτό συμβαίνει επειδή είναι πολύ δύσκολο να αποδοθούν θεατρικά κείμενα με τέτοιο αξιακό, εννοιολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο; 

Σίγουρα. Όταν τα κείμενα δεν έχουν δράση, πολλές φορές είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτά. Όμως ο Καμύ έχει γράψει ένα έντονο κείμενο, με δράση. Όλες οι σκηνές, μία μία, είναι διαμαντάκια. Ωστόσο παίζει ρόλο και το να συζητάς για τόσο βαθιά θέματα και να προσπαθείς να βρεις την αλήθεια τους, κάτι  εξαιρετικά πολύπλοκο. Πόσο μάλλον όταν επιθυμείς να έχεις στο πλευρό σου και τους θεατές, να σε ακούσουν και να κατανοήσουν το κείμενο. Ένα βιβλίο, αν δεν το κατανοήσεις, μπορείς να το διαβάσεις και δύο και τρεις φορές, στο θέατρο όμως δεν έχεις αυτή τη δυνατότητα. Πρέπει με τη μία φορά που θα προβάλεις το λόγο του συγγραφέα οι θεατές να τον ακούσουν. 

Πόσο έτοιμο είναι το κοινό να ακούσει; 

Νομίζω πως τα τελευταία χρόνια το κοινό είναι αρκετά εκπαιδευμένο. Οι θεατές καταλαβαίνουν πότε μια παράσταση είναι καλή και την αποδέχονται, όσο δύσκολη και αν είναι. Αυτό οφείλεται και στον Γιώργο Λούκο, που τόσα χρόνια φιλοξένησε στο Φεστιβάλ Αθηνών παραστάσεις από το εξωτερικό και νέα πράγματα. 

Ο Καλιγούλας είναι ήρωας δαιμονοποιημένος. Πώς τον προσεγγίζεις; Έχεις κατά νου το «ουδείς εκών κακός» του Σωκράτη για να τον δικαιολογήσεις; 

Πράγματι ιστορικά έχει καταγραφεί ως ένας αυτοκράτορας που διέπραττε άσχημες πράξεις. Στο συγκεκριμένο έργο ο Καμύ παίρνει ένα χαρακτήρα, που έχει τη φήμη του κακού, και τον τοποθετεί στην εξουσία για να μιλήσει για υπαρξιακά ζητήματα, οντολογικές έννοιες, για θέματα που όλους λίγο πολύ μας απασχολούν. Αναζητώ λοιπόν σημεία ταύτισης με αυτόν το «δαιμονοποιημένο» χαρακτήρα που ο Καμύ τον παρουσιάζει έτσι – με αυτό που του συνέβη είναι λογικό να αντιδρά έτσι, αυτός είναι λογικός, οι πράξεις του είναι τρελές. 

Caligula6.jpg

Μέσα από τη διαδρομή μου, μέσα από αυτόν το ρόλο, ανακάλυψα ότι ταυτίζομαι σε πάρα πολλά πράγματα. Όταν, για παράδειγμα, λέει: «Αν το Δημόσιο Ταμείο έχει σημασία, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει». 

Προσπαθώ να εντοπίσω τις ευαίσθητες χορδές αυτού του χαρακτήρα και όχι το στοιχείο της παράνοιας που βγάζει μέσα στο κείμενο ο Καμύ για τον Καλιγούλα. Στόχος μου είναι να συμπαθήσουν οι θεατές αυτό τον άνθρωπο εξαρχής και να ταυτιστούν σε κάποια σημεία μαζί του, ώστε να τον κατανοήσουν. Έτσι, όταν θα αρχίσει να φέρεται παρανοϊκά, θα πουν ότι έχει δίκιο σε αυτό που υποστηρίζει. 

Πέρα από το σημείο με το Δημόσιο Ταμείο σε ποιο άλλο σημείο ταυτίζεσαι με τον Καλιγούλα; 

Σε πάρα πολλά σημεία. Μιλά για το φόβο. Βάζει όλους τους πατρικίους να γελάσουν και εκείνοι σηκώνονται, του κάνουν το χατίρι και γελούν. Τότε λέει: «Κοίταξέ τους, το φόβο, αυτό το αγνό συναίσθημα, ανόθευτο, σπάνιο, που η ειλικρίνειά του πηγάζει από τα σπλάχνα». Αναφέρεται στο πώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει το φόβο. Επίσης λέει ότι πλέον κατάλαβε τη χρησιμότητα της εξουσίας: «Η εξουσία δίνει χρησιμότητα στο αδύνατο». Θα μπορούσε η εξουσία να είναι πιο λογική και να βοηθήσει ώστε να γίνουν καλύτερα τα πράγματα, αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. 

Εσύ έχεις φτάσει τα πράγματα στα άκρα, όπως ο Καλιγούλας, για να προκαλέσεις αντιδράσεις; 

Θα σου μιλήσω με μια ατάκα του Καλιγούλα, την οποία ασπάζομαι απόλυτα: «Η ελευθερία κερδίζεται πάντα εις βάρος κάποιου άλλου». Το έχω κάνει, έφτασα στα άκρα, εις βάρος του ίδιου μου του εαυτού. Έχω κάνει ελεύθερη πτώση από τα 14.000 πόδια και νίκησα τη βαρύτητα για ένα λεπτό. Δεν πέθανα, έζησα. Ένιωσα ελεύθερος ένα λεπτό. Εις βάρος της βαρύτητας ένιωσα ελεύθερος. Γενικά νομίζω πως το να κινείσαι λίγο στα άκρα ή να κάνεις πράγματα τα οποία σε μετατοπίζουν είναι σημαντικό, το έχεις  ανάγκη. 

Caligula5.jpg

Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό post σου στο facebook: «Κοιτάξτε τον εαυτό σας σε αυτή την άθλια χώρα, στην οποία άλλοι ζουν με το ροκ και άλλοι με τα γαρίφαλα… Αλλά μην ξεχνάτε, όταν γίνεστε επικριτικοί, πρώτα να κρίνετε τον ίδιο σας τον εαυτό». Νομίζω ήταν προφητικό και για την παράσταση. Είναι τελικά στη φύση μας η αβίαστη κριτική; 

Νομίζω πως είμαστε τέτοια φυλή. Ενώ έχουμε πολλά χαρίσματα ως λαός, έχουμε και αυτό το ελάττωμα, κρίνουμε πολύ εύκολα τους άλλους, αβίαστα, και με έναν τρόπο πολύ επιφανειακό. Λυπόμαστε πολύ εύκολα με τη δυστυχία του άλλου, όμως δεν χαιρόμαστε με τη χαρά του. Ζούμε σε μια εποχή πολύ δύσκολη. Πιστεύω πως έχουν χαθεί κάποιες αξίες και πρέπει να ξαναδιαβάσουμε ορισμένα πράγματα εξαρχής. Είναι σημαντικό να γνωρίσουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και να απαιτήσουμε καλύτερη παιδεία, αν όχι για μας, τουλάχιστον για τα παιδιά μας. Τώρα βγήκε ο Ντόναλντ Τραμπ στην Αμερική! Τα περιμένεις όλα από αυτόν! 

Και έχει αρχίσει να τα εφαρμόζει… 

Βέβαια! Έχει αρχίσει να τα εφαρμόζει! Και εσύ είσαι σε μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, που εδώ και δέκα χρόνια βιώνει την κρίση. Ενώ η Ελλάδα ήταν ένα έθνος που επαναστατούσε, πλέον δέχεται όλο αυτό το πράγμα έτσι απλά, κάτι που είναι πολύ σκληρό. Δεν νομίζω πως αυτό που συμβαίνει εδώ, να κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις, να απολύουν κόσμο, αν είχε συμβεί σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είχε περάσει έτσι. Εδώ καμία αντίδραση. Στην αρχή μόνο πήγε κάτι να γίνει. Τώρα υπάρχει μια σιγή. 

Γιατί πιστεύεις πως δεν αντιδράμε; 

Δεν ξέρω, νομίζω πως έχουμε δεχτεί πράγματα χωρίς να τα σκεφτόμαστε. Δεν πιστεύουμε πως τα πράγματα μπορεί και να αλλάξουν. 

Δεν πιστεύει κανένας πως τα πράγματα θα αλλάξουν δηλαδή; 

Αυτή την αίσθηση έχω. Γιατί, αν το πιστεύαμε, θα ήμασταν όλοι στους δρόμους – και δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική. Να βγούμε στους δρόμους για να διώξουμε τον τάδε πολιτικό, για να απαιτήσουμε μια καλύτερη ζωή. Λοιπόν αυτά λέει και ο Καλιγούλας. Άσχετα από το τι κάνει και από το αν φτάνει κάποια στιγμή στην παράνοια. Οδηγείται στην παράνοια γιατί συνειδητοποιεί ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει εύκολα και δεν κατανοεί τις αληθινές αξίες. 

invisible-dimitris-athanitis-tainia.jpg

 Ας πάμε σε κάτι πιο αισιόδοξο, σε έναν τομέα που τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν, στο ελληνικό σινεμά. Απέσπασες το Βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Φλωρεντίας για το «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη. 

Δεν το έχω πάρει ακόμη, το έχει ο Αθανίτης! Καλά που μου το θύμησες να του τηλεφωνήσω (γέλια). Αυτός πάει στις προβολές με την ταινία και τρέχει από εδώ και από εκεί. Είναι ωραία ταινία, παίζεται στο Παλάς τώρα, είναι μια σύγχρονη δουλειά, low budget, με ένα ωραίο σενάριο. Προσωπικά τη χάρηκα πάρα πολύ! 

 Υπάρχουν και δύο ελληνικές συμμετοχές στα Όσκαρ. Κάνεις όνειρα και εσύ για το κόκκινο χαλί; Δεδομένου ότι έχεις ήδη ταινία στο Μπόλιγουντ και ερμηνείες στα αγγλικά; 

Μου άρεσε πολύ και το ντοκιμαντέρ και ο «Αστακός», νομίζω πως είναι η καλύτερη ταινία του Λάνθιμου και χαίρομαι πολύ γι’ αυτές τις συμμετοχές. Την ταινία του Μπόλιγουντ δεν την έχω δει ακόμη. Ήρθαν εδώ, μου έκαναν πρόταση και δέχτηκα! Δεν χορεύω όμως, μη φανταστείς! Έναν κακό παίζω. Μου αρέσει πολύ το σινεμά, μου αρέσει όλη η διαδικασία. Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους που κάνουν σινεμά, είναι όλοι πωρωμένοι, το γουστάρουν πάρα πολύ! Θέλουν όλοι το καλύτερο. Γίνεσαι ομάδα και περνάς δύο τρεις  μήνες πολύ έντονα. 

Είναι πολύ σημαντικό για το ελληνικό σινεμά και το γεγονός ότι πλέον πολλοί νέοι έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό κινηματογράφο. Επιπλέον έχουν βελτιωθεί πολύ και τα σενάρια. Θυμάμαι πριν πεντέξι χρόνια διάβαζα κάτι σενάρια που δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που παίρνω τώρα στα χέρια μου. 

eteoklis.jpg

 Το καλοκαίρι θα επανέλθεις με τους «Επτά επί Θήβας». Πέρυσι είχες την πρώτη σου εμπειρία με αυτή την παράσταση στην Επίδαυρο. Πώς τη βίωσες; 

Χαίρομαι πολύ που θα επαναλάβουμε την παράσταση και που την αγάπησε ο κόσμος. Για μένα η Επίδαυρος ήταν μια τρομερή εμπειρία και ανυπομονώ να ξαναπαίξουμε εκεί. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι η πανσέληνος, την πρώτη μέρα των προβών. Επίσης, όταν άνοιξα το στόμα μου να πω τα λόγια του Αισχύλου, ακουγόταν η φωνή μου από παντού, σαν Dolby Surround. Ξεχνούσα τα λόγια μου με όλο αυτό που συνέβαινε! Δεν το πίστευα και ξεχνούσα τα παρακάτω λόγια. Το απόλαυσα πάρα πολύ, γιατί είναι και ένας χώρος για την ψυχή, σαν καθαρτήριο. 

 Συνέντευξη Γιώτα Δημητριάδη

 

Ο «Καλιγούλας» του Αλμπέρ Καμύ, σε σκηνοθεσία Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν, κάνει πρεμιέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου. Παίζουν οι Γιάννης Στάνκογλου, Θεοδώρα Τζήμου, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Μιχάλης Afolayan, Δημήτρης Κίτσος/Κώστας Νικούλι, Αριστοτέλης Αποσκίτης, Χάρης Εμμανουήλ, Δημήτρης Λιόλιος, Γιώργος Νάκος, Στράτος Σωπύλης, Κώστας Λάσκος.

 φωτογραφίες παράστασης "Καλλιγούλα" Bill Georgoussis

 

«Ο Θεός δεν είναι εύκολος. Κι εγώ έγινα σκληρός». 

Το Εθνικό Θέατρο έπειτα από 80 χρόνια ανεβάζει ξανά, στην Κεντρική Σκηνή, το αριστούργημα του Ευγένιου Ο’Νηλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες», σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα

 Το κλασικό αριστούργημα του Ο’Νηλ εκδόθηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1924. Βαθιά επηρεασμένος τόσο από τον Άουγκουστ Στρίντμπεργκ όσο και από την αρχαία ελληνική τραγωδία, ο συγγραφέας συνθέτει ένα σύγχρονο ποιητικό δράμα, μια διασκευή του «Ιππόλυτου» του Ευριπίδη, στο οποίον η Φαίδρα ερωτεύεται το γιο του συζύγου της, Θησέα. 

 Το έργο διαδραματίζεται στο αγρόκτημα του Εφραίμ Κάμποτ, μετανάστη από την Ιρλανδία, που πασχίζει να στήσει τη ζωή του στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ. Εκεί ζει με τους τρεις γιους του, τον Πήτερ και τον Σιμεόν, από τον πρώτο του γάμο, και τον Ήμπεν, από το δεύτερο. Η σκληρή δουλειά και η καταπίεση από το δεσποτικό πατέρα, μετά την τρίμηνη απουσία του, θα ωθήσει τους δύο μεγαλύτερους γιους να μεταναστεύσουν στη «Γη της Επαγγελίας», που, για την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο, είναι η Καλιφόρνια. Στο κτήμα θα παραμείνει ο τρίτος γιος, ο Ήμπεν, ο οποίος θα ερωτευτεί τη νέα όμορφη σύζυγο του πατέρα του, την Άμπη. 

 Η συγκυρία οδηγεί στη δημιουργία ενός ισχυρού ερωτικού τριγώνου, μέσα από το οποίο ο Ο’Νηλ αποτυπώνει τις υπαρξιακές του ανησυχίες και τις πολιτικές του αναζητήσεις. Σε αυτό το έργο καταφέρνει να μετατρέψει τους απλούς αγρότες σε σύμβολα του σύγχρονου κόσμου, οι οποίοι, όπως και οι ήρωες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, συνομιλούν διαρκώς με τη σύγχρονη πραγματικότητα. 

Νομίζω πως ένα έργο, όσο σπουδαίο και αν είναι, αν ο σκηνοθέτης δεν αναλογιστεί τι είναι αυτό που τον αγγίζει από το πρωτότυπο και δεν το μεταφέρει με έναν τρόπο στο σήμερα, μοιάζει τραγικά παλιακό και ξεπερασμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παρακολουθήσαμε μια παράσταση με λεξιλόγιο σύγχρονο που να μας αφορά. Αντίθετα, οι ηθοποιοί ήταν αφημένοι σε ένα παλιομοδίτικο παίξιμο, φλερτάροντας έντονα με την υπερβολή. Η  παράσταση πάσχει σε ρυθμό και έμπνευση και χαρακτηρίζεται από ατελείωτα χάσματα στις μεταβάσεις των σκηνών. 

Από τον έμπειρο θίασο διασώζεται μόνο η Μαρία Κίτσου στο δεύτερο μέρος. 

Μοναδικό στήριγμα της παράστασης η εξαιρετική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, μια εκπληκτική σύνθεση που δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν σε σχέση με τη σκηνική δράση.

 

Περικλής Γιαννόπουλος-Σοφία Λασκαρίδου: ένας τραγικός έρωτας. Μια μεγάλη αγάπη, από αυτές που τα κοριτσόπουλα ονειρευόμαστε να ζήσουμε, από αυτές που αναστενάζεις βαθιά όταν τις διαβάζεις στα άρλεκιν. Η μυθιστορηματική αυτοκτονία με την οποία επέλεξε εκείνος να κλείσει για πάντα αυτό το κεφάλαιο συγκινεί βαθιά ακόμη και σήμερα. Έναν αιώνα μετά οι 4Frontal, αυτή η απίθανη θεατρική ομάδα, αποφασίζει να μας παρουσιάσει επί σκηνής το love story. 

Καθοδηγητής του εγχειρήματος ο Παντελής Δεντάκης, ο οποίος, όπως μου ανέφερε, νιώθει λίγο σαν «μεγάλος αδερφός ή μπαμπάς» των παιδιών. Λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα μιλήσαμε με αφορμή τη συγκεκριμένη παράσταση για έρωτες, απογοητεύσεις και θέατρο. 

laskaridou (8 of 12).jpg

 Η οικογένεια 4Frontal 

Κάναμε τον «Μουνή» και έπειτα από δύο χρόνια μια παράσταση με τον τίτλο «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται, αν και ορισμένα μόνο μία φορά». Έχουμε μια πάρα πολύ ωραία σχέση, οικογενειακή, σαν να είμαι λίγο ο μεγάλος τους αδερφός, ο μπαμπάς τους. Μαθαίνουμε πολλά ο ένας από τον άλλο, και εγώ από αυτούς και εκείνοι από μένα, ελπίζω. Είναι μια σχέση ανταλλαγής, μια πολύ ζωντανή σχέση, με τις συγκρούσεις μας και τις καλές μας στιγμές. Η ανταλλαγή είναι ουσιαστική, καθώς, όταν συμβαίνει, μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε και τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά και σωστά. 

laskaridou (5 of 12).jpg

 Περικλής Γιαννόπουλος, ο «αυτόχειρας του Σκαραμαγκά»: τόσο κοντά και τόσο μακριά στους απανταχού ερωτευμένους… 

Οι μεγάλες ερωτικές ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ, περνούν στην αιωνιότητα. Αναφορικά με την πράξη της αυτοκτονίας, αυτή καθαυτή είναι κάτι άγριο και συνάμα θλιβερό. Όσο για την αυτοχειρία του Περικλή Γιαννόπουλου, γίνεται με έναν τρόπο ποιητικό, που φαίνεται ότι τον σκεφτόταν δέκα χρόνια πριν. Γράφει η ίδια η Λασκαρίδου ότι σε μια συνάντησή τους το πρώτο διάστημα της γνωριμίας τους, που είχαν πάει μια βόλτα στο Σκαραμαγκά, της είχε πει: «Αν ποτέ με εγκαταλείψεις, θα μπω σε αυτή τη θάλασσα καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, αλλά, μην ανησυχείς, θα βάλω πέτρες στις τσέπες μου και το άλογο θα βγει […]» Βέβαια αυτό δεν ξέρουμε αν ήταν αληθινό. Το συγκεκριμένο love story εξάλλου είναι μια καταγραφή της Λασκαρίδου. Έχω την εντύπωση όμως ότι ταιριάζει με αυτό τον άνθρωπο, τουλάχιστον από όσο τον έχω μελετήσει και τον έχω καταλάβει. Όσον αφορά την εποχή μας, και σε σύγκριση με το 1900-1910, είναι πιο γειωμένη, πιο πεζή. Έχω την αίσθηση ότι στο πέρασμα του χρόνου ορισμένα πράγματα τα εντάσσουμε στη σφαίρα της ποίησης. Φαίνεται πως πλέον γινόμαστε πιο κυνικοί, πιο στεγνοί. Βέβαια ο έρωτας είναι έρωτας, δηλαδή οι εκρήξεις είναι πάντα ίδιες, απλώς στην εν λόγω ιστορία ο έρωτας μετουσιώνεται σε μια δημιουργία, σε ποίηση στην περίπτωση του Γιαννόπουλου, σε ζωγραφική στην περίπτωση της Λασκαρίδου. Μας ξενίζει λοιπόν η αυτοκτονία για έναν έρωτα, ωστόσο είναι κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει. 

laskaridou (4 of 12).jpg

Η αισθητική της παράστασης 

Εγώ λειτουργώ πάντα με βάση τη λογική της αφαίρεσης. Δεν μου αρέσει η φλυαρία. Θέλω οι θεατές να βλέπουν ένα χώρο που θα έχει σαφώς το χαρακτήρα του χώρου αλλά θα επιδέχεται συμπλήρωση. Αυτό ισχύει και για το χώρο και για τον τρόπο με τον οποίο στήνεται μια παράσταση. Θέλω οι θεατές να είναι συνδημιουργοί, να υπάρχει χώρος ώστε να «πλάσουν» ένα κομμάτι του έργου, της υποκριτικής, της ιστορίας, του σκηνικού. Επίσης θέλω οι θεατές να έχουν χώρο να επικοινωνήσουν με τα δικά τους συναισθήματα και όχι με τα συναισθήματα των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί είναι απαραίτητο να ανοίγουν ένα χώρο πάνω στη σκηνή ώστε οι θεατές να συνδιαλέγονται με τις δικές τους σκέψεις. Να μην τα παίρνουν όλα έτοιμα. Αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή χρειάζεται να δίνεται έτσι ώστε να ανοίγονται δίοδοι επικοινωνίας των θεατών με τον εαυτό τους. Νομίζω πως, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, η καλή τέχνη αυτό κάνει. Παράλληλα στη συγκεκριμένη παράσταση υπάρχουν και τα κοστούμια που μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο, σε μια εποχή που θεωρώ πως έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον για μας σήμερα. Γίνεται μια ωραία συνομιλία, ο σκηνικός χώρος είναι αρκετά πετυχημένος. 

Όλα τα έργα για τον έρωτα και το θάνατο 

Η τέχνη με το συγκεκριμένο θέμα ασχολείται. Όλα τα υπόλοιπα, που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται να ασχολούνται με αυτό, ουσιαστικά αυτό κάνουν. Εξάλλου όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας είναι υποδιαιρέσεις του έρωτα και του θανάτου. Ο έρωτας είναι το εργαλείο, το όπλο απέναντι στο θάνατο. 

Ανάγκη να «διαγράψεις» μια παράσταση 

Ναι, το έχω νιώσει. Και παρόλο που θεωρητικά πιστεύω πως όλα είναι ανάλογα της αξίας κάποιου, έχουν υπάρξει και παραστάσεις με τις οποίες δεν έμεινα ικανοποιημένος – παραστάσεις που έχω κάνει εγώ και παραστάσεις στις οποίες έχω παίξει. Δεν το έχω βιώσει όμως ως ακραίο μαρτύριο. Ο Γιαννόπουλος δεν είχε απογοητευθεί από το έργο του, αλλά από την απήχηση που αυτό είχε. Και επειδή το πάλεψε αρκετά χρόνια και επέμεινε στις ιδέες του, στις απόψεις του, κάποια στιγμή τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του. Οπότε ένιωσε ότι, εφόσον το έργο του δεν μπορούσε να το επικοινωνήσει, δεν είχε αξία, άρα δεν έπρεπε να υπάρχει. Έχω την εντύπωση ότι δεν αμφισβήτησε ο ίδιος το έργο του. Απογοητεύτηκε διότι δε είχε την ανταπόκριση που προσδοκούσε. 

 

laskaridou (12 of 12).jpg

Απογοήτευση από το κοινό 

Περισσότερο απογοητεύομαι όταν η δημιουργία της ομάδας στην οποία συμμετέχω δεν ενεργοποιεί το κοινό. Σαφώς με απασχολεί το κοινό, δηλαδή η παιδεία του, οι προσδοκίες και οι προσλαμβάνουσες που κάθε φορά έχει από μια παράσταση. Υπάρχουν στιγμές που αντιλαμβάνομαι ότι ορισμένοι θεατές είναι λιγότερο εκπαιδευμένοι από το πότε και με τι θα γελάσουν, από το αν είναι συγκεντρωμένοι, από το αν χρησιμοποιούν τα κινητά τους την ώρα που παίζουμε κ.λπ. Ναι, μπορεί να απογοητευτώ από το κοινό, αυτό όμως που κυρίως με αποκαρδιώνει είναι η μη ενεργοποίησή του μέσω της δουλειάς της ομάδας στην οποία συμμετέχω. 

«Ντριν Ντριν» την ώρα που παίζω 

Δεν είναι τρομερό που χτυπάνε τα τηλέφωνα. Το τρομερό είναι ότι είμαστε τόσο εξαρτημένοι από αυτά. Είμαστε διαρκώς με ένα κινητό στο χέρι, από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπου και αν πάμε. Αυτό βέβαια παρατηρείται παγκοσμίως, με εξαίρεση το Παρίσι, όπου συναντάς και ανθρώπους με ένα βιβλίο ανά χείρας. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, όταν κάποιος έρχεται στο θέατρο, δεν μπορεί να αποχωριστεί εύκολα το κινητό του. 

 

laskaridou (10 of 12).jpg

Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετεί την ομάδα 4Frontal στην παράσταση «Σοφία Λασκαρίδου, μια αγάπη μεγάλη», που ανεβαίνει στο Θέατρο 104, στην κεντρική σκηνή. Προγραμματισμένη πρεμιέρα Παρασκευή 27 Ιανουαρίου. 

 Παίζει στις «Τρεις Αδερφές» στο Θέατρο Πορεία κάθε Τρίτη. 

Από 27 Φεβρουαρίου θα σκηνοθετήσει το έργο του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω» στο Θέατρο Τέχνης.

 

 

Κεντρική φωτογραφία Παντελή Δεντάκη: Δομνίκη Μητροπούλου

φωτογραφίες παράστασης: Σταύρος Χαμπάκης 

«Από μια πεποίθηση ότι υπάρχει και άλλος τρόπος ζωής, αντίθετος στη φθορά, στην ασχήμια και στην έκπτωση» ξεκίνησαν όλα για τη Χριστίνα Μαξούρη και τα «Δανεικά παπούτσια» της. Τι πιο όμορφο και αισιόδοξο από μια τέτοια δήλωση; 

Όπως φάνηκε, το κοινό εισέπραξε αυτή την ενέργεια από την ταλαντούχα ηθοποιό και τραγουδίστρια, που οι ερμηνείες της στον «Αβελάρδο και Ελοΐζα» του Γιάννη Καλαβριανού, καθώς και στην «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου υπήρξαν η απαρχή για να απολαύσουμε το συνδυασμό υποκριτικού ταλέντου και φωνητικού χαρίσματος. 

Με αυτή τη σόλο περφόρμανς στο Θέατρο του Νέου Κόσμου με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο αποδεικνύει ότι για να κάνεις συνταξιδιώτη σου το θεατή δεν χρειάζεσαι ακριβές παραγωγές, αλλά έμπνευση και δυναμική σκηνική παρουσία. Η σκηνή τής ανήκει και την κατακτά με άνεση. Δείτε τη και θα το καταλάβετε. 

 

Kavala_LR_055.jpg

«Δανεικά παπούτσια»: τα πρώτα τους βήματα 

Ξεκίνησαν από μια ώθηση ανασύνταξης και επαναπροσδιορισμού. Από μια ανάγκη να σωθεί ό,τι αγαπούσα και πίστευα πως πλησίαζε στην απώλειά του. Από μια πεποίθηση ότι υπάρχει και άλλος τρόπος ζωής, αντίθετος στη φθορά, στην ασχήμια και στην έκπτωση. Η ιδέα είναι δική μου εξ ολοκλήρου, όπως και η επιλογή τραγουδιών, κειμένων, καλεσμένων, συνεργατών και χώρων. 

 

Οι μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι, του Βασίλη Τσιτσάνη, της Ελένης Καραΐνδρου, του Ζορζ Μπιζέ, του Τομάς Μέντες με τα κείμενα των Γιάννη Ρίτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Μανώλη Αναγνωστάκη και Τζελαλεντίν Ρουμί 

Τα κείμενα προηγούνται ή παρεμβάλλονται των τραγουδιών και έτσι επιτυγχάνεται –θέλω να πιστεύω– μια αλληλοσυμπλήρωση. Το ένα συμπυκνώνει και διευρύνει το νόημα και την ατμόσφαιρα του άλλου. Τα κείμενα και τα τραγούδια υπάρχουν μέσα στην παράσταση ως «ζευγάρια». Για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από τον «Αγαμέμνονα» του Ρίτσου προηγείται ενός τραγουδιού του Θεοδωράκη, ένα ποίημα του Σαχτούρη προλογίζει ένα τραγούδι του Ξαρχάκου κ.ο.κ. Ο κοινός άξονας αυτών των «ζευγαριών» είναι η θεματική, το περιεχόμενο. 

 

Kavala_LR_063.jpg

Ερμηνεία solo και a cappella vs ερμηνεία με τη συνοδεία μουσικής 

Είναι κάποια τραγούδια που από εκ φύσεως φέρουν μια άλλη διάσταση, πολυφωνική, πολύπλοκη και διευρυμένη. Αυτά θα ήταν λάθος να παρουσιαστούν γυμνά, θα έμοιαζαν άδεια και μικρά, ενώ είναι ακριβώς το αντίθετο. 

Σε κάποια άλλα όμως η ερημιά και οι ρωγμές τους παραμένουν ατόφιες, ακόμα και αν απογυμνωθούν. Αυτά στην παράσταση τραγουδιούνται a cappella. 

 

Στην παράσταση μας λέτε μια ιστορία για δύο άντρες που ερωτεύτηκαν την ίδια γυναίκα και προτίμησαν να μην το εκδηλώσουν ποτέ για χάρη της φιλίας τους. Μπορεί η φιλία να είναι πιο ισχυρή από τον έρωτα; 

Ασφαλώς. Η φιλία και ο έρωτας είναι σχέσεις και κάθε ανθρώπινη σχέση μπορεί να υπερισχύσει μιας άλλης. Εξαρτάται από το πού και για ποιον θα βάλεις τα δυνατά σου. 

 

Kavala_LR_090 (1).jpg

Το σχόλιο που θα θυμάμαι…

Κάποτε μου είπε ένας θεατής ότι είδε να περνούν μπροστά του πολλές ηλικίες. Του ανθρώπου ως οντότητας, αλλά και προσωπικές δικές του. 

 

KET_LR_34.jpg

«Το άσπρο μαμά νοσταλγώ» 

Είναι ουσιαστικά η καταγραφή της δημιουργικής συνάντησης τριών καλλιτεχνών. Του συνθέτη Άγγελου Τριανταφύλλου, της στιχουργού Ελένης Φωτάκη κι εμού. Και φυσικά δεινών μουσικών και ηχοληπτών. Συνάντηση που προέκυψε ακριβώς από την επιθυμία να πραγματοποιηθεί και όχι από κάποιο εξωγενές επαγγελματικό σχέδιο ή φιλοδοξία. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα κυκλοφόρησε το πρώτο κομμάτι ως single με τον τίτλο «Τι κάθαρμα που είσαι» και ακολουθεί ολόκληρο άλμπουμ τον ερχόμενο Μάρτιο, που θα φέρει τον τίτλο «Το άσπρο μαμά νοσταλγώ», από τη Feelgood Records. 

 

Επόμενα σχέδια 

Μια διπλή συνεργασία με το συγκρότημα Κουρελού που εδρεύει στο Λονδίνο και περιλαμβάνει συναυλίες στο Λονδίνο και στη Στοκχόλμη, ενδεχομένως μια νέα παράσταση βασισμένη στα τραγούδια του δίσκου και κάτι ακόμα μουσικό που ονειρεύομαι από καιρό, πιθανότατα για το ερχόμενο καλοκαίρι. 

 

KET_LR_49.jpg

Η Χριστίνα Μαξούρη τραγουδά και ερμηνεύει αποσπάσματα από τα «Δανεικά παπούτσια» κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (για λίγες παραστάσεις).

 

Στο  Θέατρο Τέχνης θα ανέβει το εμβληματικό έργο του Ντάριο Φο "Δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω" του Ντάριο Φο.

 Με ένα δυνατό θίασο ηθοποιών:Την Κάτια Γέρου, τον Γιώργο Μακρή, την Ερατώ Πίσση, Χρήστο Μαλάκη και τον Πέτρο Σπυρόπουλο.

Το «Δεν πληρώνω δεν πληρώνω» μολονότι γράφτηκε 60 χρόνια πριν, αντικατοπτρίζει με εκπληκτικούς διαλόγους τη σημερινή πραγματικότητα και μας χαρίζει δύο ώρες ξεγνοιασιάς χαλάρωσης και γέλιου.

Ο σπουδαίος λογοτέχνης, Ντάριο Φο, έφυγε από τη ζωή  τον Οκτώβριο του 2016 και είχε συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, που πρώτο  ανέβασε στην Ελλάδα το έργο «Ισαβέλα τρεις καραβέλλες και ένας παραμυθάς», την περίοδο 1974-1975.

 

Η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα στις 27 Φεβρουαρίου στη σκηνή της  Φρυνίχου (Φρυνίχου 14 Πλάκα)

 

 

 

«Τρε-λαί-νο-μαι!» μου λέει όταν μου περιγράφει τη Σαρλότ που θα ερμηνεύσει σε λίγες μέρες στη Στέγη, στην παράσταση «Ο Δον Ζουάν» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, και οι συλλαβές ηχούν σαν… πάρτι στα αυτιά μου! Χάρη στο γέλιο της, στον ενθουσιασμό της και στο πάθος της για το καθετί οι απαντήσεις της μοιάζουν κομμάτι μιας μικρής, ξεχωριστής παράστασης. 

Η Ευαγγελία Καρακατσάνη κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μου χρόνια πριν σαρώσει με τη «Λυσιστράτη» στην Επίδαυρο και κάθε φορά που τη βλέπω στη σκηνή επιβεβαιώνεται η αρχική μου εντύπωση. 

 

don-zoun.jpg

Δον Ζουάν: Ένας ήρωας με ουδέτερο πρόσημο 

Από την παράσταση να περιμένετε κάτι άλλο από αυτό που έχετε στο μυαλό σας για τον Δον Ζουάν. Όταν ακούμε αυτό το όνομα, αναμένουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Γι’ αυτό λέμε κιόλας «Αυτός είναι Δον Ζουάν», δηλαδή είναι εραστής, δεν υπολογίζει τίποτα και όλα τα σχετικά. Του αρέσουν όλες οι γυναίκες, είναι ένας γόης! Ψάξαμε  όμως την ιστορία και δουλέψαμε και πάνω σε άλλα κείμενα, διότι η παράσταση δεν στηρίζεται μόνο στο έργο του Μολιέρου. Ασχοληθήκαμε, για παράδειγμα, με το λιμπρέτο του Λορέντσο ντα Πόντε, προσπαθήσαμε να δούμε ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Δον Ζουάν, δίχως να τον κρίνουμε και χωρίς να του βάλουμε πρόσημο, είτε θετικό είτε αρνητικό. Αυτό το θεωρώ πολύ ωραίο και νομίζω πως ανοίγει άλλους δρόμους στη σκέψη. Παλιά, όταν σκεφτόμουν αυτό τον ήρωα, είχε για μένα ένα μικρό αρνητικό πρόσημο. Τώρα όμως, έχοντας μπει στη συγκεκριμένη διαδικασία με αυτή την ιστορία και με τον εν λόγω θίασο, έχω την αίσθηση πως θα ήθελα πολύ να ήμουν αυτός ο Δον Ζουάν. Με την έννοια της ελεύθερης σκέψης. 

 

Το τίμημα της διαφορετικότητας 

Το τίμημα της ελεύθερης σκέψης με έχει απασχολήσει και προσωπικά πάρα πολύ, γιατί είναι σαν να κρίνουμε τον άνθρωπο που είναι διαφορετικός σαν να πρέπει κάτι να πάθει. Παρατηρείται αυτό γενικά, μιλάω από προσωπική πείρα. Εδώ ο μύθος τι μας λέει; Ότι έλκεται από καθετί ωραίο και αυτό το βρίσκει σε κάθε γυναίκα. Μπορεί να γοητευτεί από την παραμικρή λεπτομέρεια, για παράδειγμα, από τα δάχτυλα των χεριών. 

 

Η παράσταση ακροβατεί στα όρια του σινεμά και του θεάτρου 

Χρησιμοποιούμε πολύ την «τεχνολογία» –μικρόφωνα και κάμερες– για να  εστιάσουμε στις λεπτομέρειες της κάθε εικόνας. Επειδή ανεβαίνει και σε μια μεγάλη σκηνή, στη Στέγη, νομίζω πως θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θεατή να μπορέσει να παρατηρήσει τόσο μικρά πράγματα αλλά και τόσο ουσιώδη. 

 

Μιχαήλ Μαρμαρινός 

Μερικές φορές αναρωτιέσαι τι θα ήθελες να κάνεις στη ζωή σου. Εμένα τα τελευταία χρόνια μού έχουν προκύψει πράγματα που ούτε καν φανταζόμουν! Πάντα θαύμαζα τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και, όταν προέκυψε η συνεργασία μας το καλοκαίρι στη «Λυσιστράτη», δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ξαφνικά ανοίγεται ένας δρόμος που δεν ήξερες. Εμένα αυτό μου αρέσει με τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχω συνεργαστεί, να μαθαίνω πράγματα. Τρελαίνομαι! 

 

don.jpg

Γυμνό στην Επίδαυρο 

Αυτό είναι κάτι προσωπικό, τελείως δικό μου. Πρέπει να έχεις κάνει ειρήνη με το σώμα σου και αυτό ακριβώς που είσαι. Το γυμνό είναι κάτι που δεν το είχα ακουμπήσει. Ξεκίνησε με τον Θωμά (Μοσχόπουλο) και ένα πολύ σημαντικό πράγμα είναι να σου εξηγήσει ο σκηνοθέτης για ποιο λόγο γίνεται. Προσωπικά, και ως θεατής, δεν μου αρέσει να βλέπω ένα γυμνό αν δεν καταλαβαίνω το λόγο που γίνεται. Στις «Τραχίνιες» μας εξήγησε και ήμουν μαζί του, αλλά στη «Λυσιστράτη» δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έτσι όπως δόθηκε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένο. Μάλιστα στην πρόβα παρατηρούσα εγώ η ίδια από κάτω τα υπόλοιπα σώματα και, έχοντας την ησυχία και την ηρεμία να βλέπω δεκατρία διαφορετικά σώματα, αυτό μου άνοιξε μια καινούργια ιστορία στο μυαλό μου. Επίσης ήταν πολύ ωραίο που ένιωσα κομμάτι όλου αυτού, παρόλο που είχα διαφορετικό σωματότυπο, και αυτό οφείλεται τόσο στον Μιχαήλ Μαρμαρινό όσο και στις υπόλοιπες συναδέλφους. 

 

Μουσική και θέατρο 

Η μουσική με βοηθά πάρα πολύ στη δουλειά μου στο θέατρο, και ειδικά ο ρυθμός είναι πολύ σημαντικός. Κυρίως ο εσωτερικός ρυθμός. Κάποια πράγματα που συμβαίνουν με τον εσωτερικό ρυθμό είναι λίγο μαγικό όταν γίνονται. Έχει να κάνει με το ρυθμό της παράστασης, σε συμπληρώνει και συμπληρώνεται η σωστή λειτουργία του ρυθμού. Είναι σαν να προάγει την εξέλιξη της ιστορίας. 

 

Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς – Η φάλτσα σοπράνο 

Την αγάπησα πολύ τη Φλόρενς! Έχει να κάνει και με αυτό που λέγαμε προηγουμένως, με το πώς έχουμε στο μυαλό μας ένα χαρακτήρα, πόσο μάλλον τη συγκεκριμένη γυναίκα που ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Η επιτυχία αυτής της παράστασης για μένα βασίστηκε στο πώς την είδε ο Γιάννος (Περλέγκας) που τη σκηνοθέτησε, ο οποίος δεν έβαλε θετικό ή αρνητικό πρόσημο στην ηρωίδα. Δεν ήταν χαζή η Φλόρενς. Εγώ εκεί τρελάθηκα και η παράσταση μου άνοιξε νέους δρόμους. Για μένα είναι πολύ σημαντική η φράση που λέει: «Εγώ ακούω μόνο τη μουσική». 

 

Δικαίωμα στο όνειρο 

Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύω πως όλοι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα! Δηλαδή ακόμα και ένας φάλτσος, που του λένε ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει, με δουλεία και μαθήματα ένα τουλάχιστον τραγούδι θα το πει σωστά. Είμαι σίγουρη ότι, αν το βάλει στόχο, θα τα καταφέρει. Δεν θα πω ότι για να τραγουδήσεις ή να παίξεις θέατρο πρέπει να έχει ταλέντο. Τι είναι το ταλέντο; 

 

Πώς ξεκίνησαν όλα 

Όταν είχα ξεκινήσει κλασικό τραγούδι, πήγα σε μια ακρόαση θεάτρου της Κάρμεν Ρουγγέρη και δεν με πήρε, γιατί δεν είχα τελειώσει δραματική σχολή. Είδε όμως στο βιογραφικό μου ότι είχα σπουδάσει κλασικό τραγούδι. Έτσι, όταν χρειάστηκε κάποια κοπέλα για τη λυρική, με πήρε. Αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωή μου μέχρι τότε, στα είκοσι ένα μου. Μετά προέκυψαν και άλλες δουλείες και έμεινα πέντε χρόνια μαζί της στη λυρική. Ώσπου μια μέρα με ρώτησε: «Έχω και ένα ρόλο για παιδική παράσταση, θα σε ενδιέφερε;» Απάντησα αμέσως «Ναι». Εκεί, στο θέατρο, συνάντησα άλλους έντεκα ηθοποιούς, μαγεύτηκα από τον τρόπο δουλειάς τους και αποφάσισα ότι εκεί ανήκω. Τότε ξεκίνησα και τη σχολή. Πέρασα πάρα πολύ ωραία! Γνώρισα και τους συμφοιτητές μου τους υπέροχους και ακόμα είναι σαν να μην έχω τελειώσει τη σχολή. 

 

4Frontal 

Φέτος δεν συμμετέχω στις παραστάσεις μας, αλλά πάντα είναι σαν να είμαι εκεί. Για μένα η ομάδα λειτουργεί σαν φάρμακο. Τις εμπειρίες που παίρνουμε από αλλού και εγώ και τα άλλα τα παιδιά τις μοιραζόμαστε πάντα με την ομάδα και αυτό μας βοηθά να εξελισσόμαστε. 

 

Το μέλλον 

Αυτό που ονειρεύομαι είναι κάτι άσχετο με το θέατρο. Ονειρεύομαι οικογένεια και παιδιά. Τον τελευταίο καιρό συνειδητοποιώ ότι για να είμαι καλά στη δουλειά μου πρέπει να έχω ισορροπία στην προσωπική μου ζωή, γιατί διαφορετικά το θέατρο γίνεται σαν εμμονή ότι «μόνο αυτό έχω να κάνω στη ζωή μου. 

 

Η Ευαγγελία Καρακατσάνη πρωταγωνιστεί στον «Δον Ζουάν» που σκηνοθετεί ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Πρεμιέρα 25 Ιανουαρίου. Τον Απρίλιο θα τη δούμε στην «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο.

 

 

«Θυμήσου, αγάπη μου, να ζεις…» 

Σαν δύο έμβρυα που ετοιμάζονται να βγουν στο φως ή να χαθούν για πάντα στο σκοτάδι. Σαν μια Οφηλία που ψάχνει εναγωνίως για τον Άμλετ της. Σαν έναν ψίθυρο που θα ξεσπάσει σε κραυγή. Σαν μια μάχη αέναη που δεν έχει τέλος. Σαν τον έρωτα, σαν τη ζωή και σαν το θάνατο ήταν αυτή η μοναδική σκηνική εμπειρία που έζησα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής». 

Η Στεφανία Γουλιώτη και ο Αργύρης Πανταζάρας κατάφεραν με τις μοναδικές τους ερμηνείες να μας θυμίσουν γιατί ο λόγος του Σαίξπηρ είναι πάντα διαχρονικός, ακόμα και σε κείμενα όπως τα σονέτα του, με το απόσταγμα του λυρισμού του, που είναι πιο σπάνιο να τα απολαύσει κανείς. 

Η σύλληψη και η διασκευή των κειμένων ανήκει και στους δύο και το αποτέλεσμα είναι καθ’ όλα άρτιο. Η αριστοτεχνική συρραφή σονέτων και σκηνών από έργα του μεγάλου δραματουργού, η εναλλαγή τους και το μέτρο συμβάλλουν ώστε η εν λόγω παράσταση, μια όαση μέσα στην πολύβουη καθημερινότητά μας, να παρακολουθείται απνευστί. 

Με τη γλώσσα του σώματός τους οι δύο ηθοποιοί πετυχαίνουν μικρά σκηνικά θαύματα, λειτουργώντας τις περισσότερες φορές σαν ένα σώμα. Από το πιο απλό νεύμα μέχρι το πιο περίπλοκο ακροβατικό όλα αποδίδονται αβίαστα και το σκηνικό δίδυμο καθηλώνει. 

Πολύτιμη και η συμβολή των Rootless Root, της Λίντας Καπετανέα και του Josef Frucek στο κομμάτι της κίνησης. 

Εξαιρετική ατμόσφαιρα δημιουργούν οι φωτισμοί στου Γιώργου Καρβέλα, που σε συνδυασμό με τη μουσική επιμέλεια του Γιώργου Πούλιου απογειώνουν την ατμόσφαιρα. 

«Amors» σημαίνει έρωτας και θάνατος, όπως μας υπενθυμίζει ο Σαίξπηρ διά στόματος Στεφανίας Γουλιώτη και Αργύρη Πανταζάρα. Στο τέλος η φωνή του αγαπημένου γίνεται η φωνή μας. 

 

ΥΓ: Η παράσταση θα επαναληφθεί μόνο 4 φορές. Δευτέρα 23 και Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017, στις 19.30 & 21.00 στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων -Λευτέρης Βογιατζής. 

 

 

Στο ιστορικό Θέατρο Μουσούρη τρεις σπουδαίοι ηθοποιοί συνδιαλέγονται με ένα πολυσήμαντο έργο. Οι πρόβες πραγματοποιούνται με εντατικό ρυθμό, καθώς η πρεμιέρα του «Αμερικάνικου βούβαλου», η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 25 Ιανουαρίου, πλησιάζει. Ο Γιάννης Μπέζος, ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Ορφέας Αυγουστίδης παρ’ όλα αυτά δείχνουν πανέτοιμοι και συζητούν χαλαρά τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Ανεβαίνουμε στη σκηνή και γύρω από ένα πρόχειρο τραπέζι ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Τα επόμενα λεπτά, με αφορμή το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, η κουβέντα θα οδηγηθεί αυτόματα στην πολιτικοοικονομική κατάσταση της χώρας, στους δημοσιογράφους, στους πολιτικούς, στους θεατές και τα ερωτήματα, ρητορικά ή μη, που θα πέσουν στο τραπέζι θα είναι πολλά: «Ποιος φταίει για το χάιδεμα του κόσμου;», «Δεν ξέρουν τελικά τίποτα οι θεατές;», «Ποιος κατέστρεψε τη χώρα;», «Μπορεί ένας Έλληνας καλλιτέχνης να πάρει θέση όπως η Μέριλ Στριπ;», «Είναι καλή επιλογή για το Υπουργείο Πολιτισμού η Λυδία Κονιόρδου;», «Φταίνε για όλα οι δημοσιογράφοι;»… 

mpezos-phlipidis-texnes-plus.jpg

  Ο Ντέιβιντ Μάμετ το 2008 έγραψε μια επιστολή, ένα άρθρο, στο οποίο αιτιολογούσε γιατί δεν είναι πια ένα αριστερό φυτό. Σε αυτό αποποιήθηκε γενικότερα τα αντικαπιταλιστικά του έργα, μεταξύ των οποίων και τον «Αμερικάνικο βούβαλο». Όταν τον ρώτησαν για τα συγκεκριμένα έργα, απάντησε ότι δεν τα αποδοκιμάζει πια, αλλά δεν μπορεί να είναι σε όλη του τη ζωή αντικαπιταλιστής. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το έργο. 

Γιάννης Μπέζος: Ο Πέτρος ήθελε πολύ να το ανεβάσει. 

Πέτρος Φιλιππίδης: Η επιλογή ενός έργου γίνεται πολλές φορές με βάση σημαντικούς ή ασήμαντους λόγους. Βέβαια δεν υπάρχει ασήμαντος λόγος. Ο ασήμαντος λόγος ίσως είναι και ο πιο σημαντικός. Περιμένει κάποιος να ακούσει ότι ένα έργο μιλά γι’ αυτό, για εκείνο, για το άλλο, ότι στόχος του συγγραφέα είναι να κάνει μια κατάθεση. Μπορεί να ισχύουν όλα αυτά, το ένα δεν ακυρώνει το άλλο. Το συγκεκριμένο έργο επιλέχθηκε επειδή θέλαμε να κάνουμε κάτι με τον Γιάννη, για άλλη μια φορά, να είμαστε πάλι μαζί. Το τρίο συμπληρώθηκε με ένα νεότερο ηθοποιό, έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, τον Ορφέα Αυγουστίδη, με τον οποίο και οι δύο θέλαμε καιρό να συνεργαστούμε. Από κει και πέρα είπαμε με τον Γιάννη ότι το εν λόγω έργο είναι σημαντικό, πολύ ωραίο, αν και, όπως με ενημερώσατε, ο συγγραφέας πλέον το βλέπει διαφορετικά. Δεν παρακολουθώ τι κάνει ο Μάμετ στη ζωή του, καθώς με ενδιαφέρει κυρίως το έργο του. Αυτό που αναφέρατε για τον Μάμετ δεν το γνώριζα. Καλύτερα όμως έτσι, γιατί οι συγγραφείς πρέπει να τελειώνουν με τα έργα τους όταν τα γράφουν. Από κει και πέρα, όταν κάποιος έχει να πει κάτι μέσα από το έργο ενός συγγραφέα, ακόμα και όταν αυτός το αποκληρώνει ή αποποιείται την ευθύνη της συγγραφής του, αυτό δεν σημαίνει ότι ακυρώνεται ξαφνικά. Ευτυχώς δεν είναι δυνατό να καταστραφεί. Πιστεύω πως ο «Αμερικάνικος βούβαλος» είναι ένα πολύ σημαντικό έργο όχι μόνο επειδή είναι ένα από τα αντικαπιταλιστικά έργα του Μάμετ, αλλά επειδή μιλά και για άλλα πράγματα, έχει ως αιχμή του δόρατος τον αντικαπιταλισμό και μέσα από αυτό προκύπτει ότι ο αντικαπιταλισμός οδηγεί τους ανθρώπους στην κατάντια, όπως αυτή που βιώνουν οι τρεις πρωταγωνιστές στο παλαιοπωλείο ενός εκ των τριών. Σίγουρα ο καπιταλισμός είναι μια μόδα που δεν έχει περάσει. 

Σε περιόδους όπως η σημερινή δεν είναι ρίσκο να μην επιλέξετε μια κωμωδία; 

Πέτρος Φιλιππίδης: Το έργο είναι κωμωδία! Τα έργα αποκτούν τη φήμη τους σε σχέση με το χώρο στον οποίο έχουν ανέβει για πρώτη φορά. Θυμάμαι που το συζητούσαμε αυτό και πέρυσι με τον Γιώργο Κιμούλη με αφορμή τις «Δάφνες». Λέγαμε ότι το έργο «Δάφνες και Πικροδάφνες» είναι μια τρελή κωμωδία, μια κωμωδιάρα, όμως, επειδή ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, αυτομάτως επιφορτίστηκε με το βάρος μιας ποιότητας –την οποία φυσικά έχει– και θεωρήθηκε ότι δεν είναι τόσο κωμωδία, γιατί ο Κουν δεν θα ανέβαζε ποτέ μια τρελή κωμωδία, κάτι που είναι ψέμα. Αυτά είναι για τους αδαείς, έχουν σχέση με τις φήμες που κυκλοφορούν και τους αστικούς μύθους που διαδίδουν κάποιοι άλλοι για δικούς τους λόγους. Ο «Αμερικάνικος βούβαλος» είναι μια τρελή κωμωδία, όπως αποδεικνύεται και από το κείμενο. Μάλιστα, όταν έκανα τη μετάφραση και την απόδοση, έβρισκα αρκετά αστεία σημεία και αναρωτιόμουν μήπως κάτι δεν καταλάβαινα καλά! Είναι ένα σκληρό έργο, που καταγγέλλει, εκφράζει κάποια άποψη, έχει βάθος, αλλά είναι κωμωδία. 

Αυτό όμως δεν έχει περάσει στη συνείδηση του κόσμου. Ο μέσος θεατής δεν γνωρίζει ότι ο Μάμετ έχει γράψει κωμωδία. 

Γιάννης Μπέζος: Δεν ασχολείται κανένας ούτε με τον Μάμετ ούτε με τον Γκόγκολ. Δεν έχουν ιδέα οι άνθρωποι και δεν είναι δουλειά τους. Αυτή είναι δική μας δουλειά. Η δική μας δουλειά είναι να αποκαλυφθεί στη σκηνή το έργο. Αν το έργο έχει και κωμικό χαρακτήρα, είμαστε υποχρεωμένοι να τον αναδείξουμε. Αν έχει και δραματικό, θα τον αναδείξουμε επίσης. Ο κόσμος δεν έχει ιδέα. Και να σταματήσει το χάιδεμα του κόσμου. Ο κόσμος δεν έχει ιδέα, δεν είναι η δουλειά του να ξέρει. Η επιθυμία του είναι να μπει στο θέατρο, να συγκινηθεί, να επικοινωνήσει ή όχι. 

Ποιος φταίει για το χάιδεμα του κόσμου; 

Γιάννης Μπέζος: Πρώτον οι δημοσιογράφοι, δεύτερον οι ηθοποιοί, τρίτον οι πολιτικοί. Λέγοντας «χάιδεμα» εννοώ ότι ο λαός τα ξέρει όλα. Εγώ πιστεύω πως ο λαός δεν ξέρει τίποτα, έτσι εξηγείται και η κατάντια μας. 

Εκπαιδεύεται δηλαδή ο λαός; 

Γιάννης Μπέζος: Όχι, πρέπει να παιδευτεί. Και τον έχουμε μάθει να μην παιδεύεται, να γίνονται όλα άκοπα. Όμως δεν ισχύει αυτό, χρειάζεται κόπος. Όπως κοπιάζουμε εμείς και ρισκάρουμε κάτι για να παρουσιάσουμε, έτσι προϋποθέτουν κόπο και η εκπαίδευση και η εφαρμογή του νόμου και η δημοκρατία. Όλα απαιτούν κόπο. Δεν γίνονται άκοπα και τζάμπα. Γι’ αυτό έχουμε καταντήσει έτσι. Είναι άρρωστο το κλίμα της χώρας μας. Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν προσπαθούμε και εμείς να καταθέσουμε κάτι. Και θα έλεγα ότι είναι πολύ τιμητικό για τον Φιλιππίδη που αποφάσισε να ασχοληθεί με τον Μάμετ, με ένα τέτοιο έργο, δύσκολο. Δεν είναι ένα εύκολο έργο, μια φαρσοκωμωδία. Δεν είναι κάτι που ανεβαίνει σε δεκαπέντε μέρες. Είναι ένα έργο που έχει άλλες απαιτήσεις. Και βρισκόμαστε και σε ένα ιστορικό θέατρο, στο οποίο ο Πέτρος έχει σημαντικό παρελθόν. Και ξαφνικά φέτος καταπιάνεται με δύο έργα που το ένα είναι πιο δύσκολο από το άλλο. Και βέβαια η ευθύνη για το πώς θα ανέβει ένα έργο είναι δική μας. Για παράδειγμα, έργα που είναι κωμωδίες δεν τα κάνουν κωμωδίες και κανένας δεν αναρωτήθηκε γι’ αυτό. 

 

mpezos-filipidis-texnes-plus.jpg

 Προκαλεί όντως εντύπωση το γεγονός ότι φέτος κάποιοι επιλέγουν να κάνουν κωμωδία, ενώ ποτέ δεν είχαν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο είδος. 

Γιάννης Μπέζος: Εδώ κάνουν κωμωδίες και δεν τις παρουσιάζουν ως κωμωδίες. Αυτό πώς το βλέπετε; Ο συγγραφέας το έχει γράψει για να γελάσουμε. Να γελάσουμε, όχι να χαχανίσουμε. Είναι όλα θεμιτά στη δουλειά μας. Είναι όλα μέσα στο παιχνίδι και μπορούν να γίνουν τα πάντα, αρκεί να μην τα βαθμολογούμε εκ των προτέρων και να αφήνουμε και τους καλλιτέχνες και το κοινό να αναπνέουν. Εννοώ και εσείς και εμείς. 

Έχετε την αίσθηση ότι οι δημοσιογράφοι και το κοινό σάς βάζουν κάποια «ταμπέλα»; 

 Γιάννης Μπέζος: Κατά κόρον και κατ’ επάγγελμα. Προφανώς η ερώτηση είναι ρητορική. Το κοινό όμως δεν ασχολείται με αυτό. Εγώ νομίζω πως το κοινό δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το αν είμαστε ή όχι κωμικοί. Αυτή είναι η άποψή μου. Καταρχήν δεν ενδιαφέρεται τι θα κάνουμε στο θέατρο. Αυτό είναι δική μας ευθύνη. 

 Το κοινό δεν ενδιαφέρεται για καλές παραστάσεις; 

 Γιάννης Μπέζος: Ποιες είναι οι καλές παραστάσεις; Αυτό αποδεικνύεται με το χρόνο. 

 Ποια η δική σας θέση, κύριε Αυγουστίδη, ως εκπροσώπου της νέας γενιάς, σε όσα «καταγγέλλει» ο κύριος Μπέζος; 

 Ορφέας Αυγουστίδης: Φοβάμαι ότι παρασυρόμαστε από το παλαιότερο κύμα, δεν έχει καταλαγιάσει όλο αυτό. Εμείς είμαστε μπερδεμένοι, δεν παίρνουμε θέση, συσπειρωνόμαστε με λάθος τρόπους, ξεχνάμε πολλές φορές τι θα πει συλλογικότητα. Νιώθω ότι υπάρχει ένα χάος. Υπάρχει η ανάγκη για επανένωση, για επικοινωνία και για έκφραση, όμως ακόμη είναι λίγο θολό το τοπίο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη θέση. 

 Οι καλλιτέχνες, από την άλλη, δεν παίρνουν εύκολα θέση απέναντι στα πράγματα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, εύκολα ένας Έλληνας καλλιτέχνης να κάνει αυτό που έκανε η Μέριλ Στριπ απέναντι στον Τραμπ; 

Γιάννης Μπέζος: Μόλις παρουσιαστεί ένας Τραμπ, ίσως υπάρξουν παρόμοιες αντιδράσεις. 

Έχει παρουσιαστεί η Χρυσή Αυγή. 

 Ορφέας Αυγουστίδης: Έχουν πάρει θέση όλοι νομίζω. 

 Γιάννης Μπέζος: Ο Τραμπ είναι μια πολύ ειδική περίπτωση. Ο Τραμπ δεν είναι η Χρυσή Αυγή. Ο Τραμπ είναι πρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ η Χρυσή Αυγή είναι, κατά τη γνώμη μου, γραφική περίπτωση. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, γραφικό, και, αν είχε σοβαρή ηγεσία και δεν συνδεόταν με την εγκληματικότητα, θα είχε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό. Αυτό μας γλιτώνει, η έλλειψη σοβαρής ηγεσίας. Δεν είναι σοβαρά αυτά τα πρόσωπα. Η υπόθεση του Τραμπ είναι άλλο πράγμα και η υπόθεση Μέριλ Στριπ άλλο. Είναι λίγο διαφορετικά τα μεγέθη. 

 Πέτρος Φιλιππίδης: Πιστεύω πως υπάρχει ένα μπέρδεμα. Τη Μέριλ Στριπ ποιος θα την ενοχλήσει; Αν όμως πεις κάτι για τη Χρυσή Αυγή, μπορεί να σου σπάσουν, για παράδειγμα, το αμάξι. Παρ’ όλα αυτά, εννοείται ότι οι καλλιτέχνες έχουν πάρει θέση εναντίον. Πολύς κόσμος. Μιλούν οι Έλληνες καλλιτέχνες. Και όχι μόνο για τη Χρυσή Αυγή. Έχουμε βρει τώρα την καραμέλα της Χρυσής Αυγής. Υπάρχουν χειρότερα παραδείγματα. Η Χρυσή Αυγή βγαίνει και λέει «είμαι αυτό». Υπάρχουν όμως άλλοι που «είναι αυτό» αλλά δεν το λένε. Κινούνται ύπουλα και δεν μιλά κανένας. Και όχι μόνο δεν μιλά κανένας, αλλά τους στηρίζουν και δημοσιογραφικοί όμιλοι για προσωπικά συμφέροντα. 

 Στο έργο παρακολουθούμε μια σύγχρονη τραγωδία που κινείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι καθαρά πολιτικό και το δεύτερο έχει να κάνει με την αποδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων. Πόσο αλληλένδετα είναι αυτά τα δύο; 

Γιάννης Μπέζος: Εγώ νομίζω πως το έργο δεν έχει τίποτα πολιτικό. Οι άνθρωποι αυτοί, είτε ζούσαν σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε σε αντικαπιταλιστικό, θα ήταν έτσι. Είναι καταδικασμένοι σε πλήρη ακινησία. Δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή, είναι ηττημένοι. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ μια δεδομένη περίοδο και το έργο αποκτά μια άλλη βαρύτητα. Ωστόσο οι σχέσεις τους είναι κάτι το τρομερό. Θυμίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα. Ζουν σε ένα λαγούμι και εκεί είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Ακριβώς επειδή είναι μέσα στην ακινησία. Δεν υπάρχει κανένας ορίζοντας και όλα εξαντλούνται στο τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Αυτή είναι και η καταδίκη τους. 

Πέτρος Φιλιππίδης: Υπάρχει ένα δίλημμα πολιτικό στο έργο, κοινωνικοπολιτικό. Εννοείται ότι συμβαίνει αυτό επειδή ο Μάμετ δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας. Είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν πράττουν, θα συμφωνήσω με τον Γιάννη. Όμως και εμείς έχουμε ευθύνη για την αδράνειά μας, δεν κάνουμε κάτι. Εννοείται ότι το σύστημα μπορεί να σε καταπιεί και ότι είναι τόσο καλά δομημένο, που κάποια στιγμή αισθάνεσαι ότι πραγματικά είσαι ανήμπορος μπροστά σε αυτό το τέρας και ότι είναι αδύνατο να κάνεις οτιδήποτε. Όπως αποδεικνύεται όμως από μεμονωμένες περιπτώσεις στη σημερινή εποχή, άνθρωποι που αντιδρούν μπορούν να κάνουν πράγματα. Θα μου πεις είναι μεμονωμένες περιπτώσεις, ωστόσο δεν έχει σημασία. Το σύστημα είναι ένα τέρας, το οποίο θα σε αφανίσει. Δεν υπάρχει περίπτωση να το αντιμετωπίσεις. Εκεί μπαίνει και ένα δίλημμα ή ψευτοδίλημμα: «Πολεμάς το σύστημα μέσα από το σύστημα ή έξω από αυτό;» Εδώ δεν έχουμε απαντήσει ακόμη σε αυτά τα ερωτήματα. Εγώ κάποτε πίστευα πως το πολεμάς από μέσα, μετά άρχισα να πιστεύω πως το πολεμάς απέξω. 

 Εσείς τι πιστεύετε; 

Ορφέας Αυγουστίδης: Δεν νομίζω πως μπορώ να σας απαντήσω. 

Γιάννης Μπέζος: Δεν ξέρω τι γίνεται στις ΗΠΑ, εδώ όμως δεν υπάρχει κανένα σύστημα. Η κατάρα της χώρας ξέρετε ποια είναι; Ότι δεν έχει σοβαρή Δεξιά. Ακούγεται παράδοξο αυτό που σας λέω, όμως, αν είχε σοβαρή Δεξιά, θα είχε και σοβαρή Αριστερά. Είναι ένα καρυδότσουφλο που πάει με αυτόματο πιλότο. Και κάποιοι χαρούμενοι από πάνω, που τους έχουν πάρει το παιχνίδι το οποίο τους είχαν χαρίσει αρχίζουν και φωνάζουν. Αυτό γίνεται στη χώρα μας. Είναι σε νεκροφάνεια το πολιτικό σύστημα. Είναι πεθαμένο και υποδύεται ότι ζει. Λυπάμαι που το λέω έτσι χοντρά, αλλά έτσι αισθάνομαι. Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, είναι στον πάτο. Και επειδή είναι στον πάτο, γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος ότι κάτι θα γίνει. Ο ιστορικός χρόνος δεν είναι μεγάλος. Εμείς περιμένουμε εδώ να συμβεί κάτι σε ένα μήνα. Δεν γίνεται. Θα συμβεί σε δέκα χρόνια, σε δεκαπέντε. Εσείς βλέπετε να υπάρχει ένα σοβαρό σύστημα; Υπάρχει δηλαδή στην Ελλάδα σύστημα που μας καταπιέζει; Δεν υπάρχει τίποτα. Γι’ αυτό δεν υπάρχει και ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, γι’ αυτό δεν υπάρχει και εκπαιδευτικό σύστημα. Αν υπήρχε, θα λέγαμε ότι έχουμε έναν αντίπαλο. 

Πέτρος Φιλιππίδης: Δεν υπάρχουν σημαντικά, σοβαρά πράγματα για να μπορέσουν να λυθούν αυτά. Το κυριότερο, δεν υπάρχει αξιοκρατία. Θα μου πεις: «Εσύ είσαι αυτός που θα το πει αυτό;» Εγώ μπορώ να σας αναφέρω άξιους ανθρώπους, που έχουν τη δυνατότητα να λάβουν αποφάσεις. 

 amerikanikoss.jpg

 Την κυρία Κονιόρδου που ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού φαντάζομαι ότι τη θεωρείτε άξια. 

Πέτρος Φιλιππίδης: Ως ηθοποιό πανάξια. Είναι μία από τις καλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς. Το αν θα κάνει κάτι από το νέο της πόστο, αυτό θα κριθεί στο μέλλον. Δεν έχει καμία σχέση το Υπουργείο Πολιτισμού με την υποκριτική. 

 Πρέπει να είναι σε τέτοιες θέσεις άτομα που γνωρίζουν τα του πολιτισμού; 

Πέτρος Φιλιππίδης: Δεν είναι τόσο απλό. Ο πολιτισμός είναι ένα τεράστιο, ένα πολύ ευρύ πεδίο. Το Υπουργείο Πολιτισμού ίσως είναι το πιο σημαντικό υπουργείο. Μιλάμε για διαφορετικά πράγματα. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι κάποιος είναι ο καλύτερος ηθοποιός της χώρας. Πρέπει να έχει γνώσεις και για τα αρχαία; 

Από το να ασχολείται όμως με τον πολιτισμό κάποιος που δεν έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό; 

Πέτρος Φιλιππίδης: Έχουν υπάρξει και άνθρωποι του πολιτισμού που δεν είχαν καμία σχέση με τον πολιτισμό. Έχουν επίσης υπάρξει άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με τον πολιτισμό και αποδείχθηκαν ιδιαίτερα άξιοι και πάρα πολύ καλοί υπουργοί. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Σε κάθε δουλειά δεν κρίνεται κάποιος επειδή είναι έξυπνος ή επειδή είναι καλός σε μια άλλη δουλειά. Κρίνεται από τη συγκριμένη δουλειά που κάνει. Εγώ πιστεύω πως η κυρία Κονιόρδου έχει τις ικανότητες και τη δυνατότητα να κάνει κάποια πράγματα. 

Γιάννης Μπέζος: Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Έχει δύο μήνες που έχει αναλάβει. Δεν μπορείς να αφήσεις έργο πίσω σου σε τόσο σύντομο διάστημα. 

 

 

Φωτογραφίες παράστασης: Γιάννης Βασταρδής

Bascktage φωτογράφιση από το trailer της παράστασης (φωτογραφίες Χριστίνα Σπατιώτη)

flipidis-mpezos-texnes-plus.jpg

 

 

philipidis-mpezos-texnes-plus2.jpg

 

 

philipidis-mpezos-texnes-plus12.jpg

 

philipidis-mpezos-texnes-plus11.jpg

 

flipidis-mpezos-texnes-plus6.jpg

 

philipidis-mpezos-texnes-plus10.jpg

Ο Γιάννης Μπέζος, ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Ορφέας Αυγουστίδης πρωταγωνιστούν στο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Αμερικάνικος βούβαλος», που ανεβαίνει στο Θέατρο Μουσούρη στις 25 Ιανουαρίου σε σκηνοθεσία-μετάφραση-απόδοση Πέτρου Φιλιππίδη.

 

 

 

«Αυτός ο έρωτας δεν τελείωσε ποτέ… Είμαστε  μέχρι το τέλος της ζωής μας βαθιά ερωτευμένοι…» 

 

Σαν ντίβα του παλιού σινεμά η Μίνα Χειμώνα ανεβαίνει τα σκαλιά του Θεάτρου Altera Pars τραγουδώντας «Πάρε με κοντά σου». Έπειτα από λίγα λεπτά ανάβει τσιγάρο και καθισμένη στο μπουντουάρ της αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι μιας ιστορίας γοητευτικής, που πολλοί δεν γνωρίζουν και οι λεπτομέρειές της ξαφνιάζουν. 

 

Στην παράσταση η ηθοποιός αφηγείται τη ζωή της Μελπομένης Τσιριγώτη, που με καλλιτεχνικό νονό τον Ορέστη Λάσκο καθιερώθηκε στην ιστορία του πενταγράμμου ως Μάγια Μελάγια. Το μικρό όνομα και το επίθετό της τα εμπνεύστηκε στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αίγυπτο: «Μάγια» σημαίνει νερό και «Μελάγια» είναι η κελεμπία που φορούν οι Αιγύπτιοι. Όνομα εύηχο και συνάμα παράξενο, τραβούσε την προσοχή, όπως και το μελαχρινό χυμώδες κορίτσι που έκλεβε καρδιές πάνω και κάτω από την πίστα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το αγαπημένο της τραγούδι ήταν το «Πάτωμα» των Κραουνάκη-Νικολακοπούλου και συγκεκριμένα ο στίχος «γιατί οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια».

 

Ο Δημήτρης Χαλιώτης σκηνοθετεί το βιβλίο του Γιώργου Βασιλειάδη «Με αγάπη… Μάγια Μελάγια», υπογράφοντας και τη δραματουργική επεξεργασία, και καταφέρνει κάτι πολύ σπουδαίο, να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα της εποχής και μια γλυκιά νοσταλγία, χωρίς ωστόσο η παράσταση να μυρίζει ναφθαλίνη ή η ηθοποιός του να οδηγείται σε εύκολους μελοδραματισμούς. Επιπλέον προσδίδει στο κείμενο ζωντάνια, τοποθετώντας τη Μίνα Χειμώνα ανάμεσα στο κοινό του φουαγιέ και κάνοντας τους θεατές μέλη της παράστασης. Η διαδραστικότητα είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά της παράστασης. 

 

Τα εύσημα όμως θα πρέπει να αποδοθούν και στη Μίνα Χειμώνα, η οποία χάρη στη σκηνική της εμπειρία τραγουδά, παίζει, χορεύει και φροντίζει να επικοινωνήσει αυτό που κάνει. Από τις λίγες εικόνες της Μάγιας Μελάγια που προβάλλονται διαπιστώνει κανείς πως σε ό,τι αφορά την εμφάνιση και μόνο δεν έχει γίνει η ιδανική διανομή. Παρ’ όλα αυτά, και σε αυτό συνίσταται η μεγάλη επιτυχία της  ηθοποιού, η Μίνα Χειμώνα δίνει το δικό της στίγμα, αποφεύγοντας να γίνει μια καρικατούρα, ένα απείκασμα. Και τα καταφέρνει πολύ καλά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εντυπωσιακή ρωγμή του ρόλου, όταν μετά το εγκεφαλικό καταλαβαίνει πια ότι δεν θα ξανατραγουδήσει. Ένα σημείο που πραγματικά συγκινεί. 

 

Στο πιάνο και στο ακορντεόν τη συνοδεύει ο Νίκος Πλάτανος και μαζί λένε τραγούδια που ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση η Μάγια Μελάγια και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, όπως το «Αδύνατον να κοιμηθώ», τη «Βαλίτσα», το «Μονοπάτι», το «Σκότωσε με» (που μετά έγινε γνωστό από τη Μαίρη Λίντα, αλλά η Μελάγια το έχει δισκογραφήσει πρώτη το ’55). Επίσης το τραγούδι «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», το οποίο δίδαξε στη Σοφία Λόρεν στα γυρίσματα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» στην Ύδρα το ’57. 

Μια παράσταση για την «αυτοκράτειρα της νύχτας», που ερωτεύτηκε με πάθος, ενέπνευσε δημιουργούς, γοήτευσε βιομηχάνους, εργάτες, ξεπέρασε σε φήμη την Παξινού, πικράθηκε από «τα διάφορα σχόλια», αλλά κατάφερε να ζήσει όπως ήθελε. «Στη ζωή μου τα γεύτηκα όλα στον απόλυτο βαθμό. Την επιτυχία, τον έρωτα, τη δόξα, τα πλούτη…».

 «Είναι μια δύναμη που περνά ήρεμα, αλλά πάντα την προσέχεις. Σε όποιο ρόλο και να τη βάλεις και σε ένα πέρασμα να περάσει η Ρένη θα είναι πάντα πρωταγωνίστρια», δήλωσε ο Αλέξανδρος Αβρανάς για εκείνη και νομίζω πως είναι ό,τι πιο περιεκτικό και συνάμα αντιπροσωπευτικό έχω ακούσει και διαβάσει για τη Ρένη Πιττακή. Μια σπουδαία κυρία του ελληνικού θεάτρου μιλά στο texnes-plus με αφορμή την παράσταση «Τι απέγινε η Μπέημπι Τζέην;»

Το σκηνικό της συνέντευξής μας μοιράστηκε στοιχεία από ταινία του Χόλιγουντ και άρωμα καμαρινιών. Σαν να μη θέλησε να μείνει παραπονεμένη ούτε η κόπια του φιλμ του ’62 ούτε το θεατρικό έργο που ανεβαίνει σε παγκόσμια πρώτη υπό την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη.

Μακιγιέζ και κομμώτριες ετοιμάζουν πυρετωδώς τις δύο πρωταγωνίστριες. Εκεί, ανάμεσα σε πιστολάκια που βουίζουν, ρόλεϊ, σκιές, ψεύτικες βλεφαρίδες, κοστούμια. Στο φαίνεσθαι που ξετυλίγεται η μαγεία του θεάτρου η Ρένη Πιττακή μου μιλά για ιστορίες που δόμησαν το είναι του θεάτρου και για την ουσία τού «να προσπαθείς να αποτύχεις καλύτερα…»

Το «Τι απέγινε η Μπέημπι Τζέην;» πέρα από διάσημο θρίλερ του αμερικανικού κινηματογράφου με πρωταγωνίστριες τις Μπέτυ Ντέηβις και Τζόαν Κρόφορντ είναι και θεατρικό έργο. Εσείς πού στηριχτήκατε για να στήσετε την παράσταση;

Ξεκινήσαμε και υπήρχε ένα ψάξιμο. Δεν είχαμε αποφασίσει εξαρχής πού θα στηριζόμασταν, διότι είχαμε αφενός το θεατρικό έργο «Τι απέγινε η Μπέημπι Τζέην;», αφετέρου τη γνωστή ταινία που σημείωσε τεράστια επιτυχία τη δεκαετία του 1960. Έτσι ο Απόλλων Παπαθεοχάρης, ο οποίος εκτός από τη σκηνοθεσία υπογράφει και τη δραματουργική επιμέλεια, πήρε την απόφαση να βασιστούμε στην ταινία. Γενικότερα ήταν επείγουσες οι συνθήκες, από άποψη χρόνου, γιατί ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος πήρε τα δικαιώματα, που «απελευθερώθηκαν» πολύ πρόσφατα από τον Χένρυ Φάρελ, και αποφασίστηκε να ανέβει η παράσταση σε πολύ σύντομο διάστημα.

Τους ρόλους σας τους είχατε προαποφασίσει;

Ναι, οι ρόλοι ήταν προαποφασισμένοι. Προχωρήσαμε αμέσως. Για το κείμενο και τις  σκηνές προβληματιζόμασταν συνεχώς.

Και στο έργο «Αέρα» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη σας είδαμε σε μια αδελφική σχέση-σύγκρουση επί σκηνής…

Ναι, υπήρχε επίσης μια σχέση αλληλεξάρτησης και αγάπης. Ωραία το σκεφτήκατε. Στην «Μπέημπι Τζέην» βλέπουμε ακόμα περισσότερο πόσο δρα και επηρεάζει το συμφέρον τις δύο αδερφές. Σε πρώτη φάση έχουμε την Μπέημπι Τζέην, το παιδί- θαύμα που φέρνει όλα τα λεφτά στο σπίτι και η επιβίωση της οικογένειας εξαρτάται από εκείνη. Έπειτα από λίγα χρόνια γυρνά ο τροχός, εκείνη φεύγει από το προσκήνιο και έρχεται η Μπλανς, η οποία συντηρεί πλέον την οικογένεια. Υπάρχει όμως ένα ψυχολογικό επίπεδο από πίσω, που αφορά την έλλειψη αγάπης της καθεμίας σε κάποια φάση της ζωής της. Η πρώτη το βιώνει όταν χάνει την κυριαρχία και δεν είναι πια το παιδί-θαύμα και η Μπλανς από πολύ μικρή, όταν κανένας δεν της δίνει την απαραίτητη φροντίδα.

 

 

pittaki-texnes-plus2.jpg

 Πιστεύετε ότι η σχέση τους είναι τόσο δύσκολη επειδή είναι άτομα του ίδιου  φύλου;

Προσωπικά δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Εγώ ήμουν πάντα μοναχοπαίδι και το επίκεντρο του κόσμου. Δεν είχα να μοιράσω τίποτα. Επομένως δεν το έχω βιώσει αυτό.

Είχατε όμως δίδυμο αδερφό.

Ναι, ο οποίος χάθηκε στους έξι μήνες, οπότε δεν τον θυμάμαι. Ούτε μπόρεσα πότε να καταλάβω μια μητέρα που θρηνούσε για την απώλεια του γιου της. Εγώ χαιρόμουν που ήμουν το κέντρο του κόσμου, που είχα δύο γονείς να με προσέχουν και να με αγαπούν, που είχα ξαδέρφια να παίζω και φίλους και φίλες στο σχολείο. Δεν είχα πει ποτέ «Α! Να είχα ένα αδερφάκι!»

Στην παράσταση σας βλέπουμε καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Στην ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά «Miss Violence» ήσασταν βυθισμένη στη σιωπή. Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να στερείται κάποιο βασικό εκφραστικό του μέσο;

Ένας ηθοποιός είναι για όλα και υποκριτική είναι όλα! Είναι λόγος, είναι σώμα, είναι σιωπή, είναι παύση. Αυτό είχα την τύχη να το διδαχτώ από πολύ μικρή, από το δάσκαλό μου, τον Κάρολο Κουν, στο Θέατρο Τέχνης με τα έργα του Χάρολντ Πίντερ. Στα έργα του Πίντερ ο λόγος είναι ελάχιστος και μετρούν όλα τα άλλα. Το θέατρο είναι σώμα, είναι παύση, είναι πνεύμα… Είναι όλο το είναι, όχι μόνο το λεκτικό.

Εσείς που μαθητεύσατε πλάι στον Κάρολο Κουν βιώσατε τη χρυσή εποχή του Θεάτρου Τέχνης. Πώς θα μεταφέρατε μια αίσθηση, έστω, σε έναν άνθρωπο που δεν είχε την τύχη να τα ζήσει όλα αυτά παρά μόνο μέσα από βιντεοσκοπημένες παραστάσεις;

Δεν μπορούν να μεταφερθούν οι παραστάσεις, όπως πολύ σωστά λέτε. Γιατί και εγώ που βλέπω παραστάσεις τις οποίες είχα παρακολουθήσει τότε ζωντανά διαπιστώνω ότι χάνουν τη μαγεία τους βιντεοσκοπημένες. Επίσης όλα αυτά που έλεγε ο Κουν δεν μπόρεσαν να γραφτούν ως διδασκαλία, γιατί βασίζονταν στην επαφή της κάθε στιγμής! Το κυρίαρχο στοιχείο του χαρακτήρα του Κουν ήταν ότι «καιγόταν» γι’ αυτό που έκανε και αυτό ζητούσε και από τους άλλους, την πλήρη αφοσίωση. Και πάνω στην τριβή και στην πλήρη αφοσίωση αναζητούσε την ώθηση, την ανακάλυψη, την έκπληξη και πάντα το παραπέρα!

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι «Όρνιθες» που ξέρετε όλοι από το Θέατρο Τέχνης είναι μια παράσταση που δεν στήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Η παράσταση του 1959 που εγώ δεν είχα δει –την είδα το 1965– έκανε μια τεράστια διαδρομή για να κερδίσει τόσα βραβεία διεθνώς και να περιοδεύσει σε όλη την Ευρώπη. Μόνο στην Αμερική δεν παίχτηκε, γιατί δεν υπήρχαν τα χρήματα. Εν ολίγοις… το θέλω, το κάνω, το προσπαθώ… Ακόμα καλύτερα, όπως λέει ο Μπέκετ: «Πάντα να προσπαθείς. Να προσπαθείς να αποτύχεις. Να προσπαθείς ξανά να αποτύχεις καλύτερα». Γιατί πάντα υπάρχει κάτι τελειότερο από αυτό που κάνεις και, όταν φτάνεις σε αυτό, ποτέ δεν πρέπει να θεωρείς ότι είσαι σπουδαίος, αλλά πάντα να εξετάζεις και να προσπαθείς για το ακόμα καλύτερο. Ο Κουν αυτό έκανε μέχρις ότου, για λόγους υγείας, δεν μπορούσε να το κάνει.

Αυτό λείπει από τους νεότερους; Έχετε πει: «Οι νέοι καλλιτέχνες λάμπουν, αλλά σπάνια έχουν διάρκεια».

Η διάρκεια προϋποθέτει αντοχή και πίστη. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, μόνο το ταλέντο. Μπορεί να αντιμετωπίσεις φοβερές αντιξοότητες. Η διάρκεια είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Επίσης σήμερα δεν υπάρχουν πλέον πόλοι. Κέντρα που να «συγκρατούν» τους ηθοποιούς.

Όπως ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής;

Ακριβώς, ήταν ένα σημαντικός πόλος που οι ηθοποιοί έμεναν. Επίσης υπήρχε μια καλλιέργεια, μια εκπαίδευση. Το ίδιο συνέβη κάποτε και στο Αμόρε. Έμεναν καιρό εκεί οι ηθοποιοί και μάθαιναν, ακόμα και με μικρούς ρόλους. Το έχει πει πολύ ωραία η Μάγια Λυμπεροπούλου χρησιμοποιώντας τον όρο «ώρες πτήσης». Δεν προφταίνουν τα παιδιά τώρα. Γιατί, αν δεν έχεις χρόνο να δοκιμάσεις, να αποτύχεις, να το δεις, να το κάνεις καλύτερο, δεν μπορείς να μεστώσεις ως ηθοποιός με δύο παραστάσεις το χρόνο, όπως κάνουν τώρα τα νέα παιδιά.

pittaki-texnes-plus.jpg

 Στην παράσταση η Μπλανς την οποία υποδύεστε είναι μια πρώην ηθοποιός. Μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας σε αντίστοιχη θέση; Να αποτελέσει δηλαδή το θέατρο για εσάς παρελθοντική κατάσταση;

Δεν το έχω σκεφτεί. Απλώς έχω κάνει και στο παρελθόν μεγάλα διαλείμματα. Από τη στιγμή που έχω την επιθυμία και έχω και προτάσεις δεν έχω μπει ακόμη σε αυτή τη διαδικασία. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει, ένα κομμάτι της ζωής μου, πολύ ουσιαστικό και πολύ ζωτικό. Μου δίνει ενέργεια, χαρά, δύναμη! Πολλές φορές βέβαια συνεπάγεται και κούραση και άγχος και νεύρα και αγωνία, όμως η χαρά, η συνολική ικανοποίηση, τα αντισταθμίζει όλα. Νιώθω χαρά στο θέατρο.

Εγκλωβισμένη αισθανθήκατε ποτέ όπως η ηρωίδα σας;

Ναι, το έχω νιώσει κατά διαστήματα και κάποια στιγμή στο παρελθόν έκανα μια απόδραση. Κατέβηκε ένα έργο και ήταν η πρώτη φορά που πήγα ένα ταξίδι μόνη μου, ξέχωρα από περιοδεία. Έχω νιώσει αυτό το «Αχ! Αχ! Να καθίσω να ξεκουραστώ!» ή το «Να φύγω!» Θυμάμαι που είχα περάσει ένα χειμώνα που σκεφτόμουν πώς θα ήταν ο χειμώνας αυτός που δεν θα είχα δουλειά και έκανα δύο ταξίδια που με γέμισαν τόσο πολύ! Είδα μια άλλη πλευρά…

Υπάρχει ζωή και έξω από το θέατρο…

Αυτό θέλω να πω! Και τώρα, όταν μου λένε για το καλοκαίρι, τους λέω: «Α! Όχι το καλοκαίρι!» Γιατί και τώρα, τελειώνοντας από εδώ, θα φύγω τρέχοντας κυριολεκτικά για την Κύπρο που θα ερμηνεύσω το φοβερό ρόλο της Μέρι Ταϊρόν στο «Μακρύ ταξίδι μιας μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’Νιλ, την παράσταση που θα σκηνοθετήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς στον ΘΟΚ. Οπότε έπειτα από αυτό θα έχω μια γεμάτη σεζόν. Επομένως μετά θα ήθελα να ξεκουραστώ. Θέλω να έχω ανάσες, οι ρυθμοί μου είναι αργοί. Αναγκάζομαι και προσαρμόζομαι.

Για τη νέα χρονιά τι ευχές κάνετε;

Θα πω αυτό που έλεγε η θεία μου η Κορνηλία: υγεία, αγάπη και δουλειά!

Η Ρένη Πιττακή πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Τι απέγινε η Μπέημπι Τζέην;» στο Θέατρο Σφενδόνη.

 

 

pittaki2-texnes-plus.jpg

Φωτογραφίες παράστασης: Σταύρος Χαμπάκης

 

 

 

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία